Fractal

Ξεκλειδώνοντας μυστικά

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

Νίκος-Οχάνες Μικιρδιτσιάν, «Μηχανισμοί άμυνας». Ποιήματα, εκδόσεις Κοράλλι, Αθήνα 2022, σελ. 95

 

Ο γνωστός ψυχίατρος, μέλος τού Δ.Σ. τής Εταιρείας Ιατρών Λογοτεχνών, συνεχίζει την πολύχρονη καταδίφησή του στην Συλλογική Ανθρώπινη Ψυχή, καθώς και στον εαυτό του βεβαίως, αφού χωρίς την συνεκδοχική μελέτη τού εαυτού ως μέρους/μέλους ενός κι αδιαίρετου συνόλου δεν νοείται αυτή καθαυτή η τέχνη τής Ποιήσεως.

Διαβάζουμε στη σελίδα 64 ένα ποίημα με τίτλο «Ρυάκι» που παραπέμπει στον Ηράκλειτο. Το πρώτο πρόσωπο εδώ αντιτίθεται στον μετανεωτερικό εγωκεντρικό αυτισμό και μεταδίδει διακειμενικώς την διατομική / διαισθητική ένωση με το Όλον:

«Έρχεται από μακριά το ρυάκι, το νοιώθω. / Βρίσκει τρόπους να κυλάει ανάμεσα / στις πέτρες, τα κλαδιά, τα φύλλα. / Γιατί δεν έχτισα στη ρεματιά / ούτε εκκλησάκι ούτε εξοχικό. / Έρχεται και δροσίζει τις ρίζες μου / και μου μιλάει ψιθυριστά / για τα παιδικά, τα εφηβικά, τα αρχαία. / Ιστορίες γεμάτες φώσφορο και άλατα»…

Ιδού λοιπόν και μια ποιητική αφήγηση που «αλατίζει», όπως θα έλεγε η γιαγιά μου η Αγγελική, κολοσσιαίος φορέας τής δημοτικής προφορικής παράδοσης.

Εδώ υπάρχει μια συνέχεια και μια κατανυκτικότητα σχεδόν ευλαβική, χωρίς την απαίτηση τής ατομικής εξαιρετικότητας αλλά με την ταπεινότητα τού σοφού ανθρώπου που καλώς γνωρίζει πως δεν αρκούν εβδομήντα, ογδόντα ή ενενήντα γήινα χρόνια προκειμένου να ενθυμηθείς την αρχαία γνώση (κατά Πλάτωνα).

Όπως γράφει στην αμέσως επόμενη σελίδα, στο ποίημα με τίτλο «Συναισθήματα»:

«Όλοι οι άνθρωποι / ας έχουν μια κοτσίδα στο κεφάλι / και ένα σακίδιο στην πλάτη / με λογής-λογής άχρηστα πράγματα μέσα / κινητά τηλέφωνα, βιβλία, καπότες; / κραγιόν, σιλοτέιπ.

Όλοι οι άνθρωποι ας έχουν ίσια ή γαμψή μύτη /μπλε ή μαύρα μάτια, ανοιχτό ή σκούρο δέρμα / ρούχα καλοκαιρινά ή χειμωνιάτικα / ομπρέλες ή ψάθινα καπέλα / που άλλοι πάνε κι άλλοι έρχονται. / Αν έχουν συναισθήματα είναι ποιητές» (σελ. 65).

Μεταγράφοντας τον (ανά)τυπωμένο λόγο, διαλέγω την κατά σειράν ισοσκέλιση, γιατί πρόκειται για ένα διαρκές πεζοτράγουδο σε επί μέρους κεφάλαια. Ουδεμία σχέσις με την κακώς εννοούμενη μετανεωτερικότητα.

Εδώ ο λόγος είναι σχεδόν παραδοσιακός, συμβολικός και η αφήγηση γραμμική. Στο θεματολογικό επίπεδο κυριαρχούν τα μηδέποτε ξεπερνούμενα ιδεώδη τού Διαφωτισμού.

Και κλείνουμε την αναδημιουργική ανθολόγησή μας με ένα ποίημα χαρακτηριστικό για έναν αυτοδύτη τής ψυχής (τής δικής του και των άλλων όλων). Εδώ θα επιλέξω τους τυπωμένους διασκελισμούς και τον χωρισμό των στίχων που επέλεξε ο ίδιος ο πρωτότυπος ποιητής Νίκος-Οχάνες Μικιρδιτσιάν, γιατί αυτές οι τομές λειτουργούν ως σιωπές και παύσεις στην δραματικότητα τού λόγου του:

Μνήμες

 

Από κάπου πρέπει να αρχίσω

από κάπου μακριά με κοντές κάλτσες

και κοντά παντελόνια,

όπου ο χωμάτινος δρόμος έστριβε

πίσω από το καφενείο με τις κίτρινες κορδέλες

και όπου κάθονταν κάποιοι που τους έλεγαν εξόριστους

δαρμένοι και πρησμένοι από τις μπότες.

 

Τα παιδιά τους ανήξερα έκαναν ποδήλατο

μέχρι το απόγευμα που περνούσε ο Εβραίος γιατρός

με το βαρύ τσαντάκι.

Ύστερα έπρεπε αμέσως να πάνε σπίτι

γιατί δεν κάνει να κυκλοφορούν

όταν περνάει ο Εβραίος και οι τσιγγάνοι.

 

Δεν ακούγονταν κραυγές

μόνο τα ζάρια στο τάβλι

και τίποτε μακρόσυρτοι λυγμοί.

 

Λιγνές γυναίκες ανησυχούσαν στις εξώπορτες

μήπως έρθει το μαύρο αυτοκίνητο

με τις γερμανικές πινακίδες,

και ήταν ανήσυχη η γειτόνισσα

που αργούσε ο αδελφός της να γυρίσει.

 

Από κάπου πρέπει να θυμηθώ

τις ισορροπίες που έκανε πάνω στην στεφάνη

ο πλανόδιος ακροβάτης με μια μελαχρινή

που την έλεγαν Μαρίκα Νίνου.

 

Κλείνουν οι πόρτες και κλειδώνονται τα μυστικά

σ’ ένα μάλλινο ριχτάρι πάνω από το μπαούλο.

 

Πού είναι αυτοί που υποσχέθηκαν γλυκό κρασί και μέλι;

Και πού είναι αυτοί που μας κλειδώνουν έξω

σε μια ζωή που δεν θέλαμε;

 

Δεν υπάρχουν και δεν υπήρξαν ποτέ

εμείς τους επινοήσαμε

τους σωτήρες.

 

Κείμενο σεσημασμένο ως παρτιτούρα για μελλοντικές μελοποιήσεις, όταν το ανθρώπινο αυτί θα έχει αποκαθαρθεί από τον θόρυβο των άψυχων μηχανών.

Το μονοτονικό διόλου δεν βλάπτει την ποιητική του ρυθμολογία. Βλέπουμε μέσα από τα κενά ένα άλλο μετά-ποίημα (το γνωστό υπό-κείμενο μεταπλασμένο κατά το μετά το μεταμοντέρνο επιταχυμένο από την διαδικτυακή καραντίνα δοκούν).

Κείμενο σαν σώμα ερωτικό, αξίζει να μελετηθεί, να ερευνηθεί πολλαπλώς. Η επί-σκεψίς μας σε αυτό το πλούσιο λεκτικό πεδίο δεν μπορεί και δεν δύναται να είναι μία και μοναδική. Αδικεί και τον γράφοντα και τον εν-συν-γράψαντα. Πολυσήμαντος διαφορά.

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top