Fractal

Για την Αρχή της Ελένης Λαδιά

Γράφει η Αλεξία Καλογεροπούλου //

 

Ελένη Λαδιά, «Αρχή», εκδ. Αρμός, Αθήνα: 2021

 

Η πορεία της Ελένης Λαδιά στον χώρο των Γραμμάτων είναι μακρά και πλούσια. Στη σπουδαία γραφή της αποτυπώνεται η ευρύτητα και η εμβρίθεια της σκέψης της και η αγάπη της για τη φιλοσοφία και την αρχαία ελληνική σκέψη. Προσωπικά, θεωρώ την Ελένη Λαδιά ένα πρότυπο πνευματικού ανθρώπου, αφιερωμένου με πείσμα και συνέπεια στον πνευματικό κάματο. Σπούδασε Αρχαιολογία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από την εφηβική της ηλικία έως σήμερα ασχολείται αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και αρχαιογνωστικά κείμενα και έχει τιμηθεί για το ποιοτικό της έργο, μεταξύ άλλων, με δύο κρατικά βραβεία και ένα βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.

Η Αρχή κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2021 από τις εκδόσεις Αρμός. Πρόκειται για δύο νουβέλες που στεγάζονται κάτω από τον ίδιο τίτλο,  με διαφορετική θεματολογία, όπως φροντίζει να μας τονίσει η συγγραφέας στον υπότιτλο. Παρά τις διαφορές τους, όμως, οι δυο νουβέλες έχουν, κατά τη γνώμη μου, αρκετά κοινά στοιχεία και κάποια αναλογία, στην οποία θα αναφερθώ ακολούθως.

Σε ποια αρχή, όμως, αναφέρεται ο τίτλος του βιβλίου; Για ποια αρχή πρόκειται, όπως αναρωτιέται η αφηγήτρια-συγγραφέας της πρώτης νουβέλας, όταν η έμπνευση της παρέδωσε το θέμα της: «Αυτή που όρισαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι;» «Εν Αρχή ην το Χάος» και από το χάος δημιουργούνται τα πάντα; Προσωπικά, θα απαντούσα εν αρχή ην ο άνθρωπος, και οι σχέσεις των ανθρώπων και ο έρωτας, ως αντίβαρο του θανάτου. Αυτό είναι το κοινό σημείο των δύο έργων της Αρχής: Ο έρωτας και ο θάνατος, αυτή η αντίθεση που διατρέχει τη ζωή στην ολότητά της, αυτό το δίπολο και ο τρόπος που ορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και την ανθρώπινη μοίρα. Ο θνητός έρωτας και ο αθάνατος έρωτας. Ο έρωτας, ο ανολοκλήρωτος και μονίμως απαιτητικός, που εύκολα πληγώνεται και πεθαίνει, και ο έρωτας, ο ιδανικός και ολοκληρωμένος, που μένει ζωντανός και πέρα από τον θάνατο.

Παρότι, όμως, οι δυο νουβέλες περιστρέφονται γύρω από την κοινή θεματική του έρωτα και του θανάτου, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει εμφανείς διαφορές.

Στην πρώτη νουβέλα, που αφορά την ιστορία του Ανδρέα, η αρχή του έρωτα ήταν σύμφωνη με όσα ορίζουν τα ειωθότα: ένα συνηθισμένο ζευγάρι ερωτεύτηκε (ή έτσι νόμιζε) σε νεαρή ηλικία, παντρεύτηκε παρασυρμένο από τις ηδονές της σάρκας και σταδιακά βυθίζεται  στην ανία σε τέτοιο βαθμό που ο ένας εκ των δυο συζύγων, ο άνδρας εν προκειμένω, στρέφει το ερωτικό του ενδιαφέρον έξω από τον γάμο, στην Ευριδίκη, τη νέα και εντυπωσιακή συνάδελφό του στον εκδοτικό οίκο όπου εργάζεται. Ο Ανδρέας σιγά σιγά τυλίγεται στο πέπλο ενός μονόπλευρου έρωτα, χωρίς ανταπόκριση, από αυτούς που δεν σε αφήνουν ποτέ να πιεις απ΄ την πηγή, όσο κι αν την έχεις πλησιάσει. Έναν έρωτα – σανίδα σωτηρίας από την απελπισία, ένα αντίδοτο σε μια νεκροζώντανη καθημερινότητα, σε μια συζυγική συμβίωση που αργοπεθαίνει, αν δεν είναι ήδη νεκρή, κάτω από το βάρος της επανάληψης, της πλήξης, της ακηδίας και των ματαιωμένων προσδοκιών και ονείρων. Για τον Ανδρέα, ένας έρωτας σαρκικός πέθανε και τη θέση του πήρε ένας άλλος, πολλά υποσχόμενος στη φαντασία του, που δεν κατόρθωσε, ωστόσο, να τον απαλλάξει από την ατολμία ούτε να τον σώσει από την αποτελμάτωση της ύπαρξής του. Παραμένει ένας δειλός και ενοχικός χαρακτήρας, που δεν τολμά να δράσει ώστε να αλλάξει το πεπρωμένο του. Καταλήγει μόνος, κατάμονος, μπλεγμένος σε μια νοσηρή συναισθηματική κατάσταση, να προσπαθεί να ολοκληρώσει μια ραψωδία. Μα δεν τα καταφέρνει.

Στη δεύτερη νουβέλα, όπου πρωταγωνιστές είναι ο Χρυσάνθιος και η Λαμπετία (αλήθεια, πόσο εύηχα ονόματα επέλεξε η συγγραφέας), ο έρωτας είναι ιδανικός και ολοκληρωμένος. Αφορά και αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη των ερωτευμένων: ψυχή, σώμα και πνεύμα. Έτσι, παρότι η αρχή της σχέσης του ζευγαριού είναι σχετικά «ανορθόδοξη» για τα καθιερωμένα, αφού το ζευγάρι έχει δέκα έτη διαφορά ηλικίας, με τη γυναίκα να είναι μεγαλύτερη και ήδη παντρεμένη, και ενώ η αρχική εντύπωση της Λαμπετίας για τον Χρυσάνθιο δεν ήταν η καλύτερη που θα μπορούσε να αποκομίσει, ο έρωτάς τους αποδείχτηκε τέλειος, ολόπλευρος και κατακλυσμιαίος, ο έρωτας δυο υπάρξεων και όχι δυο σωμάτων. Ένας έρωτας μεγαλειώδης, που νικά τον θάνατο, που ζει και μετά από αυτόν. Μπροστά του παραμερίζουν όλοι, ακόμα και ο πρώτος σύζυγος της Λαμπετίας. Ο Χρυσάνθιος, ως δρον πρόσωπο, σε αντιπαραβολή με τον άτολμο, παθητικό παρατηρητή της ζωής Ανδρέα της πρώτης νουβέλας, διεκδικεί τη Λαμπετία, και τελικά ζουν μαζί, δυο σύντροφοι βυθισμένοι στην ευτυχία που τους χαρίζουν απλόχερα οι πνευματικές αναζητήσεις και οι εμπειρίες του σώματος.

 

Ελένη Λαδιά

 

Ο Ανδρέας, της πρώτης νουβέλας, παραιτείται, αφήνεται, αμέτοχος σχεδόν, σε όσα φέρνει η ζωή, επιλέγοντας την αδράνεια. Αντιθέτως, ο Χρυσάνθιος, στη δεύτερη νουβέλα, διαμορφώνει ο ίδιος την πραγματικότητά του, αγωνίζεται για τις αρχές του και για όσα πιστεύει. Ο έρωτας στην πρώτη νουβέλα επιδιώκει να πάρει. Στη δεύτερη να προσφέρει. Ο έρωτας στην πρώτη νουβέλα καταστρέφει. Στη δεύτερη δημιουργεί και κάνει τους ερωτευμένους να ανθίζουν. Ο πρώτος έρωτας τελειώνει εδώ, στα όρια του επίγειου, ο δεύτερος κατακτά την αιωνιότητα και το αγαπημένο πρόσωπο μένει για πάντα Πρόσωπο σαν κάποτε τρελά αγαπημένο (σ. 153), όπως γράφει η συγγραφέας.

Και στις δυο ιστορίες είναι εμφανής η αγάπη της Ελένης Λαδιά στο τετράπτυχο Φιλοσοφία, Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, Ιστορία και Θεολογία. Τέσσερις γεροί πυλώνες που θεμελιώνουν τη σκέψη και το έργο της συνολικά.

Οι χαρακτήρες της Ελένης Λαδιά προβάλλουν ολοζώντανοι από τις σελίδες του βιβλίου της και οι διάλογοι ανάμεσα στους ήρωές της διακρίνονται για τον ευφυή χειρισμό τους και το λεπτό χιούμορ τους. Θα κάνω μόνο μία αναφορά, για οικονομία χώρου, στην πρώτη νουβέλα, όπου η ανώνυμη ηλικιωμένη συγγραφέας-ηρωίδα, εξοικειωμένη  με την ιδέα του δικού της επικείμενου θανάτου που έχει αυθαίρετα ορίσει η ίδια χρονικά, επιλέγει να πιάσει το νήμα της ιστορίας της από τον Κάτω Κόσμο, από το τέλος, αναζητώντας εκεί την αρχή. Η Ελένη Λαδιά μάς μεταφέρει έναν απολαυστικό, ζωηρό διάλογο ανάμεσα στη συγγραφέα-ηρωίδα και στο κιμμέριο ζεύγος που στέκεται κάτωχρο αλλά ακούραστο μπροστά «στην πύλη για τον νεκρικό χώρο», φυλάσσοντας τη μεγάλη θύρα. Τα κωμικά στοιχεία με τα οποία η Ελένη Λαδιά διανθίζει τον ευρηματικό διάλογο στο κατώφλι του Κάτω Κόσμου, ελαφρύνουν το μακάβριο περιεχόμενο των λόγων τους και την ερεβώδη ατμόσφαιρα.

Αυτή η επαφή με τη χώρα των Νεκύων, με το τέλος της επίγειας ζωής, αποτελεί την αρχή μιας ιστορίας που κλιμακώνεται ως το τέλος, που ενδεχομένως να είναι οριστικό και αμετάκλητο σαν τον θάνατο του σώματος, ή ένα τέλος που εμπεριέχει το σπέρμα της νέας αρχής, με την ελευθερία να ορίσει ο καθένας αυτή την αρχή όπως επιθυμεί.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top