Fractal

Επιλογή θέασης

Γράφει η Ιφιγένεια Σιαφάκα //

 

 

Βάνια Σύρμου, «Camera obscura», εκδ. Ιωλκός, 2023

 

Camera obscura επιλέγει η Βάνια Σύρμου ως τίτλο της συλλογής των 40 μικροϊστοριών που απαρτίζουν την παρούσα έκδοση, δίνοντάς μας ήδη μια σημαντική πληροφορία για τον τρόπο θέασης των κειμένων που ο αναγνώστης θα συναντήσει. Ο όρος (camera obscura/ σκοτεινός θάλαμος), προερχόμενος από τον χώρο της φωτογραφίας, μάς προϊδεάζει για τη φωτογραφική απεικόνιση ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος χώρου, για ένα γρήγορο δηλαδή στιγμιότυπο που επικεντρώνει κάθε φορά σε ένα στοιχείο, το οποία συνιστά άλλωστε και το κεντρικό θέμα της αφήγησης.

 

«[…] Δανείζεται τη σιγουριά της μουσικής και γέρνει απότομα το κορμί της προς τα πίσω ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια. Αναμετριέται με το ζεϊμπέκικο. Στη θέα της περιστρεφόμενης στον αέρα ρόδας του αμαξιδίου της, η ανάσα της καλοκαιρινής βραδιάς σκαλώνει σ’ ένα άξαφνο: “Αχ!”, που πνίγει τον ήχο του μπουζουκιού […]» (Ζεϊμπέκικο)

 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Σύρμου υπηρετεί τη λογική του μικροκειμένου, μιας φόρμας αρκετά δύσκολης και απαιτητικής, η οποία στηρίζεται στην πύκνωση, την αφαίρεση, την ακρίβεια και την εστίαση σε ένα «είδωλο» που πρέπει να αιχμαλωτιστεί διά του φωτός και να επιστρέψει στον «σκοτεινό θάλαμο» ως μια νέα φωτογραφία/ κείμενο με εικόνα.

Οι ιστορίες της είναι ολιγοσέλιδες (κάποτε και μία μόνο σελίδα), ο αφηγητής εναλλάσσεται ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο πρόσωπο, ενώ η θεματική της είναι κοινωνική. Οι ήρωες, διαφορετικού φύλου και ηλικίας, είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας –θύματα κάποτε κοινωνικού ή οικονομικού αποκλεισμού ή με δυσκολίες πρόσβασης στην κοινωνική ζωή–, που αντιδρούν, αναλόγως του χαρακτήρα ή των περιστάσεων, ανατρεπτικά στο τέλος κυρίως της αφήγησης. Η πνιγηρή αίσθηση της ματαίωσης και της μοναξιάς είναι επίσης κινητήριος άξονας για την τύχη ή το πεπρωμένο τους και, ασφαλώς, καθρέφτης για τον σύγχρονο αναγνώστη.

Ένα μεγάλο μέρος των ιστοριών χαρακτηρίζεται από ένταση που δημιουργεί συναισθηματική φόρτιση και κορυφώνει την αφήγηση, ενώ άλλες ιστορίες είναι λιγότερο δραματοποιημένες και περισσότερο ήπιες στην καταγραφή της πραγματικότητας και στη διάνοιξή της. Η αφήγηση κινείται σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, με αυστηρό τεχνικά αφηγηματικό σχεδιασμό, όπου ενώ τίποτε δεν περιττεύει, την ίδια στιγμή δίνονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες ώστε όχι μόνον να σχηματιστεί το εκάστοτε σκηνικό, αλλά και να δοθεί ο χώρος στον αναγνώστη για να τις συνεχίσει.

 

«[…] Άφησε το χέρι του ξανά να τον οδηγήσει. Το μολύβι έτρεχε κυνηγώντας την ιδέα που άρχιζε να παίρνει σχήμα γοργά στο χαρτί. Σε λίγο η σχεδία ήταν έτοιμη, ίδια με του Οδυσσέα, όπως την είχε φανταστεί το πρωί στο μάθημα των Αρχαίων. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο δρόμος είχε γίνει θάλασσα». (Με μια σχεδία)

 

Η Σύρμου σκηνοθετεί τον περιβάλλοντα χώρο, ενώ η λιτή γλώσσα και ο μικροπερίοδος λόγος, ο οποίος στηρίζεται στη δύναμη του ρήματος και των σύντομων εναλλασσόμενων φράσεων, δίνουν τη δυνατότητα της επιμελούς καταγραφής του υλικού και της προσεκτικής κατασκευής. Τα πράγματα στις ιστορίες απλώς συμβαίνουν και φανερώνουν τον εαυτό τους ως τέτοια· δεν αναλύονται, δεν ερμηνεύονται, αλλά επιλέγονται να παρασταθούν από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία, δίνοντας έμφαση κυρίως σε μία συγκεκριμένη πράξη/ενέργεια του ήρωα (βλ. το παράδειγμα του ζεϊμπέκικου), η οποία ταυτόχρονα συνιστά και την επιλογή θέασης του συγγραφέα.

 

Βάνια Σύρμου

 

«Ανοίγω τα παντζούρια του γραφείου ξημερώματα και βλέπω τις λάμπες να ανάβουν στις κουζίνες και τα πρώτα τσιγάρα να σιγοκαίνε δίπλα στον πρωινό καφέ. Το πρώτο φως της ημέρας τρυπώνει δειλά, μαζί με τις πρωινές μυρωδιές του ακάλυπτου. Το άρωμα των λεμονανθών από τις λεμονιές του κήπου μπερδεύεται με τα μυρωδικά από τις κατσαρόλες που μπαίνουν αξημέρωτα στη φωτιά. Κι όταν ο ήλιος φωτίσει πια τα γεράνια των μικρών μπαλκονιών, βγαίνουν οι νοικοκυρές, πρωταγωνίστριες με φόντο τ’ απλωμένα λευκά σεντόνια, να τινάξουν τα νυχτερινά σκεπάσματα. Κι όπως ανοίγουν αργά οι γρίλιες των παραθύρων, αποκαλύπτονται σκηνές αυτοσχεδιασμού στα διαμερίσματα κάθε ορόφου. Το κορίτσι του τέταρτου ποζάρει στον καθρέφτη, η γιαγιά του δεύτερου λικνίζεται κρατώντας τρανζιστοράκι, το ζευγάρι του τρίτου καβγαδίζει, ο παππούς του πρώτου μιλά στη γάτα του. […]» (Allegro forte στον ακάλυπτο)

 

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι η Σύρμου, ελέγχοντας τα εκφραστικά της μέσα, κερδίζει το στοίχημα της συνέπειας με τις συγγραφικές προθέσεις της, που σημαίνει ότι επιτυγχάνει την ισορροπία ανάμεσα στη φόρμα και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης συλλογής· εγκιβωτίζει, δηλαδή, μια σύντομη ρεαλιστική απεικόνιση σε έναν κλειστό χώρο, όπως αυτός του σκοτεινού θαλάμου, ακολουθώντας μια ευθύγραμμη/ οριζόντια αφηγηματική οπτική, η οποία άλλωστε θυμίζει και την ευθύγραμμη πορεία του φωτός που πέφτει στον σκοτεινό θάλαμο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο αναγνώστης αποχωρεί με μια εικόνα, μια αίσθηση, μια ψυχική ανατροπή, με ένα φωτεινό, εν τέλει, στίγμα:

 

«Όταν η ζωή αποφασίσει να σου χαμογελάσει ξανά, θα σε βρει όπου κι αν κρύβεσαι, όσο κι αν αντιστέκεσαι. Θα καταφέρει να μπει κρυφά μέσ’ από κείνη τη μικρή χαραμάδα που άφησες άθελά σου όταν αποφάσισες να την κλείσεις ξαφνικά απέξω» (Μουσική δωματίου).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top