Fractal

Μια θαλασσογραφία με προοπτική

Γράφει η Μαρία Σκουρολιάκου //

 

Αγγελική Κωβαίου «Χαραγή στη λήθη», εκδ. Δρόμων

 

Η ποίηση μάς βοηθά να προσεγγίζουμε το μυστικό και το απίστευτο. Ν’ ανακαλύψουμε τα αμύθητα πλούτη της ψυχής. Να συνειδητοποιήσουμε την τραγικότητα της ζωής, καθώς εξ αιτίας της γκρίζας ευδαιμονίας έχουμε απαρνηθεί την ομορφιά που κρύβεται στο βάθος των πραγμάτων και ζούμε πια μια τραγωδία δίχως κάθαρση.

Η Αγγελική Κωβαίου με την ποιητική της σύνθεση που φέρει τον δυνατό τίτλο «Χαραγή στη λήθη», ανακαλεί την προσωπική και τη συλλογική μνήμη και μας καλεί  να αναλογιστούμε [της ανοχής την ευθύνη]. Το εργαλείο της για τούτη  τη βαθιά τομή,  είναι η θάλασσα.

    [ Άχ θαλασσά μου! /Τραγουδώ και κλαίω μαζί σου./ Ν’ αφουγκραστείς τα όνειρά μου περιμένω./ Φυλακισμένη η καρδιά και δε βολεύεται./ Ο φόβος του αγνώστου αλυσίδες της περνά./ Μα εκείνη λαχταρά, μ’ αγγελικές φτερούγες,/ τα σύμπαντα του κόσμου ν’ ανεβαίνει,/ ιδέες κι οράματα να κατακτά/ σε ασύνορο αγώνα].

Με αυτή την επίκληση μας υποδέχεται η Αγγελική Κωβαίου στο ποιητικό της σύμπαν. Μ’ έναν μονόλογο υμνητικό και σπαρακτικό μαζί. Με δισήμαντες αναγνώσεις  στοχαστικής ποίησης. Με φωνή που μιλεί μοναχικά, κι  απευθύνεται στη θάλασσα, ελπίζοντας στην απάντηση που περιμένει.  Η θάλασσα, που είναι ο κεντρικός άξονας του ποιητικού αυτού σώματος, διαπερνά θαυμαστά τη γλώσσα των στίχων με αναλογίες, μεταφορές, αλλά κυρίως με όλες τις αλληγορίες που ακουμπά στην απεραντοσύνη του στοιχείου της, η ποιήτρια. Μάνα της, την καλεί:

[Κόρη δική σου είμαι, θάλασσα,/ θα με θυμάσαι ίσως…/παιγνίδι έστηνα κάθε μέρα με τον ήλιο/ χορό με το φεγγάρι, στα πόδια σου μπροστά.]

Το κείμενο της σύνθεσης είναι πλημμυρισμένο από  λυρικές εξάρσεις, ερωτικές φωνές, αφόρητες αλήθειες,  ανεπίδοτες κραυγές, ικεσίες, επιθυμίες κι ελπίδες, όλες στολισμένες από την απαραίτητη αρμύρα των αιώνων που τις διαποτίζει σε συνεχόμενη βάση.

Στο επίπεδο της ιδεατής πραγματικότητας, το υγρό στοιχείο, ένα από τα Εμπεδόκλεια ριζώματα, υποδηλώνει τη ρευστότητα του φωτός, την κίνηση του κόσμου, το δυναμισμό της ψυχής. Το νερό, αρχέγονα σήμαινε τη δημιουργία του σύμπαντος, το ταξίδι της αναζήτησης και  της εσώτερης φύσης των πραγμάτων. Το νερό σημειώνει ο Γάλλος φιλόσοφος Μπασελάρ, «περισσότερο από οποιοδήποτε κοσμογονικό στοιχείο, είναι μια πλήρης ποιητική αλήθεια».

Η ποιήτρια, ξεδιπλώνοντας του κόσμου της τη θάλασσα, μας συστήνει την αξιακή της συγκρότηση, την καρδιά της που δεν βολεύεται στην φυλακή των ημερών κι αναζητά να απλωθεί στα κοσμικά σύμπαντα. Να κατακτήσει τα οράματα. Να ανασάνει λεύτερο αγέρα, να αντισταθεί στις απατηλές φωνές των σειρήνων που απειλούν να καταβυθίσουν κάθε φορά το καράβι της.

Συνδέει αυτό το προσωπικό της ταξίδι με τον πόνο του κόσμου. Το κέντρο βάρους, της συλλογής,  βρίσκεται   ακριβώς εκεί. Στην αγωνία της για το συλλογικό αύριο. Θέλει να είναι άγρυπνη. [Ακοίμητα τα μάτια μου,/ μες στο σκοτάδι να κοιτούν,/ ν’ ανασηκώνουνε του κόσμου τις οδύνες].

Και μοιράζεται τη μοναξιά της με την αγάπη της, τη θάλασσα, (ως ζώσα ύπαρξη), για να εκφράσει τον παραλογισμό των ημερών, τα αναπάντητα γιατί των πονεμένων, παρατηρώντας τα χρόνια της πνευματικής ξηρασίας, που σα λουλούδια μαραμένα, ικετεύουν τις γενιές να υψωθούν πάνω απ’ το αίμα και να τυλίξουν την Οικουμένη με φως.

Αρχικά απαγγέλλει της ψυχής τα κύματα. Των παιδικών της χρόνων τις τρυφερές ώρες, με τα παιγνίδια του ήλιου, κι ύστερα την ωδή του έρωτα, που ανοίγει διάπλατα το είναι, κι ο άνθρωπος γίνεται μικρός θεός. Τότε, που αγαπά όλον τον κόσμο. Μέσα στο υπέροχο εσωτερικό τοπίο της πολύπλευρης αναζήτησης, ονομάζει γιο της θάλασσας, τον αγαπημένο που έρχεται από πριν στα όνειρά της, υπήρχε στων πουλιών το κελάδισμα και στων παιδιών το χαμόγελο κι ύστερα, στων ματιών το πρώτο αντάμωμα και στο τρυφερό χειροσμίξιμο.

Δίνει το στίγμα της και το μέτρο της ευαισθησίας της,

με τα συναισθήματα της αγάπης για τον άνθρωπο. Συνθέτει το κοινωνικό στοιχείο με το προσωπικό. Και βέβαια, θέλει τόλμη, να ψάξει κανείς, στο απροσμέτρητο πια, πανγήινο κακό, για βρει καρπούς δικαιοσύνης. Γιατί υπάρχουν πολλά τέτοια δέντρα που πρέπει να σωθούν και να καρπίσουν.

[…Ήτανε τότε, που, στο συναξάρι της ζωής μου,/ έγραψα πρώτη φορά «αγαπάτε αλλήλους»./ Ήτανε τότε, που τόλμησα να σκάψω/ στους αγρούς της ανθρωπότητας/ αναζητώντας στα σπλάχνα της, καρπούς δικαιοσύνης…].

Η ψυχή της γυρίζει στον κύκλο κάθε τόπου και στις αιμάτινες δάφνες της μοίρας του. Απιθώνει την ελπίδα η οποία κουβαλάει χρόνους πολλούς τον πόθο της λευτεριάς, μήπως και λιγοστέψει της ανθρωπότητας η θλίψη.

Αναζητά τον τρόπο να πάψει να αιμορραγεί το στερέωμα.

[…Πώς τις ταφόπετρες που σκέπασαν της ανθρωπότητας τα ονείρατα,/ ν’ ανασηκώσουμε…].

Απελπισμένη ακουμπάει στη θάλασσα. Με τους ανέμους της συνείδησης, να αναρριπίζουν διαρκώς την ψυχή της, καταγγέλλει το ανθρώπινο δράμα που ξετυλίγεται καθημερινά.

[Κούρσεψαν θάλασσά μου/ τις ελεύθερες ψυχές/ οι τύραννοι του πνεύματος. /Με νεκροσέντονο σκεπάσανε το δίκιο των λαών./ Χάθηκαν οι υπηρέτες της αλήθειας./  Κι εμείς…μη με ρωτάς…εμείς /θεατές απλοί στην πρόζα της ζωής μας /τη λύπη αφήσαμε ν’ απλωθεί παντού].

Πόσο αληθινό. Το μέλλον, στοιχειώνεται από το βασανιστικό κράμα, ελπίδας και φόβου. [Νέος αιώνας /μα δίσεχτα χρόνια κουβαλά]. 

Ο πόνος του κόσμου είναι ξένος πια. Η λύπη απλώθηκε στη γη μαζί με το αίμα αλλά συνηθίσαμε την εικόνα του από τις οθόνες. Μόνο κάποιοι τρελοί κι ονειροπόλοι υψώνουν μάταιες φωνές μέσα στην έρημο του ανθρώπου. Μαζί τους κι η ποιήτρια, που τις κραυγές της ακούμε σε πολλά σημεία της ποιητικής σύνθεσης  εκεί μπροστά στη θάλασσα και στον υπέροχο συμβολισμό της.

 

Αγγελική Κωβαίου

 

Σε καιρούς που ο συναισθηματικός κόσμος των ανθρώπων συρρικνώνεται, ευτελίζεται, πωλείται ή αγοράζεται, δε διστάζει, σε έναν τόνο εξομολογητικό, να εκτεθεί. Το λυρικό της, ποιητικό εγώ, δίνει την αίσθηση, πως εσωστρέφεται. Προσπερνά την έννοια του αναγνώστη και κάνει αντικειμενικό,  το υποκειμενικό της βίωμα. Εκφράζει τα συναισθήματά της με  τη διάθεση να μιλήσει, όχι σε κάποιον άλλον, αλλά πρωτίστως στον εαυτό της.

Διακηρύττει τον δικό  της αγώνα κόντρα στα σκοτάδια της ύλης, να αγρυπνά και να εξεγείρεται  στην κραυγή  κάθε Εσταυρωμένου. Μπροστά στη θάλασσα, σα να’ ναι  ο καθρέφτης, απολογείται, ότι παλεύει, να σπάσει τα δεσμά που την καθηλώνουν, ξεπερνώντας τις συμπληγάδες των παθών, φυτεύοντας στην έρημο των ιδανικών ελπίδες. Με ιδιαίτερο τρόπο μας κάνει κοινωνούς, σε κάθε προσωπική της έκφραση ή έκκληση.

[Στης στεριάς το πέλαγο αγωνίζομαι/…μήπως και αντικρύσω πολύχρωμους ορίζοντες. /…μήπως και τα παιδιά αντίκρυ στο άπειρο/, κρεμάσουν το χαμόγελό τους,/ κι ανταμώσει ξανά  τούτος ο κόσμος, /με του ήλιου τη λάμψη./ Μήπως, κι ο έρωτας,/ ορίσει ξανά, /της ζωής μας τον κύκλο».

Ο έρωτας! Τον περιγράφει με χρώματα λυγμικά, με λέξεις που σταλάζουν νοσταλγία, για την αξόδευτη λαχτάρα, τον ραγισμένο πόθο, που γητεύει το πέλαγο της ψυχής, καθώς η απουσία τού αγαπημένου προσώπου, σημαδεύει και στιγματίζει.

Τότε ανακαλεί ευτυχισμένες στιγμές, και, προτρεπτικά, δείχνει πώς μεταμορφώνει την ύπαρξη η ζωοποιός δύναμη του έρωτα χρησιμοποιώντας εξαίσιες λέξεις για την ανάταση των ψυχών. Χτυπούν καμπάνες που ανασυνθέτουν της ζωής της τα κομμάτια και απεκδύεται τη άρνηση και τα μαύρα της χρώματα. Ζωγραφίζει τον πόθο με ανθισμένους στίχους κι αρώματα.

Στον αγαπημένο της απλώνει το χέρι, με χίλια τάματα, για τις δύσκολες ώρες. Γίνεται ουρανός. Γίνεται γη και ηλιοτρόπιο, και σε ερωτικό παραλήρημα όλη τη φύση αλλάζει, να γιάνουν οι πληγές της μνήμης μ’ ένα κλωνάρι αγιόκλημα απ’ της καρδιάς το περιβόλι.

Οι βεβαιότητες του έρωτα, [θρυμματίζουν της μοναξιάς το κέλυφος/ …πλεούμενα οι καρδιές /σφιχτοδεμένες με καιρούς ζωογόνους,/ απομακρύνουν του κόσμου την ασκήμια,/ αγκυροβολούν στα κόκκινα μπαλκόνια του φεγγαριού/ και αγναντεύουν το νησί της προσδοκίας…].

Η προσωπική πληρότητα δεν την ησυχάζει, καθώς  έχει  ταυτίσει το ατομικό καλό με το καλό τού κόσμου. Κι όταν ο κόσμος σπαράζει, μέσα της η θάλασσα τρικυμίζει. Αντάρτισσα γίνεται.  Θεριεύει η προσευχή της για την αδυναμία του ανθρώπου,  να αφουγκραστεί του σύμπαντος την οργή. [Ώ ερωμένη τα’ ουρανού!/ προσεύχομαι στις γοργόνες του βυθού σου/στα θαλασσοπούλια που αγκαλιάζονται με τον άνεμο./ Εμείς οι προσωρινοί της γης επισκέπτες,/ εμείς οι σκληροί και άπιστοι / κάμε να χωρέσουμε,/ στις γόνιμες της ελπίδας και της αγάπης αρετές…].

Δεν εμμένει στο ατελέσφορο του κάθε αγώνα. Αφήνει ελεύθερα να διαφανεί η πίστη στη λυτρωτική δύναμη της Αγάπης και στην τόλμη της ζωής κάνοντας αισιόδοξη κατάθεση για το μέλλον.

Απ’ το ορυχείο της μνήμης εξορύσσει το ακατάλυτο μήνυμα κάθε θυσίας καλώντας σε έγερση. Φυσάει με την πένα της, τον αγέρα της συνείδησης και με εμφατικές φράσεις, δυνατές, τείνει το χέρι της ενωτικά, στο εμείς,  κορυφώνοντας το ποιητικό της κάλεσμα.

Η ποίηση της Αγγελικής Κωβαίου είναι βαθιά ανθρωποκεντρική, γεμάτη συμβολισμούς και έντονα  συναισθήματα. Μια θαλασσογραφία λέξεων εικόνων και στοχασμών, ανθρωποκεντρική και οραματική σηματοδοτεί την ελπίδα για μια κοινωνία αλλιώτικη, για μια οικουμένη δίχως οιμωγές και θάνατο. Τα μηνύματα, που μεταγγίζει μέσα μας, ευχόμαστε, όσο κι αν,  αυτό, είναι ουτοπικό, να ενώσουν κάποτε, όλον τον κόσμο, σε μια απέραντη θάλασσα, αγάπης κι ελευθερίας.

 

 

 

* Η Μαρία Σκουρολιάκου είναι ποιήτρια. Εργάστηκε στην Εθνική τράπεζα. Σπουδάστρια του Ανοικτού Πανεπιστημίου, στον Ελληνικό Πολιτισμό. Μέλος του Κύκλου ποιητών. Δημοσιεύει ποίηση και κριτική. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Τελευταία το «Χρώμα Αύριο», για το οποίο τιμήθηκε το 2017 με το Βραβείο Μάρκου Αυγέρη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top