Fractal

✔️ Νίκος Δαββέτας: «Ο πυρετός της γραφής, ανεβαίνει ξαφνικά, απρόοπτα σαν εποχική αδιαθεσία»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

 

 

«Όλη η λογοτεχνία μια εμμονή είναι. Η επίσημη κριτική μού “καταλογίζει” εμμονή με την μεταπολεμική ιστορία μας. Ναι, ξαναγυρίζω συχνά στις δεκαετίες του ‘40 και του ‘60, γιατί τις θεωρώ κομβικές όχι μόνο για το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο αλλά και για τη μοίρα της οικογένειάς μου. Δεν ξέρω όμως αν επανέρχομαι συχνά σε θέματα του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος συνειδητά ή αυτό το αποφασίζει κάποια εσωτερική φωνή που αυτονομείται.»

 

Παραδέχεται ο συγγραφέας Νίκος Δαββέτας που ξεκίνησε από την ποίηση και την έφερε μαζί του στο ακέραιο στην πυκνή πρόζα του που αναδεικνύει πρόσφατα κομμάτια της ιστορίας μας μέσα από την τέχνη, χαρακτηριστικοί τίτλοι βιβλίων του «Το κίτρινο σκοτάδι του Βαν Γκογκ», «Η εβραία νύφη», «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη», βιβλία που έκαναν αίσθηση «Το θήραμα», «Λευκή πετσέτα στο ρίγκ», «Ωστικό κύμα», τελευταίο του μυθιστόρημα «Άντρες δίχως άντρες».

Και μιλώντας στο Liberal.gr για ήρωες, ηρωίδες, ιστορίες, γραφές και τελετουργίες θα αναγνωρίσει: «Όλοι οι συγγραφείς έχουν κάποια τελετουργία, συνήθως όμως δεν αποδίδει, για τον απλούστατο λόγο ότι η έμπνευση, η διάθεση, αν προτιμάτε, ο πυρετός της γραφής, ανεβαίνει ξαφνικά, απρόοπτα σαν εποχική αδιαθεσία και όλες οι τελετουργίες πάνε …περίπατο.»

 

 

 

 

-Κύριε Δαββέτα, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Όλοι οι συγγραφείς έχουν κάποια τελετουργία, συνήθως όμως δεν αποδίδει, για τον απλούστατο λόγο ότι η έμπνευση, η διάθεση, αν προτιμάτε, ο πυρετός της γραφής, ανεβαίνει ξαφνικά, απρόοπτα σαν εποχική αδιαθεσία και όλες οι τελετουργίες πάνε …περίπατο. Μου αρέσει να γράφω σε καφέ αλλά στην Ελλάδα δεν υπάρχουν καφέ με μεγάλες σάλες ή ατμοσφαιρικές γωνιές, όπως στην κεντρική Ευρώπη.

 

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Για μένα απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει μια φωνή που κάτι αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Πολλές φορές δεν ξέρω, στην αρχή τουλάχιστον, από πού έρχεται αυτή η φωνή. Τα λόγια της όμως είναι ευδιάκριτα, τολμηρά, πιεστικά. Γυρεύουν το λευκό χαρτί, την πρώτη τους αποτύπωση -σαν συμβολική αναπαράσταση-, συνήθως με μαύρο μολύβι. Κάπως έτσι μαζεύονται πολλές κακογραμμένες σελίδες σε μπλοκ και φτηνά τετράδια. Δεν είναι σίγουρο ότι όλο αυτό το πρωτογενές υλικό θα γίνει μια ιστορία, ούτε ότι θα καταλήξει κάποτε μέσα σε ένα βιβλίο. Μπορεί να μπει στο συρτάρι, μπορεί να ταΐσει και τη φωτιά στη σόμπα. Περιμένει πάντως υπομονετικά μια δεύτερη εκτίμηση. Ξεκινώ πάντα να καταγράφω αυτή τη φωνή με τη βεβαιότητα πως αυτή ξέρει περισσότερα από εμένα και την αφήνω να με οδηγήσει.

 

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Αναμφίβολα το τελευταίο. «Το άντρες χωρίς άντρες». Δεν ξέρω πως ακριβώς προέκυψε. Αισθάνομαι πως το έγραψαν δυο διαφορετικοί άνθρωποι, που συναντήθηκαν τυχαία μέσα σε ένα τρένο.

 

 

 

 

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Φυσικά. Όλη η λογοτεχνία μια εμμονή είναι. Η επίσημη κριτική μού «καταλογίζει» εμμονή με την μεταπολεμική ιστορία μας. Ναι, ξαναγυρίζω συχνά στις δεκαετίες του ‘40 και του ‘60, γιατί τις θεωρώ κομβικές όχι μόνο για το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο αλλά και για τη μοίρα της οικογένειάς μου. Δεν ξέρω όμως αν επανέρχομαι συχνά σε θέματα του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος συνειδητά ή αυτό το αποφασίζει κάποια εσωτερική φωνή που αυτονομείται.

 

– Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Δεν σκέφτομαι ιστορίες, αλλά πρόσωπα που αφηγούνται με το δικό τους γλωσσικό ιδίωμα. Όπως έλεγε και ο Μπιόυ Κασάρες στον Μπόρχες «έχω σκεφτεί τρομερές ιστορίες που ποτέ δεν με τράβηξαν να τις γράψω».

 

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Η ανορεκτική γυναίκα που μου έδωσε το έναυσμα για την «Εβραία νύφη».

 

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία, στην διπλή έκδοση του «Γαλαξία» και «Οι προσανατολισμοί» του Ελύτη.

 

– Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Η ανάγνωση του βιβλίου του Ερνέστο Σάμπατο «Περί ηρώων και τάφων», με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι το μυθιστόρημα δεν είναι μια ευκολοδιάβαστη μυθοπλασία, αλλά μια ξεχωριστή τέχνη που έχει τους δικούς της νόμους και τη δική της πρωτότυπη εξέλιξη. Όπως, περίπου την ίδια εποχή, και το «Αστείο» του Μίλαν Κούντερα. Στα νεανικά μου χρόνια οι «Δοκιμές» του Γιώργου Σεφέρη και οι μελέτες του Ζήσιμου Λορεντζάτου ήταν για μένα τα απαραίτητα βοηθήματα, κάτι σαν σχολικά εγχειρίδια!

 

-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Μου αρέσει να ακούω τον θόρυβο της πόλης από το ανοιχτό παράθυρο, τον ήχο από τα κουταλάκια που αναδεύουν τον καφέ ή το τσάι, συνομιλίες σε μια ξένη γλώσσα.. Μουσική σπάνια.

 

-Μια φωτογραφία σας στο γραφείο ή και άλλες φωτογραφίες γραφείου σας [αγαπημένα ή απαραίτητα αντικείμενα, άλλα που για σας αποτελούν γούρι ή έμπνευση]

Η φωτογραφία του δεκάχρονου γιου μου.

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Liberal

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top