ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Μια άλλη πόλη μέσα στην πόλη – Ποιήματα της Θεσσαλονίκης
Επιμέλεια: Κατερίνα Καριζώνη //
Συμμετέχουν με αλφαβητική σειρά οι ποιητές και ποιήτριες της Θεσσαλονίκης:
ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ ΚΟΥΛΑ // ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΤΑΚΗΣ // ΚΑΠΛΑΝΗ ΒΙΚΤΩΡΙΑ // ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ // ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ // ΚΑΡΙΖΩΝΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ // ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ // ΛΟΥΚΙΔΟΥ ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ // ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ // ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΛΗΣ // ΣΑΜΑΡΑ ΖΩΗ //
Φωτογραφίες του Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου
Σχόλια – σύνθεση: Χλόη Κουτσουμπέλη
Υπάρχει μία πόλη αρχαία, μια πόλη καινούργια. Ποιήματα που ανασαίνουν και την στοιχειώνουν. Υπάρχουν οι ποιητές που την κατοικούν.
ΙX
Ξέρω μια πόλη όπου εις πείσμα των καιρών
νεράιδα κατοικεί
ποταμοί την περιβάλλουν
οι μάστορες όμως χαράζαν καράβια
και τ’ αρχικά τους στα κεραμίδια
ψυχή μου, ψυχή μου φωνάζει
ανάμεσα στα κυπαρίσσια ο ήλιος
και χαριεντίζεται με το φεγγάρι
και με τα αίματα.
Παράξενοι προσανατολισμοί των αξόνων
και των ανέμων της πόλης.
Ένα παλτό μες στη βροχή με χωροφυλάκους τριγύρω.
Έγινε η φωνή ιδεογράμματα.
Και η καλοσύνη της αγίας
που στην πόλη κατοικεί
το κακό αγνοεί
και συ ψυχή της ψυχής μου έγινες
ένα χρυσό μενταγιόν με Φαέθοντα.
ΤΑΚΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ
Η πόλη είναι προσωπική, ένα υγρό καταφύγιο.
ΤΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ
Στο δωμάτιό σου που κάναμε έρωτα
κυριαρχούσε ένα σκούρο, καφέ χρώμα,
από τη μοκέτα, τα έπιπλα, τα σκεπάσματα.
Σχετικά σκοτεινά ήταν,
γιατί όταν μπήκα –απομεσήμερο, τέλη Μαΐου-
είχες ήδη κατεβάσει τα ρολά,
και οι κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα
δεν άφηναν κανένα φως.
Σαν σκοτεινή σπηλιά και κρησφύγετο κολασμένων
έμοιαζε το δωμάτιό σου,
σε συνδυασμό με την ηδονή στο κρεβάτι.
Μετά, όταν κατέβηκα στο δρόμο
και περπάτησα αρκετή ώρα,
το δυνατό και διάχυτο φως του Μαΐου,
η πανδαισία των χρωμάτων παντού,
και η ζεστή ατμόσφαιρα
που τόσο ταίριαζε με τη διάθεσή μου.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
Την ιστορία της πόλης αφηγείται ο ήχος των παπουτσιών μέσα στα στενοσόκακα και τους μαχαλάδες.
ΚΟΡΔΟΝΙΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Μαζεύει κορδόνια από παλιά παπούτσια
μαζεύω κουμπιά από ρούχα που αχρηστεύονται.
Προχτές βάλαμε τις συλλογές μας δίπλα δίπλα
αυτό από εκείνο το δετό σου, από το αθλητικό, από τα σανδάλια, από το μποτάκι
εδώ η θάλασσα, το ραντεβού, η γιορτή, ο θάνατος, ο θάνατος, η ασθένεια
Η μνήμη και από τη γλώσσα φαίνεται πιο πολυτροπική.
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
Επειδή συχνά η αγάπη είναι η ίδια μία πόλη
ΟΤΑΝ ΕΓΩ ΑΓΑΠΩ…
Μ’ έναν καινούριο ήλιο
θα ντύσω τις λέξεις μου
να μη φοβάσαι να μην κλαις
Γιατί όταν εγώ αγαπώ
κρατιέμαι απ’ το φεγγάρι
και τραμπαλίζομαι
Μέχρι η ζάλη μου
το αίμα σου να νιώσει, ζεστό
να ρέει κάτω απ’ τα χλωμά πατήματά μου
Γιατί όταν εγώ αγαπώ
απροστάτευτο βρέφος γεννιέμαι
ξανά και ξανά
όταν εγώ αγαπώ…
ΣΤΕΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ
Η είσοδος στην πόλη περνούσε πάντα μέσα από τα τείχη της
ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ
Χτυπούσαν έντονα την πόρτα
κι εγώ ματαίως ρωτούσα
ποιος
Τις αλυσίδες λύνω
πάω να ανοίξω
Σωστά το υπέθεσα
Ήμουνα εγώ
Μ’ έσπρωχνα
μ’ έσπρωχνα να μπω
Μην μπείτε
είπα
αυτή η πόρτα
είναι μόνο είσοδος
ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ
Επειδή ο χρόνος σε μία πόλη ποτέ δεν είναι γραμμικός τα όρια συνέχεια συγχωνεύονται
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΕΓΩ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΩ
όταν το κάτι αυτό
το οτιδήποτε
για μένα θα τελειώσει
και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω
θα είμαι εκείνο που τα μάτια σας θαμπώνει
το ύψιλον στα μυστικά
στη νύχτα
στην ψυχή
η απαλή καμπύλη στο αύριο
το χι στο χάδι ή στο χώμα της πατρίδας σας.
όταν το κάτι αυτό
το μάταιο οτιδήποτε τελειώσει
στο τίποτα η αγάπη ξεχασμένη θα υπάρχει
θα σας αγγίζει απαλά
θα σας ζητάει χαμογελώντας
το αδύνατο
ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
Τα παλιά σπίτια χάνουν τον δρόμο της επιστροφής, αιωρούνται και μετεωρίζονται
ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
Τα σπίτια έρπουν
μες στη νύχτα και μας ψάχνουν
κάθε φορά που αργούμε να επιστρέψουμε
ένα σπασμένο άγαλμα
στέκει στην εξώπορτα
κρατάει μια λάμπα θυέλλης που αργοσβήνει
γύρω του πετούν φύλλα ξερά
από παλιούς κήπους που χωνεύουν στην ομίχλη.
Μητέρα, που πάντα περιμένεις να γυρίσω
ενώ ξέρεις ότι ποτέ κανείς δεν ξαναγύρισε
μην στέλνεις άλλο τα σπίτια να με αναζητούν
μην ετοιμάζεις το τραπέζι για τα αγάλματα
μην ανάβεις εκείνο το απειλητικό
υπογλώσσιο φεγγάρι σου
μην με τρομάζεις με τις μάσκες των νεκρών.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ
Και οι προσδοκίες συσσωρεύονται μαζί με τα εμπορεύματα των πλανόδιων μικροπωλητών
ΤΟ ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟΝ
Είμαι Βουδιστής επειδή πιστεύω στις αδυναμίες μου.
Χριστιανός, επειδή ομολογώ τις αδυναμίες μου.
Εβραίος, επειδή κοροϊδεύω τις αδυναμίες μου.
Μουσουλμάνος επειδή πολεμώ τις αδυναμίες μου.
Ατίκ Ραχίμι, Αφγανός συγγραφέας
Ξέρω, το λογικό είναι να φύγω εγώ πρώτος.
Κάτι το της ζωής προσδόκιμον, κάτι η στατιστική,
οικογενειακά ιστορικά, οι σπατάλες της νεότητας, οι υπερβολές,
εκεί οδηγούν με ακρίβεια , εκεί θα καταλήξουν.
Όμως σε όνειρο, ευτυχώς μεσημεριάτικο,
είδα πως εσύ έφυγες κι εγώ είχα κατακλυστεί στο κλάμα
και με δάκρυα ωκεανό σε ξεπροβοδούσα.
Ξύπνησα κάθιδρος , κατάλαβα τι είχε γίνει,
κι άρχισα να παρακαλάω τον Βούδα στην αρχή,
τον Γιαχβέ, ύστερα τον Χριστό, κατόπιν τον Μωάμεθ,
τον Δία τον νεφεληγερέτη, τις μάνες τους και τις γυναίκες τους,
κι ύστερα κάτι Αγίους της πατρίδας μου,
οσίους, μάρτυρες και νεομάρτυρες,
ντερβίσηδες και σεβαστούς ραβίνους,
εγώ να φύγω πρώτος, όταν έρθει η ώρα,
στιγμή μη μείνω με την απουσία σου μετέωρος
μη μείνω με την ανάσα σου να αιωρείται γύρω μου,
τη ματιά σου να με χαρακώνει όταν κάνω ζαβολιές,
τη μνήμη σου που θυμάται τα πάντα όταν σου λέω ιστορίες παλιές,
μη μείνω τέλεια, απέραντα, απόλυτα, έρημος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ
Γιατί κάποιος μέσα στην πόλη μπορεί να είναι η πόλη
ΑΛΛΑΓΗ
Πάει καιρός
Που σηκώνεται απ’ το κρεβάτι
Πολύ πρωί
Πηγαίνει στο δικό του δέντρο
Και κρυφά συνομιλεί
Δεν τον ακούει κανείς
Αλλ’ αν τον άκουε
Θα του έκανε θέση
Να καθήσει δίπλα του
Να συνηθίσει κι ο άλλος
Στην ιδέα
Πως δεν είναι μονάχος
ΜΑΡΙΑ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
Γιατί πάντα έχουμε ανάγκη να στρώσουμε στο τραπέζι τις μνήμες μας
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΟ
ξαναγύρισα
χωρίς εκτοπισμένες μνήμες
ήταν όλα εκεί
μια ανοικτή πληγή
που περιμένει καρτερικά
να τη ραντίσεις
σταγόνες από δάκρυ χαμομηλιού
όλα στην ίδια θέση πίκρας
και στο τραπέζι στρωμένο
εκείνο το παλιό τραπεζομάντηλο
με τις κόκκινες ρίγες
με περιμένει πάντα
για ένα τελευταίο δείπνο
αποχαιρετισμού
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
Γιατί αυτή η ανεξάντλητη ανθοφορία μίας πόλης χάνεται μέσα στις σταγόνες της
ΑΝΘΟΦΟΡΙΑ
Κι όμως στο χέρι σου
εικονίζεται εν μικρώ η αρμονία
ακολούθησε τις γραμμές τα όρη τα σύμβολα
τις αναλογίες με τα μουσικά διαστήματα
ακινησία
τα δάχτυλα αιμορραγούν
παραμορφώνονται
λευκό της μνήμης χρώμα
ανακαλεί σχήματα μελωδικά
αντάντε αμορόζο
όνειρο
η ανθοφορία
Αλλεπάλληλοι τραυματισμοί
σημαδεύουν κάθε έξοδο
από το γυάλινο κέλυφος
επιστρέφω
σ’ ένα φίλανθο κέντρο
απομονωμένο και αδιάφορο στην επαφή
οι αιχμηρές νότες
βουβές χωρίς ήχο
αδιάψευστο σημάδι στα δάκτυλα
η έκρηξη πάντα την τελευταία στιγμή
αναβάλλεται
Η έκθεση στο πραγματικό ανάδυση του εσωτερικού τοπίου με έναν ιδιαίτερο κάθε φορά φωτισμό η γνώμη των άλλων συσκοτίζει την εικόνα το κέντρο ανθεκτικό παρά τους κλυδωνισμούς δεν συντρίβεται ο εαυτός και ο κόσμος συνέχονται η έκφραση αβίαστα ωριμάζει φως εν τη σκοτία ανθίζει
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ
Να ράβεις, να συρράφεις, να συγγράφεις, το ολόκληρο σε κλάσματα
Για να τεντώσει το πανί της πόλης ακέραιο
ΣΤΗ ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΗ
Ο τόπος είναι χρόνος
προορισμένος μόνο για την επιστροφή
γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει
λιωμένο φως
μες στην ασυμμετρία των σφουγγαριών
τόνος λευκός κρυσταλλωμένος
μια ανάσα πριν τον ρεμβασμό
η επίφαση του ανύπαρκτου
μες στην ακινησία
κι αυτό που ως ήχο χρώματος
γραφεία ταξιδίων διαφημίζουν
δεν είναι τα παράθυρα που βλέπουν στα λιοτρίβια
-επιστατούν ανελλιπώς
η Τριχερούσα Παναγιά με την Φραγκογιαννού-
ούτε οι γαρδένιες βέβαια στους γκαζοτενεκέδες
-ο σπαραγμός του εφήμερου που όλο κιτρινίζει-
αλλά η κατάμαυρη σκιά της ραπτομηχανής
σε ασβεστωμένο κήπο
αδιάκοπα τις ξηλωμένες μνήμες να γαζώνει
να μπουν στα ξενυχτάδικα τριζάτοι και με τσάκιση
οι ναύτες του Τσαρούχη
να πιουν κρασί
να κλάψουνε
να περιπλανηθούν
τ’ άλλο πρωί να μοιάζουνε
φιγούρες φαγωμένες του Μπουζιάνη.
ΕΥΤΥΧΙΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Η πόλη είναι ποιήτρια, είναι ποιητής, καπνίζει ένα τσιγάρο, μας λιβανίζει, εξαρτάται από μας, εμείς από αυτήν, ξέρει, γνωρίζει καλά το πρόσκαιρο αλλά και το αιώνιο και χαμογελά