Fractal

Εις μνήμην. Ανάγνωση σαν χείμαρρος 

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

 

 

Του Μήτσου

 

Σαν απουσία προσωπική εισβάλλει ξαφνικά μες στο ξημέρωμα ημέρωμα θαρρείς μα όχι πια σαν τίποτα πια ίδιο να μην είναι καθώς θυμάμαι ξεφυλλίζοντας τότε που ξαναμμένος από τη χαρά με διπλωμένα τα έντυπα υπό μάλης στα έδρανα σε πρωτοείδα κι είπα αυτός γελάει ευτυχισμένος δεν ήξερα γιατί αλλιώς τα χρόνια εκείνα δύσκολα πολύ μαζί ένας ενθουσιασμός και μια αγωνία πώς θα φανεί αυτό το φως στην άκρη του γκρεμού που ήταν να ριχτούμε φως μόνο μέσα μας άργησα μα το κατάλαβα χρόνια μετά μου είπες πως θυμόσουν τη στιγμή κι ήσουν αληθινά ευτυχής γιατί αντίκρυ σου δυο κόκκινα κεφάλια αδυναμία είχες στα κόκκινα μαλλιά η μία χάθηκε νωρίς η άλλη σύντροφός σου μετά απόμακρη κι αυτή και πώς να σε ξεχάσω Μήτσος μωρέ μου είπες όχι Δημήτρης Δημήτρη με βαφτίσανε εγώ Μήτσος ξαναγεννήθηκα για να ακουμπώ σε ό,τι πιο δικό μου το θαρρούσα κι ύστερα με εκείνο το ξαφνικό ζεϊμπέκικο στο διάλειμμα της εκπομπής πώς τίναξες πίσω την καρέκλα και χύθηκες σε τρεις στροφές κι είπα μακάρι όχι στο ραδιόφωνο μα να σε βλέπαν κιόλα όσοι σε άκουγαν έτσι αφημένο στη μουσική που πιο πολύ από μέσα σου έβγαινε και όχι από το ηχείο ναι Μήτσος καλύτερα κι ας σε φοβόντουσαν κάποτε φοβόντουσαν το χέρι το βαρύ που πάνω τους το έριχνες αν κάτι άλλο πίστευαν αν ο δικός σου άγιος «πατερούλης» τίποτα δεν τους έλεγε στο πόστερ που γέμιζε όλο τον τοίχο της σοφίτας σου κοντά στη Νομική να μας μαζεύεις όλους και να κατηχείς ιδέες μα και ιδεοληψίες αυτές που αργότερα πάσχισες να μαζέψεις ζητώντας ηχηρά συγγνώμη από όσους αδίκησαν τα χέρια και η φωνή σου και τότε πολλοί ήταν που κατάλαβαν πως για αλλού ήσουνα φτιαγμένος δεν σε χωρούσαν τα κλειστά παράθυρα και οι σφαλισμένες πόρτες εσύ αητός πετούσες πότε από δω πότε από κει με μια ανοιχτή καρδιά να τους χωρέσεις όλους πώς την πνοή δεν άφησες σαν όμηρος στο «σπίτι» πώς βρήκες την ψυχή όλα να τα αρνηθείς κι ελεύθερος να φύγεις το πρόσωπο πια καθαρό δρόμο ανοιχτό να βρεις να γράψεις να τα πεις όλα για όλους και τότε όλοι σε κατάλαβαν βλέπω την τελευταία σου εικόνα μάτια κλειστά γελάς όχι όπως τότε κοντά πενήντα χρόνια πριν μα σίγουρος στο τέλος πλησιάζοντας λες και ήξερες και άφηνες το τελευταίο χαμόγελο σε ό,τι από πάντα ήσουν κι ας πέρασες μέσα από τόσες θύελλες χωρίς να ξέρεις αν θα ξημέρωνε η μέρα να πάρεις το ποδήλατο να ξεχυθείς στους δρόμους που τόσο αγάπησες με τις σελίδες σου όλες ανοιχτές να γράφεις και να γράφεις τις μνήμες να κρατάς σαν μια φωνή να έλεγε μέσα σου «λίγο να αντέξω ακόμα» μα εσύ την άκουσες καλύτερα το μήνυμα ήταν «ετοιμάσου» ολόσωμος να φύγεις καθαρός τίποτα πια να μην μπορεί να σε αγγίξει όχι χαρούμενος μα ευτυχής έτσι πιστεύω πως ήσουνα την ύστατη την ώρα μακάρι λέω το δίκιο με το μέρος μου που έτσι σε μνημολογώ με το φευγιό σου καρφωμένο μέσα μου σαν όλα κείνα της νιότης μας τα χρόνια να ξέφτισαν για πάντα

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top