Fractal

Διήγημα: “Αυτό Που Σκέφτηκα Πρώτα…”

Της Αριάνας Ευθυμιάδη //

 

 

 

 

 

“Αυτό Που Σκέφτηκα Πρώτα…”

 

Η Μυρτώ κι ο Αλέξανδρος στέκονταν μπροστά από τη βιτρίνα του Overoll για κρουασάν. Μια στιγμή που περίμεναν για αρκετή ώρα και με μεγάλη ανυπομονησία. Τα δάχτυλα της Μυρτώς έσφιξαν μεμιάς εκείνο το λαχταριστό κρουασάν φιστίκι με τη χαρακτηριστική πράσινη κορδέλα γύρω του και, προτού καν το γευτεί για δεύτερη φορά, ο Αλέξανδρος της το άρπαξε από το χέρι και το αντάλλαξε με το δικό του. Δεν μπορούσε όμως τελικά να επιμείνει. Δεν μπορούσε τίποτα που θα της στερούσε κάτι. Κρατώντας ακόμη αυτά στο χέρι, βγήκαν στην Αιόλου, απόλαυσαν το ζεστό ήλιο που φώτιζε την πλατεία στο Μοναστηράκι κι άρχισαν να ανηφορίζουν τη Μητροπόλεως.

Σκέφτηκαν για λίγο να πάρουν τον παράλληλο δρόμο και να μπερδευτούν με τον κόσμο που βγαίνει απ’ τα μαγαζιά, αγνόησαν όμως την επιθυμία αυτή κι έκατσαν σε ένα παγκάκι μπροστά απ’ τη Μητρόπολη. Εκεί όπου συνήθως κάθονται οι τουρίστες ή όσοι επιθυμούν λίγη ξεκούραση από τα ψώνια τους στην Ερμού. Εκεί έκατσαν κι αυτοί χωρίς να ανήκουν σε κάποια απ’ αυτές τις δυο κατηγορίες. Πλάι σε μια κοπέλα που διάβαζε ένα βιβλίο, τον τίτλο του οποίου δεν μπορούσαν να διακρίνουν.

-Ξέρεις… φαντάζομαι κάπως έτσι θα καθόταν κι εκείνη η κοπέλα τότε…

-Ποια κοπέλα; Τι πράγμα;

-Τότε που είχα βρει εκείνο το βιβλίο.

-Δε θυμάμαι. Για τι πράγμα μιλάς;

-Για κείνο το βιβλίο που είχα βρει… έτσι ακριβώς όπως κάθεται αυτήν τώρα.

-Έχεις σκοπό να μου δώσεις κάποιο στοιχείο ή πρέπει να μαντέψω;

-Ναι, συγγνώμη. Ήταν πριν 4 χρόνια που είχα κάτσει σε ένα παγκάκι, μόνος μου ήμουν, νομίζω είχα πάρει τηλέφωνο τον Σταύρο να συνεννοηθώ ή είχα βαρεθεί να τον περιμένω –κάτι τέτοιο- κι εκεί που καθόμουν, βλέπω πλάι μου ένα βιβλίο. Τοποθετημένο ανάποδα, όπως όταν το παρατάμε ανοιχτό σε μια συγκεκριμένη σελίδα.

-Ε και;

-Τι ε και! Δεν υπήρχε κάποιος τριγύρω! Ποιος το παρατάει έτσι και φεύγει! Με προκαλούσε τότε. Ήθελα να δω τι έλεγε και το άφησαν έτσι.

-Και λοιπόν;

-Το πιάνω κι ήταν πυκνογραμμένο, δεν είχα συνέχεια κι έτσι δεν πρόσεχα ή μάλλον δε μ’ άρεσε πολύ, αλλά ήταν υπογραμμισμένο ένα σημείο που έλεγε «Η αλήθεια βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου». Γυρίζω τις σελίδες, κι εκεί υπήρχαν κενές σελίδες. Η πρώτη από αυτές ήταν γραμμένη με στυλό, από το κορίτσι που το είχε αφήσει, κι έγραφε:

 

Αγαπητέ άγνωστε,

Αν διαβάζεις τώρα αυτές τις σειρές ελπίζω να βρίσκεσαι ακόμη κάπου κοντά στο κέντρο της Αθήνας γιατί εγώ σε δυο λεπτά θα πρέπει να φύγω για δουλειά και θα ήθελα να ξέρω ότι βρίσκεσαι κάπου εδώ. Ότι ίσως περπατήσαμε τον ίδιο δρόμο, φύγαμε απ’ τα ίδια στενά κι ίσως μοιραστήκαμε το ίδιο τρόλεϊ. Αν δηλαδή δεν είσαι κάποιος προνομιούχος με αμάξι, κι αναγκάζεσαι να κυκλοφορείς με τα μέσα όπως εγώ. Αν αναρωτιέσαι λοιπόν γιατί διαβάζεις αυτές τις σειρές είναι για να σου πω ότι σήμερα το πρωί συνειδητοποίησα ότι είμαι ολομόναχη σ’ αυτήν την πόλη και του χρόνου τέτοια μέρα μπορεί να μη βρίσκομαι καν εδώ. Σήμερα το πρωί με πήραν απ’ το διαγνωστικό κέντρο κι είναι κακοήθης. Και σε προχωρημένο στάδιο. Δε θέλω να το πω στη μαμά μου γιατί δε θέλω να τη στενοχωρήσω. Δε θέλω να το πω στη δουλειά για να μη μου συμπεριφέρονται με οίκτο. Δε θέλω να το πω σε κάποιο φίλο για να μη μου κάνουν όλα τα χατίρια στη σκέψη πως σε λίγο θα πεθάνω. Τα λέω όμως σε εσένα. Γιατί τα επόμενα, ίσως δέκα, λεπτά αυτού του τηλεφωνήματος σκεφτόμουν τα Χριστούγεννα. Ναι, τα Χριστούγεννα. Που ήμουν μικρή κι έκανε τρομερό κρύο, κι εγώ ονειρευόμουν πως και πως τη μέρα που θα ξυπνήσω κι ό,τι βλέπω απ’ το παράθυρο του δωματίου μου θα βρίσκεται καλυμμένο με χιόνι. Λες κι έχει βάλει τα καλά του. Και ξέρεις τι; Κάθε χρόνο συνέβαινε. Κάθε χρόνο ο καιρός μου έκανε τη χάρη. Και τότε το σπίτι μου φαινόταν πιο ζεστό από κάθε άλλη μέρα.

Με τον μπαμπά μου κάναμε χιονάνθρωπο έξω. Του έλεγα ότι θα του ρίξω χιόνι και πάντα μου έριχνε πρώτος, κι έπειτα κάναμε στόχο τη μαμά. Που πάντα αποχωρούσε πρώτη απ’ το παιχνίδι. Όταν έπεφτα για ύπνο σκεφτόμουν πάντα ότι ήταν η πιο όμορφη μέρα και θα ήθελα να κρατούσε για πάντα. Και τα σκέφτηκα αυτά όλα λοιπόν σήμερα, κι ήθελα να τα γράψω. Ίσως για να τα ζήσω λίγο ακόμη, και να σου πω ότι σήμερα ελπίζω να έχεις μια πολύ όμορφη μέρα. Πιο όμορφη από τη χθεσινή, και προτού φύγεις από το σημείο που βρήκες το βιβλίο μου, να γράψεις τη δική σου σκέψη. Το δικό σου χριστουγεννιάτικο πρωί και να το αφήσεις εδώ… για να σκέφτομαι ότι τουλάχιστον θα βγει κάτι καλό. Ότι θα υπάρχει μια σειρά από τις πιο όμορφες αναμνήσεις μας κι αν εγώ δε σας δω, έστω τυχαία ποτέ, μπορώ να λέω ότι με γνωρίσατε και μάθατε την πρώτη και πιο όμορφη σκέψη που είχα ουσιαστικά ποτέ μου. Για να θυμάμαι ότι τη μοιράστηκα με κάποιον.

 

 

-Πες μου σε παρακαλώ ότι το έβγαλες απ’ το μυαλό σου;

-Όχι.

-Και τι έκανες;

-Έκατσα για λίγο κι έπειτα έγραψα ό,τι είχα να πω.

-Για τι πράγμα μίλησες εσύ; Τι σκέφτηκες πρώτα;

-Δεν είχα κάποιο πρωί ή μια ημέρα γενεθλίων να διηγηθώ. Για την ακρίβεια δεν τα πηγαίνω καν τόσο καλά με το γραπτό λόγο. Δεν είναι το φόρτε μου. Ούτε ήξερα πώς θα αισθανόμουν αν λάβαινα ένα τέτοιο τηλεφώνημα, αλλά πάσχιζα για ώρες κι έγραψα για κάποιον. Μόνο ένα άτομο μου ερχόταν στο μυαλό, αν εγώ ήμουν ποτέ σε τέτοια θέση. Φοβάμαι ότι εγώ θα σκεφτόμουν τότε άνθρωπο.

-Και ποιον σκέφτηκες;

-Εσένα.

Τα μάτια της Μυρτώς έμειναν για λίγο ασάλευτα, μα το στόμα της έστεκε μισάνοιχτο δίχως να αρθρώνει λέξη.

-Ναι εσένα. Γνωριζόμασταν ελάχιστα τότε αλλά στη σκέψη μου ήρθες στο μυαλό εσύ. Ότι θα ήθελα να μιλούσα σε εσένα. Ίσως όχι για τα νέα που μόλις έμαθα, αλλά για οτιδήποτε άλλο. Αρκεί να άκουγα τη φωνή σου, που τόσο αγαπούσα να ακούω. Γιατί πάντα όταν έχω κάτι που θέλω να πω, σκέφτομαι να το πω σε εσένα. Κι όταν κάτι μου φαίνεται βαρύ, θέλω την παρέα τη δική σου. Οπότε…

Η Μυρτώ δεν ήθελε να ακούσει άλλο τα λόγια του. Ήθελε ίσως τη γεύση από τα λόγια αυτά στο στόμα της. Αγκαλιάστηκαν κι έμειναν έτσι για ώρα στο παγκάκι. Στο μόνο παγκάκι που δεν κάθονταν τουρίστες και καταναλωτές που κουράστηκαν απ’ τα ψώνια. Σε ένα παγκάκι που σαν αυτό είχε καθίσει πριν 4 χρόνια ένα κορίτσι λίγο πριν πάει στη δουλειά. Που σκέφτηκε ότι αν αφήσει ένα βιβλίο, κάποιοι ίσως μοιραστούν τις πιο όμορφες σκέψεις τους κι ό,τι τους λείπει πιο πολύ. Το βιβλίο αυτό στο τέλος κατέληξε στα σκουπίδια γιατί κάποιος δεν μπήκε στον κόπο να δει τι κρύβεται μέσα του. Να διαβάσει τις σκέψεις των άλλων όταν θα άκουγαν πως οι μέρες, που είμαστε τόσο σίγουροι για το πλήθος τους, μπορεί τελικά να λιγοστεύουν. Πολλοί απ’ αυτούς το βράδυ εκείνο φέρθηκαν καλύτερα στην οικογένεια και τους αγαπημένους τους, είπαν έναν καλό λόγο ή τόλμησαν μια απόφαση, αλλά ένας από αυτούς με την ανάγνωση που έκανε, συνειδητοποίησε κάτι που δε γνώριζε.

Κι αυτός ο κάποιος ήταν ο Αλέξανδρος, που σκέφτηκε ότι ίσως έχανε τη φωνή που αγαπούσε πιο πολύ να ακούει. Κι ίσως γι’ αυτό σήμερα κάθεται πλάι σε κείνη τη σκέψη που ομολόγησε πρώτα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top