Fractal

Διήγημα: “Δεν είναι αυτό που φαίνεται “

Της Αλέκας Δημητροπούλου // *

 

 

 

 

Δεν είναι αυτό που φαίνεται 

 

Το πόδι μου σανιδώνει το φρένο, τα χέρια μου τρέμουν μαζί με το τιμόνι, τραντάζομαι ολάκερος. Το δυνατό φρενάρισμα ακούγεται σαν χλιμίντρισμα αλόγου, που εκεί που δεν το περιμένει, ο αναβάτης τού τραβά δυνατά τα χαλινάρια. Το αγροτικό κοκκαλώνει πάνω στη δημοσιά. Το ψιλόβροχο δεν βοηθάει, τα τζάμια έχουν θολώσει-μαζί και τα γυαλιά μου. Εκείνη τη στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι είδα άνθρωπο εκεί έξω μέσα στη νύχτα να απλώνει το χέρι.

Η όπισθεν βογκάει αλλά τα καταφέρνει. Κάνω αργά καμιά εικοσαριά μέτρα πίσω και δειλά κατεβάζω το δεξί τζάμι. Ευτυχώς δεν κουζουλάθηκα ακόμα, η φιγούρα παίρνει σχήμα.

«Καλησπέρα κοπελιά, ίντα κάνεις τέτοια ώρα εδώ;»

«Πάω στα Ιωάννινα, στο ΚΤΕΛ, μπορείτε να με πάρετε;»

«Έλα έμπα και εγώ εκεί κοντά πάω».

Είναι δεν είναι είκοσι χρονών, θυγατέρες έχω και νογάω πάνω κάτω την ηλικία – και ας είναι τώρα εκείνες παντρεμένες και εγώ παππούς. 

«Ευχαριστώ πολύ», ντροπαλά κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Μυρίζω νοτισμένη άμμο μετά από φουσκοθαλασσιά. Τα ξανθά μαλλιά κολλάνε στο πρόσωπό της, η θερμοκρασία έχει πέσει αρκετά και αναρωτιέμαι γιατί είναι ντυμένη τόσο ελαφριά, σταυρώνει τα χέρια στην ποδιά και μετακινεί το σώμα όσο πιο κοντά γίνεται στην πόρτα. Με παρατηρεί, λες να την τρόμαξαν τα γένια και η μαυρίλα των ρούχων;

«Εδώ στα ορεινά ο χειμώνας μπορεί να γίνει τσουχτερός, για που το ‘βαλες μέσα στην νυχτιά δίχως πανωφόρι;»

«Έχασα τον προσανατολισμό μου, περιμένω ώρα να περάσει κάποιος».

«Τέτοια ώρα μήτε άγρια ζωντανά δεν περνάνε από εδώ, εγώ έτυχε και καθυστέρησα, αποφάσισα να κόψω δρόμο για να γλιτώσω χρόνο. Τυχερή ήσουν, λίγο ακόμα και θα πάγωνες ολάκερη».

«Το μόνο ζώο που φοβάμαι είναι ο άνθρωπος».

«Γροικώ αυτό που λες και θα συμφωνήσω, γιατί τα κτήνη είναι του θεού αλλά η κτηνωδία των ανθρώπων, βαριά συζήτηση  όμως πιάσαμε, από πού είσαι;»

«Από τις Βέργες».

«Τις Βέργες; Αυτές είναι ίσα με δύο ώρες δρόμο από ‘δω, κοπέλι δεν έχεις να σε πάει στα Ιωάννινα, ή κύρη ή αδελφό;»

Γυρίζει το κεφάλι και με κοιτάει, τη νιώθω τη ματιά της που με ακουμπάει. Τη θωρώ και εγώ, μάτια θολά, βλέφαρα κατακόκκινα, ένα απλωμένο χέρι που ζητά στήριγμα, μία λαβωμένη καρδιά που λαχταράει να ακουστεί. Έχω μάθει να αναγνωρίζω τέτοια βλέμματα. 

«Πώς σε λένε κοπελιά μου;»

«Ισμήνη», βουβά αφήνει τα δάκρυα να τρέξουν.

Πατάω το γκάζι, η μηχανή γρυλλίζει, το αμάξι τσινάει και αρχίζει να καταπίνει πάλι τον δρόμο.

«Θα μας πάρει λίγη ώρα να φτάσουμε, ο καιρός αγρίεψε, έρχεται δυνατή μπόρα, εδώ πίσω έχω φρέσκο νερό και αν πεινάσεις μερικά πεσκέσια που μου έδωσαν».

«Δεν είναι αυτό που φαίνεται», η φωνή της δυναμώνει. 

Αναθαρρεύω, διακρίνω ξαφνικά μία σπίθα. «Και τι φαίνεται θυγατέρα μου;»

«Ότι είμαι αδύναμη, απελπισμένη, αξιοθρήνητη».

«Και ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω, δεν μου πέφτει εμένα λόγος».

Την ακούω που χαρχαλεύει, κάτι βγάζει από την τσέπη, είναι ένα κομμάτι χαρτί, το ξεδιπλώνει.

«Άναψε το φως εάν θες να δεις καλύτερα».

«Δεν χρειάζεται, το ξέρω απ’ έξω. Έχετε γράψει ποτέ τις σκέψεις σας;»

«Πολλές φορές. Όταν πριν από πολλά χρόνια άφησα τον τόπο μου και χάθηκα στα βουνά – χωρίς υπάρχοντα, για μία κουζουλάδα που τη μετάνιωσα – βρέθηκα μόνος σαν κουτάβι που το παράτησε η μάνα του. Το γράψιμο ήταν η σανίδα μου στην αρχή, αργότερα κατάλαβα πού ανήκω».

«Χάσατε ποτέ το κουράγιο σας;»

«Και ποιος δεν έχει χάσει για λίγο το κουράγιο του».

«Την ελπίδα, την ψάξατε συχνά;»

«Κρυβόταν κάπου κάπου, όμως πάντα την ξετρύπωνα ο κουζουλός, από τα μαλλιά την τράβαγα.

«Πριν μερικές μέρες μου πέρασε από το μυαλό να αυτοκτονήσω».

Tα γρανάζια του μυαλού μου ανεβάζουν στροφές. Συγκεντρώνομαι στον ξέφρενο ρυθμό του νερού που πέφτει τώρα κατακόρυφα – σαν ευλογία. 

«Για πες μου Ισμήνη, αν είχες μόνο μία μέρα να ζήσεις, από την αυγή ως τη δύση, τι θα έκαμνες πρώτιστα και τι στερνά;», βλέπω τη σπίθα μεμιάς να φουντώνει. 

Παίρνει βαθιά ανάσα. «Θα κοίταζα κατάματα το φως, θα ζωγράφιζα το γέλιο στο πρόσωπο, θα έτρεχα ξυπόλητη στο δάσος, θα κολυμπούσα σε δροσερά νερά, θα έγραφα ποιήματα, θα τραγουδούσα, θα χόρευα και όταν κουραζόμουν θα κούρνιαζα στην αγκαλιά της μάνας μου και θα την άφηνα να με νανουρίσει όπως μόνο εκείνη ήξερε να κάνει».

«Και αν είχες μία ολάκερη ζωή να ζήσεις;»

Γυρίζω το κεφάλι, τη θωρώ μέσα στα μάτια, γαλάζια, μεγάλα, λίμνες που ανθίζουν νούφαρα την άνοιξη. 

«θα τη γέμιζα με πολλές τελευταίες μέρες».

Το χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου.

«Γιατί χαμογελάς πάτερ;»

«Στα μεγαλύτερα σκοτάδια μας είναι που θεριώνει η δίψα μας για φως κόρη μου». 

Η βροχή δυναμώνει, κρατάω σταθερά το τιμόνι, έχουμε δρόμο μπροστά. Λογιάζω τον όρθρο της επόμενης μέρας, τη θαλπωρή της φωτιάς που με περιμένει στο σπίτι, τον γλυκό λόγο της παπαδιάς, το αντάμωμα με το κρητικό πέλαγος στα ονείρατά μου.

 

 

Αλέκα Δημητροπούλου γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε νηπιαγωγός στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών στην Πάτρα, όμως το διεθνές εμπόριο την κέρδισε. Στα είκοσι επτά μετακόμισε στην Ολλανδία όπου μένει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Στην Ελλάδα ταξιδεύει συχνά, έτσι έχει την πολυτέλεια να συνδυάζει αρμονικά δύο κουλτούρες. Λατρεύει τα ταξίδια και το διάβασμα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top