Fractal

Αλέξης Σταμάτης: «Η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή και ποτέ εύκολη. Κάποιες εποχές βρίσκει ο άνθρωπος ένα εγχειρίδιο πορείας και τραβάει μπρος»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

Ένα ελάφι, μια σλάβικη θεότητα του κάτω κόσμου, ένας θίασος και ο Χρόνος ισάξιος πρωταγωνιστής αποτελούν κάποια από τα συστατικά στο καινούργιο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη «Μοτέλ Μορένα», όπου ο συγγραφέας τολμά με παραληρηματικό ύφος να διασχίσει μέσω της τέχνης τον-πέραν-του-πολιτισμού- μύθο, «τον αδιαμεσολάβητο τρόπο του Κόσμου». Το βασικό ζητούμενο είναι «ο α-διανότητος Κόσμος». Σε μιαν καθόλα α-διανόητη εποχή.

 

 

-Η εποχή μας, βρίσκετε ότι είναι για σας αρκούντως… μυθιστορηματική, κύριε Σταμάτη;

Έχω γράψει ένα βιβλίο που αρχίζει από το 1920 και καλύπτει… 135 χρόνια ελληνικής ιστορίας με επίκεντρο την κρίση. Λέγεται Χαμαιλέοντες. Επίσης αλλά δύο μου βιβλία η Κυριακή, που διεξάγεται ολόκληρη την μέρα των εκλογών του 2010 αλλά και Το Βιβλίο της Βροχής που τοποθετείται, όχι τυχαία, στην Αθήνα του 2009, μιλούν απόλυτα για το σήμερα. Όχι με τον αναμενόμενο τρόπο, ίσως.

 

-Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είμαστε πια σαν τα μέλη αυτού του αλλόκοτου θιάσου που περιλαμβάνεται στο καινούργιο βιβλίο σας;

Εάν θεωρήσουμε ότι είμαστε «ζαλισμένα» υποκείμενα αυτού του νέου Κόσμου τα οποία προσπαθούν να νοηματοδοτήσουν τις ζωές τους με τα εργαλεία που ξέρουν έως τώρα, πιθανόν. Δεν είναι ανάγκη να είμαστε καλλιτέχνες για να αναγνωρίσουμε ότι κάτι δε πάει καλά τριγύρω.

 

-Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στις μέρες μας έχουμε «καλύτερη λογοτεχνία» για να πούμε ότι έχουμε κάτι καλό από αυτήν εδώ την εποχή;

Δεν ξέρω αν έχουμε «καλύτερη», σίγουρα έχουμε πάντως πολύ καλή. Η ελληνική λογοτεχνία πιστεύω ότι στέκεται πολύ ψηλά. Είναι κρίμα που αυτό το ανταλλάσσουμε μεταξύ μας μια χούφτα άνθρωποι. Εχθρός της λογοτεχνίας είναι  η κρίση, ο αποπροσανατολισμός του κοινού και η παντελής έλλειψη πολιτικής βιβλίου. Ο συγγραφέας είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης.

 

 

-Ωφέλησε ή έβλαψε το βιβλίο, η εποχή;

Κατ’ αρχάς το έβλαψε. Το όφελος είναι ότι όσοι αντιστάθηκαν ουσιαστικά, κέρδισαν σε εσωτερική συγγραφική ζωή. Σαν να περάσαμε (να περνάμε) μια αρρώστια. Νοσούμε, αλλά δεν το βάζουμε κάτω.

 

-Μοτέλ Μορένα, Μπαρ Φλωμπέρ, Οδός Θησέως, Μελίσσια… Τι σημαίνει ο Τόπος για το δικό σας μυθιστόρημα, κύριε Σταμάτη;

Τόπος… Χώρος. Με αφορμή του τι σημαίνει ο Τόπος για το μυθιστόρημα μου,  προκύπτει θεωρώ ένα ενδιαφέρον ευρύτερο ερώτημα. Ποιες ιστορίες παρουσιάζουν περισσότερο ενδιαφέρον για την αφήγηση, εκείνες που εκτυλίσσονται στο δημόσιο χώρο ή στον ιδιωτικό; Δεν υπάρχει, νομίζω, μυθιστόρημα που να μην εμπεριέχει εξίσου σημαντικές σκηνές και σε δημόσιο και σε ιδιωτικό χώρο. Θα μου πείτε τι γίνεται σε ένα μυθιστόρημα-παραλήρημα; Μα και το μυαλό τι είναι; Δημόσιος ή ιδιωτικός χώρος; Μήπως δε φέρει όλη τη σχέση με το δημόσιο -το συλλογικό ασυνείδητο; Οι μνήμες ενός ανθρώπου, οι αναμνήσεις του, ναι μεν είναι ιδιωτικές, αλλά είναι συνδυασμένες με εξοχή, με παιδικά βιώματα, με σχέσεις με τους άλλους. Εφόσον έχουν σχέση με τους άλλους και οι άλλοι είναι δημόσιος χώρος, αυτόματα η αφηγηματική εικόνα διευρύνεται. Η λογοτεχνία, ακολουθώντας θα λέγαμε το λειτουργικό της διάγραμμα, χτίζει «περιπέτειες αισθημάτων». Το επιτυγχάνει πλάθοντας ατμόσφαιρες οι οποίες λειτουργούν ως «περιβάλλοντα», ως Τόποι αυτών των περιπετειών. Η καλή λογοτεχνία δεν ενδιαφέρεται για την ατμόσφαιρα αυτή καθαυτή (σ’ αυτό περιορίζεται η μικρή λογοτεχνία) αλλά και δεν μπορεί να ξεδιπλώσει τις ιστορίες της χωρίς δουλειά πάνω στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, στον Τόπο. Μορφή και περιεχόμενο ή (μιλώντας αρχιτεκτονικά) όψη και λειτουργία, την ενδιαφέρουν ταυτόχρονα.

 

-Και «ένας πενταμελής θίασος», το θέατρο και οι συν αυτώ είναι, επίσης, κάτι που σας αφορά… έτσι δεν είναι; και πώς θα μπορούσε, εξάλλου, να μη σας αφορά…

Φυσικά, μια και το θέατρο είναι ο «φυσικός» μου Τόπος, έχω  σχέση ζωής με αυτόν. Παλαιότερα ως θεατής και μαγεμένος παρατηρητής των παρασκήνιων, εσχάτως με ενεργή παρουσία ως θεατρικός συγγραφέας.

 

-Και οι συγγραφείς, ζωγράφοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σας μυθιστορηματικά πρόσωπα επίσης είναι στις επιλογές σας, τι πρέπει να διαθέτει ένας ήρωας για να γίνει ήρωάς σας, κύριε Σταμάτη;

Οι ήρωές μου μπορεί να κυμαίνονται από τον θυρωρό της πολυκατοικίας στα Μελίσσια, μέχρι τον Κυβερνήτη του νησιού στο Μοτέλ Μορένα. Αυτό που πρέπει να διαθέτει ένα πρόσωπο για να με εμπνεύσει να το πλάσω, είναι η δυνατότητα να αποτελεί ένα τρισδιάστατο ενδιαφέρον ανθρώπινο ον. Όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα όντα του πλανήτη εάν τα φωτίσει κανείς υπό ορισμένη γωνία.

 

-Μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Να μου μιλήσει, να μου εμφανιστεί. Εδώ και χρόνια καμία ιστορία δεν μου έχει έρθει με αρχή, μέση και τέλος, ούτε έχω επιδιώξει να κατασκευάσω ένα σχεδιάγραμμα, έναν οδικό χάρτη. Εμφανίζεται μια ιδέα από το πουθενά. Όμως για να έχει συμβεί αυτό η ιδέα αυτή έχει προκριθεί μέσα από άλλες, έχει «κερδίσει», έχει «αγωνιστεί». Έχει «προκριθεί» και θα γονιμοποιηθεί. Κάτι  δηλαδή σαν εγκυμοσύνη. Ύστερα ακολουθούν όλα τα υπόλοιπα στάδια μέχρι την αποκοπή της από τον ομφάλιο λώρο.

 

-Τι είναι η Μορένα, κύριε Σταμάτη; Και γιατί αυτό εδώ το βιβλίο είναι διαφορετικό;

Η ίδια η Μορένα είναι μια σλάβικη θεότητα του Κάτω Κόσμου. Δεν είναι όμως η αυτή η κυρίαρχη περσόνα του μύθου στο βιβλίο. Κυρίαρχος είναι ο πέραν του «πολιτισμού» μύθος, εκείνος που δεν χρειάζεται καν την Μορένα, ο αδιαμεσολάβητος τρόπος του Κόσμου. Ο α-διανόητος Κόσμος.

 

 

-Και το ελάφι; Να αναφερθούμε στη σημειολογία του;

Το ελάφι είναι ένα ζώο με πολλαπλή σημειολογία. Κυριαρχικά θυσιαστική. Εκείνο που συνέλαβα αρχικά ήταν εικόνες από ένα ανέμελο μοναχικό ελάφι στη φύση και ακολούθως εικόνες από κορνιζαρισμένα κεφάλια ελαφιών, τρόπαια σε σπίτια κυνηγών. Μου φάνηκε λοιπόν εξαιρετικά ενδιαφέρον να δώσω στο ελάφι την πρώτη, κυρίαρχη αφηγηματική φωνή. Και να προσδώσω ταυτόχρονα στην σεκάνς αυτή ένα διφορούμενο τέλος μια και δεν ξέρουμε εάν επέζησε ή όχι. Το ελάφι βγαίνει από τα περίχωρα του Αλλού Τόπου και συγκρούεται με το όχημα που μεταφέρει την Τέχνη. Έτσι ήθελα να αρχίζει το βιβλίο μου.

 

-«Δεν είστε ξένοι, είστε ξενιτεμένοι. Ξενιτεμένοι από την πραγματική ζωή. Εσείς έχετε την επικαρπία της ύπαρξης, κάνετε δηλαδή περιορισμένη χρήση του χώρου που σας δόθηκε. Εμείς κάνουμε συνολική χρήση», θα πει ο Κυβερνήτης του τόπου, στον σκηνοθέτη σας. Αυτό είμαστε, κύριε Σταμάτη; Ξενιτεμένοι και φιλοξενούμενοι στη ζωή;

Στη ζωή απλώς είμαστε. Μπορεί να είμαστε οι οικοδεσπότες διότι χωρίς εμάς δεν υπάρχει τίποτα μια και τίποτα δεν μπορεί να συνειδητοποιηθεί από το εγώ μας εάν δεν υπάρχουμε, ή ωραιότατα μπορεί να είμαστε και οι φιλοξενούμενοι-ξενιτεμένοι μια και πέφτουμε ακούσια σε ένα χώρο που δεν ξέρουμε, χωρίς να τον διαλέγουμε, με μόνο σίγουρο δεδομένο την τελική εξαφάνιση.

 

-Και ο Χρόνος, κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει και με τον χρόνο. Να πούμε τι ακριβώς γίνεται με τον Χρόνο σ’ αυτό εδώ τον αλλόκοτο τόπο;

Ο χρόνος είναι μια διάσταση-δώρο προς τον συγγραφέα. Ίσως δεν υπάρχει άλλη τέχνη στην οποία η ευκαμψία του να αποτελεί τόσο ευεργετικό εργαλείο για τον δημιουργό. Κάτι τόσο μετρήσιμο και τόσο σχετικό ταυτόχρονα όπως ο χρόνος, είναι βασικό «όπλο» στη φαρέτρα του λογοτέχνη. Δεν θέλω να αποκαλύψω πράγματα, αλλά ας μείνουμε στην επισήμανση ότι ο χρόνος είναι κι εκείνος ενας χαρακτήρας του βιβλίου.

 

-Το «Μοτέλ Μορένα» έχω την εντύπωση ότι εντέλει αποτελεί ένα σύμπαν, μια κοσμοθεωρία, τι απαιτήθηκε για να φτάσετε εκεί;

Διαίσθηση, ενσυναίσθηση και στοχασμός. Εάν άφημα στον Κόσμο. Χωρίς πρόσημα. Δεν έχει πρόσημα ο Κόσμος. Δεν έχει καλό/κακό. Είναι. Υπήρξα, λοιπόν.

 

-«Τέτοια θέα δεν τη βλέπει καθένας. Είναι μεταμορφωτική, θεραπευτική, δεν ταξιδεύεις, ξαναβρίσκεις», θα πρέπει, κύριε Σταμάτη, να απομακρυνθείς για να επικεντρωθείς;

Εννοείται. Η ταύτιση είναι βασικός εχθρός του συγγραφέα. Όπως δεν αποδράς με ένα ταξίδι έτσι δεν αποδράς και με ένα βιβλίο. Ξαναβρίσκεις πράγματα που υπάρχουν μέσα σου. Ξαναζείς μέσω του Άλλου. Άρα είναι χρέος του μυθιστοριογράφου να μην ταυτίζεται και να παρατηρεί.

Έλεγε κάπου ο Ερνέστο Σταμπάτο:
«Στον σύγχρονο κόσμο που τον έχει εγκαταλείψει η φιλοσοφία, που τον έχουν κατακερματίσει οι εκατοντάδες επιστημονικές εξειδικεύσεις, μας έμεινε το μυθιστόρημα ως έσχατο παρατηρητήριο απ’ όπου μπορείς να αγκαλιάσεις την ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο».

 

-Υπήρξε ένα τέτοιο ταξίδι η μετάβασή μας, τελικά, στη νέα μας εποχή;

Κάθε μέρα είναι ταξίδι. Βραχυπρόθεσμα λοιπόν υπήρξε, ένα ταξίδι συνδεδεμένο με λαϊκισμό, λυρισμό, δημαγωγία και συναισθηματισμό. Αλλά μακροπρόθεσμα δεν είναι παρά μια σκνίπα στον ωκεανό του Κόσμου. Η ιστορία είναι αμείλικτη. Εκείνο που χρειάζεται πια είναι μια περιπλάνηση ουσίας, ένα άνοιγμα του νου πέρα από το επίκαιρο. Καλώς ή κακώς, δεν γίνεται χωρίς στοχασμό. Η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή και ποτέ εύκολη. Κάποιες εποχές βρίσκει ο άνθρωπος ένα εγχειρίδιο πορείας και τραβάει μπρος. Δεν το έχουμε. Πλέον θέλουμε νέα σκέψη για να συλλάβουμε όσα έρχονται. Μια σκέψη υπεράνω του επίκαιρου, του εφήμερου, του φευγαλέου, του άμεσα καταναλώσιμου.

 

 

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top