Fractal

Διήγημα: “Φως και σκοτάδι”

Γράφει η Κατερίνα Παπαθεοφίλου //

 

 

 

 

 

Φως και σκοτάδι

 

 

Πάλευε πολλά χρόνια με τους δαίμονές του. Είχε φτάσει πολλές φορές στον πάτο. Κάποιες φορές έμενε εκεί για καιρό, κάποιες φορές έδινε μία και ξαναέβγαινε στην επιφάνεια. Όταν όμως αντίκρυζε τον ήλιο, όταν οι ακτίνες του, του έπεφταν στο πρόσωπό, ήταν σαν να τον έκαιγαν, μια περίεργη αίσθηση σαν οξύ να του τρώει το δέρμα. Και βουτούσε πάλι μέσα στα βαθιά και κολυμπούσε στα σκοτάδια. Το σκοτάδι είχε γίνει η δεύτερη φύση του. Λες και η άβυσσος ήταν το σπίτι του. Λες και το φως δυνατό και καυτό θα του αποκάλυπτε όσα δεν ήθελε ακόμα να ξέρει. Θα αποκάλυπτε κάθε ρυτίδα, αμυχή, ελάττωμα στο κουρασμένο του πρόσωπο.

Είχε κουραστεί, ήταν αλήθεια, ψυχή και σώμα. Και ήταν νέος, πολύ νέος, αλλά έτσι είχε μάθει. Να ζει μεταφορικά και κυριολεκτικά στη νύχτα. Εκεί με άλλα πλάσματα της νύχτας περνούσε τον καιρό του, βασανίζοντας τον εαυτό του ψυχικά και σωματικά, παραπαίοντας στην πραγματικότητα και στη λήθη που του πρόσφερε το αλκοόλ. Η νιότη του έδινε αντοχές, του έδινε αυτήν την αίσθηση παντοδυναμίας και αθανασίας. Και αυτό από μόνο του τον έκανε να ρισκάρει, να γίνεται παρορμητικός, να επιθυμεί να βιώσει τα πάντα, να επιθυμεί να ρουφήξει την ίδια τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα.

Δεν επιθυμούσε να δεθεί με κανένα. Ούτε καν με τον εαυτό του. Κρατούσε αποστάσεις από τα συναισθήματά του, τον φόβιζαν, δεν ήξερε πως να τα διαχειριστεί. Και ο καιρός περνούσε και πληγωνόταν και πλήγωνε και απλά προχωρούσε μηχανικά στο σκοτεινό μονοπάτι της ζωής του, χωρίς να τον ενδιαφέρει που θα κατέληγε. Ήταν ευχαριστημένος με όσα είχε εκείνη την περίοδο. Ζούσε τη στιγμή, ζούσε χωρίς να τον ενδιαφέρει το αύριο, οι συνέπειες στον εαυτό του και στους άλλους. Δούλευε νύχτα, δεν είχε υποχρεώσεις, ήταν δημοφιλής στις γυναίκες ως «σκοτεινός ιππότης» και οι άνδρες τον φθονούσαν. Του άρεσε όσα είχε, παρόλα αυτά πάντα ένιωθε ελλιπής. Πάντα ένιωθε ότι κάνει κάτι λάθος. Πάντα ένιωθε «χαλασμένος», ότι κάτι δεν πάει καλά με την πάρτη του. Ο εαυτός του ήταν πάντα και ο μεγάλος σαμποτέρ του. Το ήξερε αυτό, αλλά δεν ήξερε και τι να κάνει για αυτό.

Κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέφτη, ντυμένο ως συνήθως στα μαύρα, με μάτια να πετούν φωτιές, χείλη και μάγουλα κόκκινα, δέρμα κατάλευκο από την έλλειψη της επαφής του ήλιου με το δέρμα του. Ένας νεαρός βρικόλακας. Κούμπωνε το πουκάμισό του και ένιωθε αυτάρκης αλλά και ημιτελής. Σκεφτόταν την κοπέλα με το κόκκινο φόρεμα που είχε γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ. Δροσερή, ξέγνοιαστη, με ένα χαμόγελο που φώτιζε τον κόσμο όλο. Μιλούσαν και χόρευαν όλο το βραδύ και για πρώτη φορά δεν ζήτησε να συνεχίσουν μαζί τη βραδιά. Ζήτησε απλά το τηλέφωνο της. Κοιτούσε το τσαλακωμένο χαρτί στο κομοδίνο που το είχε αφήσει το ξημέρωμα που είχε επιστρέψει σπίτι. Το είχε διπλώσει και ανοίξει πολλές φορές από εκείνη την ώρα, προσπαθώντας να αποφασίσει τι θα κάνει. Ήξερε ότι ήθελε να την ξαναδεί, αλλά φοβόταν ότι το σκοτάδι του θα έκανε κακό σε ένα τόσο λαμπερό πλάσμα. Ίσως όμως και το φως της, το τόσο δυνατό, να έκανε καλό σε εκείνον τελικά.

Ίσως να τον βοηθούσε να μείνει λίγο ακόμα στο φως, ίσως να μη βιαζόταν να βουτήξει πάλι μέσα στο σκοτάδι. Ίσως και να έδινε μία να βγει έξω από τα σκοτεινά νερά, να βρει τη δύναμη να αντικρύσει τον εαυτό του στην επιφάνεια. Του φαινόταν τρομερά δύσκολο και ήταν. Δεν είχε ποτέ κανέναν εξάλλου έξω από το νερό για να τον πιάσει από το χέρι. Ή έτσι πίστευε τουλάχιστον, καθώς το μεγάλο του Εγώ δεν του επέτρεπε να ζητήσει βοήθεια. Σκεφτόταν ότι ίσως έχει έρθει εκείνη η στιγμή. Η στιγμή να δοκιμάσει να μένει λίγο περισσότερο στην επιφάνεια. Να δέχεται με υπομονή και επιμονή τη ζεστασιά που προφέρει το φως. Να δεχτεί το χέρι εκείνης της όμορφης κοπέλας. Αν του το έδινε φυσικά….

Ένιωθε σα να είχαν καταφέρει να τρυπώσουν ηλιαχτίδες στην μαυρισμένη του ψυχή και σιγά σιγά να τον ζεσταίνουν. Για πρώτη φορά ένιωθε καλύτερα. Ένιωθε σα να ήταν σε κώμα πολύ καιρό και τώρα σηκωνόταν σιγά σιγά και τεντωνόταν να ξεμουδιάσει. Προσπαθούσε να νιώσει κάθε μέλος του ξεχωριστά, να νιώσει τη ζωή σε κάθε του κύτταρο να επανέρχεται. Είχε δύσκολο δρόμο μπροστά του. Πολλές φορές αναρωτιόταν αν άξιζε τον κόπο, αν άξιζε η προσπάθεια, τι θα κέρδιζε… Οι δαίμονες ήταν πάντα εκεί εξάλλου και καραδοκούσαν, δεν το ξεχνούσε. Απλά τους είχε μαζί του, συντροφιά του, κομμάτι του εαυτού του και πορευόταν μαζί τους.

Ξαφνιάστηκε! Έπιασε τον εαυτό του να ονειρεύεται! Γέλασε συνεχίζοντας να κοιτάει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ήδη η επιρροή της ήταν θετική πάνω του. Δεν είχε τίποτα να χάσει. Πήρε το τσαλακωμένο χαρτί και σχημάτισε τον αριθμό της. Η γοητευτική χροιά της φωνής της ακούστηκε στο ακουστικό και του έκοψε την ανάσα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top