Fractal

Καταγραφέας της φθοράς, της έκπτωσης του ανθρώπου της εποχής της υπερανάπτυξης της τεχνολογίας

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Κωνσταντίνος Οικονόμου: «Πρωινά Ανάλεκτα», Εκδ. Σοκόλη 2022

 

Όπως λέει ο Ουμπέρτο Έκο, Πατάμε στους ώμους των γιγάντων. Αυτό δεν σημαίνει πως θα γίνουμε γίγαντες ή καλύτεροί τους, αλλά επειδή πατάμε στους ώμους τους, βλέπουμε καλύτερα πιο μακριά. Στο μέλλον.

Έτσι, κι εμεί, ειδικά, οι Έλληνες, με 3000 χρόνων παράδοση λογοτεχνική, δεν μπορούμε παρά να αναπαραγάγουμε ό,τι εκείνοι είπαν και, μεταπλάθοντας, προσθέτοντας ή αφαιρώντας από τον αρχικό μύθο μια ψηφίδα, ίσως καταφέρουμε να φτιάξουμε τον δικό  μας.

Στην περίπτωση της ποίησης ειδικά, όλα έχουν ειπωθεί και όλοι γράφουν ποιήματα, όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης και πολύ καλά κάνουν αλλά,  επειδή όλα έχουν ειπωθεί –ο έρωτας, ο θάνατος, ο πόλεμος, η ζωή-   εξαρτάται από το πώς θα πει ο νέος ποιητής τα λόγια τα δικά του για να είναι ποίηση αυτά που όλα έχουν ειπωθεί.

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμου είναι επιστήμονας πολυτάλαντος, με σπουδές σε επιφανή σχολεία και στη συνέχεια σε πανεπιστήμια την Ελλάδα και στο Εξωτερικό. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο και δίδαξε και στο Ανοιχτό και ο ίδιος είναι ανοιχτός σε κάθε γνώση και ευαίσθητος για ό,τι ανυπεράσπιστο πάσχει σ’ αυτόν τον κόσμο.

Τα Πρωινά Ανάλεκτα είναι η δεύτερη εμφάνισή του στην ποίηση. Η πρώτη ήταν Δεύτερη Άρνηση… Πιστεύω ότι δεν έκατσε να ακούσει τον αλέκτορα να λαλήσει τρις και σαν τον Πέτρο να αρνηθεί τρεις φορές τον δάσκαλό του – «δεν τον ξέρω»- κι έπειτα να κλάψει πικρά… Ούτε τον αρνήθηκαν δύο φορές το «γλυφό νερό», ο ωραίος «μπάτης», οι πόθοι και το πάθος, οπωσδήποτε δεν πήρε τη ζωή –άνω τελεία, λάθος- για να θυμηθούμε και τον Γιώργο Σεφέρη. Αλλά ας αφήσουμε τη Δεύτερη Άρνηση και ας επανέλθουμε στα Πρωινά Ανάλεκτα και αν υπάρχει αλέκτωρ που κουκουρίζει, σοβαρά το λέω, κι ο ποιητής ακούει….

Αν είναι να πεθάνεις πέθανε αλλά κοίτα να γίνει ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη.

(Οδυσσέας Ελύτης)

 

Ο έχων ώτα ακούειν … ακούει. Στα Πρωινά ανάλεκτα άλλωστε ανήκει και ο Αλέκτωρ.

Φυλλομετρώντας τη συλλογή θα βρούμε όλα όσα η ιστορία και η καθημερινή ζωή ανακυκλώνουν, αποδεικνύοντας ότι όλα κάνουν τον κύκλο τους και επανέρχονται.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Είπαμε ότι πατάμε στους ώμους των γιγάντων∙  και αυτοί είναι οι σπουδαίοι πρόγονοί μας, τους οποίους διδαχτήκαμε όλοι, ανεξαρτήτως επιστημονικής κατεύθυνσης. Όσοι σνόμπαραν τα ανθρωπιστικά μαθήματα το βρίσκουν μπροστά τους. Όσοι δεν αγαπούσαν τα αρχαία, τους εκδικείται η Γραμματική και το Συντακτικό. Όσοι, όμως έδειξαν τον οφειλόμενο σεβασμό στους «γίγαντες», μπορούν κι αυτοί να πουν τα δικά τους λόγια και ας τα έχουν πει και άλλοι.

Ήθελα να μιλήσω αλλιώς ας ήτανε και φάλτσα, λέει ο Οδυσσέας Ελύτης.

Ο Σεφέρης, το ξεκαθάρισε πως είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Δηλαδή, τα είπαν άλλοι, πριν από μας, αυτά που προσπαθούμε να ψελλίσουμε εμείς. Και λέω να ψελλίσουμε, γιατί το τέλειο, δεν πλησιάζεται και οπωσδήποτε δεν ξεπερνιέται … Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή, λέει πάλι ο Ελύτης. Ή για να θυμηθούμε τον μεγάλο διαφωτιστή Γκέοργκ Λίχτενμπερκ, «Αυτό που πρέπει να μάθεις για να γράφεις σαν τον Σαίξπηρ δεν θα το βρεις μελετώντας τον». Πράγμα που σημαίνει πως ο σοφός Λίχτενμπεργκ εννοούσε πως, εκτός από τη φιλομάθεια, πρέπει να διαθέτεις και κάτι ακόμα που λέγεται ταλέντο.

Και γιατί ο Ελύτης κι ο Ελύτης… θα με ρωτήσετε. Ίσως… Γιατί όποιος τον έχει διαβάσει, τον έχει θαυμάσει και όποιος τον έχει θαυμάσει δεν είναι δυνατόν να μην τον θυμηθεί, όταν ο ίδιος γράφει, και να μην χτυπάει μέσα στο μυαλό του συναγερμό μια συλλογή, ένα ποίημα, ένας στίχος, μια λέξη. Όμως, είναι τόσο χαρακτηριστικός ο τρόπος του που δεν μπορείς να τον μιμηθείς, παρά μόνον να τον αντιγράψεις κατά λέξη και να πεις: να, έτσι το είπε Εκείνος! Τα λέω όλα αυτά γιατί και ο Οικονόμου στην ποιητική του συλλογή του Πρωινά Ανάλεκτα έχει σκαρφαλώσει στους ώμους του Ελύτη και τον συγχαίρω. Σημαίνει πως μελετά τον γίγαντα του 20ου αιώνα, ο οποίος έχει ανεβεί στους ώμους όλης της ελληνικής και της παγκόσμιας πνευματικής κληρονομιάς. Δηλαδή, και λίγο πιο απλά, κουβαλάει, όπως όλοι μας κουβαλάμε, τη γενιά μας, την ιστορία μας, το εθνικό και λογοτεχνικό DNA μας.

Ο Οικονόμου έχει επομένως γερά θεμέλια. Παίρνει τον έτοιμο μύθο, όπως οι αρχαίοι λυρικοί και τραγικοί τον πήραν από τον Όμηρο, και τον αναπλάθει, τον μεταπλάθει, τον εκσυγχρονίζει, τον επικαιροποιεί. Το πρώτο σκαλοπάτι της ποίησης, λέει ο Κώστας Καρυωτάκης, αυτή τη φορά, είναι η εμπειρία. Ο Οικονόμου με τη δική του εμπειρία πλάθει τον δικό του ποιητικό κόσμο. Ποιον κόσμο; Αυτόν που ζούμε, αλλά δεν του δίνει όνομα, Ελλάδα, π.χ. αν και στην Ελλάδα αναφέρεται. Η Ελλάδα και ο νεοέλληνας είναι στο στόχαστρό του, η γη όλη και οι ουρανός, το  πραγματικό και το υπερβατό. Πιάνεται από το κλαδί της εμπειρίας για να πάρει φόρα και να εκτιναχτεί στο διάστημα.

Εκείνο, επομένως, που φαίνεται πρώτο πρώτο στην ποίηση του  Οικονόμου είναι τα θεμέλιά του. Τα θεμέλιά μου στα βουνά, υψώνει τη φωνή του ο Οδυσσέας Ελύτης κι εδώ θυμηθείτε και τον Πρωτοψάλτη βαρύτονο, στο μελοποιημένο Άξιον Εστί. Αυτά τα θεμέλια, αυτά τα βουνά, αυτούς τους ώμους των γιγάντων κάθε Έλληνας οφείλει να αναγνωρίζει, να σέβεται και να τιμά.

Τα ποιήματα είναι 33, όσα και τα χρόνια του Χριστού. Τυχαίο; Δεν ξέρω. Σκόπιμο; Εκείνος ξέρει.

Το πρώτο ποίημα της συλλογής, με τον τίτλο «Σ’ ένα ανθρώπινο φεγγάρι», μοιάζει ερωτικό. Αποδέκτης του μηνύματος είναι ένα δεύτερο πρόσωπο, άγνωστο ποιο. Ο ποιητής δεν μας δίνει τα χαρακτηριστικά αυτού του δεύτερου προσώπου. Όμως είναι το προσώπου του άλλου, του όποιου άλλου στον κόσμο, του συνανθρώπου. «Είναι οι άλλοι» που λέει πάλι ο Ελύτης «Και δεν γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα/ και δε γίνεται μ’ αυτούς χωρίς Εσύ/ Βλέπεις είναι οι άλλοι /  και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις». (Το Άξιον Εστί, 7ος ψαλμός) .

Σ’ αυτό το ποίημα, ο Οικονόμου θα μας δώσει τα χαρακτηριστικά της φύσης. Είναι η γη – στεριά και θάλασσα- τα δέντρα και τα φυτά, η γιρλάντα, η μπουκαμβίλια, τα ζουζούνια, ο ουρανός, τα άστρα, το φεγγάρι.  Είναι σύμπασα η δημιουργία, πανίδα και χλωρίδα.

Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος μπαίνει ο άνθρωπος,

Ο άνθρωπος!

Μόνο που εδώ ο Οικονόμου δεν θαυμάζει, αντιθέτως δείχνει ότι δεν μπορεί να συγκρατήσει τον αποτροπιασμό του για το είδος. Με μια ανοίκεια αντωνυμία -«δαύτος»- τον βγάζει από την υπέροχη εξέχουσα θέση του στο σύμπαν και τον μετατρέπει σε

ένα ζωύφιο που ξεπρόβαλε με θράσος

για να αγγίξει τη φύση της ζωής

Ένα ζωύφιο  της φύσης που είναι και δαύτος

Που πάντα αδημονεί κάτι ν’ αλλάξει/ … /

και ποτέ του δεν  καταφέρνει όσα επιθυμεί…

που κομπάζει …

που στραβοπατάει πάνω στις πέτρες της ιστορίας του….

Έτσι απαξιωτικά βλέπει τον άνθρωπο ο ποιητής, ο οποίος όμως από την άλλη, λέει γι’ αυτόν τον άνθρωπο ότι

λαχταρά, 

σκύβοντας να φιλήσει το χώμα της πατρίδας που τον γέννησε

να ξανανιώσει την πίστη που τον θέριεψε

να γευτεί κάθε τροφή που τον ξημέρωσε

(τον εξημέρωσε, από θηρίο, δηλαδή, τον έκανε άνθρωπο)

συνεχίζει ο ποιητής:

σκύψε και δες μέσα στη νύχτα του ανθρώπου και της ιστορίας του

τι μένει όρθιο άλλο από το φως εκείνο που καθρεφτίζει  τις ψυχές μας.

 

Θα λέγαμε, και με θάρρος θα υποστηρίζαμε, πως εδώ, τα θεμέλια του Οικονόμου είναι Ο Ήλιος ο ηλιάτορας του Ελύτη, ο οποίος είχε ήδη επισημάνει όλες εκείνες τις αντινομίες που χαρακτηρίζουν τον Έλληνα

Κλαίει φιλεί το χώμα ξεινιτεύεται

  Μένει στους πέντε δρόμους  αντρειεύεται

 

Και η μαγική εικόνα που κρύβεται πίσω από τους στίχους είναι η «Όμορφη και παράξενη πατρίδα», όπου ο Ελύτης σε έξι δίστιχα έβαλε όλα τα αντινομικά χαρακτηριστικά του Έλληνα.

Ο Οικονόμου πήρε τη θεϊκή ιδέα, της έδωσε το δικό του πλάτος βάθος, στις δικές του ανθρώπινες διαστάσεις. Την προσγείωσε στα μέτρα του. Πάνω στο ίδιο ποιητικό κλαβιέ έπαιξε την δική του ανησυχία για το ποιος είναι και πώς συμπεριφέρεται ο Έλληνας. Και το ποίημα τελειώνει με μια απραγματοποίητη ευχή, την οποία ωστόσο ανατρέπει στους δύο τελευταίους στίχους!

Ένα φεγγάρι να σε φιλούσα κι ένα να σ’ άγγιζα 

και η γη θα είχε δυο δορυφόρους αντί για έναν

και θα χόρευε ανάμεσά τους

μα και πάλι θα γυρεύαμε το άγνωστο πριν από το σωστό

και το πολύ πριν από το λίγο

 

Τελικά, ο άνθρωπος παραμένει ανήσυχος, με το ανικανοποίητο να τον βασανίζει και το άγνωστο να τον προκαλεί

Plonger au fond de l’inconnu pour trouver le nouveau. Λέει ο Βaudelaire που κάθε ανά τον κόσμο ποιητής έχει αποστηθίσει.

Στα «Πρωινά ανάλεκτα» ποίημα ομότιτλο της συλλογής, ο Οικονόμου συνοψίζει τα όσα η αίσθησή του άγγιξε, στοχάζεται, αναζητεί την πηγή της συγγνώμης – από τα θεία ή από την αγάπη– κάνει υποθέσεις που δηλώνουν το μη πραγματικό (να το συντακτικό που λέγαμε) και ζητάει πράγματα που είναι αδύνατον να γίνουν.

Ο άνθρωπος είναι στη ζωή για να πολεμά το Δεν και το Αδύνατον του κόσμου τούτου…  .

 

Η «Θολή Αθήνα» μας δίνει την εικόνα της πόλης μας:

Κάτω από την ανέμελη ομίχλη του βουνού

 μια πόλη στέκει

 

με την εύθραυστη δημοκρατία της, με τα δημόσια θεάματά της, με τον θάνατο παντού∙ ο θάνατος, «όχι ο υλικός/ αυτός είναι πάντοτε θάνατος!» τη φτώχεια, τη μιζέρια… Κι ο ποιητής αόρατος αλλά παρών γίνεται ο καταγραφέας αυτής της φθοράς, της έκπτωσης του ανθρώπου της εποχής της υπερανάπτυξης της τεχνολογίας που μόνο στην καταστροφή οδηγεί.

Ο ποιητής γράφει σε ελεύθερο στίχο, δεν τον απασχολούν τα θεωρητικά, γράφει όπως νιώθει, δεν τον απασχολούν ούτε οι γραμματικοί ούτε οι συντακτικοί κανόνες, ούτε η μείξη αρχαιοπρεπών, καθαρευουσιάνικων, δημοτικών, ιδιωματικών ή υβριδικών γλωσσικών στοιχείων, γράφει «αλλού γι’ αλλού». «Ο καπνός βγαίνει από παντού/ θολούρα κι ομίχλη, στο φως της πόλης». Φογκ, παντού, δυσανάγνωστος ο ουρανός και το μέλλον, ζωή μικρή, θολή και μίζερη όπως και στο σεφερικό ποίημα Fog.

Το ποίημα «Θολή Αθήνα» γράφτηκε στις 12.2.12. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, μας αποδεικνύει τραγικά την επικαιρότητά του.

Ο Οικονόμου δεν έχει πλάνο στη συλλογή του. Δεν έχει πλάνο στο ποίημα. Στοχασμοί, αναστοχασμοί, ερωτήσεις εις εαυτόν, ή στον άλλο, παρατηρήσεις και σχόλια, εικόνες ονείρου ή  σκληρής πραγματικότητας, συνυπάρχουν, σαν το μυαλό να ξεφεύγει από τα μεν και να βρίσκει καταφύγιο στα δε και πάλι να επιστρέφει. Έτσι, ένα φτερό περιστεριού μπορεί στα αιωρείται στον ένα στίχο και τελείως αυθόρμητα να μπαίνουν στο πλάνο οι μετανάστες. Ένα ερώτημα που χωρίς απάντηση αιωρείται, ψηφίδες από λατρευτικά κείμενα εμφανίζονται και … κενό. Χάσματα εκφραστικά και χασμωδίες, λέξεις που ξεπήδησαν από τα αραχνιασμένα ντουλάπια της ιστορίας, της λαϊκής γλώσσας και πλάι τους άλλες καθαρευουσιάνες, αρχοντικές, όλες μαζί στο μπλέντερ της καθημερινής ζωής, της φθοράς, της πολιτικής και κοινωνικής έκπτωσης, του εμφύλιου μίσους, των σοφών αρχαίων νεότερων, των ποιητών Ελλήνων και ξένων. Όλοι σε ένα στροβίλισμα, συνέρχονται και συνορχούνται στα Πρωινά ανάλεκτα. Όλοι βάζουν το μικρό, μεγάλο ή μέγιστο λιθαράκι τους στον τραγέλαφο του πολιτισμού και, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του, ο ποιητής στη συλλογή του. Και επειδή θαρσείν χρη και ο τολμών νικά, «Άξιος εστί», όπως είναι και ο τίτλος του τελευταίου του ποιήματός του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top