Fractal

Ο λυπημένος και καταθλιπτικός Αττίλα Τζόζεφ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Πέρασε ολάκαιρη τη ζωή του σε συνθήκες ακραίας φτώχειας την ίδια στιγμή κατά την οποία υπέφερε από βαριάς μορφής κατάθλιψη, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ούγγρους  ποιητές του εικοστού αιώνα. Αν και τα ποιήματά του είναι μελαγχολικά, εν τούτοις εκφράζουν την πίστη  στην ομορφιά και την αρμονία της ζωής.  Ο Αττίλα Τζόζεφ (Attila József, 1905-1937), έθεσε τέλος στη ζωή του  σε ηλικία τριάντα δύο  μόλις ετών. Στη δεκαετία του 1930, ήταν ένας αδιάφθορος κριτικός της κυβέρνησης και του δεξιού ριζοσπαστισμού. Η ανεξάρτητη σκέψη και το ειλικρινές ενδιαφέρον του για τον Φρόιντ συνέβαλαν επίσης αποφασιστικά για τη διακοπή των σχέσεών του με το Κομμουνιστικό Κόμμα.

 

 

‘Να είστε ελεύθεροι να τρώτε, να πίνετε, να ερωτεύεστε και να κοιμάστε!

Αναμετρηθείτε  με το σύμπαν!

Δεν θα αποδοκιμάσω την εσωτερική μου κατάρα να ξεγλιστρήσω

και εξυπηρετήσω τις βασικές δυνάμεις σύνθλιψης των οστών’.

(από το ‘Ars Poetica’, του 1937)

 

* * * * *

Ο Αττίλα Τζόζεφ γεννήθηκε σε μία από τις περιοχές της εργατικής τάξης της   Βουδαπέστης. Ο πατέρας του, Άρον Τζόζεφ,  ένας πλανόδιος Ρουμάνος εργάτης, εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Αττίλα Τζόζεφ ήταν μόλις τριών ετών,  αρχικά σχεδιάζοντας να μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τελικά στη Ρουμανία. Ως μόνη κληρονομιά που ο πατέρας του άφησε σ’ αυτόν, ήταν  το όνομα του βασιλιά των Ούννων, του Αττίλα, με αποτέλεσμα αυτός και οι δύο αδελφές του να ανατραφούν αποκλειστικά από την σκληρά εργαζόμενη ως πλύστρα μητέρα τους. Το 1910-12 ο Αττίλα Τζόζεφ πέρασε δύο καταθλιπτικά χρόνια στα οποία  εργάστηκε ως χοιροβοσκός, ενώ στην ηλικία των εννέα ετών, προσπάθησε να θέσει τέρμα στη ζωή του. Η μητέρα του πέθανε τα Χριστούγεννα του 1919, με καρκίνο τελικού σταδίου, εξαντλημένη από την νόσο της καθώς και από την υπερβολική εργασία.

Ο Αττίλα, έγραψε σε μια δεδομένη στιγμή: ‘… Δεν έχω πατέρα, μητέρα, κανένα Θεό, καμία χώρα, κανένα λίκνο, κανένα σάβανο, κανένα φιλί, καμία αγάπη. Για τρείς μέρες δεν έχω φάει ούτε πολύ ούτε λίγο. Τα είκοσι χρόνια μου είναι δύναμη, τα είκοσι χρόνια μου είναι για πούλημα. Αν δεν τα θέλει κανένας, θα τ’ αγοράσει ο διάολος. Θα σπάσω με καθαρή καρδιά: αν χρειαστεί, θα σκοτώσω κάποιον. Θα με συλλάβουν και θα με κρεμάσουν και θα με θάψουν σε αγιασμένο χώμα, και το χορτάρι  που φέρνει το θάνατο θα μεγαλώσει εκπληκτικά πάνω από την τίμια  καρδιά μου…’.

Έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα  στη Βιέννη, πουλώντας εφημερίδες, και καθαρίζοντας  κοιτώνες και στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου σπούδασε στη Σορβόννη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου διάβασε τον Χέγκελ και τον Καρλ Μαρξ, του οποίου η έκκληση για επανάσταση τον γοήτευσαν. Η σχέση του μ’ ένα κορίτσι μεσαίας κοινωνικής τάξης, κατέληξε σε νευρική κατάρρευση. Το 1927-28 παρακολούθησε το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Προσχώρησε στο παράνομο, τότε,  Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουγγαρίας, δίνοντας έτσι αφορμή για άλλες κατηγορίες και διώξεις.  Από το 1931, ασχολήθηκε με  την ψυχανάλυση, η οποία τον ενέπνευσε να αναζητήσει κάποια σχέση και  σύνδεση μεταξύ των θεωριών του Σίγκμουντ Φρόιντ και του μαρξισμού. Μερικοί από τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος ανησυχούσαν όταν ο Τζόζεφ υποστήριζε ένα ενιαίο μέτωπο με τους σοσιαλδημοκράτες, κάτι το οποίο δεν έγινε αποδεκτό από τους συντρόφους του που ελέγχονταν κεντρικά  από τη Μόσχα. Το 1933, εκδιώχτηκε από το κόμμα από τους σταλινικούς, οι οποίοι και τον κατηγόρησαν για φασιστικές απόψεις. Τον ίδιο χρόνο η  Judit Szántó έγινε σύντροφος της ζωής του.

Το 1935, νοσηλεύτηκε ξανά, για σοβαρή κατάθλιψη. Κατά τη διάρκεια εκείνη, έγραψε: ‘Τα μάτια μου πηδούν απ’ το κεφάλι μου. Αν τρελαθώ, παρακαλώ μη με πληγώσετε. Απλώς κρατείστε με,  με τα  στιβαρά σας χέρια’. Το 1936, του δόθηκε μια  θέση εργασίας ως συντάκτης στην ανεξάρτητη αριστερή  επιθεώρηση Szép Szó. Το επόμενο καλοκαίρι βρέθηκε ξανά σε νοσοκομείο. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγραψε μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του. Αυτοκτόνησε στις  3 Δεκεμβρίου 1937, ρίχνοντας τον εαυτό του κάτω από ένα εμπορικό τραίνο, όπως δήλωσαν δύο παρόντες μάρτυρες.  Τα κεντρικά θέματα στα ποιήματά του, είναι η φτώχεια, η μοναξιά, τα βάσανα, αλλά από την άλλη πλευρά και η αγάπη και η ελπίδα για εκείνον τον πιο ανθρώπινο κόσμο που  σηματοδοτούσε το έργο του.

* * * * *

Ας τον παρακολουθήσουμε στις σκέψεις του στο παρακάτω ποίημα, καθώς  ρέμβαζε ‘Δίπλα απ’ το Δούναβη’ (1936):

 

1.

Καθώς καθόμουν στο κάτω μέρος της προβλήτας,
Μια φλούδα πεπονιού κυλούσε με το ρεύμα  του νερού.
Τυλιγμένος στη μοίρα μου δεν άκουσα τη φλυαρία
Της επιφάνειας, ενώ το βάθος ήταν σιωπηλό.
Σαν να είχε ανοίξει την πόρτα της καρδιάς μου:
Ο Δούναβης ήταν φουρτουνιασμένος, σοφός και μεγάλος.

 

Σαν τους μυώνες του ανθρώπου όταν είναι σκληροί απ’ το μόχθο.
Κτυπώντας, σκάβοντας, ακουμπώντας στην αξίνα,
Έτσι φουσκώνοντας, και χαλαρώνοντας  και συστέλλοντας πάλι,
Κάθε μια   κίνηση, κάθε κύμα.
Με κούνησε σαν τη μάνα μου μια φορά
Και έπλυνε και ξέπλυνε τη βρωμιά και τη λέρα της πόλης.

Κι’ η βροχή άρχισε να πέφτει, αλλά μετά σταμάτησε
Ακριβώς σαν να μην είχε σημασία λιγότερη,
Και όπως βλέπεις τη μεγάλη βροχή από μια σπηλιά,
Κοίταξα μακρυά στο τίποτα.
Όπως η γκρίζα, ατέλειωτη βροχή απ’ τον ουρανό,
Έτσι, σωριάστηκαν  πληκτικά  όλα όσα ήταν φωτεινά: το παρελθόν.

Αλλά ο Δούναβης κυλούσε. Και τα ζωηρά του κύματα
Με χαρούμενη γοητεία μού γέλασε και πάλι,
Σαν ένα παιδί στο γόνιμο γόνατο της μάνας του,
Ενώ άλλες σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό της.
Τρεμούλιασαν στη ροή του Χρόνου και μετά,
Σαν σ’ ένα νεκροταφείο με κουνημένες και καταστραμμένες ταφόπετρες.

 

2.
Είμαι αυτός που για εκατό χιλιάδες χρόνια
Έχει δει αυτό που βλέπει τώρα την πρώτη φορά.
Μια σύντομη στιγμή και, ικανοποιημένος, όλος ο χρόνος εμφανίζεται
Σε εκατό χιλιάδες μάτια προγόνων και δικών μου.

Βλέπω τι δεν μπορούσαν για χάρη της  καθημερινότητάς τους,
Δολοφονώντας, φιλώντας σαν  υπαγόρευση,
Και αυτοί, που ήρθαν στο θέμα,
Βλέπουν ότι εγώ δεν μπορώ,  αν είναι αλήθεια.

 

Ξέρουμε ο ένας τον άλλον σαν λύπη και χαρά,
Δικό τους είναι το παρόν και  δικό μου το παρελθόν.
Γράφουμε ένα ποίημα, κρατούν το μολύβι μου
Και τους νοιώθω και τους ανακαλώ επιτέλους.

 

3.
Η μάνα μου ήταν Κουμάνα,  ο πατέρας μου
Μισο-Ούγγρος, μισο-Ρουμάνος ή ολόκληρος.
Απ’ τα χείλη της μητέρας μου γλυκό ήταν κάθε κομμάτι φαΐ,

Κι’ απ’ τα χείλη του πατέρα μου η αλήθεια ήταν χρυσός.

Όταν σάλευα, αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο.
Θλίβομαι. Αυτός είναι ο θάνατος.
Κι’ απ’ αυτό είμαι φτιαγμένος. Κι’ ακούω τις φωνές τους:
‘Περίμενε μέχρι να φύγουμε …’ μου έλεγαν.

Έτσι τα λόγια τους μιλούν σε μένα τώρα που εκείνοι είμαι εγώ,
Παρά τις αδυναμίες μου, αυτό με κάνει δυνατό.
Γιατί είμαι περισσότερο από ποτέ, πίσω στο πρώτο  κύτταρο

Σε κάθε πρόγονο που εξακολουθώ ν’ ανήκω.

Είμαι ο πρόγονος  που χωρίστηκε και πολλαπλασιάστηκε,
Έφτιαξε τον πατέρα μου και τη μητέρα μου συνολικά,
Ο πατέρας και η μάνα μου στη συνέχεια χωρίστηκαν με τη σειρά τους
Και έτσι έγινα μία μόνο ψυχή.

Εγώ είμαι ο κόσμος, ό, τι είναι παρελθόν υπάρχει:
Οι άνδρες πολεμάνε τους  άνδρες με καινούργια οδύνη.

Πεθαμένοι κατακτητές ιππεύουν στη νίκη μαζί μου
Και νιώθω το μαρτύριο των κατακτημένων.
Árpád και Zalán, Werbőczy και Dózsa,
Τούρκοι, Τάταροι, Σλοβάκοι, Ρουμάνοι
Γεμίζουν την καρδιά μου π’ οφείλει σ’ αυτό το παρελθόν ένα γαληνεμένο  μέλλον
Όπως το μεγάλο χρέος μας, οι σημερινοί Ούγγροι.

 

Θέλω να εργαστώ. Γιατί είναι αρκετή μάχη
Έχοντας ένα παρελθόν όπως αυτό για να εξομολογηθώ.

Μέσ’ τα κύματα του Δούναβη παρελθόν, παρόν και μέλλον
όλα  αγκαλιάζονται σ’ ένα απαλό χάδι.
Η μεγάλη μάχη όπου οι πρόγονοί μας κάποτε αγωνίστηκαν
Αναλύεται  σε ειρήνη μέσα απ’ τις μνήμες,
Και να επιλύσουμε επιτέλους τις κοινωνικές μας υποθέσεις
Παραμένει το καθήκον μας και κανένας δεν είναι πολύ λίγος.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top