Fractal

Πολλές η Αντιγόνη

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης // *

 

 

 

Μαρία Λάτσαρη «Εμείς η Αντιγόνη», εκδ. Νεφέλη, 2023

 

Το πρώτο ποίημα της συλλογής, όπου η ποιήτρια παραχωρεί τον λόγο στον αρχαίο τραγωδό για να συστήσει στο κοινό το θέμα, την κεντρική ηρωίδα και την καλλιτεχνική πρόθεση, συνιστά τον πρόλογο. Όλα τα υπόλοιπα ποιήματα αναπτυγμένα υπό δυαδική διαλογική μορφή, σαν να μονολογούν συνομιλώντας τα πρόσωπα ή σαν να συνομιλούν μεταξύ τους μονολογώντας, αποτελούν τα επεισόδια. Τρεις μόλις αράδες η έξοδος, οπότε η ποιήτρια βγάζει το προσωπείο για να ξαναβρεί το φύλο της και απευθυνόμενη στον αρχαίο τραγωδό να θέσει εκ νέου το γυναικείο θέμα.

Εσχάτως το ζήτημα επανέρχεται στο κέντρο της ποιητικής θεματικής – σκέφτομαι ότι θα ’ταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην ομόθεμη και εν πολλοίς ομότροπη συλλογή «Με λένε Εύα» της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη (εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, 2023). Οπότε ξανά εδώ η ενδότερη επικοινωνία της ποίησης με το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο υπό τη μορφή ενός εξελισσόμενου αισθητικού αντάρτικου μπρος στα διαδοχικά και αυξανόμενα κρούσματα έμφυλης βίας – ειδικά μετά την καραντίνα.

Η Λάτσαρη πιάνει το θέμα διά του αρχαίου μύθου, και δη σε μια από τις πιο πυκνές και σύνθετες εκδοχές του, την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Ο μύθος αυτής της Αντιγόνης, διαστρωματωμένος από αιώνες με πρόσθετες Αντιγόνες, προσφέρει έτοιμη δραματική ύλη, έτοιμους χαρακτήρες, έτοιμα σύμβολα και κυρίως μια σχεδόν βιβλικών διαστάσεων δυνατότητα περιφοράς της μυθικής αυτής μορφής έξω από τον χρόνο, ανά τους αιώνες, τους τόπους, τις εποχές, ώστε η σύλληψη του προβλήματος να γίνει στις πιο αρχετυπικές δομές του. Απ’ την άλλη, δεν ξυπνάς έτσι στα καλά καθούμενα μια Αντιγόνη και δεν αναμετριέσαι μαζί της, αν δεν έχεις κάτι σοβαρό να πεις, γιατί όσο γενναιόδωρο και αν είναι νοηματικά το σύμβολο, τόσο πιο ψηλά θέτει τον πήχη ως προς τι και το πώς θα το πεις, με την αυτονόητη βεβαιότητα ότι στα ψηλά και απάτητα βουνά που σε ανεβάζει χάσκουν από κάτω αδηφάγοι οι πιο βαθιοί γκρεμοί.

Η αρχαία τραγωδία υπάρχει διά των προσώπων, της δομής, του διαλόγου, της αίσθησης του σκηνικού χώρου, της εντύπωσης των σκηνών. Λείπει βέβαια το κατεξοχήν επικό στοιχείο, τουτέστιν η δράση, μαζί με το κατεξοχήν λυρικό στοιχείο, τουτέστιν ο χορός με την πάροδο, τα στάσιμα και τους κωμούς. Στη θέση της δράσης έχουμε μια κατάσταση ακινησίας, σαν να κείνται τα πρόσωπα που συνομιλούν εκτός τόπου και χρόνου, παγωμένα και αμετακίνητα στο ίδιο πάντα σημείο. Στη θέση του χορού θα βρούμε ένα απείκασμα χορού, απαρτιζόμενο από μορφές που δεξιώνεται ο ποιητικός λόγος, ευκρινώς ή εννοούμενα, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η Έμιλι Ντίκινσον, η Άννα Αχμάτοβα η Ρόζα Παρκς, η Κλεοπάτρα, η Καντριγιέ, η Σαπφώ και κοντά τους θα προσέθετα ότι αναγνωρίζω επίσης την Ελένη Τοπαλούδη, τη Γαρυφαλλιά, τη Μόνικα Γκιουζ, την Κάρολάιν, τη Ζακί, τη Δώρα, τη σιδερωμένη Σπυριδούλα, την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, την Υπατία, την Ιωάννα της Λωραίνης κ.ά. κ.ά.

Τις φαντάζομαι χωρισμένες σε δύο ημιχόρια, να επιτελούν χορευτικές κινήσεις όσο εκφέρεται ο ποιητικός λόγος από τις ηρωίδες και στο τέλος να ακινητούν για να πάρουν οι ίδιες τον λόγο. Ο τελευταίος αποσπασμένος στίχος κάθε ποιήματος, εν είδει ποιητικής κατακλείδας, σχολίου ή επιμυθίου, είναι τα εμβόλιμα στάσιμα, ο λόγος και η θέση του χορού, που κατά τον συνήθη τρόπο της αρχαίας τραγωδίας απηχούν τη φωνή του τραγωδού.

 

Μαρία Λάτσαρη

 

Με όλα αυτά θέλω να πω ότι είναι μια παράξενη Αντιγόνη η Αντιγόνη της Λάτσαρη, οικεία και ξένη, παλιά και νέα, αρχαία και σύγχρονη, εντόπια και παγκόσμια, κρατά τη σταθερότητα, τη συνέπεια των αρχών, το αγέρωχο ύφος, αλλά φαίνεται κουρασμένη, απογοητευμένη και ηττημένη μέσα στη μελαγχολία της σοφίας της. Και κυρίως είναι μια Αντιγόνη που ενώ σκηνικά φαίνεται να εκφέρει τον λόγο έξω από τα τείχη της πόλης, όπως ακριβώς την ήθελε ο Σοφοκλής στον πρόλογο της τραγωδίας, στην πραγματικότητα η φωνή της από άποψη τόνου, ύφους και περιεχομένου είναι σαν να βγαίνει από την υπόγεια φυλακή της ιστορίας, όπου την έκλεισε ζωντανή για πάντα ο Κρέοντας.

Δίπλα της η Ισμήνη με ανάλογες συγκλίσεις και αποκλίσεις απ’ το αρχαίο πρότυπο. Συγκεχυμένη και αμήχανη, ψάχνει σημεία αναφοράς, στηρίγματα, συχνά πυκνά απευθύνεται στην αδελφή της με μια παρακλητική χροιά στον τόνο της, είναι σίγουρο ότι τη θαυμάζει. Αλλά έχει πια την ιστορική πείρα να αφήνει στην άκρη τις φοβικές νομιμοφροσύνες, κανέναν ιδιαίτερο σεβασμό δεν φαίνεται να τρέφει απέναντι στον Κρέοντα και την εξουσία του, είναι πια φορέας κι η ίδια της σοφίας του φύλου, της θέσης και της ανθρώπινης τραγωδίας εν γένει, ώστε απ’ τη φωνή της να ηχεί η καλύτερη πύκνωση της Αντιγόνης στο ποίημα «αντένες»:

 

Ω μελισσολόι απατηλό!

Υψώστε την Αντιγόνη λάβαρο!

Κηφήνες για θαυμάστε!

 

Όσο της αποικίας ο φιλόλογος

από τα νύχια ως την κορφή

συλλέγει τις παραπομπές

καλουπωμένος

κι ο ποιητής το όνομα αναπαράγει

σε λέιζερ εκτυπωτές

 

εμείς με τα φτερά μας σφηνωμένα

εργάτριες στους δείκτες ρολογιών

βουλώνουμε τ’ αυτιά με μέλι,

τη γύρη πασπαλίζουμε

πάνω σ’ ακουαρέλα

 

Όταν καδράρεις,

παραλείπεις

 

Η Λάτσαρη ελευθερώνει τα σύμβολα, τα πρόσωπα, τους μύθους που αξιοποιεί. Τα σέβεται και τα πλουτίζει, ανοίγοντας διαρκώς τη βεντάλια σε όλα τα επίπεδα. Έχει ένα δάνειο μύθο (η Αντιγόνη του Σοφοκλή) κι ένα κεντρικό θέμα (η γυναικεία κατάσταση) αλλά δεν μένει εκεί. Αξιοποιώντας τα σαν νοηματικό υφάδι, σαν συνεκτικό ιστό, μοχλεύει και ευρύνει διαρκώς τη θεματική και την τεχνική της, ώστε να συμπεριλάβει, δίχως ούτε στιγμή να αστοχεί απ’ ό,τι ποιητικά θέλει να πει με μια γλώσσα πυκνή και ώριμη, που κουβαλά τις εκφραστικές κατακτήσεις της προηγούμενης συλλογής προεκτείνοντάς τες, το ζήτημα επίσης του ρατσισμού, της προσφυγιάς, την αγωνία του χρόνου που φεύγει, το θέμα της ποίησης και τις παγίδες της γλώσσας.

Η σλαβόφωνη, σε ένα ποίημα αφιερωμένο στον Μάρκο Μέσκο, Αντιγόνη περιφερόμενη από τα συντρίμμια της Συρίας στα γκέτο της Αμερικής θα βρει, τελικά, σε τούτη τη συλλογή τη λογοτεχνική δικαίωσή της. Δεν έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια καλύτερο τρόπο για να μιλήσει κανείς με και για την Αντιγόνη από αυτόν που επέλεξε η Λάτσαρη.

Αλλά αυτό που με συγκινεί ακόμη παραπάνω είναι πως πέραν των άλλων αρετών, τούτη η συλλογή κατάγει μια μικρή και ανεπαίσθητη νίκη υπέρ της ποίησης: υπονομεύοντας το επικό στοιχείο ανασυστήνει την αρχαία τραγωδία στη βάση της απόλυτης πρωτοκαθεδρίας του λυρικού στοιχείου, για να βεβαιώσει εκ νέου ότι η ποίηση είναι η μήτρα και η γεννήτωρ των πάντων, η απέθαντη νιότη και η αρυτίδωτη σοφία, η έγερση, η αντίσταση και η διαρκής επανάσταση.

 

 

* Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top