Fractal

Διήγημα: Δυο μέρες πριν

της Χριστίνας Παπαντωνίου // *

 

Handwriting-007Ο σκύλος ανασήκωσε το ένα αυτί και έπειτα το ξαναχαμήλωσε. Έστρεψε τη μουσούδα του προς το πιατάκι του, ήταν δεν ήταν μισό μέτρο μακριά, το μύρισε και ξαναέγειρε. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που πετάχτηκε όρθιος όταν άκουσε τις κροκέτες του να κουδουνίζουν μέσα στο χαρτονένιο κουτί. Ο Κώστας έστεκε ακόμα από πάνω του ενώ το γάλα έσταζε από το κουτί, πότε πάνω στην κυρτή ράχη του σκύλου και πότε στο πάτωμα.

-Ξύπνα παλιόφιλε, ώρα για φαγητό.

Του γύρισε την πλάτη και δεν τον περίμενε να φάει. Πήγε μέχρι την κουζίνα για να ετοιμάσει τον καφέ του. Τον ήπιε καθισμένος δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο ενώ το ραδιόφωνο έπαιζε ένα τραγούδι, που του φάνηκε πως είχε ξανακούσει χιλιάδες φορές στη ζωή του. Το παράθυρο ήταν κλειστό, το τζάμι ήταν θολό και κρύο και το μόνο που φαινόταν ήταν οι κεραίες των πολυκατοικιών μπροστά από έναν λερό ουρανό. Σηκώθηκε από την καρέκλα του προσεκτικά, δεν ήθελε να την ξανακούσει να τρίζει, πήρε ένα παξιμαδάκι από το ντουλάπι και πήγε πάνω από το νεροχύτη για να το φάει. Έπλυνε τα χέρια του με απορρυπαντικό πιάτων, σκουπίστηκε μέσα στις τσέπες της ζακέτας του και ξαναπήγε στο σκύλο.

-Ξύπνα παλιόφιλε, ώρα για βόλτα.

Έσκυψε όσο μπορούσε και είδε το πιατάκι του πως ήταν ακόμα γεμάτο. Την ήθελε την πρωινή παρέα του και κούνησε το λουράκι της βόλτας μπροστά από τη μουσούδα του. Εκείνος απλά γύρισε το κεφάλι του από την άλλη πλευρά.

-Εντάξει παλιόφιλε, θα βγω μόνος μου για βόλτα.

Έβγαλε τις παντόφλες του, τις έβαλε προσεκτικά κάτω από το κρεβάτι του και έβγαλε από την ντουλάπα του ένα γκρι τουήντ παντελόνι, ένα λευκό πουκάμισο, μια ανθρακί καζάκα, ένα μαύρο τσόχινο σακάκι με δέρμα στους αγκώνες και την αγαπημένη του τραγιάσκα. Έκατσε για πέντε λεπτά πάνω στο κρεβάτι, ακίνητος και απορροφημένος μέχρι που άνοιξε αργά το τελευταίο συρτάρι του κομοδίνου του. Έβγαλε ένα δερμάτινο μικρό πορτοφολάκι, μέτρησε τέσσερα κέρματα και τα έβαλε στην τσέπη του. Σηκώθηκε ευδιάθετος και πήγε ακόμα μια φορά μέχρι το σκύλο, έτοιμος, ντυμένος και ξυπόλητος.

-Παλιόφιλε, είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Θα έρθεις βόλτα;

Ο σκύλος δεν κουνήθηκε από τη θέση του και ο Κώστας έκανε μεταβολή. Βγήκε από το δωμάτιο και κοντοστάθηκε στην παπουτσοθήκη. Έβαλε τα παπούτσια του διατηρώντας οπτική επαφή με το σκύλο του χωρίς όμως να διασταυρωθούν τα βλέμματά τους. Τον ξανακοίταξε για μια ακόμα φορά όταν έκλεινε την πόρτα και άρχισε να σκέφτεται ποια ήταν ακριβώς η ηλικία του σκύλου του. Την τελευταία φορά που τον πήγε στον κτηνίατρο έπιασαν τη συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα και έμαθε πως ήταν λέει σοβαρό λάθος να υπολογίζουμε επτά ανθρώπινα χρόνια για κάθε ένα σκυλίσιο. Είναι λέει θέμα ράτσας και μεγέθους, τα πιο μεγάλα σκυλιά ζουν λιγότερο και είναι κρίμα να θεωρούμε πως πεθαίνουν σε νεαρή ηλικία ενώ στην πραγματικότητα έχουν προλάβει να γεράσουν. Αντίθετα τα πιο μικρά σκυλιά ζουν περισσότερα χρόνια και δεν έχει νόημα λέει η αντιστοιχία των επτά προς ένα γιατί τότε θα υπήρχαν σκυλιά που με ανθρώπινους όρους φτάνουν τουλάχιστον τα εκατόν εικοσιέξι χρόνια, που ως γνωστόν, είπε χαμογελώντας ο μεσήλικας κτηνίατρος, δεν τα έχει φτάσει κανείς ακόμα. Του πρότεινε μια νέα, ακριβέστερη μέθοδο, να υπολογίζουμε πρέπει δέκα χρόνια και μισό για κάθε ένα από τα δύο πρώτα χρόνια και έπειτα από τέσσερα για κάθε ένα από τα επόμενα. Η δική του εφηβεία έληξε στα δεκατρεισίμισι δικά του χρόνια, ένα μήνα αφότου παρουσιάστηκε στον Πόρο, στη σχολή ναυτικών δοκίμων. Ο διοικητής τους ζήτησε για μια τελευταία φορά να αποφασίσουν να μείνουν ή να φύγουν και διάλεξε. Έμεινε στον Πόρο για άλλα δύο χρόνια και μακριά από το σπίτι του για άλλα επτά. Στα 22 του πια ήταν ώριμος και σύμφωνα και με τον νέο τρόπο υπολογισμού τότε ωρίμασε και ο σκύλος του. Ο γιατρός δεν τα ήξερε αυτά. Ούτε ο σκύλος. Συνέχισε αφηρημένα αυτή τη νοητική άσκηση και σύγκρινε τα αποτελέσματα και των δύο υπολογιστικών τεχνικών, ό,τι και να έκανε, ο σκύλος παρέμενε νεότερός του.

Ο συλλογισμός του θρυμματίστηκε θορυβωδώς από τη γειτόνισσα, την κυρία Ανδριάνα. “Φύγε κι εσύ, φύγε, φύγεεεεεεεεεε! Κι εσύ, όπως και οι άλλοι ήρθατε για να με σκοτώσετε, αλλά θα σας δείξω εγώ, τα λεφτά τα έχω στείλει στο γιο μου στην Αυστραλία, εκεί είναι, φύγε, στο διάολο”. Τα τελευταία χρόνια είχε ηρεμήσει κάπως και φώναζε μόνο τα πρωινά. Παλιότερα, φώναζε και τις νύχτες και την άκουγε συχνά πυκνά, όταν είχε κι αυτός αϋπνίες, τώρα πια τα χάπια έκαναν καλό και στην κυρία Ανδριάνα και σε αυτόν. Ακόμα και ο σκύλος του, κουτάβι τότε, την άκουγε και έκλαιγε σιγανά με ένα μακρόσυρτο συριγμό που έβγαινε από τη μουσούδα του. Έπειτα μεγάλωσε κι αυτός και τη συνήθισε.

Όταν έφτασε στο καφενείο οι φωνές της κυρίας Ανδριάνας είχαν σταματήσει. Το ήξερε γιατί πολλές φορές την άκουγε όταν έπινε τον καφέ του και ο καφετζής θύμωνε, του έδιωχνε λέει την πελατεία. Ήταν τότε που απέκτησε τη συνήθεια να βάζει Καζαντζίδη δυνατά, αυτό λέει άρεσε στην πελατεία και ευτυχώς, είχε τόσο καλό στερεοφωνικό, του το είχε φέρει ένας ξάδερφος από τη Γερμανία το ’87, τόσο καλό που η κυρία Ανδριάνα δεν ακουγόταν πια. Ο Καζαντζίδης όμως δυνατά του έμεινε κουσούρι, με η χωρίς κυρία Ανδριάνα και από τις δέκα το πρωί όλη η γειτονιά άκουγε πως το μερτικό του από τη χαρά του το χαν πάρει άλλοι. Αυτό βέβαια δεν εμπόδιζε τον καφετζή να σερβίρει τον καφέ σε όλους γρήγορα, ίσα ίσα του έδινε ένα βηματισμό ελαφρώς παραπατητό που του έδινε την ευκαιρία να λέει συχνα πυκνά στους πελάτες την ώρα που άφηνε τον καφέ τους στο τραπεζάκι, λεφτά θα πάρεις. Στους συχνούς πελάτες τον σέρβιρε πριν τον παραγγείλουν. Ο Κώστας ανήκε σε αυτούς που δεν ενοχλήθηκαν ιδιαίτερα από τον Καζαντζίδη, έμπαινε σιωπηλός και μέχρι να ακουμπήσει προσεκτικά το σακάκι του στη ράχη της, ερχόταν ο καφές του, σκέτος και ελαφρύς. Όπως κάθε φορά, έτσι και σήμερα μέτρησε τρία κέρματα με το χέρι μέσα στην τσέπη και τα ακούμπησε μπροστά από τον καφέ του ενώ με το άλλο χέρι άνοιξε την εφημερίδα στα κοινωνικά. Προσπέρασε τους γάμους και κοντοστάθηκε στις κηδείες. Ετών 74, ετών 69, ετών 88, χήρα τέως πρυτάνεως Ανωτάτης Εμπορικής, η σημερινή στήλη ήταν αρκετά συνηθισμένη. Επίσης ήταν αρκετά σύντομη και αναγκάστηκε να διαβάσει και τα μνημόσυνα μέχρι να πιει τον καφέ του. Έπειτα ασχολήθηκε για κανένα τέταρτο με ένα σταυρόλεξο αν και τώρα τελευταία του φαίνονταν ολοένα και πιο δύσκολα. Σκόπευε να στείλει ένα γράμμα στην εφημερίδα για να παραπονεθεί, κάποια από αυτές τις ημέρες θα το έκανε.

Έκανε νόημα στον καφετζή να έρθει να πάρει τα ψιλά. Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του και βγήκε από το μαγαζί ανασαίνοντας βαθιά τον κρύο αέρα. Είδε απότομα πως οι λεύκες είχαν χάσει όλα τους τα φύλλα, ποιος ξέρει από πότε. Ο ουρανός πίσω τους είχε ακόμα το ίδιο, βρώμικο άσπρο χρώμα. Κούμπωσε το σακάκι του και προσπάθησε να ζωηρέψει λίγο το βήμα του πηγαίνοντας προς το σπίτι. Για το γυρισμό ακολουθούσε μεγαλύτερη διαδρομή, είχε ένα τελευταίο κέρμα στην τσέπη του και είχε σκοπό να το ξοδέψει σε ένα μπουκάλι γάλα για το σκύλο του. Ήταν όμορφη ημέρα και η σημερινή.

Ο αέρας φυσούσε ακόμα κρύος όταν μπήκε στην πολυκατοικία του. Τα τζάμια ήταν ακόμα νοτισμένα στην είσοδο. Είχε διάθεση να σφυρίξει ένα τραγούδι από τα παλιά αλλά όσο και αν έψαχνε μέσα στο μυαλό του δεν μπόρεσε να ανασυνθέσει σωστά μια συγκεκριμένη μελωδία. Γυρίζοντας το κλειδί στην κλειδαριά, σφύριξε δυνατά.

-Σήκω παλιόφιλε, σήκω.

Ο σκύλος δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ούτε το αυτί του ανασήκωσε, ούτε τη μουσούδα του γύρισε. Η ουρά του, ολόισια, βρισκόταν μέσα σε μια λιμνούλα κοπράνων και γάλακτος. Ο Κώστας πήγε κοντά του, χάιδεψε ήρεμα το κεφάλι του και έπειτα στάθηκε ολόισιος πλάι του με τα μάτια στο ανοιχτό παράθυρο. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, ήταν πολύ ευλογημένη μέρα σήμερα, πέθαιναν και νεότεροι από αυτόν.

 

* Η Χριστίνα Παπαντωνίου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου συνεχίζει να ζει και να εργάζεται, σπούδασε διεθνείς σχέσεις, πολιτιστική πολιτική και επικοινωνία και ισπανική φιλολογία. Παραμένει μαθήτρια και γράφει με χαρά. 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top