Fractal

Διήγημα: “Στο βαγόνι του ηλεκτρικού”

Της Ευαγγελίας Μουτούση // *

 

 

 

 

 

“Στο βαγόνι του ηλεκτρικού”

 

Τον εντόπισα στο γεμάτο κόσμο βαγόνι του ηλεκτρικού να είναι ακουμπισμένος στο στύλο. Κρατούσε με το ένα χέρι το βιβλίο του κοντά στο ύψος του προσώπου. Δεν έβλεπα το πρόσωπό του καθώς κρυβόταν πίσω από τις λέξεις. Στο άλλο χέρι κρατούσε μια δικτυωτή τσάντα με φρούτα και λαχανικά.

Προσπάθησα να τον παρατηρήσω καλύτερα. Νέος, γύρω στα είκοσι, υπολόγισα. Φορούσε τζιν βερμούδα, λευκό μακό μπλουζάκι και πάνινα αθλητικά παπούτσια. Φοιτητής, ίσως. Ήταν Σάββατο, άρα δεν είχε να πάει στη σχολή του. Έκανε λίγα ψώνια για το σπίτι.

Παρόλο που του έριχνα κλεφτές ματιές δεν φάνηκε να το προσέχει. Μου άρεσε αυτό. Μου έδινε την αίσθηση ότι βρισκόταν στο δικό του μπλε σύμπαν. Εκεί δεν είχε αδιάκριτα βλέμματα, ούτε κενά μεταξύ συρμού και αποβάθρας, ούτε καν επόμενες στάσεις. Έδειχνε τόσο απορροφημένος στην ανάγνωση του βιβλίου του.

Ένιωθα ότι αυτός ο νέος άντρας είχε ένα ήρεμο και συνάμα γεμάτο ζωντάνια βλέμμα. Καθώς γύριζε τη σελίδα ήξερα ότι το μυαλό του είχε πάει κάπου αλλού, πολύ μακριά. Το ήξερα καλά αυτό το βιβλίο. Αναρωτήθηκα ποια ιστορία να διάβαζε.

Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε κάλλιστα να διαβάζει το:

«Σ’ αγαπάω μαμά»

Όλοι ήξεραν στην πολυκατοικία την Ερασμία και το νόθο της και την βοηθούσαν ο καθένας με τον τρόπο του. Άλλοι της έδιναν φαγητό και ρούχα και άλλοι την έριχναν στο κρεβάτι κλείνοντάς της το στόμα. Υπήρχαν μέρες που ήταν εξουθενωμένη και όταν ο μικρός γύριζε τα κατσαρολικά ανάποδα και με μια ξύλινη κουτάλα έκανε θόρυβο αυτή τον χτυπούσε. Ο μικρός πήγαινε κοντά της κλαίγοντας και της έλεγε «παπάω μαμά μου» και την αγκάλιαζε. Του φώναζε με τη βαριά ρώσικη προφορά της: «Φύγε σκύλε» και τον έδιωχνε μακριά. Τον αποκαλούσε πάντα «σκύλο». Αυτός έθαψε βαθιά μέσα του το βαφτιστικό του όνομα και μεγαλώνοντας το άλλαξε και το έκανε «Ντόπερμαν». Καθώς τα χρόνια περνούσαν αυτός φόρεσε και ένα αγκαθωτό κολάρο στο λαιμό για να υποστηρίζει καλύτερα το όνομά του. Εκείνο το μεσημέρι του καυτού Αυγούστου μπήκε στην κουζίνα αθόρυβα. Αυτή ήταν σκυμμένη πάνω σε λογαριασμούς στο μικρό τραπέζι. Στάθηκε πίσω της χωρίς να τον αντιληφθεί. Ήταν χειροδύναμος. Ακούστηκε ένα κρακ. Ο λαιμός της ακούμπησε στο τραπέζι. Πήγε στο αυτί και της ψιθύρισε «Σ’ αγαπάω μαμά».

Ή πάλι θα μπορούσε να συνέχιζε με μία άλλη ιστορία όπως:

«Ο δράκος ή ο πατέρας;»

Kάποτε σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας βασιλιάς με τις τρεις πανέμορφες κόρες του, τις οποίες υπεραγαπούσε. Μια μέρα ένας φοβερός δράκος μπήκε στο βασίλειό του και έκαψε χωριά, χάλασε τις σοδειές των κατοίκων και σκότωσε παρά πολλούς ανθρώπους. Ο βασιλιάς έστειλε στρατό αλλά μάταια. Κατόπιν υποσχέθηκε να δώσει μία πριγκίπισσα σε γάμο σε όποιον σκότωνε το δράκο. Δοκίμασαν πολλοί αλλά χωρίς επιτυχία. Ο βασιλιάς σκέφτηκε ότι μία γυναίκα ίσως να κατάφερνε να λυγίσει την καρδιά του δράκου. Έτσι αποφάσισε να στείλει και τις τρεις κόρες του να παρακαλέσουν το δράκο να σταματήσει. Ο δράκος όχι μόνο δεν τις άκουσε που τον ικέτευαν να σταματήσει αλλά τις κατάπιε όλες στη στιγμή.

Ο βασιλιάς άρχισε να πονά και να μετανιώνει. Ήταν τώρα ολομόναχος στον κόσμο.

Και η ερώτηση είναι: “Ποιος τελικά σκότωσε τα κορίτσια;”

O δράκος ή ο πατέρας τους;

Όποια ιστορία και αν επίλεξε σίγουρα θα ήθελα να του δόθηκε αρκετή τροφή για σκέψη.

Κατέβηκε στην επόμενη στάση. Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου. Ένιωθα πολύ περίεργα. Από τη μία ήθελα να τρέξω να τον προλάβω και να τον ρωτήσω αν του άρεσε το βιβλίο και από την άλλη χαιρόμουν που συνάντησα τυχαία τον πρώτο ανώνυμο αναγνώστη μου.

 

 

 

* Η Ευαγγελία Μουτούση είναι καθηγήτρια Αγγλικών. Στο ελεύθερο χρόνο της γράφει. Γράφει για πράγματα που την συγκινούν. Θέλει τις ιστορίες της να τις μοιράζεται. Κείμενά της βρίσκονται στα «Μονοπάτια της Γραφής» Ποιητικές Συμπλεύσεις 5, εκδόσεις ΕΝΤΥΠΟΙΣ.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top