Fractal

«Υπάρχει το άγιο πνεύμα, αλλά υπάρχει και ο καρκίνος, κι αυτά είναι και τα δύο ανθρώπινα, και δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο…»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

«Όλοι θέλουν να χορεύουν», Alberto Garlini, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδόσεις: ΠΟΛΙΣ

 

«Σήμερα δεν μας διώχνουν από τον παράδεισο, μας κλειδώνουν μέσα.

[…] Μέσα στον παράδεισο νιώθω εγκαταλειμμένος.»

 

Κάποια πρόσωπα και μια εποχή ζητούν συγγραφέα.

Μέσα της δεκαετίας του 70, στην Πάρμα ο μικρός Ρομπέρτο σε γιορτή σφαγής του χοίρου, δίπλα στους γονείς του, Φράνκο και Γκρατσιέλα, γνωρίζει τον φίλο του Ρικάρντο, και μαζί έρχονται σε επαφή με τη βία που είναι γρήγορη και συναρπαστική.

Ο Φράνκο είναι δημοσιογράφος, εποχή της δράσης της άκρας δεξιάς, σκοτάδι, βία, δολοφονίες, η καθημερινότητα της Ιταλίας. Σκοτώνουν τον Παζολίνι, και ο Φράνκο καλείται να ξετρυπώνει θύματα, νεκρούς, κι ενόχους. Η δουλειά του έχει μετατραπεί σε επικήδειο λόγο, ως να είναι μία μορφή πολιτισμού, το να μετράς πτώματα και να μιλάς γι’ αυτά με οίκτο.

Μαθητές της τρίτης τάξης του Δημοτικού οι Ρομπέρτο και Ρικάρντο – στο ίδιο σχολείο- γίνονται αχώριστοι φίλοι. Συναντούν τον Βίκι που τους προστατεύει από μία ομάδα ναρκομανών. Την προηγούμενη νύχτα δολοφονήθηκε ο Παζολίνι γι’ αυτό η αναστάτωση, τους δικαιολογεί ο Βίκι που αργότερα γίνεται Πιερ. Ο Ρομπέρτο δεν θα ξεχάσει ποτέ την επαφή του με τη βία. Σκοτώνουν τους ανθρώπους και σκοτώνουν τα γουρούνια. Έτσι κυλάνε όλες οι ώρες του καλού και άγιου ανθρώπινου χρόνου. Ο Ρομπέρτο κοιτάζει τον Βίκι με θαυμασμό κι εκείνος του προσφέρει την αλυσίδα με τον σταυρό που είχε στον λαιμό του. Είναι η αρχή μιας σχέσης που θα σαρώσουν οι ξέφρενοι ρυθμοί της επόμενης δεκαετίας και οι συνέπειές τους. Ο Βίκι απαντώντας στην ερώτησή του λέει πως είναι συγγραφέας.

Οι δύο νεαροί, Ρομπέρτο και Ρικάρντο, είναι οι κεντρικοί ήρωες του Γκαρλίνι. Αργότερα, στην εφηβεία τους, προστίθεται η Κιάρα, που οι δύο φίλοι έρχονται σε επαφή μαζί της από τον γραμμένο σε ένα παγκάκι αριθμό τηλεφώνου της μαζί με την απελπισμένη κραυγή της.

Είναι η εποχή του νεοφιλελευθερισμού της Θάτσερ και του Ρέιγκαν, η εποχή που τα παιδιά των λουλουδιών μεγάλωσαν, ξεχνούν τη φύση και ρίχνονται στην κατανάλωση, στο απολύτως απελευθερωμένο σεξ, την πλήρη ελευθερία της ομοφυλοφιλίας, στο ποδόσφαιρο που προσφέρεται ως το όπιο των λαών, στη μανία απόκτησης πολυτελών αυτοκινήτων και επώνυμων ρούχων, μια εποχή που επιτάσσει να γευτούν οι πάντες τα πάντα, μια εποχή όπου μια ολόκληρη νεολαία πουλιέται και πουλιέται ευφρόσυνα. Αλλά και μια εποχή που φέρνει την κατάρα μιας νέας αρρώστιας, το HIV.

Κιάρα και Ρικάρντο στα δεκάξι τους ζουν έναν παράφορο έρωτα. Ζουν με το ακραίο πάθος και τους ρυθμούς της δεκαετίας του ‘ 80 που αλλάζει τα πάντα. Ο έρωτας εξυψώνει, εξαφανίζει το ποταπό, το χυδαίο. Οι βρώμικοι πνιγηροί χώροι που βιώνουν την αγάπη τους μεταβάλλονται σε μικρούς παραδείσους.

Οι ήρωες μετακινούνται από τόπο σε τόπο, με μία διάθεση να φύγουν μακριά από αυτό που είναι ριζωμένο μέσα τους, η Πάρμα, η πατρίδα τους είναι μια πόλη γεμάτη ηλίθιους, επιθυμούν να ανιχνεύσουν και να ζήσουν σε όλη την ένταση τη νέα ελευθερία χωρίς όρια, με τις νέες ιδέες, τους νέους χορούς, την ξέφρενη μουσική της εποχής να τους παρακινεί. Τα μπαρ και οι ντισκοτέκ είναι στο φόρτε τους. Όλοι θέλουν να χορεύουν!

Ο Ρομπέρτο ερωτεύεται τον Πιερ για το στυλ του, τους τρόπους του, τις επιλογές του, και ο Πιερ τον Ρομπέρτο για τα νιάτα του, όμως ο παράγων χρήμα, μονοθεϊσμός της εποχής, δημιουργεί αρχικά απόσταση στη σχέση τους. Ο Ρομπέρτο θλίβεται, καταφεύγει στη Ρώμη, καταναλώνει άμετρα αλκοόλ, η απόσταση οριστικοποιείται, γίνεται έρημος από έναν αναπότρεπτο παράγοντα. Ο Ρομπέρτο είναι απελπισμένος μέχρι θανάτου.

«Η ανθρώπινη ζωή είναι παράξενη, πηγαίνει ανάποδα: είμαστε πεταλούδες και μεταμορφωνόμαστε σε κάμπιες, οπότε καλύτερα να μένουμε πεταλούδες»

Ο Ρομπέρτο βρίσκει παρηγοριά στους δυο τους φίλους τον Ρικάρντο και την Κιάρα που είναι πάντα μαζί. Τρέχουν μεθυσμένοι στους απρόσωπους αυτοκινητόδρομους, από τα πρώτα πολιτιστικά φεστιβάλ, τα πάρτι της Ρώμης στης Ιμπίθας, από τη Βαρκελώνη, το Άμστερνταμ ως την Οδησσό, αναζητώντας ολοένα και νέες συγκινήσεις, από τη διασκέδαση που έχει βιομηχανοποιηθεί, συγκινήσεις που δεν έχουν καλή κατάληξη.

«Η είσοδος κοστίζει τριάντα χιλιάδες λιρέτες χωρίς ποτό. Μία τρέλα. Μέσα στο Ku, το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα σημαντικά διαφορετικό από την υπόλοιπη Ιμπίθα. Είναι απλώς ένας άλλος κόσμος όπου οι κανονικοί νόμοι είναι εξαίρεση, όπου το νόημα των πραγμάτων έχει αντιστραφεί. Αλλά αν το καλοσκεφτείς, όλο το νησί είναι μία εξαίρεση, η δεκαετία του ογδόντα είναι μία εξαίρεση, και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να αισθανθείς εξαιρετικός, από έναν τόπο τελείως κανονικό, ολόιδιο με τόσα άλλα ανώνυμα μέρη».

 

Alberto Garlini

 

Η Κιάρα ήθελε να γίνει ηθοποιός. Η υποκριτική είναι ένας τρόπος, ίσως ο καλύτερος, να είσαι αληθινός. Έγινε τελικά συγγραφέας.

Τα πρόσωπα και η εποχή που ιστοριογραφεί ο Γκαρλίνι, βρίσκουν τελικά τον συγγραφέα τους που είναι ένας από τους χαρακτήρες του έργου, που βίωσε έναν από τους πιο δραματικούς ρόλους.

Ο Γκαρλίνι έχει δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα δρόμου, που αφορά την εποχή και την πατρίδα του, ανάλογο με εκείνο του Κέρουακ, και του συμπατριώτη του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι, διευκρινίζοντας ότι τον χαρακτήρα που αρχικά ονομάζεται Βίκι και ύστερα Πιερ δεν τον επινόησε με γνώμονα να γράψει μία βιογραφία του Τοντέλι, αλλά επηρεασμένος από το σύνολο του έργου του συγγραφέα.

Πιερ στην Τυνησία: «Όλα είναι ένα πράγμα, κι αυτό το ένα πράγμα δεν του αρέσει. Κι όμως το ηλιοβασίλεμα είναι τόσο ωραίο, κι είναι τόσο ωραία τα σοκάκια και οι πλατεϊτσες του Μοναστίρ. Κι όμως, υπάρχει ακόμη αυτή η άπιαστη ομορφιά που κάποτε έφερε το όνομα ενός αγοριού.

Αρκαμόν: ωραίο όνομα αγοριού…

Αλλά τι νόημα έχει να φεύγουμε; Πού μπορούμε να βρούμε ή έστω να φανταστούμε έναν κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που αφήνουμε πίσω μας; Χάρη σε ποιο πρωταρχικό λουτρό ενθουσιασμού, ιδανικών και νεότητας μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε σε μια δική μας Σαμαρκάνδη;»

 

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση αποτελείται από πολλά μικρά κεφάλαια που επιγράφονται με τον χρόνο και τον τόπο, όπου διαδραματίζονται σπονδυλωτά τα γεγονότα. Ορισμένα, θυμίζουν αρχικά σκηνοθετικές οδηγίες, με γραφή κοφτή, στακάτη, μέχρι να καταλήξουν στη σκηνή αυτή καθεαυτή, όπου η γραφή γίνεται γλαφυρή, λυρική, κάποτε με αγοραίες εκφράσεις που προσδίδουν ακραίο ρεαλισμό στο κείμενο, άλλοτε δραματική, ποτέ πομπώδης. Το κείμενο βρίθει φιλοσοφικών αναρωτήσεων. Σύντομοι εσωτερικοί μονόλογοι αντικατοπτρίζουν τις σκέψεις και τις ιδέες των ηρώων. Ενδημούν πάμπολλες αναφορές σε λογοτεχνικά έργα, αρχής γενομένης από το γνωστό αριστούργημα του Μπουλγκάκοφ “Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα”, αποσπάσματα του οποίου είναι σπαρμένα μέσα στο κείμενο, υπογραμμίζοντας τη διαχρονικότητα του έργου. Ο Ουίτμαν φαίνεται να είναι αγαπημένος ποιητής του Γκαρλίνι. Οι ήρωές του ψιθυρίζουν και αναλύουν στίχους δικούς του, του Γκίνσμπεργκ, στέκονται με δέος μπροστά στον τάφο της ΄Ιγκεμποργκ Μπάχμαν, συζητούν για το έργο του Παζολίνι, του Ζιντ, του Ζενέ, του Φελίνι, του Βέντερς, του Κλεμάν, θαυμάζουν τους σταρ της εποχής, αναφέρονται σε πολλά πολιτιστικά γεγονότα, σε τίτλους και στίχους μουσικών επιτυχιών της εποχής. Αγωνίζονται να βρουν το νόημα της ζωής, την αλήθεια.

«Ερωτεύτηκα αυτό το χάος επειδή σφύζει από ζωή, επειδή δείχνει να βυθίζεται στην καρδιά της ζωής, σε κάθε εκκεντρικότητα, στο ν’ απολαμβάνεις τα πάντα χωρίς να στραβομουτσουνιάζεις. Είναι μια άσκηση ταπεινότητας, μια πρόσκληση να βγούμε από τον εαυτό μας και να βυθιστούμε στη μιζέρια και στην ομορφιά του ανθρώπου. Υπάρχει το άγιο πνεύμα, αλλά υπάρχει και ο καρκίνος, κι αυτά είναι και τα δύο ανθρώπινα, και δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο…»

 

 

 

Ο Γκαρλίνι στοιχειοθετεί ένα χρονικό της ιστορίας της Ιταλίας, προσφέροντας συγχρόνως στον αναγνώστη μία μορφή ενσυναισθητικής γνώσης, της ζωής και του πολιτιστικού τοπίου της περιόδου στην οποία αναφέρεται. Μεταξύ άλλων ιχνογραφεί και ένα σύντομο ειρωνικό πορτρέτο του σοσιαλιστή πρωθυπουργού της Μπετίνο Κράξι. Το Όλοι θέλουν να χορεύουν, είναι ακόμη, ένα ειλικρινές πορτρέτο της Ιταλίας με τις ατέλειωτες ομορφιές της, αλλά και με το δύσοσμο μη ορατό πρόσωπό της. Ένα χρονικό επίσης της δεκαετίας του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου, που μεταλλάσσεται σε σοσιαλιστικό μέχρι την εποχή που θεμελιώνεται η παγκοσμιοποίηση, (με τη διαφήμιση του πρώτου PC της Apple, το 1984 που άλλαξε τις ζωές όλων), αλλά και η διεθνοποίηση της φτώχειας που την ακολούθησε και την ακολουθεί.

Το κείμενο είχε την τύχη της εξαιρετικής μετάφρασης, των πολλών κατατοπιστικών, επεξηγηματικών σημειώσεων του Αχιλλέα Κυριακίδη, και της πολύ επιμελημένης έκδοσης των εκλεκτικών εκδόσεων ΠΟΛΙΣ.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top