Fractal

✔ Ο ανατρεπτικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός Τσιμάρας Τζανάτος μιλάει «εφ’ όλης της ύλης»

Συνέντευξη στη Χρύσα Φάντη //

 

 

 

 

Με αφορμή την άρτι εκδοθείσα ποιητική του συλλογή «Αγνώστου Η βία του βίου» (εκδ. Κάπα, 2021).  

 

«Είμαστε περισσότερο το «συλλογικό ασυνείδητο», παρά το «ατομικό» μας. Και η ποιητική συλλογή «Αγνώστου Η βία του βίου», ακριβώς για αυτό μιλάει.»

«Προσανατολίζομαι σε ένα μέλλον όπου οι έννοιες λχ. «Έρως» και «Έρις», να συνυπάρχουν. Εναλλασσόμενες. Σαν να μην διαφοροποιούνταν από ένα φωνήεν. Γιατί οι διαφορές μας, διαφορές «φωνήεντος» είναι κατά βάθος.»                                                             

«Η σιωπή, είναι συχνότητα λόγου.»

Τσιμάρας Τζανάτος

 

Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής του “Αγνώστου, βία του βίου” (εκδ. Κάππα, Νοέμβρης, 2021)

 

Τον Τσιμάρα Τζανάτο θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε φαινόμενο,όχι μόνο στον χώρο του θεάτρου αλλά και στον χώρο της λογοτεχνίας. Βραβευμένος μεταξύ άλλων, με το βραβείο Κουν 2018, για το θεατρικό του έργο «Δεσποινίς Δυστυχία», σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής του επανεμφανίζεται ─μέσα στο 2021─ με την «[αγνώστου], η βία του βίου (ποιήματα 2000-2021)» από τις εκδόσεις Κάπα. Πρόκειται για εκατόν εβδομήντα ένα ποιήματα, που διέπονται από  λεκτική και εκφραστική δεινότητα, στον αντίποδα αυτού που συνήθως αποκαλούμε «λόγο ποιητικίζοντα». Στίχοι στακάτοι, λακωνικοί, ρηξικέλευθοι, στίχοι αποφθέγματα και πέρα από κάθε τετριμμένη αναφορικότητα ή μεταφορά, στίχοι «σαν να πετούν βράχους σε μια Νεκρά Θάλασσα».

 

-κ. Τσιμάρα Τζανάτο. Το «Αγνώστου Η βία του βίου», αποτελεί την πρώτη εκδομένη ποιητική σας συλλογή, έργο εικοσαετούς τριβής, όπως αναγράφετε στο εξώφυλλο. Αλλά γιατί «Αγνώστου»;

 

Ο Άγνωστος προέκυψε από μια ανάγκη. Άρχισα να γράφω τα, πρωτοπρόσωπα κατά κανόνα, ποιήματα δημοσιεύοντας τα, συχνά μάλιστα και primavista, στα socialmedia και μετατρέποντας στην ουσία το προφίλ μου στο Facebook σε ένα ανοικτό εργαστήριο. Ήμουν εξ αρχής κατά της δημιουργίας ενός bloq. Μου φαινόταν κάτι πολύ σοβαροφανές και επηρμένο για την περίοδο εκείνη των αρχών του 2010. Όντας σε πρώτο πρόσωπο όλα, και μεταφέροντας μια, σε πρώτο επίπεδο δραματική εξομολογητική χροιά, ο αναγνώστης τα εισέπραττε ως προσωπικές εξομολογήσεις που τον έβαζαν σε μια ανησυχία. Οπότε χρειάστηκε να βάλω μιαν απόσταση ασφαλείας, ακριβώς για να μην παρερμηνεύονται. Να σπάσει την ταύτισή του με μένα. Ο Άγνωστος ήταν έτσι, ένα «εγώ από απόσταση». Το Εγώ σαν Άλλος. Αυτό μου έδωσε την συγγραφική ελευθερία που χρειαζόμουν, και ταυτόχρονα έδινε τη δυνατότητα στον αναγνώστη, μέσω αυτής της ιδιότυπης ανωνυμίας, να συνδεθεί με τα ποιήματα χωρίς δεσμεύσεις, ενεργοποιώντας το θυμικό του αλλά και απελευθερώνοντας τη σκέψη του.

Και ταυτόχρονα το δικό του Εγώ να βρίσκει καταφύγιο και καθρέφτη για να αναγνωριστεί ως πρόσωπο ή και πολλαπλό προσωπείο πια, και ο ίδιος.

 

Το Πυθαγόρειο Θεώρημα

Το τετράγωνο της υποτείνουσας του

ανθρώπου,

ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων

των αγνώστων του πλευρών.

   (Ποίημα 113 από τη συλλογή)

 

Ως Ιερέας, από το Φαιδρας Ερως της Σαρα Κεην, 2021

 

-Σε πρόσφατη συνέντευξή σας καταθέτετε: «Ο Άγνωστος ήταν μια περσόνα που έφτιαξα, από τη μια για να κρυφτώ, αν και διάφανη η κρυψώνα μου, και από την άλλη για να δυναμιτίσω συμβολικά το copyright». Τι ακριβώς εννοείτε «για να δυναμιτίσω συμβολικά το copyright»;

 

Θεωρώ πως η Τέχνη δεν ανήκει. Το έργο, άμα τη εκδόσει του, δεν ανήκει ούτε καν στον δημιουργό του. Αν ανήκει κάπου είναι, εν προκειμένω, στη Γλώσσα. Δεν γράφουμ , όσοι γράφουμε, εμείς. Μας γράφει η Γλώσσα. Σε αυτήν οφειλόμαστε. Και οφείλουμε. Θα έπρεπε όλοι να πληρώνουμε φόρο όσοι μιλάμε και όσοι γράφουμε. Ακούγεται απόλυτο και καθ’ υπερβολή, αλλά μόνο έτσι μπορώ να φανερώσω την αλήθεια που κατά κανόνα αποσιωπούμε. Σαφώς η κατάθεση του συγγραφέα στη Γλώσσα κάθε φορά, πιστώνεται ως δημιουργία. Αλλά μέχρι τώρα μόνο αυτό ομολογούμε, κρύβοντας την άλλη μισή αλήθεια. Προεκτείνοντάς αυτό το δικό μου αίσθημα δικαίου, παίρνω σαν δεδομένο πως τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν. Ούτε σε μας ο εαυτός μας, καν. Τα ταλαιπωρημένα πνευματικά «δικαιώματα» δυναμιτίζοντα, και το ανήκειν καταργείται. Καθώς και το αίσθημα της ιδιοκτησίας. Ειδικά στις κοινωνίες που ζούμε θεωρώ σημαντικό να έχουμε στο μυαλό μας και αυτή την παράμετρο: το τέλος της ατομικής ιδιοκτησίας. Που για μένα είναι και το τέλος του Εγώ. Το Εγώ ανοίγεται στη ρευστότητα του πληθυντικού Άλλου. Είμαστε περισσότερο το «συλλογικό ασυνείδητο», παρά το «ατομικό» μας. Και η ποιητική συλλογή «Αγνώστου Η βία του βίου», ακριβώς για αυτό μιλάει. Και κλείνοντας το περί Αγνώστου, θα σας την πιο βαθιά μου αλήθεια: ο Άγνωστος είναι ο δικός μου Κανένας στο ερώτημα της κοινωνίας- Πολύφημου.

 

Τι ωραία που σιωπούν οι ένοχοι.

Τι γραφικά που φλυαρούν.

Υπάλληλοι νεκροτομείου

συνηθισμένοι στη θέα του πτώματος

ανάβουν το τσιγάρο τους

μιλώντας για γαμήσια του παρελθόντος.

Με το χέρι στην τσέπη

ακουμπάνε τον μισοκαβλωμένο πούτσο τους

να βεβαιωθούν πως ζούνε.

(Ποίημα 129 από τη συλλογή)

 

Στη Νάπολη όταν εκδόθηκε στα ιταλικά το θεατρικό “Δεσποινίς Δυστυχία”/ Signorina Infelicita

 

-Στη συλλογή σας υπάρχει αμφισβήτηση, σπαραγμός («Εσείς που με βλέπετε έτσι κατάλευκο/αγνοείτε πόσες χλωρίνες έχω πιει/για να διατηρήσω τη λευκότητά μου/», ή «Η καρδιά διαλύεται ─ σαν ασπιρίνη στο νερό./Δύσκολο να την κάνεις το δισκίο που ήταν//») … αλλά και γνήσια υπαρξιακή αναζήτηση («Αυτό το “εντός” του εαυτού μας ─ τι θέλει κι όλο «εκτός» ψάχνει/για να σιγουρευτεί ποιο είναι…;»). Αναρωτιέμαι: Από πόσα κύματα πρέπει να περάσει ένας δημιουργός για να μπορέσει μέσα σε ένα ποίημα να αναδείξει τα ερωτηματικά μιας ολόκληρης ζωής και φιλοσοφίας;

  

Ο καθένας περνάει τα κύματα που άντεξε. Όσα δεν άντεξε δεν θα τα μάθουμε. Χάθηκε σε αυτά. Ή, δεν τα συνάντησε ποτέ. Οπότε αυτά που πάλεψε, μαρτυρά. Ή- και αποσιωπεί.

Πάνω από όλα όμως, αυτά μετα-ποιεί. Και τότε έχουμε την ποίηση. Ο πόνος παράγει πολιτισμό. Ζούμε εξ άλλου, σε έναν Πολιτισμό πόνου. Και πένθους. Δυστυχώς. Και γαλουχηθήκαμε από αυτόν. Γι΄ αυτό και δυσκολευόμαστε στη χαρά. Ουδέποτε χτίσαμε Μνημείο σε χαρά που ζήσαμε. Ο,τι Μνημείο χτίστηκε στον πόνο αφιερώθηκε.

 Όποιος πόνεσε, δεν σημαίνει πως μπορεί ασφαλώς και να καταγράψει τον πόνο. Αλλά μπορεί να συναισθανθεί στον πόνο του άλλου, να αναγνωρίσει, τον αχορτογράφητο δικό του πόνο. Η Τέχνη, και δη η ποίηση, είναι ένα πεδίο παυσίλυπης ενσυναίσθησης και διαδικασίας πένθους.

Τα ερωτηματικά θα υπάρχουν πάντα εκεί, να ανατρέπουν τις βεβαιότητές μας. Και να μας πηγαίνουν προς το Άγνωστο που φέρουμε ως όντα. Τα δικά μου ερωτήματα προσωπικά, τα ονομάζω μέλισσες: βουίζουν συνεχώς στο μυαλό μου και χτίζουν μέσα μου κόσμο. Έχω συμφιλιωθεί με αυτό το κομμάτι του εαυτού μου πλήρως.

 

Κάθε δάκρυ,

φέρει έναν κόκκο αλάτι

στον πυρήνα του.

Για να φανερώνει

τη θάλασσα του πόνου –

που το προκάλεσε.

                    (Ποίημα 100 από τη συλλογή)

 

Ως Ταρτούφος του Μολιέρου

 

-Οι στίχοι σας εμπεριέχουν στοχασμό σε πύκνωση και μια πικρή και ταυτόχρονα τρυφερή ειρωνεία, που τσακίζει κόκαλα. Γράφετε: «Να ξέρετε:/εγώ αγαπάω και από μόνος μου./Χωρίς να περιμένω επιστροφή./Άδολα.// Αν και η αγάπη πλήρης δόλου./Τόσο ─ που δόλωμα θα έπρεπε να λέγεται.//», ή:«Το αγαπάω γράφε το, αγαφάω: /να ξέρει ο άλλος ότι θα φαγωθεί στο τέλος.» Υπάρχουν, όμως, και πολιτικές και κοινωνικές νύξεις, δοσμένες πάντα, με τρόπο ευφάνταστο και ανατρεπτικό: «Θα φύγω. /Θα πάω μέσα μου./Ελπίζω να με δεχτώ./Δεν ξέρω αν ζητάνε διαβατήριο στα σύνορά μου.»Επίσης, δεν είναι λίγα εκείνα που μοιάζουν με λογοπαίγνια ή γνωμικά: «─Ρέκβιεμ στο Μαζί/μαζί δεν είμαστε./» ή «Το μάτι μόνο τον εαυτό του βλέπει»…

 

Ο στοχασμός, όπως και η φιλοσοφία γενικότερα, παράγεται από ερωτήματα. Οι άνθρωποι πορευόμαστε εν μέσω ερωτημάτων. Όντας ένα ερώτημα και οι ίδιοι. Αυτός ο βόμβος κενού που μας συνοδεύει, αν βρει τρόπο να συναντηθεί με λέξεις, διατυπώνει ερωτήματα-στοχασμούς. Στοχασμός δεν είναι η απάντηση. Στοχασμός είναι το ερώτημα. Γιατί ακόμα και να απαντηθεί, θα συναντήσει το επόμενο ερώτημα που αμφισβητεί την απάντηση. Ακόμα και η Επιστήμη, σε αυτόν το κανόνα πατάει.

Και ασφαλώς πέρα των οντολογικών ή υπαρξιακών ερωτημάτων που πατάνε σε βαθύτερα ασυνείδητα στρώματά μας, οι κοινωνικές ή ακόμα και πολιτικές αναφορές, αναδεικνύουν την εγγενή μας και αναπόφευκτη παρουσία στην εποχή που ζούμε. Και που αυτή μας γέννησε. Η κοινωνία μας γεννά. Όχι οι γονείς μας. Η βιολογική μας ύπαρξη είναι μια τυχαιότητα, που αφορά τη φύση των όντων να γεννούν. Δεν είμαστε γεννήτορες. Ενδιάμεσοι αυτού του μηχανισμού είμαστε. Και μόνο εξ αυτού, βρισκόμαστε εγκιβωτισμένοι στις κοινωνικοπολιτικές συνισταμένες της εποχής μας. Και επιβάλλεται να θέτουμε ερωτήματα-στοχασμούς.

Κυρίως αμφισβητώντας του κοινούς τύπους και τα στερεότυπα. Ποιήματα αρκετά της συλλογής, όπως το «Ρέκβιεμ», το «Ωδή σε μια γενιά», το «Ρέκβιεμ στο Μαζί» κ.ά έρχονται να συγκρουσθούν με τις τρέχουσες βεβαιότητες που επικρατούν, και να διατυπώσουν δυναμιτιστικά έναν αντίλογο. Συχνά με έναν σαρκασμό, που φέρει μια απρόβλεπτη σκληρότητα στο λόγο ανοίγοντας έναν πόλεμο στις επίπλαστες ειρηνικές συμμαχίες που επικρατούν.

Η επιγραμματικότητα ή αποφθεγματικότητα που συχνά έρχεται να αντιπαρατεθεί σαν φόρμα ποιητική, γιατί φόρμα ποιητική είναι, είναι τρόπος γραφής που εσκεμμένα χρησιμοποιώ, σαν να πετάω βράχους σε μια Νεκρά θάλασσα. Που θα δημιουργήσουν παφλασμό ανατροπής στην νεκρική μας ησυχία, αλλά και ένα σωσίβιο τόπο, μια σταθερά αξιώματος στον απέραντο ωκεανό που μας καταπίνει. Το λογοπαίγνιο, έρχεται να βγάλει τη γλώσσα στη Γλώσσα. Σε πολλά ποιήματα αναφέρομαι στη Γλώσσα και στις λέξεις. Γιατί από λέξεις φτιάχτηκε ο ψυχισμός μας. Και το άγνωστο που πατάμε, όπως και να το ονομάσουμε, είτε ασυνείδητο είτε κενό, είναι «δομημένο όπως η Γλώσσα» όπως έχει πει και ο Λακάν.

 

Πρόφαση αναπνοής ο λόγος.

Τίποτα άλλο.

Εισπνοή εκπνοή η ζωή.

Κι από πάνω θόρυβος.

Λέξεων.

              (Ποίημα 96 από τη συλλογή)

 

Από την παράσταση “Κώστας Νούρος: Ξένος, δυο φορές”

 

-Σε πολλά ποιήματα σας θίγετε το οικογενειακό σφαγείο, την αμφισημία των αισθημάτων και των ανθρωπίνων σχέσεων, τον κατακερματισμό και τη μοναξιά, την υποκρισία και τη σύγχρονη ανθρωποφαγία, το τραύμα και την αντιπαλότητα που κουβαλάμε από τη γέννησή μας. Τελικά, υπάρχει κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο που να μπορεί να θεωρηθεί αρραγές,ανέφελο και ξεκάθαρο; Και η ποίηση; Ποιος είναι ο ρόλος της;

 

Τίποτα αρραγές δεν υπάρχει. Πουθενά. Ούτε υπήρξε. Τα αφηγήματα του Πολιτισμού μας, προσπάθησαν αποτυχημένα μέσα στους αιώνες να συγκροτήσουν μια φιλοσοφία «ασπρόμαυρου» που τακτοποιούσε τα ατακτοποίητα. Αλλά τα ιδεολογήματα αυτά, είτε θρησκείες, είτε ιδεολογίες και θεωρίες μας εγκλώβισαν σε ψευδοεμφυλίους, για να μη δούμε το εσωτερικό εμφύλιο που γεννά τον άνθρωπο ανά πάσα στιγμή, και που είναι η ρευστότητα της ύπαρξης αλλά και του κόσμου. Η ποίηση έρχεται να συγκροτήσει ένα δικό της κάθε φορά αντι-σύμπαν, που η εν πυκνώσει φύση του, φανερώνει τις κρυμμένες ρωγμές και κυρίως το σφαγείο από όπου προήλθαμε απαξάπαντες. Η οικογένεια ως πυρήνας δομικός της κοινωνίας, λειτουργεί ως πρωτογενής κοιτίδα κακοποίησης, κι ας παριστάνει την θερμοκοιτίδα της ζωής. Αυτός είναι και ο λόγος που οι πέντε ενότητες της συλλογής, ξεκινούν με τα μόνο μη αριθμημένα ποιήματα, που δεν είναι παρά ένα προοίμιο στο αφανές σφαγείο που η κάθε ενότητα σε εισάγει. Της παιδικής ηλικίας, της εφηβείας, της ενηλικίωσης, της κοινωνικοποίησης, και του μετά όλων. Για να κλείσει αυτός ο χείμαρρος της Γλώσσας με την σιωπή. Τον άλλο Λόγο.

«Η σιωπή, είναι συχνότητα λόγου.»

 

Από τη βράβευσή του με το βραβείο Κ. Κουν ελληνικής
δραματουργίας 2018, για το έργο του “Δεσποινίς Δυστυχία”.

 

-Γράφετε: «Να εύχεστε να μας συμβούν γεγονότα./Που θα μας αναγκάσουν./Να γίνουμε./Αυτό που αποφεύγουμε.//»

Κάθε φράση αν παρατηρήσετε το συγκεκριμένο ποίημα, ξεκινώντας από την αρχική, έχει μια αυτοτέλεια. Θα μπορούσε να υπάρχει και μόνη της. Ή, να τελειώνει σε άλλο σημείο από αυτό που τελειώνει, χωρίς να χάνει την πληρότητά του ό λόγος. Αυτές οι τέσσερεις φράσεις, χτίζουν ένα ποιητικό αξίωμα, που αναδεικνύει το στοιχείο ενός ανεστραμμένου μοιραίου. Ένα μοιραίο που ανατρέπει το στερεοτυπικό μιας ευχής, αφού καταλήγει στο αντίθετο της ευχής, που είναι: το απευκταίο. Το απευκταίο ως ζητούμενο. Κοινωνικό, υπαρξιακό, οντολογικό.  Χτίζουμε κοινωνίες όπου το όποιο Άλλο, εξορίζεται. Δαιμονοποιείται θα έλεγα. Έτσι διαμορφώνουμε εαυτούς φοβικούς. Και εντός ορίων πάντα. Περιορισμένους. Προσανατολίζομαι σε ένα μέλλον όπου οι έννοιες λχ. «Έρως» και «Έρις», να συνυπάρχουν. Εναλλασσόμενες. Σαν να μην διαφοροποιούνταν από ένα φωνήεν. Γιατί οι διαφορές μας, διαφορές «φωνήεντος» είναι κατά βάθος. Που μετατρέψαμε σε πολέμους. Παγκοσμίους. Μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά ομιλώντας. Οι κόσμοι είναι ένας. Που μας περιέχει. Πρεσβεύω έναν Κόσμο συνύπαρξης. Των αντιθέτων.

Τι το θέλουμε το βιογραφικό

Αφού καταγράφει το γραφικό

Και αγνοεί τον βίο.

                                  (Ποίημα 133 από τη συλλογή)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top