Fractal

Η ποίηση στη σκόνη του κόσμου

Γράφει ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης //

 

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, «Δρόμοι στη σκόνη», εκδ. Κουκκίδα 2021

 

Η γλώσσα, αίνιγμα πάντοτε βαθύ η ίδια, αποδίδει την καταγωγική σχέση του ανθρώπου με το πιο φερτό υλικό του χρόνου και της ζωής, το χώμα και τη σκόνη, σε μια μόνον λέξη: homo (χοῦς). Τόσο η Βίβλος (χοῦς εἶ καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει ) όσο και η Επιστήμη κάνει λόγο γι’ αυτήν τη διασύνδεση (είμαστε επί της ουσίας αστρόσκονη). Υπό την έννοια αυτή, οι ανθρώπινες ζωές δεν είναι παρά δρόμοι στη σκόνη. Κατά τούτο και οι ανθρώπινες εκδηλώσεις αυτού του εσωτερικού σπινθήρα που μετασχηματίζεται σε Τέχνη, Θρησκεία, Επιστήμη,  δεν είναι παρά δρόμοι στη σκόνη. Γιατί η σκόνη είναι παντού, μέσα και έξω από μας, στα σπίτια μας, στις κοινωνίες μας, στις συμπεριφορές μας. Και το ζητούμενο είναι να κρατήσει κανείς όντας «σκονισμένος», τα μάτια του ανοιχτά και την ψυχή του ασκόνιστη ή τουλάχιστον να αντέχει, με το όραμα της καθαρότητας φωλιασμένο κάπου στον νου του, και τα χέρια του ορκισμένα να ξετινάσσουν τον κουρνιαχτό και να ξεπλένουν τις στράτες.

Αυτό ακριβώς καταθέτει ως ζητούμενο στην έκτη, καλαίσθητη και πολύχυμη, ποιητική συλλογή του ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, εξάλλου την αφιερώνει «σ’ όσους ορκίστηκαν ν’ αντέξουν/ κι ας σκονίστηκαν». Έτσι η ποίηση η ίδια γίνεται αντοχή και απαντοχή, ένας άλλος δρόμος μέσα στη σκόνη του καιρού, με τον ποιητή σκονισμένο οδοιπόρο στις αγορές του κόσμου. Το ενδιαφέρον είναι ότι η συλλογή καταθέτει με γήινους όρους όχι μόνον αυτό που αποσαφηνίζει τη ζωή στην τρέχουσα κοινωνικο-πολιτική της έκφανση αλλά και αυτό που είναι δυνατόν να προκύψει ή να κατισχύσει όπου υπάρχει. Υπό την έννοια αυτή, η συλλογή έχει δύο άξονες, την πραγματικότητα και τη δυνατότητα. Αυτό σημαίνει ότι ο Παπακωνσταντίνου δεν παραδίδεται στη σκονισμένη πραγματικότητα με τη γραφή του απλώς να κατοπτρίζει το παρελθόν και το παρόν, στρέφεται δυναμικά και προς το μέλλον, κατοπτρίζοντας τις ανταύγειες ενός κόσμου εσόμενου. Η συνθήκη επομένως του ανθρώπου στην ποιητική αντίληψη του Παπακωνσταντίνου δεν έχει αμετάκλητα κλειδώσει, παραμένει ανοιχτή, παρά τα συμβεβηκότα και συμβαίνοντα. Γι’ αυτό και η διόπτρα του δεν εστιάζει μόνον στην ηθική ξηρασία, στις παθογένειες του καιρού μας και οιονεί όλων των καιρών (πρόσδεση του ανθρώπου στο υλικό κέρδος, μετανάστες, πλάνητες, ανέχεια, μοναξιά, υποκρισία) αλλά και στην ηθική χλωρίδα που εξακολουθεί να φύεται και είναι ανάγκη να πλεονάσει στον ανθρώπινο βιότοπο. Ο ποιητής υπό την έννοια αυτή είναι, για να θυμηθούμε τον Ελύτη στα Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, μνήμων «του πιο τρομερού αγαθού που εδόθηκε ποτέ/ από ᾽να σ’ άλλον άνθρωπο/ η αγάπη […]». Αυτό το αγαθό είναι το αλάτι της γης, όπως γράφει ο Παπακωνσταντίνου στο ομότιτλο ποίημά του «Αλάτι», είναι η προϋπόθεση για να συμφιλιωθεί κανείς με τον εαυτό του και τους άλλους. Παραθέτω την τρίτη στροφή από το ποίημά του Ανακωχή (Ι):

Έθαψα τα ντουφέκια μου στο χώμα χθες

και σήμερα ξεπρόβαλα στον ήλιο

αθώος είμαι, καθαρός, πια δε μισώ

ούτε που θέλω το κακό, μήτε φοβάμαι.

Θέλω μονάχα μια στιγμή, αν είναι εύκολο

να κοιταχτούμε από κοντά μέσα στα μάτια

μ’ αδέξια κι αμήχανα χαμόγελα

να ξαναβρούμε τη χαμένη καλοσύνη.

 

Και τους τελευταίους στίχους από το Ανακωχή (ΙΙ):

 

Δυο μόνο ανάσες η ζωή κι έπειτα φεύγουμε

δυο μόνο ανάσες και η αγάπη μόνο μένει.

 

Η αθωότητα, η καθαρότητα, η αφοβία (ο ευαγγελιστής και θεολόγος Ιωάννης γράφει για την αγάπη που τελεία, καθώς είναι, έξω βάλλει τον φόβον) γίνονται ο καμβάς για το αξιακό σύστημα του ποιητή, υπό το φως του ηλίου που εποπτεύει αυτήν τη μεταμόρφωση. Ο Παπακωνσταντίνου είναι σαφής στο πρώτο του κιόλας ποίημα με τίτλο: Ο δρόμος μου.

Παραθέτω τους τέσσερις τελευταίους στίχους:

 

Δεν ήταν εύκολος ο ήλιος, μη θαρρείς

Δεν ήρθαν μόνα τους πουλιά να κελαηδήσουν:

 

Πρώτα ανατέλλει μέσα μας κι αργότερα

Ανοίγουνε τα μάτια μας στον κόσμο

 

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου

 

Ο λόγος του Παπακωνσταντίνου –και τούτο συμβαίνει συχνά- μετέρχεται ειδικά τον ήλιο και το φως αλλά και άλλα φυσικά σύμβολα (βροχή, νερό, δένδρο, σύννεφο), προκειμένου να εικονοποιήσει αλλά και να νοηματοδοτήσει το ποιητικό έργο. Η συμπλοκή του νοήματος με τα φυσικά σύμβολα αρτιώνει αισθητικά το ποίημα και φορτίζει με λυρισμό τόσο τη γραφή όσο και την ανάγνωσή του. Στην εν λόγω συλλογή δεν βρίσκουμε όμως μόνον φυσικά σύμβολα, βρίσκουμε, όπως προκύπτουν από τους τίτλους και το περιεχόμενο των ποιημάτων, και μυθικά (Στο σπήλαιο του Πλάτωνα) και θρησκευτικά (Βαβέλ, Κολυμβήθρα της Βηθεσδά, τα καρφιά του Σταυρού) και τεχνολογικά σύμβολα (Δίκτυα), που αποτυπώνουν εξαιρετικά την ευρύτερη πολιτισμική, φιλολογική και θεολογική παιδεία του σεμνού αυτού ποιητή, η οποία αναχωνεύεται και τρέπεται σε πολυεπίπεδη εστίαση του ποιητικού βλέμματος στο διαρκές κοινωνικό-ιστορικο-πολιτικό γίγνεσθαι του κόσμου. Υπό την έννοια αυτή, ο λυρισμός του Παπακωνσταντίνου συναντά την κοινωνικοπολιτική εγρήγορση της συνείδησής του με ποιητικά αποτελέσματα μεικτά αλλά νόμιμα.

Και όλο αυτό το ποιητικό εγχείρημα –έχει σημασία να το τονίσουμε- συγκροτείται χωρίς λεξιλογικά παιγνίδια και πειραματικούς ακκισμούς, σε μια γλώσσα απλή (όχι απλοϊκή) και μουσική, πάγια πια γνωρίσματα του Παπακωνσταντίνου, σε μια γλώσσα γάργαρη και γοργή, (όπως γράφει για τη βροχή στην ποιητική ενότητα: Η τριλογία της βροχής), που κυλάει σαν νεράκι και καθαρίζει τούς μέσα της ψυχής και της σκέψης δρόμους από τη σκόνη του κόσμου. Δεν είναι εύκολο να γράφεις απλά και μουσικά, σύντονος με τον παλμό της ανθρώπινης ανάσας,  και ο Παπακωνσταντίνου έχει επιλέξει χρόνια τώρα το δύσκολο, συνεπής ακόλουθος της περιώνυμης εκείνης σεφερικής απλότητας.

Και είναι βαθιά ειρωνικό από τη μια και βαθιά ποιητικό από την άλλη που το ανθρώπινο πάθος εκφέρεται με τόση μουσικότητα- η οδύνη γίνεται εξάλλου να συναντήσει το τραγούδι, το καταθέτει η ιστορία της ίδιας της λογοτεχνίας. Τα πάθη του ανθρώπου μπορεί να μην έχουν τελειωμό, όμως ο άνθρωπος παρά ταύτα, όπως λέει ο Χαίλντερλιν, κατοικεί ποιητικά αυτή τη γη. Και η γραφή του Παπακωνσταντίνου αναδεικνύει αυτήν την αλήθεια με ορίζουσες την ποιητική απλότητα και τη λυρική παθογνωσία.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top