Fractal

Η χαμένη ευκαιρία

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Λένα Διβάνη «Το πικρό ποτήρι- Ο Καποδίστριας η Ρωξάνδρα και η Ελλάδα», εκδ. Πατάκη

 

Μετά την πτώση του Βυζαντίου τα Επτάνησα κατέληξαν στα χέρια των Ενετών, με τους οποίους αναπτύχθηκαν πολύ και μπόρεσαν αργότερα να βοηθήσουν και τους υπόλοιπους Έλληνες. Οι μορφωμένοι Επτανήσιοι σπούδαζαν στο διάσημο πανεπιστήμιο της Πάντοβα και όταν επέστρεφαν στο νησί τους καλλιεργούσαν και διέδιδαν  στους κατοίκους τη μουσική, την ποίηση και την ζωγραφική. Έφτιαξαν θέατρα, ίδρυσαν πανεπιστήμιο και αγάπησαν την Όπερα. Ταυτόχρονα ανέπτυξαν ναυτικές εμπορικές επιχειρήσεις και αξιοποίησαν τον ορυκτό πλούτο του τόπου.

Ως προς την διοίκηση, οι Ενετοί είχαν επιβάλλει ένα ταξικό σύστημα κοινωνικής διαστρωμάτωσης, πράγμα που έκανε τη ζωή να μην είναι εύκολη για όλους. Το χαμηλότερο στρώμα που ήταν οι ποπολάροι δεν είχαν κανένα δικαίωμα, ούτε σχολείο δεν μπορούσαν να πάνε. Αυτές οι ταξικές διακρίσεις καταργήθηκαν το 1864 με την ενσωμάτωση των Επτανησίων στην Ελλάδα. Οι Ευγενείς ήταν το ανώτερο στρώμα και μπορούσαν να εγγραφούν στο LIBRO D’ ORO, ( Χρυσή Βίβλος).

Το 1776 γεννιέται στην Κέρκυρα ο Ιωάννης Καποδίστριας και ήταν ο έκτος κατά σειρά από τα δέκα παιδιά, που έφεραν στον κόσμο οι γονείς του. Οι γονείς του ήταν ευγενείς στην καταγωγή. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, που είχε σπουδάσει στην Πάντοβα, ήταν βαθιά θρησκευόμενος και είχε αναμειχθεί με την πολιτική. Η μητέρα του ήταν κόρη ιατρού με καταγωγή από Κύπρο. Ελληνικά σχολεία δεν υπήρχαν στην Κέρκυρα, γιατί οι Ενετοί  είχαν επιβάλει επίσημη γλώσσα τα ιταλικά. Όμως ο πατέρας του Ιωάννη που δεν ξεχνούσε πως ήταν Έλληνας, έφερνε δασκάλους στο σπίτι για να μάθουν όλα τα παιδιά του ελληνικά. Ο Ιωάννης ήταν φιλομαθής και μαζί με τα ελληνικά έμαθε λατινικά, ιταλικά και γαλλικά. Στα δεκαεπτά του πήγε στην Πάντοβα για να σπουδάσει Ιατρός. Την εποχή εκείνη ξέσπασε και η Γαλλική Επανάσταση. Οι φλογερές ιδέες είχαν φτάσει και στην Πάντοβα, όμως ο Ιωάννης προβληματίστηκε, γιατί η βίαιη ανατροπή  των πάντων του φαινόταν καταστροφική, γιατί δεν του ταίριαζε στον μετρημένο χαρακτήρα του και στην συντηρητική ανατροφή, που είχε πάρει από τους γονείς του. Το μόνο που κράτησε ήταν η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Εκείνος πίστευε ότι η μόρφωση των ανθρώπων είναι αυτή που διώχνει τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες και ότι η πνευματική καλλιέργεια απελευθερώνει τον άνθρωπο. Στην Πάντοβα όντας φοιτητής της Ιατρικής, κατάφερε να συνδυάσει και τις επιστήμες της νομικής, της φιλοσοφίας και της φιλολογίας. Ήταν μόλις είκοσι ενός χρόνων όταν γύρισε στην Κέρκυρα ως γιατρός, που πρόσφερε ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες του, στους φτωχούς και περιφρονημένους ποπολάρους.

Το 1797 ο αυτοκράτωρ της Γαλλίας Ναπολέων κήρυξε πόλεμο στη Βενετία κι αφού τη νίκησε, κατέλαβε τα Επτάνησα και την Κέρκυρα φυσικά. Οι τίτλοι ευγενείας και η Χρυσή Βίβλος κάηκαν και οι καταπιεσμένοι ποπολάροι ξεσηκώθηκαν ζητώντας ισότητα. Προκειμένου να φύγουν οι Γάλλοι επαναστάτες από τα Επτάνησα ενώθηκαν οι Ρώσοι με τους Οθωμανούς. Η συμμαχία αυτή έδιωξε τους Γάλλους και το 1800 δημιουργήθηκε η Επτάνησος Πολιτεία, που δεν άρεσε στους Επτανήσιους. Τότε ήταν που ο Ιωάννης Καποδίστριας ασχολήθηκε με την πολιτική. Ο Ιωάννης από έκτακτος επίτροπος της κυβέρνησης,  γρήγορα έγινε γραμματέας της επικράτειας με ειδικότητα στις εξωτερικές σχέσεις, στη ναυτιλία και στο εμπόριο. Σύντομα έγινε και κυβερνήτης, που συμμετείχε στη διαμόρφωση του καινούριου προοδευτικού Συντάγματος των Επτανήσων. Σύμφωνα με αυτό, όλοι οι Επτανήσιοι μπορούσαν να συμμετέχουν στα κοινά, αρκεί να είχαν αρκετή περιουσία. Επίσης όλες οι θρησκείες ήταν ανεκτές και κυρίως όλα τα παιδιά είχαν το δικαίωμα να σπουδάσουν στα σαράντα ελληνικά σχολεία, που ίδρυσε ο Καποδίστριας. Επίσης ίδρυσε και μια ανώτερη σχολή για να σπουδάζουν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι κληρικοί. Επειδή υπήρχαν επαναστάτες στα Επτάνησα, που δεν συμφωνούσαν με την Επτάνησο Πολιτεία, που τους επέβαλαν οι Ρώσοι και οι Οθωμανοί, αναγκάστηκε ο τσάρος να στείλει έναν έμπειρο διπλωμάτη τον Γεώργιο Μοντσενίζο μαζί με ρωσικά στρατεύματα, προκειμένου να βάλουν τους επαναστάτες στη θέση τους. Ο Καποδίστριας αναγκάστηκε ο ίδιος να μεταβεί στην Κεφαλονιά για να αποκαταστήσει την τάξη. Ο Μοντσενίζο που τον ακολούθησε εντυπωσιάστηκε από τα διπλωματικά και επιτελικά προσόντα του Ιωάννη, που του ζήτησε να γίνουν φίλοι.

Η Επτανήσιος πολιτεία δεν ήταν γραφτό να ζήσει για πολύ, γιατί το 1807, που ο Ναπολέων έκανε ανακωχή με τον τσάρο, τα Επτάνησα έπεσαν πάλι στα χέρια των Γάλλων. Φυσικά ο Καποδίστριας χάνει τη θέση του, όμως δέχεται μια πολύ καλή πρόταση από τον φίλο του τον Μοντσενίζο, που του ζητά να πάει στην Πετρούπολη να δουλέψει για τη Ρωσία. Τον Ιούλιο του 1808 ο Καποδίστριας λαμβάνει  μία επιστολή, που τον καλεί ο ίδιος ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ να πάει στην Πετρούπολη. Ο Καποδίστριας δέχτηκε γιατί πίστευε ότι ο τσάρος θα ενδιαφερόταν να βοηθήσει την Ελλάδα. Ο Καποδίστριας έφτασε στην Πετρούπολη το 1809, όμως του ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί στο κλίμα αυτής της χώρας, χωρίς ήλιο, συνεχή βροχή, δριμύ κρύο ακόμα και το καλοκαίρι, πυκνό χιόνι και αδιανόητο ψύχος το χειμώνα.

Στις 24 Απριλίου ο τσάρος τον καλωσόρισε με αγάπη δίνοντας μάλιστα κι έναν χορό προς τιμή του, όπου κέρδισε τους πάντες με την προσωπικότητά του, τις γνώσεις του και τους  ωραίους τρόπους του. Το 1811 πήρε το πρώτο πόστο του ως υπεράριθμος διπλωματικός υπάλληλος στη Ρωσική Πρεσβεία της Βιέννης. Δεν ήταν ευχαριστημένος γι’ αυτήν την θέση, γιατί τότε είχε ερωτευτεί τη μοναδική γυναίκα, που αγάπησε στη ζωή του, την εικοσιτριάχρονη Ρωξάνδρα και φοβόταν πως αν πήγαινε στην Βιέννη θα την έχανε. Η Ρωξάνδρα ήταν ένα πολύ ξεχωριστό κορίτσι. Ο πατέρας της ήταν ο φεουδάρχης Σκαρλάτος Στούρτζας, πλούσιος ελληνομολδαβικής οικογένειας, βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Η μητέρα της η Σουλτάνα ανήκε στην ένδοξη Φαναριώτικη οικογένεια του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μουρούζη. Παντρεύτηκαν στην Πόλη κι έκαναν πέντε παιδιά. Η Ρωξάνδρα ήταν η τρίτη στη σειρά. Μετά από αυτήν γεννήθηκε ο Αλέξανδρος, ο οποίος έγινε σπουδαίος διπλωμάτης και φίλος του Καποδίστρια. Τα παιδιά πήραν γενική μόρφωση και ελληνική αγωγή. Το 1800 η οικογένεια της Ρωξάνδρας αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στην Πετρούπολη. Το 1805 η Ρωξάνδρα έγινε κυρία επί των τιμών πρώτα στη βασιλομήτορα και μετά στην τσαρίνα Ελισαβέτα. Ο ίδιος  ο τσάρος της είχε αδυναμία.

Ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ ήταν αδύναμος ν’ αντισταθεί στην πίεση των ευγενών. Ήταν άβουλος, μπερδεμένος και συχνά κατέληγε στο κλάμα και στις νευρικές εκρήξεις. Παντρεύτηκε μια ψυχρή Γερμανίδα, που του υπέδειξε η γιαγιά του την Ελισαβέτα, με την οποία δεν ταίριαζαν καθόλου, γιατί ο ένας δεν μπορούσε να καταλάβει τον άλλον. Έτσι η  Ελισαβέτα βρήκε παρηγοριά στον Πολωνό πρίγκιπα και  ο τσάρος κατέφευγε στην αγκαλιά της καλλονής Μαρίας Ναρίσκινα. Γρήγορα  όμως πήρε θέση στην καρδιά του και η Ρωξάνδρα. Έγινε όμως μόνο έμπιστη φίλη και προνομιακή συνομιλήτριά του. Ήταν η μόνη που έδειχνε να τον καταλαβαίνει και η μόνη που μπορούσε να τον παρηγορήσει και να τον ηρεμήσει.

Η Ρωξάνδρα από την πρώτη στιγμή που συνάντησε τον Καποδίστρια κατάλαβε ότι αυτός ήταν το πεπρωμένο της. Αμέσως έγιναν φίλοι και γρήγορα τον κάλεσε στο σπίτι της, το οποίο επισκεπτόταν δυο φορές την εβδομάδα. Στο σπίτι αυτό ο Καποδίστριας γνώρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που ήταν αξιωματικός στον Ρωσικό στρατό και αργότερα έγινε αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.  Η σχέση που ανέπτυξε με την Ρωξάνδρα ήταν άμεση και δυνατή, όμως ποτέ δεν υπήρξε άγγιγμα, φιλί ή πρόταση. Κανένα από τα συναισθήματά του δεν της εξέφρασε ούτε τότε, που του ήρθε ο διορισμός του για τη Βιέννη. Το μόνο που έκανε τότε ήταν να βάλει την Ρωξάνδρα να παίξει στο πιάνο το τραγούδι του αποχαιρετισμού από τη σονάτα του Μπετόβεν και της είπε ότι με βαθιά λύπη φεύγει, αλλά πρέπει να πάει γιατί έχει τάξει τη ζωή του στην πατρίδα του την Ελλάδα.

Το 1811 ο Ναπολέων, αφού είχε κατακτήσει όλη την Ευρώπη, στράφηκε εναντίον της Ρωσίας, γιατί μόνο αυτή του είχε μείνει και ήθελε να την συντρίψει. Όμως αντί να την συντρίψει αυτός, τον συνέτριψαν οι Ρώσοι,  εφαρμόζοντας την έξυπνη τακτική της καμένης γης και του ανταρτοπόλεμου. Έτσι αναγκάστηκε ο γαλλικός στρατός να υποχωρήσει. Η οπισθοχώρηση όμως έγινε ο τάφος τους, γιατί ο χειμώνας ήταν δυσβάστακτος για τους αμάθητους στρατιώτες, που δεν κατάφεραν να ζήσουν στο είκοσι ή τριάντα υπό το μηδέν. Από το μισό εκατομμύριο που είχε πάρει μαζί του ο Ναπολέων έζησαν μόλις είκοσι επτά χιλιάδες στρατιώτες. Έτσι ο τσάρος έγινε ο ήρωας της Ευρώπης.

Στη Βιέννη  η υπηρεσία ζήτησε από τον Καποδίστρια να αναλύει διάφορα σχέδια σχετικά με τη ρωσική στάση απέναντι στις πολεμικές εξελίξεις. Η ευφυΐα του και ευθυκρισία του εντυπωσίασαν τους ανωτέρους του και γι’ αυτό του έδωσαν τη διαταγή να πάει στο Βουκουρέστι και να τεθεί στη διάθεση του αρχιστράτηγου του ρωσικού στρατού στον Δούναβη Μιχαήλ Κουτούζοφ. Τώρα που άρχισε να του αρέσει η Βιέννη πρέπει να φύγει. Η Βιέννη ήταν μέγα κέντρο παροικιακού ελληνισμού που διέπρεπε στο εμπόριο, αλλά διακινούσε πατριωτικές επαναστατικές ιδέες κι επειδή ο Καποδίστριας έκανε παρέα με όλους αυτούς, θορυβήθηκε ο Αυστριακός υπουργός των εξωτερικών Μέττερνιχ και τον είχε υπό στενή παρακολούθηση. Ο Καποδίστριας στεναχωρήθηκε που ο τσάρος τα βρήκε με τους Τούρκους κι έβλεπε ότι η Ρωσία άφηνε τους βαλκανικούς λαούς κι άρα η αυγή θα αργούσε να έρθει για την πατρίδα του. Η ένταση που ζούσε στο Δούναβη είχε σαν αποτέλεσμα ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά του. Η Ρωσία τελικά θριάμβευσε και η συνεισφορά του αναγνωρίστηκε πανηγυρικά. Ο τσάρος τον παρασημοφόρησε και του άνοιξε τις πόρτες του γραφείου του. Ο Αλέξανδρος ο αδελφός της Ρωξάνδρας δούλευε στο γραφείο του Καποδίστρια ως μεταφραστής κι έτσι η Ρωξάνδρα μάθαινε νέα του Καποδίστρια. Ο τσάρος συγκλονισμένος από την εμπειρία του πολέμου, άνοιξε την καρδιά του στην Ρωξάνδρα και η γυναίκα του ζήλεψε. Η Ρωξάνδρα τον άκουγε, τον συμβούλευε, τον στήριζε και του έδινε κουράγιο, επειδή ήξερε πως δεν διέθετε ηγετικά προσόντα και μπροστά στον Ναπολέοντα ένιωθε εκμηδενισμένος.

Το 1813 ο τσάρος στέλνει τον Καποδίστρια στην Ελβετία, γιατί ο Ναπολέων είχε κατακερματίσει τους Ελβετούς και τώρα που ηττήθηκε, έπρεπε να απομακρυνθεί η γαλλική επιρροή και να γίνει η Ελβετία ένα κράτος ουδέτερο στην καρδιά της Ευρώπης. Όταν έφτασε ο Καποδίστριας βρήκε μία χώρα στο χείλος του εμφυλίου. Μέσα σ’ ένα χρόνο όμως ο Καποδίστριας κατάφερε με τη διπλωματία και τις διαπραγματεύσεις να φτιάξει ένα ομοσπονδιακό κράτος, με αυτόνομα καντόνια, που κάθε καντόνι θα είχε σύνταγμα και ίσα δικαιώματα με όλα τ’ άλλα. Επίσης κατάφερε να περιορίσει την επιρροή της Αυστρίας στην Ελβετία. Άλλος ένας λόγος, που ο Μέττερνιχ τον έβαλε στην μαύρη λίστα ενώ ο τσάρος τον έβαλε τρίτο στην ιεραρχία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας.

 

Λένα Διβάνη

 

Το 1813 ήταν το τέλος του Ναπολέοντα κι εκείνη την εποχή η Ελισαβέτα θέλει να ταξιδέψει στην Πρωσία να συναντήσει τον σύζυγό της. Όμως αυτό ήταν πρόφαση, γιατί η Ελισαβέτα είχε σχέδια να πάρει μαζί της την Ρωξάνδρα, που άλλωστε της το είχε ζητήσει κι εκείνη, για τους δικούς της λόγους, που αφορούσαν στον Καποδίστρια. Η Ελισαβέτα όμως ήθελε να πάει στη Βαϊμάρη για  να παντρέψει την Ρωξάνδρα, που τη ζήλευε εξαιτίας της ιδιαίτερης συμπάθειας που της είχε ο τσάρος,  μ’ έναν εξάδελφό της, τον κόμητα Έντλινγκ, προκειμένου να σώσει τον γάμο της με τον τσάρο. Όταν έφτασαν στη Βαϊμάρη η Ρωξάνδρα χάρηκε ιδιαίτερα, γιατί έφτασε μία άμαξα και της έφερε επιστολή από τη Ζυρίχη γραμμένη από τον Καποδίστρια, που της έγραφε για την επιτυχία που είχε στην Ελβετία. Της έγραφε επίσης ότι αυτά τα τρία χρόνια που ήταν μακριά της, κρατούσε ημερολόγιο μόνο γι’ αυτήν και αδημονούσε να της το δώσει. Της έλεγε μάλιστα ότι σύντομα θα μιλούσε γι’ αυτήν στους δικούς του και ήθελε κι αυτή να μιλήσει στους δικούς της και συμπλήρωνε ότι θα έπρεπε να δείχνει υπομονή, γιατί ήθελε να διευθετήσει το θέμα της Επτανήσου μετά την αποχώρηση των Γάλλων. Η Γερουσία της Επτανήσου αναθέτει στον Καποδίστρια να την εκπροσωπήσει στο Συνέδριο της Βιέννης. Εντωμεταξύ είχαν πάει οι Άγγλοι για να διώξουν τους Γάλλους από το νησί και παρέμειναν αυτοί να διοικούν. Αυτό δεν άρεσε στους Επτανήσιους, αλλά ούτε και στο Καποδίστρια, γι’ αυτό ζήτησε βοήθεια από τον τσάρο. Ο τσάρος όμως του είπε ότι δεν μπορεί να διώξει τους Άγγλους,  επομένως κι εκείνος δεν μπορεί να κάνει κάτι δίχως την άδεια του τσάρου.  Από το συνέδριο η Αγγλία πήρε  επίσημα το δικαίωμα κατοχής της Επτανήσου και ο Καποδίστριας ήταν πολύ στεναχωρημένος.

Ένα βράδυ ο Καποδίστριας πήγε στο σπίτι της Ρωξάνδρας και της έδωσε ένα δαχτυλίδι. Στην πέτρα του ήταν χαραγμένο το σύμβολο της ψυχής και του έρωτα, μια πεταλούδα που την έκαιγαν φλόγες. Της είπε ότι θέλει να το φορά πάντα και να τον θυμάται. Της είπε ότι στην καρδιά του δεν είχε αλλάξει τίποτα, όμως στη Βιέννη άλλαξε η πορεία και η μοίρα της ζωής του και πρέπει να θυσιάσει την προσωπική του ευτυχία και να αφιερώσει την ζωή του στους αγώνες της πατρίδας του. Η Ρωξάνδρα στεναχωρήθηκε γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο που  την απομόνωνε, αφού είχαν κοινούς στόχους για την πατρίδα. Τότε  η Ρωξάνδρα του εκμυστηρεύτηκε  ότι είχε ένα σχέδιο στο μυαλό της για τα ελληνόπουλα της Βιέννης και ότι ήθελε να ιδρύσει τη Φιλόμουση Εταιρεία, που σκοπό θα είχε να ανεβάσει το πνευματικό επίπεδο των  Ελλήνων που έμεναν εκεί, μορφώνοντας τα παιδιά τους. Τέλος  του αποκάλυψε, ότι η τσαρίνα επιμένει να την παντρέψει με τον εξάδελφό της, κι ενώ δεν θέλει, δεν έχει τη δύναμη να αρνηθεί, οπότε αναγκαστικά η ένωση τους διαλύεται, αλλά του υπόσχεται ότι ποτέ δεν θα λείψει ο ένας από το πλευρό του άλλου και θα τηρήσουν την υπόσχεσή τους μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος.

Στο Συνέδριο όλοι πρόσεξαν πως ο τσάρος έτρεφε απεριόριστη αγάπη και σεβασμό στον Καποδίστρια, ο οποίος γρήγορα βρέθηκε στην κορυφή  της ρωσικής αντιπροσωπείας. Αυτό δυσαρέστησε τον Μέττερνιχ και πρόσθεσε ο ίδιος, άλλο ένα λιθαράκι στην αντιπάθειά του γι’ αυτόν, που αμέσως σκέφτηκε ότι ένας τόσο σοβαρός και χαρισματικός Έλληνας δίπλα στον τσάρο ήταν επικίνδυνος, άρα πρέπει να εξοντωθεί.

Το πρώτο θέμα που έθεσε ο Καποδίστριας στο συνέδριο ήταν τα ελληνικά θέματα, όπως τα έθεσε και στον τσάρο. Ο τσάρος όμως μη θέλοντας να κακοκαρδίσει τους Άγγλους και τους Οθωμανούς του αρνήθηκε να κάνει κάτι γι’ αυτά.  Τότε ο Καποδίστριας του είπε να τον βοηθήσει να κάνει την Φιλόμουση Εταιρεία στη Βιέννη. Ο τσάρος αυτό το δέχτηκε και του πρόσφερε να του δίνει διακόσια ολλανδικά δουκάτα το χρόνο. Συγχρόνως πολλοί ευγενείς και πλούσιοι δέχτηκαν να συνεισφέρουν χρήματα κι έτσι ξεκίνησε η Εταιρεία το 1814. Στα διαλείμματα του συνεδρίου μάλιστα ο Καποδίστριας μιλούσε εύγλωττα για τα προβλήματα της Ελλάδας,  χωρίς εθνικούς ανταγωνισμούς και επαναστατικές εξάρσεις, οπότε κατάφερε να δημιουργήσει ένα φιλελληνικό κλίμα, που μέχρι και ο Μέττερνιχ γράφτηκε στους υποστηριχτές του φιλελληνικού συλλόγου.

Ο Καποδίστριας δούλευε μαζί με την Ρωξάνδρα, για να πετύχει τον ελληνοκεντρικό σκοπό του, αλλά και για την υλοποίηση της Εταιρείας, που έπρεπε να βρουν υποτροφίες για να σπουδάσουν τα άπορα ελληνόπουλα.

Το 1815 ήρθε η οριστική συντριβή του Ναπολέοντα και η ηγεσία της Ευρώπης μεταφέρθηκε στο Παρίσι για να συζητήσει το μέλλον της Γαλλίας. Η χώρα έπρεπε να τιμωρηθεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πίεζαν να διαλυθεί η χώρα, ο Καποδίστριας, που εκπροσωπούσε τη Ρωσία εισηγήθηκε ήπια τακτική. Να τιμωρηθεί, αλλά δεν ήταν σωστό να διαλυθεί. Οι Γάλλοι θυμήθηκαν το καλό, που τους έκανε ο Καποδίστριας και όταν ο Ιμπραήμ έκαιγε την Πελοπόννησο έστειλαν στρατό να βοηθήσει τους Έλληνες.

Εντωμεταξύ τα Επτάνησα γίνονταν ανεξάρτητο κράτος με δική τους σημαία και ένοπλες δυνάμεις, όμως ήταν υπό την προστασία της Αγγλίας.

Ο Καποδίστριας ήταν τριάντα εννέα ετών, όταν ο τσάρος τον έκανε Υπουργό Εξωτερικών. Όμως αρχίζει να σκέφτεται ότι δεν είχε κανένα νόημα η παραμονή του στη Ρωσία, γιατί άρχισαν να χάνονται και οι δύο αγάπες του, η μία η πατρίδα του που χανόταν από την αδιαφορία του τσάρου και η άλλη η Ρωξάνδρα που χάθηκε από την τσαρίνα, που την πάντρεψε με τον συγγενή της, που όμως ήταν δυστυχισμένη στο πλευρό του κρύου άντρα της και ποτέ δεν έπαψε να αλληλογραφεί  με τον Καποδίστρια με πρόσχημα την Φιλόμουση Εταιρεία.

Ο Καποδίστριας ήταν πολύ απογοητευμένος που ο τσάρος δεν βοηθούσε την πατρίδα του και η υγεία του επιδεινώθηκε όταν έμαθε το θάνατο της μητέρας του,  κι αμέσως έφυγε για την Κέρκυρα να βρεθεί στην κηδεία.

Το 1814 ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία στην Οδυσσό, μια πόλη που είχε ελληνική σφραγίδα,  με σκοπό να σχεδιάσει και να υλοποιήσει την ελληνική εξέγερση. Για να μυήσουν περισσότερους πατριώτες μετέφεραν την έδρα τους στην Κωνσταντινούπολη. Αρχηγός της ανέλαβε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος ήταν από επιφανή φαναριώτικη οικογένεια και διακεκριμένος αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Η απόφαση να περάσει η οργάνωση από τα σχέδια στην πράξη πάρθηκε από τον Υψηλάντη το 1820. Αποφασίστηκε η καρδιά της εξέγερσης να είναι η Πελοπόννησος, με δυνατότητα άμεσης διεύρυνσης πρώτα στη Στερεά και μετά σε Ήπειρο και Θεσσαλία. Ταυτόχρονα θα εμφανίζονται επαναστατικές εστίες στα νησιά του Αιγαίου.

Γίνονταν σύνοδοι με τους ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων και ο Μέττερνιχ κοντράριζε σκληρά τον Καποδίστρια, όμως παραδέχτηκε πως ήταν πολύ δύσκολο να ηττηθεί  αυτός ο πολύ έντιμος άνθρωπος. Στο τέλος του Ιανουαρίου του 1821 άρχισε η ιστορική σύνοδος κορυφής στο Λάιμπαχ, τη σημερινή Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας και έληξε το Μάιο. Εκεί μαθεύτηκαν τα νέα της ελληνικής εξέγερσης και νίκησε ο Μέττερνιχ, γιατί όλοι οι ηγέτες ακόμα και ο τσάρος υπερψήφισαν τη στρατιωτική κατάπαυση των εξεγέρσεων στο Βασίλειο των δύο Σικελιών.

Ο Υψηλάντης παρασυρμένος από το ότι αν ξεκινούσε την επανάσταση από τη Μολδοβλαχία, αντί για την Πελοπόννησο, θα βοηθούσε ο τσάρος, μ’ αυτήν την απόφαση όμως κατάφερε το εντελώς αντίθετο, γιατί ο τσάρος θύμωσε, τον θεώρησε προδότη, που τον έφερε σε δύσκολη θέση με τους Τούρκους και ανέθεσε στον Καποδίστρια να αποδοκιμάσει επισήμως την εξέγερση. Ο Καποδίστριας σοκαρισμένος από το παράτολμο σχέδιο του Υψηλάντη παρακολουθούσε με δεμένα τα χέρια τους Τούρκους να εισβάλουν στη Μολδοβλαχία και να σαρώνουν τους εξεγερμένους.

Ο Καποδίστριας, όπως έγραφε στην Ρωξάνδρα, ήταν καταδικασμένος να πιει αυτό το  πικρό ποτήρι, που έτσι αποδοκιμάστηκε το έργο της επανάστασης. Έκτοτε ο Καποδίστριας πίστεψε ότι οι Έλληνες μόνοι τους θα πρέπει να αγωνιστούν για την ελευθερία τους και τους πρότεινε να εκμεταλλευτούν την εξέγερση του Αλή Πασά, να δράσουν στρατιωτικά να πάρουν το Σούλι και άλλα οχυρά σημεία στην Ήπειρο. Βέβαια η επανάσταση ξεκίνησε από την Πελοπόννησο, όπως είχε σχεδιαστεί και ο Καποδίστριας παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την σφαγή των Ελλήνων Χριστιανών στην Πόλη και τα βασανιστήρια του Πατριάρχη, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι. Ο αδελφός της Ρωξάνδρας ο Αλέξανδρος είπε στον Καποδίστρια, ότι η εξέγερση των Ελλήνων δεν μοιάζει με τις άλλες εξεγέρσεις, που είχαν γίνει στην Ευρώπη και φόβιζαν τους ηγέτες, διότι οι Έλληνες χριστιανοί είναι αναγκασμένοι να παλέψουν ενάντια στη σκλαβιά, που τους έχουν επιβάλλει οι Οθωμανοί. Έτσι άρχισαν να το κυκλοφορούν αυτό σαν δικαιολογητικό, ώστε να ζητηθεί ευλόγως η τσαρική ή η Ευρωπαϊκή βοήθεια. Τότε  η Ρωξάνδρα μαζί με τον Καποδίστρια έγραψαν τριακόσιες σαράντα επιστολές και τις έστειλαν σε ανθρώπους με κύρος σε όλη την Ευρώπη και τη Ρωσία, ώστε να σταθούν στο πλευρό των Ελλήνων. Η πρωτοβουλία δεν άρεσε στον τσάρο κι έτσι οι δυο αγαπημένοι του έπεσαν στη δυσμένειά του.  Ο Μέττερνιχ φυσικά πέταγε από τη χαρά του, όταν έβλεπε ότι ο Καποδίστριας έχανε έδαφος από την τσαρική αυλή.

Ο Καποδίστριας αποφάσισε να φύγει από τη Ρωσία, αφού δεν είχε καταφέρει τον τσάρο να βρεθεί στο πλευρό των Ελλήνων κι έτσι έθεσε στον τσάρο την παραίτησή του, την οποία ο τσάρος δεν έκανε αποδεκτή και του έδωσε άδεια επ’ αορίστου χρόνου, για λόγους υγείας.

Εντωμεταξύ η Ρωξάνδρα συγκέντρωνε μεγάλα ποσά και τα έστελνε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Είχε στείλει μέχρι το 1831 ένα εκατομμύριο ρούβλια. Ο Καποδίστριας εγκατέλειψε τη Ρωσία το 1822 και πήγε στην Ελβετία. Δεν ήθελε να πάει στην Ελλάδα, γιατί άκουγε πως εκεί είχαν κιόλας αρχίσει εμφύλιες έριδες, αλλά κι επειδή ακόμα ανήκε στη Ρωσία. Η Ρωξάνδρα δούλευε ακούραστα. Καλλιέργησε όλες τις εκτάσεις που της είχε χαρίσει ο τσάρος κι έστελνε τρόφιμα στην Οδυσσό για να τραφούν οι Έλληνες χριστιανοί  πρόσφυγες. Ίδρυσε ορφανοτροφείο για τα ορφανά και όλοι οι ξεριζωμένοι Έλληνες από την Πόλη και από άλλες περιοχές βρήκαν καταφύγιο στην αυλή της Ρωξάνδρας. Ο άντρας της τελικά έφυγε για τη Δρέσδη και δεν γύρισε ποτέ.

Ο Καποδίστριας όταν έγινε καλά ενημέρωσε την προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας, πως έπαψε να δεσμεύεται με τον ρωσικό τίτλο και θα κάνει το παν να στηρίξει την επανάσταση. Η αγωνία του η μεγάλη όμως ήταν ο εμφύλιος σπαραγμός των Ελλήνων. Τον Δεκέμβριο του 1825 ο τσάρος πέθανε και μετά από έξι μήνες πέθανε και η γυναίκα του. Στον θρόνο τον διαδέχεται ο αδελφός του ο Νικόλαος, άνδρας πιο σκληρός και αποφασιστικός.

Το 1827 στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας στα τέλη του Μαρτίου αποφάσισαν όλοι ομόφωνα να προσκαλέσουν τον Καποδίστρια να αναλάβει προσωρινά την ηγεσία της Ελλάδας. Του ζήτησαν να γίνει ο πρώτος κυβερνήτης για εφτά χρόνια. Ο Καποδίστριας είχε γνωρίσει όλους τους ηγέτες της Ευρώπης και κατάλαβε, πως αν μια χώρα ήθελε πραγματικά να βοηθήσει, αυτή  ήταν η Ρωσία. Ο νέος τσάρος έστειλε αμέσως τελεσίγραφο στην Πόλη. Αυτή η πρωτοβουλία ανάγκασε την Αγγλία να συνυπογράψει στις 23 Μαρτίου του 1826 το Αγγλορωσικό Πρωτόκολλο της Πετρούπολης υπέρ των Ελλήνων επαναστατών. Αυτό το πρωτόκολλο εξελίχτηκε στην τριμερή συνθήκη Ρωσίας- Αγγλίας-Γαλλίας, που υπογράφτηκε το 1827 στο Λονδίνο. Αυτή προέβλεπε Οθωμανική ανακωχή και ίδρυση Ελληνικού κράτους. Ενώ έξω πήγαιναν καλά τα πράγματα, στο εσωτερικό των Ελλήνων ο εμφύλιος καλά κρατούσε και είχε διαλύσει τα πάντα.

 

 

Ο Καποδίστριας πούλησε όλα τα υπάρχοντά του και τα χρήματα τα έστειλε στην Ελλάδα για να εφοδιάσει η προσωρινή κυβέρνηση τα φρούρια που της έμειναν με πολεμοφόδια και τρόφιμα. Το κακό είναι που απροσδόκητα πέθανε ο Άγγλος πρωθυπουργός Κάννινγκ, ο οποίος δεν ήταν τόσο αρνητικός στο ελληνικό θέμα και το χειρότερο είχε εισβάλει στην Πελοπόννησο με στρατό και στόλο ο Ιμπραήμ αποφασισμένος να καταπνίξει οριστικά την επανάσταση, που αιμορραγούσε από τον εμφύλιο. Οι Άγγλοι μετέφεραν με πλοίο τον Καποδίστρια κι εκεί έμαθε για την βύθιση και την καταστροφή του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου στη ναυμαχία του Ναβαρίνου από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις.

Ο Καποδίστριας έφτασε τον Γενάρη στην Αίγινα την προσωρινή έδρα της κυβέρνησης, αφού πέρασε για λίγο από το Ναύπλιο όπου μαινόταν ο εμφύλιος. Μέχρι να φτάσει είχε ήδη  φροντίσει για την κοπή νομισμάτων, γιατί ήταν ζήτημα κύρους η χώρα να έχει δικό της  εθνικό νόμισμα, τον φοίνικα. Έπρεπε να ιδρύσει τράπεζες, νοσοκομεία και ό,τι άλλο χρειαζόταν ένα κράτος για να λειτουργήσει. Ο Καποδίστριας προχώρησε ταχύτατα στο έργο της ανοικοδόμησης. Η Ρωξάνδρα του έγραφε ότι θα μπορούσε να βρίσκεται κοντά του σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, όμως αυτός δεν ήθελε να τη φορτώσει με τα δικά του βάρη. Ο Σουλτάνος με καμία δύναμη δεν παραδεχόταν την πανωλεθρία του και ήθελε να συντρίψει τους Έλληνες. Ο τσάρος Νικόλαος το 1828 του κήρυξε τον πόλεμο και ζήτησε από τους Άγγλους και Γάλλους να στείλουν τους Πρέσβεις τους στον Πόρο για να συζητήσουν για τα σύνορα του καινούριου Ελληνικού κράτους.

Το 1828 πρώτα οι Άγγλοι υπέγραψαν πρωτόκολλο δήθεν προστατευτικό προς τους Έλληνες, με το οποίο τίθενται υπό την προστασία των τριών Δυνάμεων μόνο η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες. O Καποδίστριας στη συγκέντρωση στον Πόρο με τους Πρέσβεις προσπάθησε να τους πείσει ότι τα περιορισμένα σύνορα θα καταδίκαζαν σε θάνατο τη χώρα του πριν ακόμα γεννηθεί και υποστήριξε, ότι διεκδικεί να διατηρεί στρατό ώστε να μπορέσει να διατηρηθεί η μάχη στα διεκδικούμενα εδάφη. Τελικά οι Πρέσβεις πρότειναν μια ικανοποιητική συνοριακή γραμμή, που ένωνε τον κόλπο της Άρτας με τον κόλπο του Βόλου με απαραίτητη την Εύβοια και πρότειναν επίσης κληρονομικό ηγεμόνα στην Ελλάδα. Οι Άγγλοι φοβούμενοι τους Ρώσους έσπευσαν να αποδεχτούν τελικά την εισήγηση που έστειλαν οι Πρέσβεις. Στις 22Μαρτίου 1829 υπογράφηκε από τις τρεις Δυνάμεις το Πρωτόκολλο. Εντωμεταξύ οι Ρώσοι νίκησαν τους Τούρκους φτάνοντας μέχρι την Αδριανούπολη και υποχρέωσαν τον Σουλτάνο να δεχτεί τη συνοριακή γραμμή κόλπου Άρτας, κόλπου Βόλου για την Ελλάδα. Όμως οι Άγγλοι με την πονηριά τους και για να ευχαριστήσουν τον Σουλτάνο πρόσφεραν στους Έλληνες την ανεξαρτησία τους, με αντάλλαγμα την περικοπή εδαφών, πράγμα που δεν το είχε δεχτεί ο Καποδίστριας και δεν υπέγραψε το επίσημο χαρτί του 1830,  που το είχαν υπογράψει οι τρεις Δυνάμεις, διότι τους είπε ότι η Εθνοσυνέλευση έχει τον πρώτο λόγο και αυτή πρέπει να το εγκρίνει. Παρ’ όλα αυτά οι εχθροί του Καποδίστρια βρήκαν την ευκαιρία να διαδώσουν πως έκανε κακούς χειρισμούς στο εδαφικό.

Άλλο θέμα ήταν η επιλογή βασιλιά. Οι Δυνάμεις ετοίμαζαν τον Λεοπόλδο του Σαξ Καβούργου, όμως αυτός όταν διαπίστωσε ότι τα πράγματα δεν ήταν εύκολα στην Ελλάδα, παραιτήθηκε. Οι εχθροί του Καποδίστρια βρήκαν την ευκαιρία να πουν ότι η αιτία της παραίτησης του Λεοπόλδου ήταν ο Καποδίστριας, γιατί ήθελε να μείνει ισόβιος κυβερνήτης.

Ο Καποδίστριας όταν ανέλαβε ως Κυβερνήτης, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ιδρύσει σχολεία και παιδική χορωδία, γιατί πίστευε πως έπρεπε  να σωθεί η ψυχή της νέας γενιάς και μόνο η τέχνη και η εκπαίδευση μπορούν να το κάνουν αυτό. Μάλιστα για να μάθουν γράμματα τα ελληνόπουλα υιοθέτησε την αλληλοδιδακτική μέθοδο, επειδή δεν υπήρχαν χρήματα, αλλά και ούτε πολλοί μορφωμένοι ήθελαν να γίνουν δάσκαλοι. Την εκπαίδευση την ανέθεσε σε εμπνευσμένους ανθρώπους σαν τον Γεώργιο Γεννάδιο, τον Ιωάννη Κοκκώνη και τον Ανδρέα Μουστοξύδη.  Ο Καποδίστριας προωθούσε και την τεχνική Εκπαίδευση, γιατί μια χώρα δεν μπορεί να ζήσει μόνο με διανοούμενους. Έκανε επίσης τα πάντα για να στηρίξει τον αγροτικό τομέα κι έπρεπε να αυξήσει την παραγωγή με νέα τεχνολογία και νέα προϊόντα, όπως η πατάτα, γι’ αυτό ίδρυσε γεωργική σχολή, για να εκπαιδεύσει νέους αγρότες. Είχε κάνει έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό για το αναδυόμενο ελληνικό κράτος. Η χώρα εντωμεταξύ αργοπέθαινε από τις εμφύλιες έριδες, γι’ αυτό αναγκάστηκε να επιβάλει αναστολή του Συντάγματος και δημιούργησε μια Προεδρική Δημοκρατία με πολύ αυξημένες αρμοδιότητες του Προέδρου μαζί με εικοσιεπταμελές συμβούλιο το λεγόμενο « Πανελλήνιον».

Το κράτος για  να ζήσει έπρεπε να αποκτήσει μια κεντρική διοίκηση στην οποία έπρεπε να υπακούουν όλοι και φυσικά ο στρατός, η εκκλησία και οι τοπάρχες. Μόνο ο λαός καταλάβαινε την προσπάθεια του Καποδίστρια και ιδιαίτερα οι γεωργοί. Αυτοί όμως που είχαν τη δύναμη από την εποχή του πασά τον είχαν βάλει στο στόχαστρο, γιατί αναγκαζόταν να σκληραίνει τη στάση του σ’ αυτούς. Οι πλέον ορκισμένοι εχθροί του βρίσκονταν στην Ύδρα και στη Μάνη. Οι πιο ξακουστοί Μανιάτες οι Μαυρομιχαλαίοι θεωρούσαν ότι ο κυβερνήτης σφετερίζεται την εξουσία τους και τα έσοδα του τόπου τους πίστευαν πως τους ανήκαν και δεν έπρεπε να καταλήγουν στο δημόσιο ταμείο, γι’  αυτό κατέληξαν να αρπάξουν με το έτσι θέλω το ταμείο του τελωνείου στο Λιμένι, λέγοντας πως τους χρωστούσε το κράτος.

Ο Υδραίος Μιαούλης, που πλούτιζε από το λαθρεμπόριο σιταριού, όταν Κυβερνήτης ήταν ο Κουντουριώτης κέρδιζε πολλά, τώρα με τον Καποδίστρια έχανε χρήμα, γιατί έπρεπε να   πάρει  και το κράτος  και από τον θυμό του έκαψε δύο από τα καλύτερα πλεούμενα που είχε αγοράσει η νεογέννητη πολιτεία με κόπο. Ο Καποδίστριας προσπάθησε να τα βρει μαζί τους, αλλά αυτοί το μόνο που ήθελαν ήταν να διασφαλίσουν τα προνόμιά τους και στο μέλλον. Επειδή το Καποδίστριας το αρνήθηκε τους έκανε θανάσιμους εχθρούς.  Όσοι ήταν δυσαρεστημένοι από τον Καποδίστρια έφτιαξαν, μαζί με τους Άγγλους που δεν τον χώνευαν, γιατί τον θεωρούσαν Ρωσόφιλο, έναν ασφυκτικό κλοιό, που ο Ιωάννης δεν μπορούσε να αναπνεύσει.

Ο Κυβερνήτης δούλευε  ακοίμητος νυχθημερόν, γιατί δεν εμπιστευόταν κανένα και τα έκανε όλα μόνος του. Οργάνωνε συσσίτια για να μην πεθάνει ο λαός από την πείνα και προσπαθούσε να ξεπεράσει τον εμφύλιο σπαραγμό. Η Ρωξάνδρα τον πίεζε να την καλέσει να πάει κοντά του μια και  ο άντρας της είχε πεθάνει, αλλά δεν το έκανε γιατί δεν ήθελε να την μπλέξει με την κόλαση που βίωνε. Μέσα σε τέσσερα χρόνια έκανε πάρα πολλά. Θεμελίωσε ένα ολόκληρο κράτος. Ίδρυσε τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, έδωσε κίνητρα στη Ναυτιλία, ίδρυσε την πρώτη Τράπεζα, οργάνωσε τη δικαιοσύνη, έφερε πολεοδόμους και αρχιτέκτονες, επιμόρφωσε δασκάλους κι επιπλέον συγκρούστηκε με όλα τα παλιά κέντρα εξουσίας. Αυτοί που τον εχθρεύονταν ή τον μισούσαν σ’ ένα πράγμα συμφωνούσαν, ότι έπρεπε να εξοντωθεί. Ο Ιωάννης τα έβλεπε και τα ένιωθε, αλλά όπως έγραφε και στην αγαπημένη του, θα παρέμενε μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του.

Ο Καποδίστριας στο Ναύπλιο ζούσε πολύ απλά, σ’ ένα σπιτάκι με τα απολύτως απαραίτητα. Ήταν μοναχικός και  λιτοδίαιτος. Δεν ζητούσε ούτε το μισθό που ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση, για την αμοιβή του. Όλα τα είχε διαθέσει για τον αγώνα και την Ελλάδα. Κανείς δεν αμφισβητούσε την τιμιότητά του.

Είχε φυλακίσει τον άρχοντα της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, γιατί τα έβαλε με τον εκπρόσωπο των νέων θεσμών του κεντρικού κράτους. Η φυλάκιση αυτή πρόσβαλε τον αγέρωχο Μανιάτη. Ο Κολοκοτρώνης είχε ειδοποιήσει τον Καποδίστρια να φυλάγεται από αυτούς. Έτσι μία Κυριακή που πήγε στην εκκλησία στο Ναύπλιο στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, τον περίμεναν έξω από την εκκλησία ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος μαζί με τον γιο του Γεώργιο. Ο Κωνσταντίνος τον πυροβόλησε εξ επαφής στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και ο Γεώργιος τον μαχαίρωσε δυο φορές στην κοιλιά. Ο Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας πέφτει αιμόφυρτος στα σκαλιά της εκκλησίας. Ο Κωνσταντίνος χτυπήθηκε άγρια από το πλήθος, που αφού εξέπνευσε, πέταξαν το πτώμα του στη θάλασσα και ο Γεώργιος αφού κατέφυγε στην Γαλλική Πρεσβεία, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Τον εκτέλεσαν στην πλατεία του Ναυπλίου. Η κίνηση που έκανε ο Γεώργιος να καταφύγει στη Γαλλική Πρεσβεία, φούντωσε τις φήμες ότι ήταν ξένος δάκτυλος. Ο θρήνος που ξέσπασε ήταν αδιανόητος. Όταν το έμαθε η Ρωξάνδρα από τον αδελφό της έπεσε αναίσθητη.

Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι οι Έλληνες αμφισβήτησαν την τιμιότητα των προθέσεων του Καποδίστρια, του ανθρώπου, που όταν πήγε στην Ελλάδα κινούσε το κράτος με δικά του χρήματα. Όταν πέθανε το κράτος του χρωστούσε 934.414,92 φοίνικες.

Η δολοφονία του Καποδίστρια μαθεύτηκε αμέσως στο εξωτερικό και ο Γκαίτε μόλις το πληροφορήθηκε, δήλωσε βαθιά απογοητευμένος: «Από σήμερα παύω να είμαι φιλέλληνας».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top