Fractal

✔️ Σωτήρης Σαμπάνης: «Εκείνο που δεν αμφισβητείται είναι ότι υπάρχουν πολλά βιβλία που περιστρέφονται “εντός” μου σαν άστρα που συνθέτουν μια συμπαγή λογοτεχνική σύνθεση, ένα προσωπικό πνευματικό ”σύμπαν”».

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

 

 

«O γιακάς και άλλες τσαλακωμένες ιστορίες», μια συλλογή οκτώ διηγημάτων κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2020 από τις εκδόσεις ΑΩ (Άλφα-Ωμέγα). Όπως μας λέει ο Σωτήρης Σαμπάνης, «ύστερα από 5 μυθιστορήματα, 2 ποιητικές συλλογές και 3 θεατρικά έργα, “δοκιμάζεται” και σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος».

Η κοινή συνισταμένη τους είναι το ότι αναφέρονται σε «τσαλακωμένους ανθρώπους»: «Περισσότερο ή λιγότερο ασυμβίβαστοι εκφέρουν ένα λόγο ευθύ, αυθόρμητο, απογυμνωμένο ωραιοποιήσεων. Απέχουν πολύ από τον καθωσπρεπισμό, προσπερνούν τη λογική μιας ευπρέπειας, που προσέχει πολύ το περιτύλιγμα αγνοώντας το βαθύ υπόστρωμα. Κοντολογίς, δεν δίνουν δεκάρα για τον τσαλακωμένο τους γιακά.»

 

 

Στο λογοτεχνικό εργαστήρι του Σωτήρη Σαμπάνη έχουμε να μάθουμε πολλά. Όσον αφορά την αρχή κάθε βιβλίου:

«Αρκεί, ως εναρκτήρια έμπνευση, μια φράση που άκουσα ή μια εικόνα που είδα ή ακόμα ένα μισοχαμένο όνειρο που δεν φωτίστηκε επαρκώς στα σκοτεινά του νου. Για παράδειγμα έχω γράψει μυθιστόρημα το οποίο ξεκίνησα από το τέλος. Δεν συνηθίζεται, αλλά η πίστη μου ότι έτσι έπρεπε εκείνη τη στιγμή να οδηγήσω τα ”πράγματα” ήταν πολύ ισχυρή.»

Όσον αφορά τους ήρωές του: «Ας μην ακουστεί δυσάρεστο ή παράδοξο, αλλά θέλω πολλά ακόμα από αυτούς. Να ανεχθούν τον εγωισμό μου. Να μου επιτρέπουν να τους εξυμνώ, να τους χλευάζω, να τους ταπεινώνω αν χρειαστεί και να τους “υποχρεώνω” να κάνουν πράγματα που εγώ δεν τόλμησα στη ζωή μου. Αφήνομαι κι εγώ με τη σειρά μου στις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Τους επιτρέπω να με “οδηγήσουν” σε μονοπάτια πρωτόγνωρα. Τους εμπιστεύομαι και τους ακολουθώ. Τους αγαπώ όλους, αλλά πιο πολύ εκείνους που αντιστέκονται στο να “συμμορφωθούν”. Ουσιαστικά αυτοί γίνονται και οι ταγοί της ιστορίας. Είναι οι μόνοι που μπορούν χαστουκίσουν το Εγώ μου. Να μου αποκαλύψουν ότι τίποτα απ’ όσα γέννησα δεν είναι δικό μου. Ότι μοιάζω πιο πολύ με διεκπεραιωτή, με δανειζόμενο και υπερχρεωμένο, παρά με δημιουργό. Τέτοια στοιχεία δυναμικής θέλω να εκφράζουν οι ηρωίδες και οι ήρωές μου».

Αλλά και την τελετουργία γραφής, τις εμμονές του και τους αγαπημένους του συγγραφείς. Τα κρυφά, αινιγματικά και αλλόκοτα της λογοτεχνίας.

 

 

 

-Κύριε Σαμπάνη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Ο χώρος όπου μπορώ να «ξεδιπλώσω» τη σκέψη μου είναι συγκεκριμένος και έχει διαμορφωθεί σε βάθος χρόνου. Μόνο εκεί η γραφή μου παίρνει μια παραγωγική διάσταση. Εξυπακούεται βέβαια ότι όπου κι αν βρίσκομαι μπορώ και επιδιώκω να κρατάω σύντομες ή εκτενείς σημειώσεις.

 

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Είμαι από τους συγγραφείς που επιλέγουν μεν το θέμα τους αλλά δεν ακολουθώ αυστηρά ένα πλάνο άκρως οργανωμένο. Αφήνω τα πράγματα πολύ ελεύθερα. Εξάλλου γνωρίζω πλέον ότι από αυτό το χώρο της ελευθερίας αντλώ υπέροχο υλικό. Αρκεί, ως εναρκτήρια έμπνευση, μια φράση που άκουσα ή μια εικόνα που είδα ή ακόμα ένα μισοχαμένο όνειρο που δεν φωτίστηκε επαρκώς στα σκοτεινά του νου. Για παράδειγμα έχω γράψει μυθιστόρημα το οποίο ξεκίνησα από το τέλος. Δεν συνηθίζεται, αλλά η πίστη μου ότι έτσι έπρεπε εκείνη τη στιγμή να οδηγήσω τα «πράγματα» ήταν πολύ ισχυρή.

 

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Δεν είμαι σίγουρος αν πρόκειται για αλλόκοτο ή παράξενο τρόπο αλλά παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον. Μια χειμωνιάτικη νύχτα 21, χρόνια πριν, βρέθηκα σε μια ταβέρνα της Καλογρέζας. Κάποιος από τους συνδαιτυμόνες αναφερόμενος στο χωρισμό με τη γυναίκα του, έδωσε έμφαση σε μια φράση που είπε ο οκτάχρονος γιος του, η οποία έμελλε να παίζει καταλυτικό ρόλο στην πορεία της ζωής του: «θέλω να μείνω με τον μπαμπά». Ε λοιπόν από αυτή τη φράση εμπνεύστηκα το τέλος του πρώτου ομότιτλου μυθιστορήματός μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή έγραφα μόνο ποίηση, είχα αποσπάσει κι ένα βραβείο και δεν είχα καμία επιθυμία να δοκιμαστώ σε άλλο λογοτεχνικό είδος.

 

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Επιτρέψτε μου να πω χαριτολογώντας πως «όλα τα έχει ο μπαξές». Εμμονές, γρίφους, αινίγματα. Είναι στοιχεία που με ακολουθούν γιατί σχετίζονται με τα «πιστεύω» μου και συνθέτουν κάτι από τον τρόπο ζωής μου. Ίσως τα πιο «ισχυρά» μού επιβάλλουν την ανάγκη να τα μνημονεύσω περισσότερο της μιας φοράς. Τα στοιχεία αυτά και εφόσον συνάδουν με την εξέλιξη της μυθιστορίας φαίνεται ότι «δοκιμάζονται» εκ νέου. Όμως φροντίζω το περιβάλλον να διαφέρει, να διαφέρει η υπόθεση και φυσικά οι χαρακτήρες των ηρώων.

 

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Κατά κύριο λόγο πρέπει να με συγκινεί. Να με παίρνει μαζί της. Να με κερδίζει τόσο στην ουσία της αλλά και στα επιμέρους στοιχεία που θα την πλαισιώσουν. Να «πατάει» γερά στην πραγματικότητα, διότι η πραγματικότητα έχει υπερκεράσει προ πολλού και οριστικά τη φαντασία. Να αναδεικνύει τον ψυχισμό των ηρώων και μέσα από την πλοκή και την «ύφανση» να μου παρέχει κατεξοχήν τη δυνατότητα να αναπτύξω τις πολυεπίπεδες όψεις της ανθρώπινης υπόστασης.

 

 

-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Εδώ τα στοιχεία είναι πολύπλοκα και περαιτέρω απαιτητικά. Ο χαρακτήρας της ηρωίδας ή του ήρωα, γύρω από τους οποίους θέλω να «χτίσω» τον μύθο μου, έχει μέγιστη προτεραιότητα. Εν πρώτοις θέλω οι ήρωές μου να μου «αφήνουν χώρο» να τους πλάθω να τους κινώ κατά βούληση. Ας μην ακουστεί δυσάρεστο ή παράδοξο, αλλά θέλω πολλά ακόμα από αυτούς. Να ανεχθούν τον εγωισμό μου. Να μου επιτρέπουν να τους εξυμνώ, να τους χλευάζω, να τους ταπεινώνω αν χρειαστεί και να τους «υποχρεώνω» να κάνουν πράγματα που εγώ δεν τόλμησα στη ζωή μου. Αφήνομαι κι εγώ με τη σειρά μου στις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Τους επιτρέπω να με «οδηγήσουν» σε μονοπάτια πρωτόγνωρα. Τους εμπιστεύομαι και τους ακολουθώ. Τους αγαπώ όλους, αλλά πιο πολύ εκείνους που αντιστέκονται στο να «συμμορφωθούν». Ουσιαστικά αυτοί γίνονται και οι ταγοί της ιστορίας. Είναι οι μόνοι που μπορούν χαστουκίσουν το Εγώ μου. Να μου αποκαλύψουν ότι τίποτα απ’ όσα γέννησα δεν είναι δικό μου. Ότι μοιάζω πιο πολύ με διεκπεραιωτή, με δανειζόμενο και υπερχρεωμένο, παρά με δημιουργό. Τέτοια στοιχεία δυναμικής θέλω να εκφράζουν οι ηρωίδες και οι ήρωές μου.

 

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Πρόκειται για μια ανώνυμη κοπέλα γύρω στα 25 την οποία συνάντησα μέσα στο λεωφορείο, πηγαίνοντας για το νοσοκομείο των παίδων. Μιλούσε δυνατά και ακατάπαυστα με κάποια φίλη της στο κινητό. Εκφραζόταν αθυρόστομα σαν να μην υπήρχε κανένας άλλος στο λεωφορείο, περιγράφοντας εν τάχει τη σχέση της με τον (πρώην) άντρα της και ταυτόχρονα θρηνούσε τον θάνατο του παιδιού της. Ήταν η ώρα και η στιγμή που πήγαινε να «συναντήσει» το πεθαμένο παιδί της. Έγινε η ηρωίδα μου στο διήγημα «Στάση παίδων». Ξέρετε οι ηρωίδες και οι ήρωες που παρουσιάζονται μπροστά μου με τρόπο αλλόκοτο, με υπερβαίνουν και με καθιστούν άλαλο.

 

 

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Δύσκολο να το θυμηθώ. Εξάλλου πέρασαν τόσα χρόνια. Σαν αίσθηση εποχής (πτώση δικτατορίας – μεταπολιτευτική έκρηξη), έρχεται περισσότερο παρά σαν ξεκάθαρη μνήμη ότι τα πρώτα μου αναγνώσματα έφεραν στα εξώφυλλά τους κλασσικά ονόματα της λογοτεχνίας, ελληνικά και όχι. Λουντέμης, Καζαντζάκης, Παπαδιαμάντης, Ράιχ, Έσσε, Ντοστογιέβσκι κλπ. Το δέος, ο εντυπωσιασμός είναι διαχρονικά συνώνυμα αυτών των συγγραφέων…

 

-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Μια ώριμη απάντηση θα ήταν ότι δεν υπάρχει. Μπορεί όμως και να υπάρχει και να φέρει τον τίτλο «Άπαντα» του Κωστή Παλαμά. Εκείνο που δεν αμφισβητείται είναι ότι υπάρχουν πολλά βιβλία που περιστρέφονται «εντός» μου σαν άστρα που συνθέτουν μια συμπαγή λογοτεχνική σύνθεση, ένα προσωπικό πνευματικό «σύμπαν». Σ’ αυτά τα πονήματα (πεζά και ποιητικά), δεν επιστρέφω, αλλά για κάποιο αδιερεύνητο λόγο, κατοικώ.

 

 

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Από τη στιγμή που δεν έχω τη δυνατότητα να τους διαβάσω όλους παρά μόνο ελάχιστους είναι φρόνιμο να μην αναφερθώ συγκεκριμένα. Ίσως, τα λιγοστά moto που έχω επιλέξει για τα μυθιστορήματά μου, να ιχνογραφούν γενικά μια αξιολόγηση ή προτίμηση, αλλά μήτε αυτό ισχύει. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί από τους ομοτέχνους μου παλιάς και σύγχρονης «κοπής», έχουν τον σεβασμό μου και την εκτίμησή μου για το έργο τους.

 

-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Όλα τα προαναφερθέντα διαδραματίζουν κατά καιρούς ένα ρόλο υποστηρικτικό στην έμπνευσή μου. Είναι καταφύγια τέχνης. Αποτελούν λοιπόν και δικό μου καταφύγιο όταν γράφω, ενίοτε με κινητοποιούν με την ουσία τους. Όμως τώρα που με ρωτάτε και το σκέφτομαι έντονα, μπορώ να παραδεχτώ πως η απόλυτη σιωπή με κερδίζει περισσότερο. Είναι μια διαδρομή εσωτερισμού, που έχω επιλέξει συνειδητά.

 

-Να αναφερθούμε σε εκείνο που εκδόθηκε αυτήν την περίοδο;

Το πιο «πρόσφατο» πόνημά μου «ο γιακάς και άλλες τσαλακωμένες ιστορίες» είναι μια συλλογή οκτώ διηγημάτων. Κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2020 από τις εκδόσεις ΑΩ (Άλφα-Ωμέγα). Ύστερα από 5 μυθιστορήματα, 2 ποιητικές συλλογές και 3 θεατρικά έργα, «δοκιμάζομαι» και σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος. Ακροθιγώς αναφέρω ότι πρόκειται για διηγήματα τα οποία αποταμίευσα ως «αποστάγματα» στο περιθώριο της συγγραφής του συνόλου του μυθιστορηματικού μου έργου. Αυτή η «απόσταξη» που έγινε σε βάθος χρόνο, μου έδωσε τη δυνατότητα να «κατασκευάσω» οκτώ διαφορετικές ιστορίες για οκτώ ώριμα πορτρέτα «τσαλακωμένων» ανθρώπων. Αν και διαφορετικοί χαρακτήρες, έχουν κοινό σημείο αναφοράς την ιδιαίτερη τοποθέτησή τους μέσα στον κόσμο που τους περιβάλλει. Περισσότερο ή λιγότερο ασυμβίβαστοι εκφέρουν ένα λόγο ευθύ, αυθόρμητο, απογυμνωμένο ωραιοποιήσεων. Απέχουν πολύ από τον καθωσπρεπισμό, προσπερνούν τη λογική μιας ευπρέπειας, που προσέχει πολύ το περιτύλιγμα αγνοώντας το βαθύ υπόστρωμα. Κοντολογίς, δεν δίνουν δεκάρα για τον τσαλακωμένο τους γιακά. Αμφισβητούν και συνάμα αποδέχονται τν μύθο τους, έχουν βαθιά επίγνωση των λαθών και των παθών τους, αλλά συνεχίζουν αμετανόητοι μέσα από την παραδοχή πως τίποτα δεν μπορούν πια ή δεν θέλουν ν’ αλλάξουν.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top