Fractal

Διήγημα: “Χαρμολύπη”

Του Πέτρου Μπράιλα // *

 

 

Επιτέλους ήρθε το λεωφορείο. Ένας κύριος μου χαμογελά και κάνει στην άκρη για να περάσω πρώτος, δείχνοντάς μου τη θέση. Με εκνεύρισε τόσο πολύ, θέλω να του φωνάξω πως με κάνει να αισθάνομαι διαφορετικός. Όμως ο γιατρός μου έχει δώσει συμβουλές για να διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου και αφού το θυμήθηκα πρέπει να τις εφαρμόσω. Αναπνέω αργά, σκέφτομαι κάτι όμορφο και τον κοιτώ.

 

«Ευχαριστώ»

Απέναντι κάθεται μια κυρία με ένα μικρό κοριτσάκι που με κοιτάζει συνέχεια και δε σταματά να ψιθυρίζει στο αυτί της μητέρας του. Ξέρω πως λέει για μένα αλλά δε με ενοχλεί, τα αγαπώ τα παιδιά είναι φίλοι μου. Η κυρία κοκκίνισε όταν το κοριτσάκι με έδειξε. Αυτό σίγουρα σημαίνει πως αισθάνθηκε άβολα.

«Συγγνώμη πραγματικά» μου λέει.

«Δεν πειράζει, μου συμβαίνει συχνά. Πως σε λένε;»

«Χριστίνα»

Της δίνω μια καραμέλα και εκείνη χαμογελά και χαμογελώ κι εγώ.

«Έχω σύνδρομο Down» λέω στη μαμά της. Συνήθως είμαι τόσο ευθύς μόνο όταν με ενοχλεί που με κοιτούν, όμως και η ίδια και η κόρη της είναι πολύ συμπαθητικές και απλώς θέλω να ξέρουν.

«Ναι, το ξέρω, όμως…»

«Δε μου φαίνεται και πολύ όταν μιλάω; Έχω ελαφριά μορφή, μωσαϊκό λέγεται»

«Δεν… δεν το ήξερα πως υπάρχουν διαβαθμίσεις»

«Ναι, υπάρχουν, όμως όλοι μας είμαστε κανονικοί άνθρωποι» της είπα κατεβαίνοντας από το λεωφορείο και η μικρή Χριστίνα γέλασε και μου κούνησε το χέρι της.

Όντως δεν ξέρουν πολλοί πως το σύνδρομό μου έχει βαθμίδες. Ούτε ο κύριος που μου πήρε τη συνέντευξη για τη δουλειά πρέπει να το ήξερε, δεν του το είπα όμως, αλλά δεν πειράζει, αρκεί που πήρα τη δουλειά. Θα με ειδοποιήσει είπε καθώς έφευγα, οπότε σίγουρα την έχω πάρει.

Τη χρειαζόμουν τη δουλειά αυτήν στο σούπερ μάρκετ, η μητέρα λέει πως τα χρήματα του επιδόματος δε φτάνουν και εκείνη έχει μεγαλώσει πια. Στενοχωριέμαι όταν το σκέφτομαι, όμως τώρα χαίρομαι που θα χαρεί όταν της το πω. Ελπίζω μόνο να μην κλάψει πάλι, αν και λέει πως κάποιοι κλαίνε από χαρά και εκείνη πάντα κλαίει όταν είναι χαρούμενη.

Εγώ όμως πάντα γελάω όταν χαίρομαι. Ειδικά όταν μου είπε ο κύριος στη συνέντευξη το όνομά του, ξεκαρδίστηκα.

«Κοντοπίδης» είπε και μου έδωσε το χέρι αφού με παρατήρησε για λίγα λεπτά.

Βέβαια αμέσως θυμήθηκα πως ο γιατρός μου έχει εξηγήσει  ότι δεν πρέπει να κάνουμε στους άλλους αυτό που δε μας αρέσει να μας κάνουν, οπότε σταμάτησα να γελάω. Δεν του είπα πως το όνομά του έχει πλάκα, δε θα του άρεσε, όπως δε μου αρέσει εμένα να γελάνε  μαζί μου όταν δεν λέω αστεία.

Μου άρεσε ο τρόπος που μιλούσε. Αργά, καθαρά και δυνατά, τον άκουγα πολύ καλά. Πρέπει να με συμπάθησε από την πρώτη στιγμή, γιατί αφού συστήθηκε χαμήλωσε και ήρθε στο ύψος μου για να σιγουρευτεί πως ακούω και με ρώτησε αν ήρθα μόνος μου εκεί και αν έχω τρόπο να φύγω. Τόσο καλός άνθρωπος ήταν και μάλιστα δε με ρώτησε καν για το σύνδρομο μου, πάντα με ρωτούν, όμως εκείνον δεν τον ενδιέφερε φαίνεται. Θα γίνει σίγουρα φίλος μου.

Του έκανε εντύπωση που στο βιογραφικό μου έλεγα πως είχα τελειώσει το λύκειο και σπούδαζα τουριστικά επαγγέλματα. Μάλιστα μου είπε πως δεν του αρέσουν τα ψέματα άσχετα με το ποιος τα λέει και συμφώνησα. Τα ψέματα δεν βοηθούν πουθενά, όλοι το ξέρουν αυτό άλλωστε. Μου έκανε διάφορες ερωτήσεις για τη σχολή μου, τον ενδιέφερε πολύ, πού βρισκόταν, ποιους καθηγητές είχα, αν γνώριζα έναν με ένα περίεργο όνομα που καλά καλά δεν μπορούσα να προφέρω.  Όμως νομίζω ήταν ξεχασιάρης, όταν του απαντούσα, μετά από λίγο με ρωτούσε πάλι το ίδιο πράγμα και κοιτούσε το χαρτί που έγραφε για να το θυμηθεί καλά. Δεν πειράζει όμως, όλοι μας ξεχνάμε που και που. Αυτό του το είπα, για να μη νιώθει άσχημα, αλλά δε χαμογέλασε, μάλλον τον κοροϊδεύουν οι άλλοι που ξεχνάει.

Για τη θέση δε μου είπε και πολλά πράγματα, αλλά δεν έχει διαφορά αφού χρειάζομαι τα χρήματα και άλλωστε αν όλοι οι συνάδελφοι είναι τόσο καλοί όσο αυτός, θα είναι όλα πολύ καλά. Έδειξε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για μένα, αφού χωρίς να έχει περάσει πολλή ώρα μου είπε πως δεν ήθελε να καταναλώνει άλλο τον χρόνο μου και με ευχαρίστησε που πήγα.

Βγαίνοντας από το γραφείο του είδα να περιμένει ένας νεαρός,  μικρότερός μου, μόλις είχε τελειώσει το σχολείο μάλλον, φορούσε μέχρι και σκισμένο παντελόνι ακόμα.  Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, με ρώτησε πως πήγα και όταν του απάντησα «τέλεια» ανασήκωσε τους ώμους και γύρισε στο κινητό του.

Δίπλα από το σούπερ μάρκετ είχε ένα παγωτατζίδικο και απέναντι ήταν η στάση του λεωφορείου, οπότε μπορούσα να φάω ένα παγωτό και να βλέπω αν θα έρθει το λεωφορείο. Όσο έτρωγα, είδα να κατεβαίνει ο νεαρός, πέρασε από δίπλα μου, του χαμογέλασα αλλά δεν πρέπει να με γνώρισε, μιλούσε και στο τηλέφωνό του, άκουσα κάτι για υπογραφές που έβαλε αλλά δεν κατάλαβα καλά και η μητέρα λέει πως δεν πρέπει να κρυφακούμε.

Επιτέλους έφτασα σπίτι και διηγήθηκα την ημέρα στη μητέρα. Πόσο χάρηκε, έβαλε τα κλάματα από τα μέσα της διήγησης, και πάλι όταν τη ρώτησα γιατί κλαίει μου είπε αυτό που λέει πάντα.

«Από χαρά αγάπη μου, από χαρά.»

 

 

* Ο Πέτρος Μπράιλας έχει εκδώσει το πρώτο του έργο και ετοιμάζει το δεύτερο που θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι του 2018. Όταν δεν ψάχνει τρόπους να ταλαιπωρήσει τους ήρωες του, δραστηριοποιείται στον χώρο του εμπορίου και αγαπάει την εναλλακτική όψη της Αθήνας. 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top