Fractal

«Ο Χίθκλιφ είμαι εγώ!»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Έμιλι Μπροντέ «Ανεμοδαρμένα ύψη», Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Ψυχογιός, σελ. 464

 

«Η αγάπη μου για τον Λίντον είναι σαν τις φυλλωσιές στο δάσος’ ο χρόνος την αλλάζει. Αλλά η αγάπη μου για τον Χίθκλιφ είναι σαν τους αιώνιους βράχους, βλέπεις μονάχα ένα κομμάτι τους πάνω στη γη, το υπόλοιπο δεν είναι ορατό, είναι βαθιά ριζωμένο, αλλά πολύ πιο στέρεο. Νέλι ο Χίθκλιφ είμαι εγώ! Είναι πάντα μέσα στον νου- όχι όπως μια ευχαρίστηση, αλλά σαν το ίδιο μου το είναι. Γι’ αυτό μη μιλάς για χωρισμό, είναι αδιανόητο και –»

«Μπορούσε μια κοπέλα να έχει γράψει ένα τέτοιο βιβλίο;»

Η Έμιλι ήταν τριάντα ετών όταν πέθανε από φυματίωση, το 1848, λίγο μετά την έκδοση αυτού του μοναδικού μυθιστορήματός της με το ψευδώνυμο «’Ελις Μπελ». Φροντίζει να μας κάνει γνωστό στο κατατοπιστικό και γοητευτικό της πρόλογο η σπουδαία συγγραφέας και μεταφράστρια του βιβλίου Αργυρώ Μαντόγλου. Ενός κλασσικού πλέον μυθιστορήματος που ευτύχησε να κυκλοφορήσει υπό την εποπτεία του Ηλία Μαγκλίνη στη σειρά με τα κλασσικά του Ψυχογιού. Η μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη, το επίμετρο από την Κάρολ Όουτς: «Ωστόσο, πώς γίνεται να έχει γραφτεί αυτό το αριστούργημα από μια νέα και άπειρη γυναίκα που ζει σε ένα πρεσβυτέρειο στην ύπαιθρο του Γιόρκσερ, με χρόνια προβλήματα υγείας, συναισθηματικά εξαντλημένη από τις οικογενειακές τραγωδίες; Πώς είναι δυνατόν να έχει γραφτεί ένα τέτοιο αριστουργηματικό έργο;»

Υπενθυμίζουμε, ότι η Έμιλι ήταν το πιο εσωστρεφές παιδί των Μπροντέ. Υπέφερε όταν απομακρυνόταν από το σπίτι της, ακόμα και για μικρά διαστήματα. Ωστόσο όπως έγραψε η αδελφή της Σαρλότ, η Έμιλι ήταν «πιο δυνατή από έναν άντρα, πιο απλή από ένα παιδί, η φύση της ήταν μοναδική».

Και εξάλλου «τα μεγάλα έργα πηγάζουν από ένα μεγάλο, ενίοτε ανεκπλήρωτο έρωτα ή χαμένη αγάπη. Αν δεν υπάρχει νοσταλγία και λαχτάρα, δεν τροφοδοτείται η φαντασία, και, χωρίς τη φαντασία, η «πραγματικότητα» δεν γίνεται να μετουσιωθεί σε τέχνη», όπως επισημαίνει η Όουτς.

Κατά συνέπεια αυτό το σκοτεινό, παθιασμένο, αγωνιώδες και άκρως συναρπαστικό αφήγημα που εκτυλίσσεται στην καρδιά της βικτοριανής Αγγλίας, στις άγριες ερημιές του βορρά, σε τόπους στοιχειωμένους, και ο λυσσαλέος – σχεδόν δαιμονικός- έρωτας που κυριαρχεί, ανάμεσα στην τρυφερή, μα και ατίθαση, επαναστατική Κάθριν, και στον απόκοσμο, τραχύ Χίθκλιφ, με τα φαντάσματα των δύο εραστών να κατατρύχουν όσους επισκέπτονται τους τόπους τους, έμελε να σημαδέψει γενιές και γενιές αναγνωστών μέσα στον χρόνο.

Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», πρωτοεκδόθηκαν το 1847 και είναι η άγρια και γεμάτη πάθος ιστορία της σχεδόν δαιμονικής αγάπης μεταξύ της Κάθριν Έρνσω και του Χήθκλιφ. Η δράση του μυθιστορήματος είναι χαοτική και βίαια, αλλά η ολοκληρωμένη σύνθετη δομή του, οι γλαφυρές περιγραφές του θυελλώδους και μοναχικού αγγλικού τοπίου του Γιόρκσαϊρ και η ποιητική μεγαλοσύνη του οράματος της Έμιλι Μπροντέ συνδυάζονται έτσι ώστε το βιβλίο να αποκτήσει το βάθος και την απλότητα μιας αρχαίας τραγωδίας, όπως επανειλημμένα έχει γραφτεί.

 

Έμιλι Μπροντέ

 

Εμείς κρατάμε πάντα, ότι αυτό το αριστούργημα γράφτηκε από μία κοπέλα εικοσιεφτά ετών και δημοσιεύτηκε ένα χρόνο πριν από το θάνατό της, στα τριάντα της χρόνια και στον ενάμιση αιώνα του βίου του έχει γοητεύσει εκατομμύρια αναγνώστες, έχει διεγείρει και έχει προκαλέσει την επινοητικότητα εκατοντάδων κριτικών και μελετητών. Ήταν και παραμένει ακόμη το δημοφιλέστερο έργο της αγγλικής λογοτεχνίας και στην ιστορία της κριτικής του αποτυπώνεται η ιστορία της εξέλιξης της κριτικής σκέψης των νεότερων χρόνων. Πάνω του έχουν δοκιμαστεί όλες οι σχολές και οι τάσεις της λογοτεχνικής κριτικής. Ωστόσο δεμένη αναπόσπαστα από τον τόπο της η Έμιλι ως Κάθριν θα επιμείνει εις τους αιώνες να λέει: «… σκέψου, δώδεκα χρονών και με ξερίζωσαν από τα Ανεμοδαρμένα ύψη και όλα όσα ήξερα, και από τον Χίθκλιφ, που ήταν το παν για μένα εκείνη την εποχή, και μ’ έκαναν κυρία Λίντον, τη λαίδη του Θράσκερος Γκρέιντζ και τη σύζυγο ενός ξένου. Μια εξόριστη, διωγμένη από τον κόσμο μου. Μπορείς να φανταστείς, να συλλάβεις μια φευγαλέα εικόνα της αβύσσου στην οποία έχω κατακρημνιστεί; […] Αχ, καίω ολόκληρη! Μακάρι να ήμουν έξω τώρα! Να ήμουν ξανά ένα άγριο κοριτσάκι, θαρραλέο και ελεύθερο, να γελάω με τα σχόλια των άλλων αντί να τρελαίνομαι. Γιατί έχω αλλάξει τόσο πολύ; Γιατί το αίμα μου ανάβει με λίγες μόνο κουβέντες; Είμαι σίγουρη πως θα ξαναβρώ τον εαυτό μου αν ξαναβρεθώ στα ρείκια εκείνου του βουνού. Άνοιξε πάλι διάπλατα το παράθυρο! Άνοιξέ το γρήγορα! Γρήγορα γιατί δεν κουνιέσαι;» (Κεφάλαιο 12)

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Liberal

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top