Fractal

Διήγημα: “Τέσσερεις λέξεις μία”

Της Ντορέττας Αδαμάκη //

 

 

 

 

 

“Τέσσερεις λέξεις μία”

 

 

Μπήκα μέσα κι άφησα την ομπρέλα ανοικτή στην είσοδο. Προχώρησα κι έβγαλα με προσοχή τη ζακέτα. Την άφησα στην πλάτη της πολυθρόνας. Με το μάτι μου έπιασα την ουρά του χνουδωτού ποντικού κάτω από το τραπέζι του σαλονιού. Ήταν το παιχνίδι του Ράμπο του γάτου μου που τον πάτησε αυτοκίνητο πριν λίγες βδομάδες. Προχώρησα στην κουζίνα και στο πάτωμα υπήρχε ακόμα το μπολ του Ράμπου και εκείνο της Ήρας της αδελφής του που έφυγε και κείνη για τόπους μακρινούς πάνω σε ένα πλοίο πριν μερικούς μήνες μαζί με την κόρη μου. Για την ακρίβεια η Ηρα είναι η γάτα της κόρης μου. Στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχε ένα πιάτο με φαγητό ξεχασμένο από μέρες και μάλλον θα έπρεπε να πεταχτεί. Ο σκύλος μου με πλησίασε αργά κουνώντας την ουρά του. Δεν το έκανε αμέσως γιατί δεν βλέπει ούτε ακούει. Είναι δεκαεπτά χρονών. Ζω μόνος μου εδώ και πολλά χρόνια. Είμαι συνταξιούχος αστυνομικός. Με τη γυναίκα μου χωρίσαμε πριν αρκετά χρόνια και κείνη έχει τραβήξει τον δρόμο της. Το σπίτι μου είναι κοντά σε μια πλατεία. Τα απογεύματα πάντα περπατώ κι ο Ατρόμητος, έτσι φωνάζω τον σκύλο μου, μέχρι πριν ένα χρόνο με ακολουθούσε. Τώρα με περιμένει πια στο σπίτι. Καμιά φορά παίρνω μαζί μου ένα βιβλίο και κάθομαι στο παγκάκι να διαβάσω. Με βοηθάει αυτό, μαλακώνει τον χρόνο που περνάει. Θα νομίζετε πως επειδή είμαι αστυνομικός μου αρέσουν μόνο τα αστυνομικά, όμως όχι, μου αρέσουν όλα τα είδη. Πότε πότε γράφω κάποιες δικές μου φράσεις στο πίσω μέρος του βιβλίου με μολύβι, με ευχαριστεί αυτό, με γαληνεύει. Φράσεις ή λέξεις όπως «άρχισε η αφωνία» μια μέρα που μου μίλησε στον δρόμο κάποιος που δεν γνώριζα, «το μπαλκόνι έσταζε ουρανό» μια μέρα που έβρεχε ασταμάτητα η «ποτέ δεν έφυγες», μια μέρα που συνάντησα στη βόλτα ένα αδέσποτο.

Η κόρη μας που υπήρξε πάντα ένα φωτεινό αστέρι στη ζωή μας, ζει πια σε άλλη πόλη με το αγόρι της και τη δική της γάτα. Την φέρνει σε μένα τα καλοκαίρια γιατί έχω μικρό κήπο, «σου αφήνω τη κόρη μου» μου λέει και εξαφανίζεται με τον δικό της για περίπου δύο μήνες. Δεν αγαπώ τη τηλεόραση. Νομίζω με αποβλακώνει. Προτιμώ τις μακρινές βόλτες ακόμα και αργά τη νύχτα. Έτσι και πριν από δέκα μέρες περπατούσα στο δρόμο βράδυ και κάπου κοντά άκουσα φωνές. Ήταν πίσω από ένα αυτοκίνητο δυο άντρες κι έδερναν ένα παιδί. Θάταν δε θάταν δώδεκα χρονών. Δεν ήθελε να κάνει κάτι που του λέγαν, δεν καταλάβαινα καλά και δώστου οι σφαλιάρες. Κοιτούσα αποσβολωμένος. Ξαφνικά ο ένας είπε ” άστο να πάει στο διάβολο!” Ο άλλος κρατούσε τσίλιες, δεν πέρασε ένα λεπτό κι ο πρώτος ξανάρχισε “μαλακισμένο βρωμόπαιδο” και δώστου το ξύλο. Μετά το παιδί είπε “εντάξει” με βαριά προφορά, καταλάβαινες πως ήταν ξένο. Έπιασε το φερμουάρ στο καβάλο του παντελονιού του άντρα που το χτύπαγε και το κατέβασε. Έβαλε το μικρό του χέρι μέσα στο παντελόνι και τότε τα κατάλαβα όλα. Μουρθε κάτι σαν ζαλάδα από τη σύγχυση και τα νεύρα. Όρμησα πάνω τους ” τι κάνετε στο παιδί βρε αλήτες; παλιοξεφτιλισμένοι;» Δεν πρόλαβα να τους πλακώσω στο ξύλο και με πλάκωσαν αυτοί «Τι θες ρε καριόλη γέρο; ξεπεσμένε; παίρνεις μάτι ρε;» «Ποιο μάτι ρε…» δεν κατάφερα να τελειώσω τη φράση μου και δέχτηκα απανωτές γροθιές στο κεφάλι και στο στήθος. Βρέθηκα με σοβαρό αιμάτωμα και πολλαπλά κατάγματα στο νοσοκομείο.

Πριν χάσω τις αισθήσεις μου και με βρουν κάποιοι στο δρόμο όπου και τηλεφώνησαν στο ασθενοφόρο, πρόλαβα να δω το παιδί που έτρεχε βολίδα μέχρι την άκρη του δρόμου, κοίταξε προς στιγμή με αγωνία πίσω του και μετά χάθηκε στην στροφή. Σήμερα επέστρεψα. Έμεινα εννιά μέρες μέσα. Δεν με άφηναν να φύγω. «Να δυναμώσεις και να βγεις» έλεγε ο επιμελητής «δεν πρέπει να κουράζεσαι, για λίγο ακόμα μπορεί να κουτσαίνεις και να μουδιάζει το χέρι όμως είναι θέμα χρόνου να γίνεις τελείως καλά”. Με σάπισαν στο ξύλο, έτσι μου είπε η νοσοκόμα που με είχε δει όταν με έφεραν. Ειδοποίησαν και την κόρη μου. Ήρθε αμέσως το πουλάκι μου και με φρόντισε, κράτησε και τον σκύλο. Χθες της είπα να φύγει. Θα τα κατάφερνα μια χαρά μοναχός μου. Αυτό που μου δίνει ενδόμυχη χαρά ήταν που ξέφυγε το παιδί. Ελπίζω να μην του κάνουν άλλο κακό κι αυτούς να τους πιάσουν. Τα καθάρματα. Έδωσα ακριβή χαρακτηριστικά στην αστυνομία. Μπήκα στη κουζίνα και ήπια λίγο νερό, μετά πήγα στο δωμάτιο. Στη συρταριέρα πάνω χάζεψα μια φωτογραφία. Ένα γελαστό νεαρό ζευγάρι με ένα παιδί. Γελούσαν στο φακό μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα. Πίσω τους στραφτάλιζε η θάλασσα. Την είχα πάντα εκεί, ήταν η παρηγοριά μου. Ήρθε ο Ατρόμητος. Τον χάιδεψα. Κουνούσε με δύναμη πέρα-δώθε την ουρά του, τόση ήταν η λαχτάρα του που γύρισα. Κοίταξα γύρω μου και περπάτησα πάνω κάτω το δωμάτιο, το βλέμμα μου ξανά στη φωτογραφία. Μπήκα στο σαλόνι και σουλατσάρισα για λίγο. Ως συνήθως κάνω βήματα, πολλά βήματα, έξω στον δρόμο ή μέσα όπως και τώρα στους γνώριμους χώρους, δωμάτιο, σαλόνι, κουζίνα. Είχε επιμείνει ο επιμελητής «μην πάρεις θάρρος, μείνε μέσα κάποιες μέρες», ένοιωθα και κουρασμένος από το νοσοκομείο και τα φάρμακα. Κάθισα στη πολυθρόνα, παρόλο που ήμουν τόσα χρόνια εκτός υπηρεσίας σκέφτηκα πάλι εκείνο το παιδί, πως ξέφυγε, το λίγο αυθάδικο αλλά γεμάτο αγωνία βλέμμα του την ώρα που έστριβε στην άκρη του δρόμου και μια ανείπωτη χαρά με πλημμύρησε, μετά σκέφτηκα την κόρη μου, σαν άνοιξη μες στη χειμωνιά ήρθε και με βρήκε στο νοσοκομείο, γρήγορη, φιλόπονη, συγκεντρωμένη. Έτσι με πήρε ένας μαλακός μεσημεριανός ύπνος.

Το απόγευμα έβρεχε, δεν πτοήθηκα όμως, πήρα τον Ατρόμητο και βγήκαμε έξω, δυό γέροι φίλοι μαζί, καθίσαμε στον πάγκο της αυλής και βρεχόμασταν για ώρα. Εξιλέωση. Κάθαρση. Όταν μπήκαμε μέσα και στεγνώσαμε κάπως πήρα ένα βιβλίο, στο πίσω μέρος στο τέλος της τυπωμένης ιστορίας έγραψα με μολύβι μία λέξη «ο πιο πιστός συμπολεμιστής» και του τη διάβασα.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top