Fractal

Λίβανος, Βηρυτός και η λογοτεχνία του τραύματος, προσεχείς εκδόσεις

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

 

 

Δυο πολύ σημαντικά βιβλία θα κυκλοφορήσουν με κεντρικό θέμα το Λίβανο και τη πολύπαθη πόλη της Βυρηττού, καταγράφοντας τις ολέθριες συνέπειες του εμφυλίου στις ψυχές των ανθρώπων που τον βίωσαν, το καθένα με το δικό του μοναδικό τρόπο. Το πρώτο τιτλοφορείται «Νυχτερινό Ταχυδρομείο» και υπογράφει η σπουδαία συγγραφέας Ηoda Barakat και το δεύτερο, ο Παλαιστινιακής καταγωγής νεαρός συγγραφέας Maazen Maarouf . Kαι τα δυο εκτός από τα πολλαπλά βραβεία και τις διθυραμβικές κριτικές που κέρδισαν, διεκδίκησαν ανάμεσα σε άλλα και μια υποψηφιότητα για τα Μan Booker International, για το το 2019 και 2018 αντιστοιχα

 

 

Λίγα λόγια για το καθένα και μικρό απόσπασμα από το βιβλίο της Barakat

 

«Νυχτερινό Ταχυδρομείο» της Ηοda Barakat, υπό έκδοση για τις εκδόσεις Κέδρος

 

Δεν είναι η πρώτη φορά που η γνωστή και πολυβραβευμένη Λιβανέζα συγγραφέας Χόντα Μπαρακάτ καταπιάνεται με την αγαπημένη και πολύπαθη πόλης της, Βυρηττό, με τα συνακόλουθα προβλήματα του εκπατρισμού, της αποξένωσης και της απώλειας.. . Έτσι και σε αυτό το βιβλίο πραγματεύεται τα θέματα αυτά, μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων που περιγράφει. Ιστορίες που είναι ενδεικτικές των ζωτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος Λιβανέζος εντός και εκτός των συνόρων της πατρίδας του. Ταυτόχρονα η συγγραφέας ρίχνει φως στις πολλαπλές πτυχές της ανατολίτικης κοινωνίας που πασχίζει ακόμα να ορθοποδήσει, να αφήσει πίσω της τα τραύματα του εμφυλίου και να συντονιστεί με τη νέα πραγματικότητα. Οι χαρακτήρες που επινοεί η συγγραφέας είναι στην πλειονότητά τους ηττημένοι άνθρωποι. Ηττημένοι από τις συνθήκες, ηττημένοι ωστόσο κι από τις προσωπικές τους επιλογές, θυμίζουν σπασμένα αθύρματα, άψυχα όντα που απεγνωσμένα αναζητούν τον δρόμο της επιστροφής, της πορείας προς τη λύτρωση, προς τη συγχώρεση αλλά και προς έναν κόσμο που χάθηκε και δεν υπάρχει πια, που

έχει εξαφανιστεί από καιρό κάτω από τα ερείπια των βομβαρδισμών, κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία τους αποτελούν, στην ουσία, ένα και το αυτό πρόσωπο, το πρόσωπο της ίδιας της πόλης, ή ένα πρόσωπο με πολλαπλά προσωπεία και εκδοχές.

 

 

Απόσπασμα

«Ο φόβος σύρθηκε μέσα στην ψυχή μου, έκανε τις ώρες αναμονής ακόμα πιο μαρτυρικές και δεν ήταν ο φόβος του θανάτου- η κόλαση δεν θα ήταν χειρότερη από αυτό που έζησα σ’ εκείνη τη φυλακή- αλλά ήταν ένας φόβος που δεν αναγνώριζα πια, ούτε μπορούσα να αντιληφθώ από πού πήγαζε ή απέρρεε. Ώσπου προτίμησα να κάθομαι μαζί τους… άκουα για παράδειγμα τα ανέκδοτα που έλεγαν και σκεφτόμουν, ίσως δεν είναι τόσο κτήνη όσο δείχνουν, ίσως έχουν ίχνος ανθρωπιάς, ίσως μάλιστα έχουν οικογένεια και παιδιά, και τότε επαναλάμβανα ότι ήμουν αθώος. Εκείνος ο φόβος, μητέρα, εκείνος η άφατος τρόμος με κυρίευσε εντελώς, με μετέφερε σε κατάμαυρα σαν πίσσα βάθη. Κόντεψα να πέσω στο βάραθρο της παραφροσύνης, όταν άρχισαν να με βιάζουν. Δεν ήταν τόσο ο σωματικός πόνος, αυτός ήταν κάπως υποφερτός, εκτός από τις φορές που χρησιμοποιούσαν ρόπαλα ή μπουκάλια, αλλά περισσότερο φοβόμουν μήπως έβλεπα τον βιασμό και στον ύπνο μου, όπως εκείνους τους επαναλαμβανόμενους εφιάλτες μου με τα σκατά και τις απεγνωσμένες προσπάθειές μου να απαλλαγώ από αυτά. Να ξεφύγω από τη ρυπαρότητα και την μόλυνσή τους. Εννοώ ότι ακόμα και στα όνειρα, μέσα στη φυλακή ή σε οποιοδήποτε μέρος βρισκόμουν ύστερα, τα έβλεπα στον ύπνο μου. Μέχρι που άρχισα να μη διαχωρίσω το όνειρο από την αλήθεια, τη διαφορά ανάμεσα στη νύχτα και την ημέρα, ανάμεσα σε αυτό που μου συνέβαινε στα αλήθεια και σε εκείνα που μου έβλεπα στους εφιάλτες μου…. Ώσπου μια μέρα το αποφάσισα. Τους είπα, θέλω μα ομολογήσω, εγώ στα αλήθεια σας είπα ψέματα, αποδέχομαι τα σφάλματα μου και ομολογώ όλες ανεξαιρέτως τις κατηγορίες που μου προσάπτετε. Μου είπαν ότι έπρεπε να τους το αποδείξω, να αποδείξω τη μεταμέλειά μου. Τους είπα, σας το ορκίζομαι. Είπαν, τότε θα πρέπει να συνεργαστείς μαζί μας, να κάνεις ότι σε διατάξουμε, και να ‘σαι βέβαιος ότι θα σε παρακολουθούμε στενά και θα μάθουμε αν ψεύδεσαι … Έτσι, όχι μόνο έκανα ό,τι μου ζήτησαν, αλλά διένυσα τον δρόμο ως το τέλος. Τους ξεπέρασα σε βαναυσότητα, κάτι που βέβαια, δεν περίμεναν από εμένα, πώς αλλιώς θα τους έπειθα ότι ήμουν δικός τους υπηρέτης; Ήταν άλλωστε πολύ επιφυλακτικοί απέναντι μου και μου έστηναν συνεχώς παγίδες, όμως εγώ κατάφερα να περάσω με επιτυχία όλες τις δοκιμασίες στις οποίες με υπέβαλαν, προκειμένου να τους πείσω ότι δεν έλεγα ψέματα- διότι πράγματι, δεν έλεγα. Έπειτα δεν είχα να τους κρύψω τίποτα, ενώ η μοναδική μου έγνοια ήταν να μην ξαναγυρίσω ποτέ σ’ εκείνη τη φρικτή φυλακή. Σιγά σιγά άρχισα να απολαμβάνω την έκσταση της παράξενης μεταστροφής μου, διότι μεταμορφώθηκα, έγινα και εγώ από εκείνα τα κτήνη που

τρομοκρατούσαν τους άλλους, έτσι οι άνθρωποι σέρνονταν σαν τα σκουλήκια στα δικά μου πόδια και με αποκαλούσαν ΄αφέντη’….»

 

 

Λίγα λόγια και απόσπασμα από το βιβλίο

 

“Ανέκδοτα για τους ενόπλους” του Μaazen Maarouf , υπό έκδοση για τις εκδόσεις Χαραμάδα

 

«Ο νεαρός Παλαιστίνιος συγγραφέας Mάζεν Mααρούφ, ξεκίνησε τη συγγραφική του καριέρα με τρεις ποιητικές συλλογές, εκ των οποίων ποιήματα μετέτρεψε αργότερα σε διηγήσεις, μικρές ιστορίες που κινούνται ανάμεσα στο σουρεαλισμό και τη φαντασία. Οι διηγήσεις αυτές στην πλειοψηφία τους αφορούν περιστατικά που βίωσε ο ίδιος όταν ήταν παιδί στη Βυρηττό, στη διάρκεια του εμφυλίου. Αγγίζει δηλαδή τον θέμα του πολέμου μέσα από την ψυχοσύνθεση και την οπτική ενός παιδιού. Το ίδιο συμβαίνει και σε αυτό το βιβλίο και μάλιστα με ένα τρόπο που εκπλήσσει και συναρπάζει τον αναγνώστη, αφού τον μεταφέρει σ’ ένα σχεδόν εξωπραγματικό κόσμο, που όμως αντανακλά τον πραγματικό, εδραιώνοντας στις συνειδήσεις μας για άλλη μια φορά, ότι ο πόλεμος αλλάζει δραστικά τους ανθρώπους που τον βιώνουν και τραυματίζει ανέκκλητα τις παιδικές ψυχές. Εντούτοις, ένα παιδί μπορεί να μεταμορφώνει την ασχήμια, να μετασχηματίζει το τραγικό σε κωμικό μέσω της αστείρευτης φαντασίας του, το ρεαλιστικό σε μαγικό και ο Μάζεν ως παιδί αλλά και ως ενήλικας, διαθέτει αδρές δόσεις φαντασίας. Χιουμοριστική, παρότι, συχνά, σκοτεινή και άκρως καταγγελτική φωνή, ο αναγνώστης παρακολουθεί τα γεγονότα του πολέμου, σαν να βλέπει μια κινηματογραφική ταινία για μεγάλους, φτιαγμένη όμως από παιδιά, μια ταινία για τον πόλεμο, και τις συνέπειες του στις ζωές των ηρώων που σκιαγραφεί,. Ο συγγραφέας, που βίωσε τα γεγονότα ως παιδί τα καταγράφει, όχι όπως ακριβώς συνέβησαν, αλλά όπως τα έχει ‘συλλάβει’ και ερμηνεύσει το μυαλό και η ψυχή ενός παιδιού..»

 

 

Απόσπασμα:

Ονειρεύτηκα πως ο πατέρας μου απέκτησε ένα γυάλινο μάτι κι όταν ξύπνησα η καρδιά μου σφυροκοπούσε σαν τρομαγμένης αγελάδας. Κι όμως χαμογέλασα ευτυχισμένος, σαν να είχε επιτέλους πραγματοποιηθεί η ευχή μου. Όταν ήμουν μικρότερος ο πατέρας μού χάρισε μια μικρή πιπεριά σε μια γλάστρα. Ήταν παράξενο δώρο για ένα παιδί της ηλικίας μου και ομολογώ ότι δεν είχα καταλάβει τότε τη σημειολογία του παράδοξου αυτού δώρου. Πότε πότε ακούγαμε πυροβολισμούς να πέφτουν στους δρόμους γύρω από το σπίτι μας, αλλά είχαμε εξοικειωθεί τόσο πολύ με τον ήχο από τις ριπές, που ήταν σαν να ακούγαμε κόρνες περαστικών αυτοκινήτων. Και έτσι όπως δεν αντιλαμβανόμουν τι ακριβώς συνέβαινε σε μικρή απόσταση από το σπίτι μας, το ίδιο δεν κατάλαβα την επιλογή του πατέρα μου να μου δωρίσει μια πιπεριά και γιατί επέμενε να παραμείνει το φυτό μέσα στο σπίτι μας. Ανάμεσα στα φύλλα της υπήρχαν μόλις δυο μικροί κόκκινοι καρποί. Αργότερα κατάλαβα ότι για τον πατέρα μου συμβόλιζαν εμένα και τον δίδυμο αδελφό μου. Εδώ και μήνες οι ένοπλοι των δρόμων πυροβολούσαν σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι μας που βρίσκεται ανάμεσα στη θάλασσα και την καρδιά της πόλης. Εντούτοις, η μητέρα μου συνέχιζε να στέλνει εμένα και τον δίδυμο αδελφό μου στο σχολείο. Ο αδελφός μου ήταν κωφάλαλος, έτσι όταν με έβλεπε να τρομάζω από τις ξαφνικές ριπές, έτρεχε και κρυβόταν στην αγκαλιά μου. Ομολογώ ότι δεν μου άρεσε το δώρο που μου πήρε ο πατέρας μου, το βρήκα κακόγουστο και σίγουρα παράταιρο για ένα μικρό παιδί της ηλικίας μου και βέβαια δεν το ανέφερα σε κανέναν από τους συμμαθητές μου εκείνη την εποχή. Ωστόσο, πότιζα τακτικά τη γλάστρα και τη φρόντισα ακριβώς όπως μου είχε ζητήσει εκείνος. Ο πατέρας μου που ήταν σιδερωτής, με έμαθε να καθαρίζω με το βαμβάκι τα φύλλα και τους μικρούς καρπούς της πιπεριάς, ενώ με συμβούλευε να ανάβω ένα κερί στην κορυφή του φυλλώματος «Για να πάρει το φυτό τις βιταμίνες που χρειάζεται και να αναπτυχθεί». Μου τα εξηγούσε αυτά, με μια εξαιρετικά ευγενική και απαλή φωνή. Μου έλεγε επίσης «Πρέπει να την φροντίζεις σαν να ήταν φίλη σου, ώσπου να μεγαλώσει και να γίνει δέντρο». Τα λόγια και η συμπεριφορά του πατέρα απέναντι στο φυτό με προϊδέασαν για τον συμβολισμό του φυτού. Κάθε μικρή πιπεριά που φύτρωνε στα μικροσκοπικά κλαδιά του ήταν μια ψυχή που έπρεπε να προστατέψω πάση θυσία. Αυτή ήταν η μικρή μου αποστολή στη διάρκεια του πολέμου. Μερικές φορές όταν οι πυροβολισμοί εντείνονταν και τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι ένοπλοι των δρόμων γίνονταν ολοένα και πιο βαριά όπως τα Μόρτερ και τα R B G, έβλεπα τη μάνα και τον αδελφό μου να τρέμουν από τον φόβο τους. Έπεφταν μπρούμυτα στο διάδρομο του σπιτιού, εκείνο ανάμεσα στην κουζίνα, το λουτρό και το σαλόνι, ενώ εγώ στεκόμουν μπροστά στην τηλεόραση, στο πιο εκτεθειμένο σημείο του σπιτιού κι άναβα ένα κερί πάνω από την πιπεριά. Ήξερα πια ότι οι ψυχές του πατέρα, της μητέρας του αδελφού μου και η δική μου βρίσκονταν στους μικρούς καρπούς της και πως αν την φρόντιζα τακτικά, όπως με συμβούλευε ο πατέρας μου, κανένας από μας δεν θα πάθαινε κακό. Κανένας δεν θα εκθέτονταν στον θάνατο, ιδίως ο πατέρας που επέστρεφε στο σπίτι μας όταν έπεφτε η νύχτα. Κάπως έτσι άρχισε η σχέση μου με την πιπεριά να δυναμώνει και μόνο τότε άρχισα να τη συμπαθώ, παρότι για ένα μικρό διάστημα είχα σταματήσει ακόμα και να την ποτίζω.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top