Fractal

Η ευρυμάθεια της Ελένης Λαδιά και η αγάπη της στον αναγνώστη

Γράφει η Γεωργία Κακούρου – Χρόνη // *

 

Ελένη Λαδιά «Δοκίμια για τον Ντοστογιέφσκι», εκδ. Αρμός

 

Θεωρούσα, και θεωρώ, ότι είμαι ανέτοιμη γι’ αυτή την παρουσίαση για δυο λόγους: α) Έχω πολύ καιρό να επιστρέψω στον Ντοστογιέφσκι και β) δεν κατέχω όλο το φάσμα – που είναι τεράστιο – του έργου της Ελένης Λαδιά.

Τολμώ ωστόσο – κι έτσι στέκομαι απέναντί σας – ως ένας απλός αναγνώστης που απόλαυσε ένα βιβλίο. Η ανάγνωση των δοκιμίων της Ελένης Λαδιά, έκλεισε για μένα με δυο βεβαιότητες: η πρώτη αφορά στην ευρυμάθειά της· στο οπλοστάσιό της για τη μελέτη του Ρώσου συγγραφέα επιστρατεύει: την θεολογία, την αρχαιοελληνική γραμματεία (της ύστερης αρχαιότητας συμπεριλαμβανομένης), τη δυτική διανόηση· και η δεύτερη βεβαιότητα αφορά στην αγάπη της προς τον αναγνώστη.

Όλα τα δοκίμια ανοίγουν με μία εξαιρετική μαεστρία παράθυρα στο ντοστογιεφσκικό σύμπαν. Η Ελένη Λαδιά σκιτσάρει κάθε φορά το περίγραμμα έτσι που να μην αισθάνεται εντελώς ξένος ο αναγνώστης· και για να μην χαθεί του εφιστά την προσοχή σε ό,τι επιβάλλεται να προσέξει. Κι αν εγκλωβιστεί σ’ ένα δοκίμιο, η συγγραφέας θα τον επεγκλωβίσει στο άλλο. Γι’ αυτό και τα δοκίμια μπορεί να διαβάζονται αυτοτελώς, αλλά στην ουσία αποτελούν μια ενότητα, μια συνέχεια, και πολύ σωστά συγκεντρώνονται σ’ έναν τόμο από τις εκδόσεις «Αρμός», με τον τίτλο «Δοκίμια για τον Ντοστογιέφσκι» (2020).

Καταφεύγω σ’ ένα συγκεκριμένο παράδειγμα από το πρώτο δοκίμιο του βιβλίου, το οποίο επιγράφεται «Η Σπιτονοικοκυρά» και στο οποίο η Ελένη Λαδιά μας συστήνει τον  Ορντίνωφ, πολύ καλό της γνώριμο.

Ο Ορντίνωφ από τα παιδικά του χρόνια ακολουθεί μια πορεία διαφορετική από εκείνη του συνόλου· έχει δημιουργήσει τη δική του εγκεφαλική ζωή στηριγμένη στη θεωρία και στην δυνατότητα πρόσβασής του στον κόσμο των ιδεών. Υποπτεύεται και την άλλη, αυτή των πολλών, όπως την ανασκευάζουν οι μνήμες και τα διαβάσματά του. Αλλά μένει παγιδευμένος στην πρώτη που μοιάζει με αρρώστια, γιατί την χαρακτηρίζει η αδράνεια και σ’ αυτή παραμένουν εγκλωβισμένοι οι μοναχικοί, στοχαστικοί άνθρωποι.

Η μοναχικότητα αυτή δεν σημαίνει και αυτάρκεια, γιατί ο ήρωάς μας υποφέρει από την έλλειψη δράσης και νιώθει ότι η μακρά κυοφορία της ιδέας πρέπει να υποστασιοποιηθεί σ’ ένα συγκεκριμένο δημιούργημα, το οποίο – δυστυχώς – δεν θα πραγματώσει ποτέ. Η αντίθεση ανάμεσα στις δυο ζωές είναι τέτοια και τόση που, όταν βγαίνει από την πλασματική στην πραγματική, τον «πιάνει δέος».

Η μοναξιά του βαθαίνει κυρίως από τη συνειδητοποίηση της έλλειψης αγάπης. Η οδός προς την οποία φράζεται, όταν ο έρωτάς του για την Κατερίνα μετονομάζεται σε αδελφική αγάπη, αίσθημα δηλαδή μεταμφιεσμένο «σε μια αγάπη φοβερότερη απ’ όλες τις διαβαθμίσεις του έρωτα» (θα μας προειδοποιήσει η συγγραφέας).

Και το σκηνικό στο οποίο κινείται ο ήρωας γίνεται δύο μετά το ένα και μοναδικό φιλί της Κατερίνας. Το πρώτο πραγματικό, τα χαμόσπιτα και η χαμοζωή της Πετρούπολης, όπου ζει ο Ορντίνωφ και το άλλο με τις πολλές όψεις που στήνει μέσα του εκείνο το φιλί. Που αναμοχλεύει  και τα υστερόχρονα αρχέτυπα του Γιουνγκ με τη συνδρομή του γερο-Μούριν, ερωμένου της Κατερίνας.

Παρακολουθούμε όλες τις διακυμάνσεις της σχέσης του Ορντίνωφ και της Κατερίνας ως μάθημα ανατομίας, όπου όλα καθίστανται ολοφάνερα: από τον σαρκικό στον εγκεφαλικό έρωτα, στη συμπόνια και τον ανείπωτο πόνο του ενός, και τον πλήρη διχασμό, την ψυχική εξάρτηση, την ηδονή του πόνου, την κατακερματισμένη ελευθερία μπροστά στην ψυχολογική ασφάλεια της άλλης.

Το δοκίμιο είναι γραμμένο το 1972, πριν πενήντα δηλαδή χρόνια και ως τίποτα να μην έχει μετακινηθεί τα πενήντα αυτά χρόνια – κι ας έχουν έρθει τα πάνω κάτω – διαβάζεται ως να γράφτηκε τώρα.

Η Ελένη Λαδιά γνωρίζει (σε πλάτος και βάθος), θαυμάζει και αγαπά τον Ντοστογιέφσκι, αλλά είναι το ταλέντο που κινητοποιεί τη γραφή της. Και το πιο σπουδαίο: έχει έναν δικό της, ιδιαίτερο τρόπο να απευθύνεται στον αναγνώστη· ταυτόχρονα σ’ αυτόν που έχει διαβάσει και σ’ αυτόν που δεν έχει διαβάσει Ντοστογιέφσκι· υποκινώντας τον πρώτο να ξανα-διαβάσει και τον δεύτερο να διαβάσει. Δεν γνωρίζω εάν αυτή η έμμεση παρότρυνση αποτελεί και πρόθεσή της.

 

Ελένη Λαδιά

 

Εκείνο ωστόσο που είναι ολοφάνερο είναι η αγάπη της προς τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης αισθάνεται, ευπρόσδεκτος φιλοξενούμενος, σκυμμένος στις σελίδες του  βιβλίου της. Και αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να κατανοήσει και τα δύσκολα, να μην φοβηθεί και να πιστέψει ότι και ο Ντοστογιέφσκι και η Ελένη Λαδιά είναι συγγραφείς που του επιτρέπεται να συμπεριλάβει στα διαβάσματά του.

Με ποιο τρόπο ασκεί αυτή την «άδηλη» πειθώ η Ελένη Λαδιά; Θα προσπαθήσω επιγραμματικά να συνοψίσω:

Τα παραθέματά της από το έργο του Ντοστογιέφσκι είναι περιεκτικά, σαφή, αντιπροσωπευτικά και κρηπιδώνουν (όρος που νομίζω η ίδια αγαπά) τον δικό της λόγο.

Αναπαριστά με ενάργεια την επώδυνη πορεία του ανώνυμου ήρωα του «Υπογείου» από την δελφική προσταγή του «Γνώθι σαυτόν» έως την ολοκληρωτική απόρριψή της. Κι από το «Υπόγειο» μας εισάγει στον συγγενικό κόσμο του Νίτσε. Και μας οδηγεί με σοφία στην κοινή και των δύο καταγωγή: Από τον Ηράκλειτο, στο πλατωνικό σπήλαιο, στον Καλλικλή του επίσης πλατωνικού «Γοργία»· υπενθυμίζοντάς μας τον Καβάφη και τον Ρασκόλνικωφ του «Εγκλήματος και Τιμωρία». Και δεν μένει μόνο σε συγγένειες και καταγωγές, εφιστά την προσοχή μας και στις διαφορές.

Η σύγκριση των λογοτεχνικών ηρώων διευκολύνει την κατανόηση όχι μόνον των ντοστογιεφκικών (Ιβάν Καραμάζωφ) αλλά κι άλλων, όπως, για παράδειγμα, με τη διαμεσολάβηση του Κίρκεγκωρ, καθίσταται κατανοητή η προϋπαρξιακή ενοχή του καφκικού Ιωσήφ Κ. Ή η εναντιοδρομική συμπεριφορά με την παρουσία του Ζενέ. Ο ντοστογιεφσκικός «Παίκτης» συνδράμει στην προσέγγιση της «Ντάμα Πίκα»· έργο μιας άλλης ιδιοφυϊας, του Πούσκιν. Ή ο Κυρίλωφ («Δαιμοσνισμένοι») φωτίζεται ως μια άλλη εκδοχή του νιτσεϊκού υπερανθρώπου. Και η κοινή καταγωγή όλης αυτής της ποιητικής περιγραφής του θανάτου του Θεού και του μοναξιασμένου ανθρώπου ανιχνεύεται και συνοψίζεται στη ρήση του Εμπεδοκλή: «φυγάς θεόθεν και αλήτης» («Καθαρμοί»). Από την τετράδα επίσης του Εμπεδοκλή και του πλατωνικού «Τίμαιου» (πυρ και γη, ύδωρ και αέρας) δια του «προβλήματος του Τετάρτου» του Γιούνγκ, θα μας δείξει τις σκιές που τυλίγουν τους «Αδελφούς Καραμάζωφ».

Κι ας μείνουμε για λίγο στη σχέση του Ντοστογιέφσκι με την Ελλάδα. Η Ελένη Λαδιά δεν διστάζει να αντείπει στον μεγάλο συνομιλητή της, όταν διαφωνεί μαζί του, επιχειρηματολογώντας έναντι της τρίτης Ρώμης. Από την άλλη αποδίδει στον Ντοστογιέφσκι την επινόηση αρχέτυπων ανθρώπων («δαιμονισμένους») που αναγνωρίζει και στη σημερινή Ελλάδα.

Μας προσφέρει επίσης έναν μίτο για την κατανόηση των ηρωίδων· το διφυές τους αίσθημα, το ένα ερωτικό και το άλλο ερωτοφιλικό, όπου μπερδεύονται ο έρωτας, η αγάπη και ο οίκτος. Και με την ίδια προσήνεια σκύβει σε όλους τους δεύτερους ρόλους που μας συστήνει με τα δοκίμιά της. Γιατί η ίδια διέβλεψε ότι και οι δεύτεροι ρόλοι είναι το ίδιο ανάγλυφοι με τους πρώτους και τοποθετούνται δίπλα τους πρωταγωνιστικά. Είναι οι ίδιοι εξάλλου που απαιτούν την προσοχή της, όπως αποδεικνύεται με την επιμονή του Μαρμελάντωφ να υπάρξει μέσα από τις σελίδες της.

Μας διευκολύνει ακόμη στις αναθεωρήσεις μας. Μας βοηθά να αντιληφθούμε γιατί οι συναρπαστικοί ήρωες της νιότης μας υπόκεινται σε πιεστικά ερωτήματα από την ωριμότητά μας. Θα αναγνωρίσουμε έτσι κι εμείς μαζί της ότι το «Αυτεξούσιον» του Κυρίλωφ στερείται λογικής, αφού υπερβαίνει τα όρια και φθάνει στην ύβριν. Ή την ανατροπή στη σειρά των αρχών της πίστης του Μαρμελάντωφ.

 

 

Μας οδηγεί στη συνειδητοποίηση της διάκρισης ανάμεσα στη λογική, στη συναισθηματική και την ψυχολογική σκέψη.

Αντιλαμβανόμαστε τι είναι το εγκιβωτισμένο πάθος και τη δύναμή του, που μπορεί να είναι ολέθρια αλλά και λυτρωτική. Ο Ντοστογιέφσκι βίωσε και τις δυο εκδοχές. Τον έσωσε η δεύτερη που αποδείχθηκε δυνατότερη: η συγγραφή, γιατί το πάθος του γι’ αυτή υπήρξε περισσότερο εγκιβωτισμένο.

Είναι γοητευτικός, και άκρως διαφωτιστικός, ο τρόπος με τον οποίο η Ελένη Λαδιά παρουσιάζει ορισμένα δίπολα: Τον Ιεροεξεταστή να αντιπαρατίθεται στον Αιχμάλωτο· ένα μικρό σε έκταση κείμενο που εύληπτα διαρθρώνει επιχειρήματα και αντιπαραθέσεις. Τον ονειροπόλο ή μιγαδικό άνθρωπο, όπως τον αποκαλεί η Ελένη Λαδιά, μια σύνθεση πραγματικού και φανταστικού. Τον ένοικο του «Υπογείου», που ανάμεσα στο ευκλείδειο και μη ευκλείδειο πνεύμα, ορθολογικό και ανορθολογικό, θα κινηθεί τελικά στο ανορθολογικό. Το ιδεόπληκτο «Έφηβο» (του ομότιτλου έργου) που κυμαίνεται ανάμεσα στη μοναξιά και τον κόσμο: με ενάργεια παρακολουθούμε τα στάδια της ιδέας· σύλληψη, προσπάθεια εφαρμογής, επιτυχία ή αποτυχία αλλά τελικώς καταφύγιο και μήτρα για την γέννηση μιας νέας ιδέας.

Στους ήρωες με τους οποίους καταπιάνεται η Ελένη Λαδιά, αναγνωρίζουμε και ίδια χαρακτηριστικά, κάτι δικό μας, και χωρίς να απαθανατίζονται με διδακτική ή ηθικοπλαστική διάθεση ωθούν σε μία ηθική θεώρηση του βίου.

Και τι κάνει τους ντοστογιεφστκικούς ήρωες να τους θυμόμαστε όλα αυτά τα χρόνια; Το ερώτημα το θέτει η συγγραφέας αλλά οπωσδήποτε είναι και δικό μας. Την απάντηση της Ελένης Λαδιά διευκόλυνε ένα σονέτο του Ρίλκε, στο οποίο ο ποιητής μιλά για ένα ζώο που δεν υπήρξε, «Μα επειδή το αγάπησαν, / έγινε ζώο γνήσιο». Έτσι και οι ντοστογιεφσκικοί ήρωες· καθίστανται ενυπόστατοι, επειδή τους γνωρίζει ο αναγνώστης· το ενυπόστατον οφείλεται στην πίστη και στην αγάπη του αναγνώστη.

Η ίδια αγάπη (όπως δηλώσαμε ευθύς εξαρχής) διακρίνει και τη συγγραφέα προς τον αναγνώστη της, τον οποίο εκλαμβάνει ως επαρκή συνοδοιπόρο και τον καλεί να προβεί στις δικές του ερμηνείες, να επιχειρήσει τις προσωπικές του ανιχνεύσεις και να μην διστάσει να καταθέσει τις απόψεις του.

Σημείωση: Συνεπτυγμένη μορφή αυτού του κειμένου διαβάστηκε στη διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου από τις εκδόσεις «Αρμός» (12-04-2020).

 

 

 

* Η Γεωργία Κακούρου-Χρόνη είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διδάκτωρ Φιλοσοφίας του ιδίου Πανεπιστημίου και κάτοχος masters του τμήματος Museum Studies του Πανεπιστημίου του Leicester. Διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Είναι υπότροφος του ιδρύματος Φουλμπράιτ. Έργα της: “Νίκος Καζαντζάκης – Νικηφόρος Βρεττάκος, δύο δημιουργοί συνομιλούν μέσα από το έργο τους” (Εκδόσεις “Φιλιππότης”) και “Το αινιγματικό χαμόγελο της Ελένης” (Εκδόσεις “Λωτός”). Επίσης έχει ασχοληθεί με τη φιλολογική επιμέλεια βιβλίων. Πληθώρα άρθρων της, σε θέματα νεοελληνικής λογοτεχνίας και μουσειολογίας, έχει δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά. Εργάζεται ως επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης στο παράρτημα της Σπάρτης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top