Fractal

Διήγημα: “Ποιος θα τραγουδήσει τα φετινά Χριστούγεννα;”

Της Μιμής Ευθυμίου-Λίτου // *

 

 

 

 

 

“Ποιος θα τραγουδήσει τα φετινά Χριστούγεννα;”

 

Οι μέρες έφευγαν γρήγορα. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Τα ζώα είχαν αρχίσει εδώ και καιρό τις ετοιμασίες στο μικρό στάβλο της Βηθλεέμ. Πηγαινοέρχονταν με βιασύνη, μιλούσαν δυνατά, συμφωνούσαν, διαφωνούσαν και λεπτό δε σταματούσαν.

Ήθελαν να είναι όλα έτοιμα τη μεγάλη ώρα της Θείας Γέννησης.

Γι’ αυτό έτρεχε το γκρίζο γαϊδουράκι να κουβαλήσει χόρτο, για να είναι αναπαυτική η φάτνη, που θα δεχόταν το μικρό Χριστό.

Γι’ αυτό η αγελάδα είχε κοντά της το μοσχαράκι της και του εξηγούσε πού θα έπρεπε να σταθεί και πώς θα ζέσταιναν μαζί το μωρό με την ανάσα τους.

Γι’ αυτό το άσπρο άλογο έκανε γύρους και χλιμίντριζε δυνατά, για να ειδοποιήσει όλα τα ζώα να κάνουν γρήγορα.

Το περιστέρι φτεροκοπούσε πάνω από τα κεφάλια τους και μπαινόβγαινε για να τους φέρει τα νέα από τον έξω κόσμο.

Η νοικοκυρεμένη λαγουδίνα, αφού πλύθηκε και καθαρίστηκε, με ένα πήδημα ανέβηκε στη φάτνη και ταχτοποίησε όμορφα το χόρτο. Ύστερα, με δυο πηδήματα, βρέθηκε πάνω στο άλογο για να βλέπει καλύτερα τι γινόταν γύρω.

Ένας σπουργίτης πέταξε αθόρυβα και κούρνιασε σε μια γωνιά.

Κάποια στιγμή, που κανείς δε άκουγε ούτε τι έλεγε ο ίδιος, μια φωνή τραγουδιστή, λεπτή, αλλά δυνατή έφτασε σ’ όλων τα αυτιά:

– Ησυχάστε, επιτέλους, τι κατάσταση είναι αυτή;

Ο Χριστός θα γεννηθεί από στιγμή σε στιγμή!

Γύρισαν το κεφάλι να δουν ποιος μιλούσε. Δεν είδαν όμως κανέναν.

Τότε ακούστηκε πάλι η περίεργη φωνούλα:

– Μπράβο, μπράβο, ζωντανά, παρ’ όλο που αργήσατε, σωστά ετοιμαστήκατε!

Τότε είδαν έναν ποντικό πιασμένο από ένα σχοινί, που κρεμόταν από το ταβάνι, κι έκανε κούνια, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε…

-Εσύ μας έλειπες τώρα, παρατήρησε το άλογο.

-Aπό δω πάνω όλους σας βλέπω κι όλα τα μελετώ. Να βοηθήσω πώς μπορώ; ρώτησε.

-Κι εμείς τα μελετήσαμε, για όλα ετοιμαστήκαμε, απάντησε το αρνάκι. Δεν άκουσες τι σου είπαμε; απάντησε η λαγουδίνα.

-Α! τι ενοχλητικό ποντίκι! σχολίασε εκνευρισμένο το άλογο.

Εκείνο όμως επέμενε:

-Παρ’ όλο που δεν μου συμπεριφέρεστε όπως πρέπει, θα σας μιλήσω αληθινά και δε θα σας αρέσει. Εσείς ετοιμαστήκατε, μα πέρασε η ώρα κι άγγελος δε φάνηκε στον ουρανό ακόμα. Το αστέρι φέγγει ολόφωτο, κάνει τη νύχτα μέρα κι οι βοσκοί στα ζώα τους καλομιλούν πιο πέρα. Οι άγγελοι, οι άγγελοι πού είναι; γιατί καθυστερούνε; Όλοι μας περιμένουμε τον ύμνο τους να πούνε.

-Δίκιο έχει ο μικρός, σχολίασε ανήσυχη η κατσικούλα.

Τα ζώα φώναξαν με μια φωνή:

-Δίκιο, μεγάλο δίκιο! Ποιος θα τραγουδήσει τη Γέννηση τα φετινά

Χριστούγεννα;

-Υπομονή και λύση θα βρεθεί, μίλησε το γαϊδουράκι. Προτείνω να τρέξει κάποιος να μάθει τι συμβαίνει κι αυτό να γίνει γρήγορα. Η ώρα πλησιάζει!

-Γρήγορα, γρήγορα, φώναξαν όλα!

-Φεύγω, πήρε το λόγο το περιστέρι, θα σας ενημερώσω σύντομα, είπε και άπλωσε τα άσπρα του φτερά, έδωσε μια και εξαφανίστηκε στης νύχτας τη σιγαλιά.

Τα ζώα έμειναν σιωπηλά. Είχαν μεγάλη αγωνία. Σχεδόν αμέσως το περιστέρι μπήκε ορμητικά και φώναξε:

-Είδα μακριά μια άσπρη κουκιδίτσα μέσα στο σκοτάδι, που ολοένα μεγαλώνει.

Όλα στριμώχτηκαν τότε στην είσοδο του στάβλου. Πράγματι μπορούσαν να διακρίνουν μια μορφή. Βγήκαν έξω για να βλέπουν καλύτερα. Δεν έκαναν λάθος. Ναι, έφτασε κοντά τους ένας μικρούλης άγγελος, ένα αγγελάκι!

Αλλά το φόρεμά του ήταν λερωμένο, το μανίκι του σκισμένο. Μαυρισμένα μαγουλάκια, πονεμένα τα ματάκια.

– Τι συμβαίνει; Γιατί, καλό μου, είσαι έτσι; Πού είναι οι άλλοι άγγελοι; ρώτησε βουρκωμένη η αγελάδα.

Τότε απάντησε λαχανιασμένο το αγγελάκι:

-Θα σας πω τι έγινε. Είχαμε ξεκινήσει οι άγγελοι για να έρθουμε στη Θεία Γέννηση. Στο πέταγμά μας βρεθήκαμε μέσα σε καπνούς. Τσούζανε τα μάτια μας. Ακούγαμε κλάματα. Αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε. Βρεθήκαμε, πού λέτε; Σε έναν τόπο που είχε πόλεμο. Έτσι άλλοι από μας προστάτευαν παιδιά που κινδύνευε η ζωή τους. Άλλοι φρόντιζαν τα παιδιά και τους γονείς τους, που έχασαν τα σπίτια τους. Πολλοί βοηθούσαν όσους πήραν τους δρόμους για να σωθούν. Τέλος αρκετοί πιάναμε τις βόμβες στον αέρα για να μη φτάσουν στη γη.

Τα ζώα κούνησαν λυπημένα το κεφάλι τους.

– Είναι αυτό μεγάλο κρίμα, τι να πεις και τι να πω;

Πώς οι άνθρωποι αντέχουν όλο τούτο το κακό; βέλαξε πονεμένα το αρνάκι. Ποιος θα τραγουδήσει τη Γέννηση τα φετινά Χριστούγεννα;

– Ποιος άλλος; Εσείς, απάντησε το αγγελάκι.

– Εμείς; Πού ακούστηκε αυτό; Δε γίνεται, είπε η αγελάδα. Εμείς μπορούμε να ζεστάνουμε το Χριστούλη, όχι να τραγουδήσουμε. Προσωπικά εγώ μόνο να μουγκανίζω ξέρω. Να, έτσι… Κι έβγαλε ένα μουγκανητό, που ταρακουνήθηκε ο στάβλος.

-Εγώ μόνο να γκαρίζω ξέρω, είπε σιγανά το γαϊδουράκι, γκάρισε και παραλίγο να πέσει η σκεπή του στάβλου.

Όλα τα ζώα φώναξαν, όπως μπορούσε το καθένα κι έγινε πανζουρλισμός.

-Βλέπεις και μόνο σου ότι δε μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, είπαν.

-Γίνεται, πώς δε γίνεται! Αν θέλετε να ρθει ο Χριστός, να ρθει η αγάπη, τότε όλα είναι δυνατά!

Αυτό που χρειάζεται είναι μόνο καρδιά.

Έτσι μίλησε ο μικρός άγγελος. Μετά γύρισε, άνοιξε τα φτερά του κι εξαφανίστηκε. Σε μεγάλη σκέψη έπεσαν τα ζώα. Ποιος θα τραγουδήσει τη Γέννηση τα φετινά Χριστούγεννα; Κανένα τους δε μιλούσε. Γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι έπρεπε να μπουν σε δράση. Χρόνο δεν είχαν.

-Αν υπήρχε, τουλάχιστον, κάποιος με γνώσεις μουσικής να μας βοηθήσει! Πώς θα συναγωνιστούμε εμείς τις αγγελικές φωνές; μουρμούρισε σκεφτική η λαγουδίνα.

Ξαφνικά έκανε την εμφάνισή της η κουκουβάγια και τα πελώρια μάτια της έλαμπαν. Την είχε ειδοποιήσει ο σπουργίτης, μόλις έμαθε τα νέα. Εκείνη τα είπε στον κότσυφα, ο κότσυφας στο αηδόνι, το αηδόνι στην καρδερίνα. Έτσι, από πουλί σε πουλί μαθεύτηκε το πρόβλημα. Πρώτη και καλύτερη η κουκουβάγια έβαλε όλη τη σοφία της για να βοηθήσει. Μάζεψε, λοιπόν, όλα τα πετούμενα.

Με το σπουργίτι μπροστά και την κουκουβάγια για σύμβουλο έφτασαν στο στάβλο τόσο γρήγορα, που τα ζώα τα χάσανε. Μίλησε, λοιπόν, με τη βαριά και συρτή φωνή της:

– Η χορωδία είναι έτοιμη, φίλοι μου. Σας έφερα τους καλύτερους τραγουδιστές του κόσμου, τα πουλιά! Μαζί τους θα ενώσετε και τις δικές σας φωνές. Αν βάλουμε πρώτη την αγάπη μας για το μικρό Χριστό, πρόβλημα δεν υπάρχει κανένα.

Εμπρός, μη διστάζετε, η ώρα περνά.

Αυτό που χρειάζεται είναι μόνο καρδιά.

Να, ακούστε τι έχουν να σας πουν στη γλώσσα της μουσικής τα πουλιά:

Κι εκείνα άρχισαν:

«Απόψε τραγούδι να πούμε μαζί.

Του Χριστού η αγάπη εδώ μας καλεί.»

Τα ζώα ξεθάρρεψαν. Ξέχασαν τη δειλία και τους φόβους τους. Έλαμψε φως στον ουρανό, στα μάτια τους και στην καρδιά τους. Κατάλαβαν. Ο Χριστός γεννήθηκε. Δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Μόνο το κλάμα του νεογέννητου παιδιού.

– Τι στέκεστε εκεί; Δεν είδατε το φως; τους φώναξε ο ποντικούλης.

Ο Χριστός γεννήθηκε. Ξεκινήστε το τραγούδι.

Τότε άρχισε μια μελωδία, γλυκιά και τρυφερή από τα πουλιά, τα ζώα, το αεράκι και τις φλογέρες των βοσκών. Γέμισε ο στάβλος ομορφιά και λάμψη από το Θείο Βρέφος. Άλλα ζώα το ζέσταιναν κι άλλα τραγουδούσαν. Ήταν μια καταπληκτική χορωδία! Οι φωνές ταιριαστές, χωρίς καμιά παραφωνία. Η κατσικούλα κι η λαγουδίνα κι η αγελάδα και το γαϊδουράκι και κάθε ζώο τραγουδούσε σαν το πιο καλλίφωνο πλάσμα κι υμνούσε το Χριστό. Να το τραγούδι τους:

 

Ο Χριστός γεννήθηκε, ας το μάθει όλη η πλάση.

Δέντρα, θάλασσες, βουνά

ας ντυθούν στα γιορτινά!

 

Ουρανός φεγγοβολεί, απ’ τη δόξα του Χριστού μας.

Και στη γη τρανή γιορτή,

δύση και ανατολή!

 

Καλωσόρισες, Χριστέ, στης καρδιάς το περιβόλι.

Με ειρήνη και αγάπη

να γεμίσει όλη η πλάση!

 

Άνθισε το γελάκι στα χείλη του Χριστού, μόλις άκουσε τον ύμνο! Χαμογέλασε κι η Παναγία συγκινημένη!

Το πήρε το αεράκι το τραγούδι και το ταξίδεψε μέσα από πολιτείες και χωριά, δρόμους και μονοπάτια και το ‘φερε μακριά, εκεί που ήταν οι άγγελοι, στον τόπο του πολέμου!

Ενθουσιάστηκαν εκείνοι κι άρχισαν να το τραγουδούν.

Το άκουσαν κι οι στρατιώτες, μαλάκωσε η καρδιά τους, το σιγομουρμούρισαν. Μετά πέταξαν τα όπλα και το τραγούδησαν με την ψυχή τους τόσο δυνατά, που ανέβηκε ψηλά!

Έφτασε στους πιλότους των πολεμικών αεροπλάνων, που αμέσως ένιωσαν τι έπρεπε να κάνουν. Συγκινημένοι τραγουδούσαν και σταμάτησαν να ρίχνουν βόμβες.

Σε λίγο το τραγούδι διαδόθηκε παντού. Τραγουδούσαν όλοι οι άνθρωποι μαζί σε στεριές και θάλασσες, πλούσιοι και φτωχοί, μαύροι και λευκοί, όλοι έγιναν μια αγκαλιά.

Ήταν μια υπέροχη μελωδία για το μικρό Χριστό στο φτωχικό στάβλο, που ούτε παλάτι δεν είχε τόση ζωντάνια και χαρά και τόσο σπουδαίους επισκέπτες.

Χαρούμενος εκείνος άπλωνε τα τρυφερά του χεράκια για να σκουπίσει τα δάκρυα από τα πονεμένα πρόσωπα, γιατί ήθελε, όταν μεγαλώσει να βγει στη γειτονιά και να παίξει με όλα τα παιδιά κι αυτά να τραγουδούν και να τρέχουν γερά και ευτυχισμένα!

 

 

 

* Η Μιμή Ευθυμίου-Λίτου είναι δασκάλα. Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία και στη συνέχεια από τη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ, τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας. Δίδαξε στην Ιδιωτική και στη Δημόσια Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέατρο στο σχολείο . Έχει γράψει ιστορίες για παιδιά, ποιήματα, θεατρικά και διηγήματα για μεγάλους.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top