Fractal

Διήγημα: «Τo πριν και το τώρα»

Γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου //

 

 

 

«Τo πριν και το τώρα»

 

Όταν με πιάνει η νοσταλγία για τα χρόνια τα παλιά, για τα χρόνια της νιότης ο γεροπεθερός μου απορεί και λέει:

«Καλά, ας ήξερα τι είναι αυτό που σού άρεσε από τα τότε! Για, να τα πάρουμε ένα, ένα και από την αρχή:

»Εσύ βέβαια σαν μικρή που ήσουν δεν συμμετείχες στις δουλειές του σπιτιού, τη λάτρα του, όπως την λένε. Αν ζούσε η συγχωρεμένη η γιαγιά σου να την ρωτούσες πού σας μπανιάριζε σαν ήσασταν μικρά; Θέλεις να σού το πω; Να το πω. ΣΤΗ ΣΚΑΦΗ. Εκεί που πλένανε οι νοικοκυρές τα ρούχα του σπιτιού, πάνω στο πλυσταριό. Μπανιέρα; Άγνωστη λέξη για τα περισσότερα νοικοκυριά. Σιγά σιγά έσκαγε μύτη η ντουζιέρα και όποιος είχε μια τέτοια στο σπίτι του είχε να το καυχιέται.

Σκάφη που λες νύφη μου. Και τα χέρια των γυναικών, από το πλύνε πλύνε, αλλοιωμένα. Να οι ποτάσες, οι αλισίβες, τα λουλάκια, για τον καλύτερο καθαρισμό των ασπρόρουχων και των σεντονιών. Πλυντήριο;;;Terra ignota. Όταν αυτό πρωτομπήκε στα σπίτια δικαίως θεωρήθηκε η εφεύρεση του αιώνα που σήμανε και την λήξη του πιο σκληρού επαγγέλματος, αυτού της ‘’πλύστρας.’’ Για ρώτησε καμιά από δαύτες αν ζει, πόσο νοσταλγεί τα χρόνια τα περασμένα. Εφιάλτες θα την ζώνουν σαν τα θυμάται είτε ξυπνητή είτε κοιμισμένη.

Για ρώτησε τη μάνα σου αν θυμάται το μαγείρεμα στη φουφού (πολύ αργότερα ήρθε η πολυτέλεια της γκαζιέρας και της βενζίνας). Ρώτησέ την για την θέρμανση του σπιτιού εκείνους τους σκληρούς χειμώνες που το μαγκάλι ήταν το κύριο εφόδιο κατά του κρύου και της παγωνιάς. Να βάζεις το δαδί να καίει ανάμεσα στα καλά στεγνωμένα κάρβουνα έξω στο μπαλκόνι ή την αυλή και όταν άναβαν για τα καλά και εξέλειπε ο κίνδυνος αναθυμιάσεως, ο οποίος και δεν εξέλειπε ποτέ εντελώς, να μπαίνουν στη πρωτόγονη αυτή θερμάστρα το μαγκάλι που ζέσταινε υποτυπωδώς το δωμάτιο. Η μόνη όμορφη ανάμνηση και από δαύτο ήταν τα κάστανα που βάζαμε και ψήνονταν στην θράκα και μοσχοβόλαγε ο τόπος και τα ρούχα μας! Και η γιαγιά, επηρεασμένη από την ατμόσφαιρα αλλά και κυρίως για να ευχαριστήσει τα εγγόνια, άρχιζε τα παραμύθια. Κάστανα και παραμύθια, αυτό ναι, ωραία ανάμνηση, δεν λέω. Έκανε τον ποιητή να γράψει το όμορφο ποίημα του:

Τι καλή η γιαγιά στ’ αλήθεια

Ξέρει τόσα παραμύθια

Η καλή γιαγιά.

 

Χθες το βράδυ είπε πάλι

Πλάι στο μικρό μαγκάλι

Για τα δυο τραγιά.

 

Kι’ εγώ σκάλιζα τη στάχτη

Κι’ αυτή δώστου με τ’ αδράχτι

Έκλωθε μαλλί

 

Και τα κάστανά μας τρίζαν

Μες τη στάχτη και μυρίζαν

Μ΄ άρεσαν πολύ.

 

Κόκκινη κλωστή δεμένη

Στην ανέμη τυλιγμένη

Νύσταξε η γιαγιά.

 

Κοιμηθήκαμε οι δυο μας

Κι’ είδαμε και στο όνειρό μας

Για τα δυο τραγιά…

 

Κάπως έτσι ήταν το ποίημα και δεν υπήρχε παιδί που να μη τα ξέρει τα ποιήματα του … Αυτά μάλιστα, από τις ωραιότερες αναμνήσεις μικρών και μεγάλων.

Το μαγκάλι που λες. Όμως για να πας από το ένα δωμάτιο στο άλλο ήταν ένα ταξίδι προβληματικό, σαν ένα ταξίδι από μια αφρικάνικη χώρα σε μιαν άλλη του Βόριου πόλου να πούμε, χωρίς μιαν ενδιάμεση ζώνη προσαρμογής όσον αφορά την θερμοκρασία. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν μαγκάλια σε κάθε δωμάτιο βλέπεις. Τι είπες; Καλοριφέρ; Χα Χα χα… Τελείως άγνωστη λέξη, εδώ ως και οι σόμπες, αυτές του πετρελαίου, ήρθαν πολύ αργότερα. Κι ακόμη πιο αργά, οι ηλεκτρικές, που ζέσταναν τα κοκαλάκια των ανθρώπων μεν, αλλά και πλούτισαν την ΔΕΗ με τους παχυλούς λογαριασμούς ρεύματος. Ας είναι…

Τα χρόνια τα παλιά και τα χρόνια τα παλιά, σού λέει ο άλλος! Έτσι όπως φιλτράρονται από το φίλτρο της χρονικής απόστασης που κρατά τα ωραία και πετάει τα πολλά και άσχημα…

Έπαιξε και το ρόλο της η μουσική που αυτές τις φιλτραρισμένες ομορφάδες τις πολλαπλασίασε, τις μεγέθυνε και τις έκανε νοσταλγικές, ρομαντικές και θείες, ουφ!

Μη σού πω τι γινόταν τα καλοκαίρια με τους καύσωνες με τις …στάμνες στο απόγειο της δόξας τους. Τυλιγμένες με μια βρεγμένη πετσέτα για να κρατιέται το νεράκι όσο πιο δροσερό γινόταν και κατέληγε να πίνεις ένα χλιαρό υγρό κατάλληλο μόνο για ξύρισμα!

Δώρο Θεού όταν άρχισε η κατάργηση του …φαναριού και έκανε την εμφάνισή του το ψυγείο του πάγου. Τι ήταν το φανάρι ρωτάς; Να σού πω. Σκέψου κάτι σαν κλουβί που με μια τροχαλία το ανέβαζες ψηλά προς το ταβάνι της κουζίνας για πιο πολύ αέρα και προφύλασσε τα φαγητά από έντομα και ρύπους ιπτάμενους, αλλά και επίγειους… μπρ μπρ μπρ…

Ο παγοπώλης… Τον θυμάσαι δεν μπορεί. Στις μεγάλες ζέστες όταν του έπεφτε πολλή δουλειά στεκόσουν στην ουρά για να πάρεις ένα κομμάτι πάγου, να το βάλεις στο ξύλινο ψυγείο να δροσίσει το νερό στο τσίγκινο δοχείο του. Πρόοδος(!), πολιτισμός (!), Πρωτόγονα πράγματα… που όμως έσωζαν ζωές γιατί στο μέτρο του δυνατού κρατούσαν αναλλοίωτες τις τροφές και αποφεύγονταν οι δηλητηριάσεις.

Δύσκολα χρόνια νύφη μου πολύ δύσκολα… Το μόνο, ότι ατένιζες το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία και προσμονή για κάτι καλύτερο και καλύτερο …

Και μίλησα για τις τεχνητές δυσκολίες ενός σπιτιού. Μην αρχίσω και μιλώ για τις κοινωνικές, για τους πολέμους, που δεν ήξερες την επόμενη ημέρα αν ζεις εσύ και τα παιδιά σου. Μη μιλήσω για τους εμφυλίους που σκότωνε ο Κάιν τον Άβελ και τούμπαλιν…

Γι’ αυτό, ας μην ακούω να χαρείς να υμνείς τα χρόνια τα παλιά και τα χρόνια τα παλιά και πράσινα άλογα… Τα παλιά απλά, παίρνουν και πατινάρονται από την πατίνα του Χρόνου και την χρυσόσκονη του παραμυθιού και της μουσικής, ξεχνιούνται οι ελλείψεις, οι ατέλειες, οι πρωτογονισμοί, και όλα τα κουφά και μένουν κάνα δυο ωραίες εικόνες που πάντα θα υπάρχουν, μεγαλοποιούνται και γίνονται μύθοι ακόμη και θρύλοι.

Για ρώτησε τη συμπεθέρα τη μάνα σου πόσα πουκάμισα του μακαρίτη του άντρα της έχει κάψει με το καρβουνοσίδερο αλλιώς ‘’βαποράκι’’. Ρώτησε καμιά παλιά μοδίστρα για τον εφιάλτη που αισθανόταν να επικρέμεται της κεφαλής της μην και πεταχτεί καμιά σπίθα και κάψει το μεταξωτό ύφασμα της πελάτισσας και τότε αντί να εισπράξει μεροκάματο θα πλήρωνε τρία τέσσερα από δαύτα για να αποσβέσει τη ζημιά.’’Ts ts ts ‘’θα σού πει. ‘’Να πάνε και να μην γυρίσουν τα χρόνια εκείνα…

Εγώ ένα σού λέω. Αν δεν μας είχε τώρα προκύψει η κρίση θα ζούσαμε έναν ανάλογο χρυσούν αιώνα του Περικλή. Με την τρομακτική εξέλιξη της τεχνολογίας, με την πρόοδο την Πνευματική του ανθρώπου, με τις ανέσεις του, την εξέλιξή του σε όλους τους τομείς. Αλλά έτσι είναι η φτιάξη μας. Τίποτα του παρόντος δεν μας αρέσει και λατρεύουμε το παρελθόν. Πόσω μάλλον όταν σ’ αυτό το παρόν το στομάχι είναι άδειο καληώρα. Τότε είναι που τα πάντα μοιάζουν άσχημα και ανατρέχουμε στο αποκούμπι των παλιών ωραίων Αλκυονίδων ημερών…»

 

Να πω ότι δεν προβληματίζομαι από τα λόγια του γέροντα ; Θα πω ψέματα. Σαν να’ χει κάποιο δίκιο.

***

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top