Fractal

Anne Spencer (1882–1975). Μια απόμερη μορφή της Αναγέννησης του Χάρλεμ.

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Η  Anne Spencer ήταν πολλά πράγματα μαζί. Γνωστή ακτιβίστρια υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων, ποιήτρια, δασκάλα, βιβλιοθηκάριος και ταλαντούχα  κηπουρός. Ενώ λιγότερα από τριάντα ποιήματά της δημοσιεύτηκαν στη διάρκεια της ζωής της, ήταν μια πραγματικά σημαντική μορφή του μαύρου λογοτεχνικού κινήματος της δεκαετίας του 1920, της Αναγέννησης του Χάρλεμ, και μόλις η δεύτερη αφροαμερικανή αμερικανίδα ποιήτρια που συμπεριελήφθηκε στην Ανθολογία Norton Σύγχρονης Ποίησης (1973). Οπαδοί του κινήματος Χάρλεμ σχολιάζοντας το έργο της αναφέρθηκαν στην ‘οικονομία της φράσεως και τη συμπίεση της σκέψης’ της. Εκτός από το συγγραφικό της έργο, η Spencer βοήθησε να γίνει πραγματικότητα, στις ΗΠΑ, το τοπικό τμήμα του Lynchburg της ‘Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο  των Εγχρώμων Ατόμων’ (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP). Ήταν άπληστη κηπουρός και είχε δημιουργήσει ένα σαλόνι στον κήπο της στο Lynchburg, το οποίο προσέλκυσε εξέχουσες προσωπικότητες της Αναγέννησης του Χάρλεμ. Η πρώην κατοικία της τώρα είναι  μουσείο  ανοικτό για το κοινό.

 

Η Spencer γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1882, σε ένα αγρόκτημα στην κομητεία Henry της Βιρτζίνια. Οι γονείς της ήταν ο Joel Cephus Bannister και η Sarah Louise Scales, με μικτή καταγωγή αμφότεροι. Ο πατέρας της, γεννήθηκε σκλάβος στην Henry το 1862, με ρίζες άσπρες, μαύρες και ινδιάνικες, ενώ η μητέρα της γεννήθηκε το 1866 στην φυτεία Reynolds στο Critz, στη γειτονική κομητεία Patrick. Σύμφωνα με το βιογράφο της Spencer, J. Lee Greene, η Sarah Louise Scales ήταν ‘παράνομο παιδί’. Η μητέρα της ήταν πρώην σκλάβα και ο πατέρας της ένας πλούσιος αριστοκράτης από την Βιρτζίνια ‘καλά γνωστός’ στην αμερικανική αριστοκρατία του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα. Οι σχετικές φήμες αναφέρουν ότι μάλλον ανήκε στη γνωστή οικογένεια Reynolds.

Λίγο μετά αφού γεννήθηκε η Spencer, η οικογένειά της εγκατέλειψε το αγρόκτημά τους στην κομητεία Henry και εγκαταστάθηκε στη Martinsville, όπου ο πατέρας της άνοιξε ένα σαλούν. Αργότερα για κάποιους λόγους, το ζευγάρι χώρισε. Το 1886, η Scales πήρε μαζί της την Anne στο Bramwell, στη Δυτική Βιρτζίνια, αλλά δεν ήταν σε θέση να τη φροντίσει, και έτσι έθεσε την Anne στην ανάδοχη φροντίδα του William Dixie και της συζύγου του, ένα εξέχον μαύρο ζευγάρι στο Bramwell. Στη συνέχεια, το 1893, επιθυμώντας μια καλύτερη εκπαίδευση για την κόρη της, η Scales έγραψε την εντεκάχρονη κοπέλα στη Θεολογική Σχολή της Βιρτζίνια και στο Κολέγιο, το σημερινό, Πανεπιστήμιο του Lynchburg στη Βιρτζίνια. Έξι χρόνια αργότερα, η Spencer αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Βιρτζίνια, με ικανές γνώσεις. Ενώ φοιτούσε στο σχολείο, η Anne γνωρίστηκε με τον Edward Spencer, έναν συμφοιτητή της που αργότερα έγινε ο πρώτος ταχυδρόμος του Lynchburg. Παντρεύτηκαν το 1901 και το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά, τους Bethel, Alroy και Chauncey.

 

Η Anne Spencer στον κήπο της.

Η Anne Spencer στον κήπο της.

 

Η Spencer δίδαξε στο alma mater της από το 1910 μέχρι το 1912. Ο όρος ‘Άλμα Μάτερ’ χρησιμοποιείται διεθνώς ως συνώνυμο του πανεπιστημίου στο οποίο φοίτησε κάποιος. Το 1924, Η Spencer μισθώθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της βιβλιοθήκης Jones Memorial να εργαστεί στη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Dunbar, το οποίο προοριζόταν αποκλειστικά  για αφροαμερικανούς στο Lynchburg και η βιβλιοθήκη του, το μόνο ανοικτό υποκατάστημα για Αφροαμερικανούς  στην πόλη. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο θέσεις εργασίας, η Spencer πέρασε μεγάλο μέρος του χρόνου της, γράφοντας και υπηρετώντας σε επιτροπές για τη βελτίωση των νομικών, κοινωνικών και οικονομικών πτυχών της ζωής των Αφροαμερικανών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Spencer βοήθησε επίσης να καθιερωθεί το αντίστοιχο τμήμα  της National Association for the Advancement of Colored People (NAACP) στο Lynchburg και έθεσε σε ενέργεια μια γενναία  εκστρατεία για την πρόσληψη νέγρων εκπαιδευτικών στα αντίστοιχα σχολεία.

 

anne2

Ο Edward Spencer έχτισε με τη σύζυγό του ένα εξοχικό σπίτι, το οποίο ονόμασε Edankraal – ένα μείγμα ονομάτων.

 

Η ανάμειξη και η εργασία της Spencer με την NAACP, έφερε  στην πόλη τον James Weldon Johnson, και κάπως έτσι ξεκίνησε η λογοτεχνική της σταδιοδρομία. Ο James Weldon Johnson ήταν ο άνθρωπος της Αναγέννησης του Χάρλεμ, ποιητής, διπλωμάτης, δημοσιογράφος, ανθρωπολόγος, καθηγητής, δικηγόρος και τραγουδοποιός, και ήρθε στο Lynchburg το 1919 υπό την ιδιότητα του τοπικού παράγοντα για την NAACP.  Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του, υποστήριξε τα μέγιστα την Spencer και την ενθάρρυνε να δημοσιεύσει μια εργασία της. Ήταν η εποχή κατά την οποία η Spencer ήταν πολύ παραγωγική συγγραφέας, αλλά και  επιφυλακτική ταυτόχρονα σχετικά με τη δημοσίευση των εργασιών της. Συχνά τα ιδιοσυγκρασιακά της  ποιήματα, ακόμη και στον Johnson, ήταν ίσως πολύ αντισυμβατικά, και όταν κάποιος H.L.Mencken προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να τα δημοσιεύσει, εκείνη απέρριψε την ιδέα. Προφανώς η κριτική του, η οποία στην ουσία ερχόταν από έναν μη-ποιητή, ήταν ανεπιθύμητη. Εκεί η συμβολή του Johnson, ήταν μάλλον καθοριστικής σημασίας και η Spencer άρχισε να δημοσιεύει στο γνωστό περιοδικό της Αναγέννησης του Χάρλεμ,  ‘The Crisis’, περιοδικό που ιδρύθηκε από την NAACP, και στο ‘The Lyric’, ένα περιοδικό αφιερωμένο στην παραδοσιακή ποίηση.

 

anne3

 

Η σχέση μεταξύ της φυλής της Spencer, της πολιτικής και της ποίησής της, είναι κάπως πολύπλοκη. Αν και ακτιβίστρια υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν ασχολήθηκε με τα ζητήματα των Αφροαμερικανών στην ποίησή της τόσο συχνά όσο έκαναν οι άλλοι καλλιτέχνες της Αναγέννησης του Χάρλεμ. Ο Johnson που τόσο τη βοήθησε, δήλωσε κάποτε ότι σχεδόν τίποτα από την ποίησή της δεν είχε ως κίνητρο τη φυλή της. Για τους περισσότερους, όμως, αυτό ήταν μια υπερβολή, και η Spencer φαίνεται ότι προστάτευε περισσότερο την τέχνη από τη φυλή της, ή ‘έγραφε περισσότερο για μερικά από τα πράγματα που αγαπούσε, κι όχι για πράγματα που μισούσε’.

Στο ποίημα, ‘White Things’ (1923), μία από τις πιο γνωστές εξαιρέσεις της σχετικά με την αξίωση του Johnson, η Spencer διερεύνησε την ‘λευκότητα’ και πώς η υπεροχή της διατηρήθηκε μόνο μέσα από την βίαιη καταστροφή όλων των χρωματιστών πραγμάτων. Η Spencer εξήγησε ότι έγραψε το συγκεκριμένο ποίημα, ως μια μορφή απάντησης για το φαινόμενο του λιντσαρίσματος που είχε διαβάσει και ίσως πιο συγκεκριμένα για το λιντσάρισμα της Μαίρης Τέρνερ, το 1918, στην Πολιτεία της Γεωργίας, στην οποία δολοφονήθηκαν μια έγκυος γυναίκα και το αγέννητο παιδί της. Το ποίημα αρχίζει με την παρατήρηση ότι τα περισσότερα πράγματα είναι πολύχρωμα, όπως ο ουρανός, η γη και η θάλασσα, κι ότι οι μαύροι άντρες είναι περισσότερο άντρες, αλλά οι λευκοί είναι ελεύθεροι! ‘Most things are colorful things—the sky, earth, and sea/ Black men are most men; but the white are free’!

Αρκετές γραμμές αργότερα, το λευκό ραβδί της εξουσίας μετέτρεψε τους λόφους των κόκκινων και σκοτεινών πεύκων σε ξασπρισμένες και εγκαταλελειμμένες εκτάσεις και το κόκκινο σαν ρουμπίνι αίματος ενός τριαντάφυλλου, σε ένα φτωχό λουλούδι σαν λευκή παπαρούνα, ‘wand of power has reduced the hills of red and darkened pine to blanched wastelands and has turned the blood in a ruby rose / To a poor white poppy-flower’.

Οι τελικοί στίχοι του ποιήματος αλλάζουν, από τη μεταμορφωτική καταστροφή που προκαλούν οι λευκοί στον φυσικό κόσμο, στη βίαιη ‘λεύκανση’ των μαύρων μέσω της μεταστοιχείωσής τους σε τέφρα και οστά κατά τη διαδικασία του λιντσαρίσματος:

…They pyred a race of black, black men,
And burned them to ashes white; then…

Παρά τις πολλές αντικρουόμενες απόψεις, το ποίημα ‘White Things’ της Anne Spencer, θεωρείται από ικανή μερίδα κριτικών ως η πεμπτουσία της διαμαρτυρίας. Σε ικανό αριθμό άλλων περιπτώσεων, πάντως, η Spencer απέφυγε τεχνηέντως να αναμίξει την πολιτική στα ζητήματα της ποίησης.

Ένα άλλο ποίημά της, το ‘Life-Long Poor Browning’, αποτελεί αφιέρωμα στην αγαπημένη της ποιήτρια Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ, αλλά την ίδια στιγμή και ένα μυστικιστικό καταφύγιο και άσυλο στο φυσικό κόσμο. Η Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ (Elizabeth Barrett Browning, 1806 – 1861) ήταν μία από τις σημαντικότερες Βρεττανίδες ποιήτριες της Βικτωριανής εποχής.

Σύμφωνα με το βιογράφο της Spencer, J.Lee Greene, η ποιήτρια έγραφε συνεχώς, σε χάρτινες σακούλες, στα περιθώρια και στα πεταμένα φύλλα των βιβλίων, σε φακέλους, σε τηλεφωνικούς λογαριασμούς και στο πίσω μέρος επιταγών. Το ποίημα ‘Dear Langston’, που απευθύνεται στο φίλο της Langston Hughes, με τον οποίο επικοινωνούσε συχνά, εμφανίστηκε ως κάπως περίεργος συμβολισμός μεταξύ των εγγράφων της. Το ποίημα φαίνεται να εκφράζει ξεκάθαρα την απογοήτευση λόγω της αδυναμίας της Anne Spencer, να ολοκληρώσει οτιδήποτε:

Dear Langston/ And that is what my days/ Have brought…/ And this lamp, odorless oil/ Round its long

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Spencer παραδέχτηκε στον Greene ότι είχε τη φήμη πως δεν απαντούσε ποτέ σε επιστολές, αλλά εξηγούσε παράλληλα γι’ αυτή τη συμπεριφορά της λέγοντας, ότι ‘έχω απαντήσει σε κάθε γράμμα που έλαβα, αν και μερικές φορές, πάρα πολλές φορές, η απάντηση που έδινα δεν γινόταν με το χαρτί ή με το ταχυδρομείο’!

Με την πάροδο των ετών, η φήμη της Spencer αυξανόταν, αλλά αυτό δεν οφειλόταν μόνο στην ποίησή της. Πολλάκις καλούσε κόσμο, φίλους και γνωστούς, στο εξοχικό της σπίτι, στο μεγάλο κήπο Edankraal, ο οποίος συνεδύαζε το δικό της όνομα, του συζύγου της, Edward, παραπέμποντας σε ιερούς τόπους, όπως τη βιβλική Εδέμ και το Αφρικανικό kraal, όρος για τη νοτιοαφρικανική κοινότητα. Ήδη από τη δεκαετία του 1920, οι Spencer μετέτρεψαν το Edankraal σε σαλόνι καλλιτεχνών, φιλοξενώντας πραγματικά μεγάλα ονόματα των γραμμάτων και των τεχνών, για παράδειγμα τους W. E. B. Du Bois, Paul Robeson, Langston Hughes και Gwendolyn Brooks, μεταξύ πολλών άλλων. Ενώ οι νόμοι του Jim Crow εμπόδισαν εκείνη τη φωτιστική Αναγέννηση του Χάρλεμ, με το να παραμένουν αυτοί στα ξενοδοχεία του Lynchburg, μπορούσαν να βρουν την απαραίτητη φιλοξενία και τα πνευματικά ερεθίσματα δίπλα στους Spencer. Με τον τρόπο αυτό, η Spencer εδραίωσε την επιρροή της στα γεγονότα του Χάρλεμ. Η Anne Spencer πέθανε από καρκίνο στο Lynchburg σε ηλικία ενενήντα τριών ετών, στις 27 Ιουλίου 1975. Έκτοτε το σπίτι της και ο κήπος στη 1313 Pierce Street συντηρούνται και παραμένουν ανοιχτά για επισκέψεις, ενώ χαρακτηρίστηκε και εντάχθηκε στα ιστορικά ορόσημα της Βιρτζίνια, το φθινόπωρο του 1976. Όσον αφορά το συγγραφικό της έργο, αυτό είναι σχετικά μεγάλο και βρίσκεται σε συνεχή κυκλοφορία, με πολλές επανεκδόσεις, αλλά στη γλώσσα μας ακόμα ανεξερεύνητο.

 

Βιβλιογραφία

1. J. Lee Greene: Time’s Unfading Garden: Anne Spencer’s Life and Poetry. The Journal of Negro History. 1979; 64 (2): 166-168.
2. Jenny Hyest: Anne Spencer’s Feminist Modernist Poetics. Journal of Modern Literature. 2015; 38 (3): 129-147.
3. Adrian Higgins: Where the Harlem Renaissance blossomed in Virginia, with poet Anne Spencer. The Washington Post. July 28, 2014.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top