Fractal

Τρία βιβλία για την ιστορία του εθνικισμού

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης //

 

 

 

 

 

– Ernest Renan, “Τι είναι έθνος/Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη”, εκδ. Ροές, Αθήνα 2009.

– Μπένεντικτ Άντερσον, “Φαντασιακές κοινότητες”, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1997.

– Elie Kedourie, “Ο εθνικισμός”, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2017.

 

Τι είναι ο εθνικισμός; Πρόκειται για ένα φαινόμενο που απασχολεί έντονα τις κοινωνίες μας αλλά ακόμη δεν είναι ξεκάθαρη η προέλευσή του. Ο Marcel Mauss, το 1920, έγραφε πως υπάρχουν στον κόσμο επτά ή οκτώ μεγάλα έθνη και περίπου δώδεκα μικρότερα. Ο αριθμός των νέων εθνικών κρατών μετά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο έχει πολλαπλασιαστεί: χώρες της Ασίας και της Αφρικής που ως τότε αποτελούσαν επαρχίες κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης, άρχισαν να επαναστατούν και να διεκδικούν το δικό τους δικαίωμα στην αυτονομία και την αυτοδιάθεση. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, όλες οι επιτυχείς επαναστάσεις (πχ Κίνα, Βιετνάμ) τείνουν να αυτοπροσδιορίζονται με εθνικούς όρους. Σύμφωνα με τον Isaiah Berlin, ο εθνικισμός υπήρξε μια «παραφυάδα» του κινήματος του ρομαντισμού και προήλθε ως απάντηση στις ταπεινωτικές εμπειρίες των γερμανικών λαών από τη Γαλλία, ιδιαίτερα μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Στον οικουμενισμό, τον ωφελιμισμό και την προβολή της επιστήμης της γαλλικής σκέψης, η Γερμανία αντιπαρέθεσε την εξύμνηση του τοπικού, της κουλτούρας και της τέχνης, με λίγα λόγια τον ρομαντισμό, του οποίου υπήρξε η γενέτειρά του (με το έργο του Herder). Κατά τον 19ο αιώνα, μας λέει ο Berlin, κανείς δε μπορούσε να προβλέψει τη ραγδαία ανάπτυξη του εθνικισμού. Συγκεκριμένα, οι φιλελεύθεροι τον αντιμετώπιζαν ως ένα όχημα προς τον εκδημοκρατισμό και την αυτοδιάθεση των λαών, οι σοσιαλιστές ως μια δύναμη εκβιομηχάνισης και υπέρβασης των προνεοτερικών θεσμών στον δρόμο για την ίση κατανομή αγαθών (ας θυμηθούμε το μαρξικό «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» καθώς και τις μομφές εναντίον του μαρξισμού ότι λησμονεί τον εθνικό παράγοντα), ενώ και οι δύο τον θεωρούσαν ως μια επιμέρους στάδιο προόδου που επρόκειτο να φθίνει και να εξαφανιστεί όταν ολοκληρωθεί ο σκοπός που έχει να επιτελέσει. Με λίγα λόγια, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί την απρόσμενη ισχύ που απέκτησαν τα εθνικά ιδεώδη κατά τον εικοστό αιώνα. Τέλος, πώς εξηγείται η απήχηση που έχει σε τόσους ανθρώπους ανά την υφήλιο; Οι κυριότερες σχολές των σύγχρονων ιστορικών πάνω στο φαινόμενο του εθνικισμού είναι οι ακόλουθες: νεωτεριστές, αρχεγονιστές, παλαιιστές, εθνοσυμβολιστές, μετανεωτεριστές. Η πρώτη από αυτές, με μηχανιστικού τύπου αναλύσεις οι νεωτεριστές, θεωρούν το έθνος ως εξ ολοκλήρου προϊόν της Νεωτερικότητας. Οι εκπρόσωποι της πρώτης ομάδας, που είναι ίσως η επικρατέστερη σήμερα, ήταν εκείνη που έδειξε πόσο λογικά εσφαλμένες και ιστορικά αβάσιμες είναι οι θέσεις του εθνικιστικού λόγου. Εκείνοι θεμελίωσαν το πεδίο σπουδών για το έθνος.

 

 

Εκεί εντάσσονται οι μονογραφίες των Elie Kedourie (1926-1992) και Benedict Anderson (1936-2015), οι οποίες θεωρούνται κλασικές και κατά συνέπεια έχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις για να μας βοηθήσουν στη διασάφηση των ερωτημάτων μας.

Αρχικά, όπως υποστηρίζει ο Kedourie, στο βιβλίο του που γράφτηκε κατά τη δεκαετία του 1960, εθνικισμός είναι η πεποίθηση πως η ανθρωπότητα εκ φύσεως συγκροτείται από έθνη, πως τα έθνη χαρακτηρίζονται από γνωρίσματα συγκεκριμένα και εμπειρικά διαπιστώσιμα και πως, πέρα από την εθνική αυτοδιάθεση, δεν νομιμοποιείται κανένας άλλος τύπος διακυβέρνησης. Ο εθνικισμός αναδύθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 18ου αιώνα, διαδόθηκε στην Ευρώπη με τους ναπολεόντειους πολέμους και κατέστη μια υπολογίσιμη δύναμη τον 19ο και κατά τον 20ό μετετράπη στην ισχυρότερη ίσως ιδεολογία, μαζί με τον μαρξισμό. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Kedourie, ο εθνικισμός επινοήθηκε στην Ευρώπη κατά τις αρχές του 19ου αιώνα. Ωστόσο, τα πρώτα σπέρματά του εντοπίζονται στη Γαλλία κατά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και ως τα τέλη του 19ου αιώνα διέθετε φιλελεύθερα χαρακτηριστικά, συνδεόμενος με την πρόοδο της μεσαίας τάξης.  Έθνος στο εξής θεωρούνταν κάθε σώμα ανθρώπων που ενωμένοι αποφασίζουν για τη διακυβέρνησή τους. Με τη Γαλλική επανάσταση ξεκινά η ιδεολογική πολιτική. Κάθε θεσμός έπρεπε στο εξής να αντλεί τη νομιμοποίησή του από τη λαϊκή βούληση. Πλέον, ήταν δυνατό να καταργηθούν ακόμη και θεσμοί με ιστορία αιώνων, αν η συλλογική βούληση του λαού το αποφάσιζε. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η φιλοσοφία του Kant, με την έμφαση που έδινε στην αυτονομία, τη δυνατότητα των ανθρώπινων όντων να θέτουν τα ίδια τους κανόνες στους οποίους επιλέγουν να υπακούν. Η καντιανή αυτονομία μετατράπηκε, μέσα στο έργο του Fichte, σε εξύμνηση της αυτοδιοίκησης κάθε έθνους και το κράτος θεωρήθηκε το όχημα αυτής ης αυτοδιάθεσης. Ουσιαστικά, ο Fichte πήρε την ιδέα που ο Kant εξέφραζε για το άτομο και την προέβαλε στην κοινωνία.

Τέλος, ο γερμανικός ρομαντισμός αποθέωσε την πολυμορφία και την ετερότητα των εθνοτήτων, εκφράζοντας την άποψη πως η ύπαρξη πολλών διαφορετικών λαών είναι ένα προσόν, το οποίο οφείλουμε οπωσδήποτε να διατηρήσουμε. Κάθε λαός έχει κάτι να προσφέρει στον κόσμο. Αυτή είναι η αρχή της αυτοδιάθεσης, την οποία παρατηρούμε στα έργα στοχαστών όπως ο Herder. Με τον ρομαντισμό, έγινε ένα ακόμη βήμα προς την ιδεολογικοποίηση της πολιτικής. Στο εξής έπρεπε «να υπάρχει κάποιο μεταφυσικό σύστημα που να παρέχει έξωθεν τους κανόνες της πολιτικής συμπεριφοράς», γράφει χαρακτηριστικά ο Kedourie. Ο σεβασμός που από την Αρχαιότητα απολάμβαναν οι νομοθέτες και οι ιδρυτές πόλεων άρχισε να προσφέρεται στους δημοσιογράφους και τους καθηγητές. Η ελευθερία του ανθρώπου μπορεί να γίνει πράξη μόνο μέσα από την ταύτισή του με το κράτος.

Η εμφάνισή του εξέφραζε την ανάγκη για ταυτότητα μπροστά στο «χάος» της μετανάστευσης του εργατικού πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις. Η εξύμνηση του κοσμοπολιτισμού ήταν κάτι αταίριαστο σε έναν κόσμο που είχε χάσει πλέον την ισορροπία του εξαιτίας της αστικοποίησης. Υπό την επιρροή της πρόσφατης επανάστασης αλλά και του ρομαντισμού, ο εθνικισμός έπεισε τους ανθρώπους ότι δε θα μπορούσαν να είναι ελεύθεροι παρά μόνο ως πολίτες του δικού τους (εθνικού) κράτους και όχι ως υποτελείς ενός ξένου ηγεμόνα. Οι λαοί κατά τον 19ου αιώνα επεδίωκαν, ο ένας μετά τον άλλο, να είναι ελεύθεροι ως έθνη. Ο εθνικισμός τους, όπως έχει πει και ο Isaiah Berlin, ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή εθνική αυτοσυνειδησία ή υπερηφάνεια: εξέφραζε την αναγνώριση της μοναδικής αποστολής ή του σκοπού ενός έθνους μέσα στην ιστορία, ως εγγενώς ανώτερου των σκοπών άλλων.

Ωστόσο, για να εδραιωθεί η κυριαρχία του εθνικισμού, έπρεπε πάντοτε να υπάρχει μια Μεγάλη Δύναμη που να τον προωθεί προς όφελος των δικών της συμφερόντων. Όπου αυτό δε συνέβη (χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι Ούγγροι το 1848, οι Πολωνοί το 1863 και οι Αρμένιοι στα τέλη του 19ου αιώνα), οι εθνικές εξεγέρσεις απέβησαν κατά κανόνα ατελέσφορες. Το Συνέδριο της Βιέννης το 1815 προσπάθησε να αναχαιτίσει τόσο την πορεία του εθνικισμού όσο και τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες. Αυτή όμως η κοινή απαγόρευση είχε ως συνέπεια ο εθνικισμός και η δημοκρατία, να ταυτίζονται στη συνείδηση των νέων ριζοσπαστών του 19ου αιώνα. Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως εθνικισμός και φιλελευθερισμός ταυτίζονται. Για τον Kedourie, μάλιστα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτές οι αξίες αντιμάχονται η μια την άλλη: τέτοια παραδείγματα είναι σύμφωνα με τον ίδιο, η Ελλάδα και τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, καθώς εκεί η εθνική ελευθερία συμπορεύτηκε πολλές φορές με τυραννική και άδικη διακυβέρνηση. Ο εθνικισμός έχει συμπορευτεί άλλοτε με την Αριστερά και άλλοτε με τη Δεξιά, δίχως να ταυτίζεται με καμία από αυτές. Την πρώτη εμφάνισή του έκανε ως απελευθερωτική και φιλελεύθερη δύναμη, ενώ σήμερα από πολλούς ταυτίζεται μάλλον με τον συντηρητισμό, αν όχι και την ξενοφοβία και τις διακρίσεις σε βάρος των μειονοτήτων. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε με σκοπό να παρεμποδιστεί ο εθνικός αυτονομισμός της Σερβίας και τελικά τον επιτάχυνε, οδηγώντας στην κατάλυση της Αυτοκρατορίας. Μετά το τέλος του, οι νικητές διακήρυξαν την αρχή των εθνοτήτων ως κυρίαρχη για την Ευρώπη. Ειδικότερα, η διακήρυξη υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών εκφράστηκε στα Δεκατέσσερα Σημεία που διατύπωσε ο πρόεδρος των Η.Π.Α., Wilson. Για τον Kedourie, η επίδραση των Δεκατεσσάρων Σημείων οφείλεται σε μια μεγάλη παρεξήγηση: ενώ οι Άγγλοι και Αμερικανοί, στο πλαίσιο των φιλελεύθερων παραδόσεών τους, υποστήριζαν πως οι λαοί πρέπει να επιλέγουν οι ίδιοι τους κυβερνήτες τους, πολλοί λαοί που ήταν ως τότε κατεκτημένοι από Δυτικές δυνάμεις έβλεπαν σε αυτή τη διακήρυξη την ελπίδα για απελευθέρωση και σχηματισμό εθνικών κρατών από τους ίδιους.

 

 

Δεύτερο σημαντικό βιβλίο για το φαινόμενο του εθνικισμού είναι αυτό του Anderson, που δημοσιεύτηκε το 1983 και αφορμή του οποίου στάθηκαν οι επαναστάσεις σε Καμπότζη, Βιετνάμ και Κίνα. Αρχικά, ο Anderson ορίζει το έθνος λέγοντας ότι αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Τα έθνη είναι με λίγα λόγια «φαντασιακές κοινότητες», πράγμα που σημαίνει αφενός ότι συλλαμβάνονται με τη φαντασία ως κοινότητες τα μέλη των οποίων συνδέονται με βαθιά οριζόντια συντροφική σχέση, παρά το γεγονός ότι αυτές οι κοινότητες αποτελούνται από εκατομμύρια ανθρώπων που δε γνωρίζονται προσωπικά και χαρακτηρίζονται και από εκμετάλλευση, όπως κάθε σύστημα άλλωστε. Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως τα έθνη αποτελούν «ψευδείς» οντότητες. Αντίθετα, διευκρινίζει, κάθε κοινότητα που είναι μεγαλύτερη από ένα χωριό όπου οι άνθρωποι έχουν προσωπική επαφή, αξίζει δίκαια τον χαρακτηρισμό «φαντασιακή». Τρία είναι τα μεγάλα παράδοξα του εθνικισμού: πρώτον, το ότι ενώ οι οπαδοί του τείνουν να θεωρούν έκαστος το δικό του έθνος ως κάτι πανάρχαιο, στην πραγματικότητα τα έθνη αποτελούν πρόσφατη επινόηση (τέλη 18ου αιώνα), το γεγονός ότι ενώ η ύπαρξη εθνών σήμερα είναι κάτι παγκόσμιο, ωστόσο κάθε έθνος έχει τη δική του υποκειμενική αντίληψη (που ενδέχεται και να συγκρούεται με αυτή των υπόλοιπων) και τέλος, το γεγονός της θεωρητικής του ένδειας ως ιδεολογίας σε αντίθεση με τη μαζική απήχηση που έχει στον κόσμο. Την επιστημονική έρευνα του εθνικισμού καθιέρωσαν οι ακαδημαϊκοί Han Cohn και Carlton Hayes.

 

 

Σύμφωνα με τον Anderson, η γέννηση του έθνους δεν πρέπει να τοποθετηθεί στη Γαλλική επανάσταση αλλά πρώτα και κυριότερα στις αντιαποικιοκρατικές εξεγέρσεις: είναι όχι η Ευρώπη αλλά η Αμερική αυτή που έφερε στον κόσμο τη νέα ανακάλυψη. Ωστόσο, τα έθνη και η ηθική πρόσδεση σε αυτά δεν προέκυψαν παρά μονάχα αφού συνέβησαν τρία καίριας σημασίας γεγονότα: οι εξερευνήσεις του Νέου Κόσμου, η υποβάθμιση της ιδέας της «ιερής γλώσσας» (πχ Λατινική) και τέλος, η βίωση του χρόνου ως κενού και όχι πια ως συγχρονικότητα (ή απλούστερα, η αντικατάσταση του εσχατολογικού προσανατολισμού από την έννοια της ιστορικής συνέχειας). Αυτά τα τρία γεγονότα συμπορεύτηκαν και σταδιακά αποδυνάμωσαν το αίσθημα κοινότητας των Μεσαιωνικών Χρόνων. Η μεσαιωνική θρησκευτική κοινότητα και η ελέω Θεού μοναρχία είχαν πλέον παρακμάσει. Ήταν αισθητή η ανάγκη εύρεσης ενός νέου τρόπου σύνδεσης των ανθρώπων αλλά η ανάγκη να δίνεται νόημα στην ανθρώπινη ζωή: αυτούς τους σκοπούς ήρθε να υπηρετήσει το έθνος. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη συμμετοχή σε μια ομάδα ή έναν σύλλογο, η εθνική καταγωγή φαίνεται να διαθέτει κάτι το μοιραίο, κάτι με το οποίο είμαστε δεμένοι και είναι αδύνατο να αποφύγουμε. Είναι αυτός ο «μοιραίος» χαρακτήρας της εθνικής καταγωγής που την εξιδανικεύει στα μάτια τόσων πολλών, λέει χαρακτηριστικά ο Anderson.

Ο έντυπος καπιταλισμός δημιούργησε νέα επίπεδα ανταλλαγής και επικοινωνίας, έδωσε στη γλώσσα μια σταθερότητα (άρα και στους φυσικούς ομιλητές της την αίσθηση της συνέχειας) και εδραίωσε τη επίσημη χρήση ορισμένων γλωσσικών τύπων. Ας μην ξεχνάμε πως το βιβλίο υπήρξε το πρώτο μαζικά παραγόμενο προϊόν με σύγχρονες μεθόδους. Επίσης, η ανάπτυξη που γνώρισε η επιστήμη της Ιστορίας κατά το δεύτερο τέταρτο 19ου αιώνα στην Ευρώπη, αποσκοπούσε ακριβώς στη νομιμοποίηση των νεότευκτων εθνικών αφηγημάτων. Ο Anderson διακρίνει ότι ο εθνικισμός βίωσε τρεις ιστορικές φάσεις: αρχικά ήταν λαϊκός, έπειτα επίσημος (μέσα 19ου αιώνα) και τέλος, ήρθε ο αποικιακός εθνικισμός. Όπως τονίζει, η εποχή κατά την οποία γεννιέται μια μορφή εθνικισμού, επιδρά καθοριστικά στους στόχους της. Πρώτη μορφή εθνικισμού ήταν αυτή της Αμερικής. Οι Κρεολοί (Ισπανοί που είχαν γεννηθεί και ζούσαν σε κάποια από τις αποικίες σε αντίθεση με τους Ισπανούς της Ευρώπης) ήταν οι πρώτοι που άρχισαν να συλλαμβάνουν τους εαυτούς τους ως ενιαίο έθνος.

 

 

Περίπου μετά το επιτυχημένο τέλος των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην Αμερική, γύρω στο 1820, ο λαϊκός εθνικισμός διαδόθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο, όπου είχε ακόμη πιο φιλελεύθερο χαρακτήρα, προτάσσοντας την κατάργηση της δουλοπαροικίας και της απολυταρχίας, τον ρεπουμπλικανισμό και τη λαϊκή κυριαρχία, καθώς και την αναγνώριση των δικαιωμάτων του πολίτη. Ο επίσημος εθνικισμός ήταν ένα κράμα του λαϊκού εθνικισμού και των παλιών δυναστικών αρχών και προέκυψε ως αντίδραση στα λαϊκά εθνικά κινήματα που ξεσπούσαν στην Ευρώπη από το 1820 και απειλούσαν να διαλύσουν την παλιά τάξη πραγμάτων. Δεδομένης της εξασθένισης των παλιών αξιών, πολλά δυναστικά κράτη άρχισαν να αναζητούν μια νέα πηγή νομιμοποίησης, την οποία βρήκαν στο κίνημα του εθνικισμού. Βρετανική, Ρωσική και η Ιαπωνική αυτοκρατορία. Τέλος, ο αποικιακός εθνικισμός συγκροτήθηκε ως απάντηση στον πλανητικό ιμπεριαλισμό που προέκυψε από τα επιτεύγματα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Τρεις θεσμοί επιτάχυναν τη διαδικασία στη (Νοτιοανατολική αλλά όχι μόνο) Ασία αλλά και την Αφρική: οι χάρτες, οι απογραφές και τα μουσεία.  Αυτά ήταν τα μέσα που μεταχειρίστηκαν οι όψιμοι αποικιοκράτες με στόχο ν’ αποκτήσουν περαιτέρω νομιμοποίηση στην εξουσία τους και αφετέρου να υποτάξουν σε αυτή κάθε πληθυσμιακή ομάδα και θεσμό στις αποικίες (πχ θρησκείες, γλώσσες, προϊόντα), υποβοηθούμενοι φυσικά από τα μέσα της τεχνολογίας. Οι αποικιοκρατούμενοι λαοί έμαθαν έτσι να συλλαμβάνουν φαντασιακά τον εαυτό τους ως ενιαίο έθνος με παράδοση και ιστορική συνέχεια.

 

 

Να σημειωθεί ότι ο Anderson ισχυρίζεται πως είναι λάθος ο εθνικισμός να συγχέεται με τον φυλετισμό, διότι ενώ ο πρώτος στηρίζεται σε μια ιστορική συνέχεια, ο δεύτερος αντλεί την καταγωγή του έξω από την ιστορία. Επιπλέον, ο εθνικισμός είναι μια ιδεολογία που δέχεται τον προσηλυτισμό ξένων μελών, αντίθετα από τον φυλετισμό που αποκλείει κάθε ξένο στοιχείο. Στην πραγματικότητα, λέει ο Anderson, ο ρατσισμός αντλεί την προέλευσή του από ταξική ιδεολογία, καθώς εκφράζει την αλληλεγγύη της ανώτερης αριστοκρατίας σε βάρος των κατώτερων τάξεων, που συνέδεε ηγεμόνες διαφορετικών μητροπόλεων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο θεμελιωτής του, ο Arthur de Gobineau, ήταν Γάλλος κόμης. Τέλος, ένα απαραίτητο στοιχείο για την ύπαρξη εθνικής ταυτότητας, είναι η λήθη. Κάθε έθνος σχηματίζεται με βάση μερικά πράγματα του παρελθόντος που μια ομάδα ανθρώπων επιθυμεί να θυμάται αλλά και στηρίζεται, αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό, στην κοινή ανάγκη αυτής της ομάδας ανθρώπων να ξεχνά επιλεκτικά κάποια άλλα.

Όπως έλεγε ο Renan: «Η λήθη και  θα έλεγα ακόμα η ιστορική πλάνη, είναι ουσιαστικός παράγοντας της δημιουργίας του έθνους και σε αυτή τη βάση, η πρόοδος των ιστορικών σπουδών  συνιστά κίνδυνο για την εθνότητα». Άλλωστε, ο εθνικισμός δε συλλαμβάνει το έθνος ως μια τεχνητή κατασκευή που είναι προϊόν σύμβασης αλλά ως κάτι το φυσικό, το οποίο συνδέει τα μέλη του σαν κύτταρα ενός έμβιου οργανισμού. Σύμφωνα με τον Anderson, τα γεγονότα που όπως έλεγε και ο Renan, οι λαοί οφείλουν να ξεχνούν, είναι στην πραγματικότητα γεγονότα που γνωρίζουν και απλώς επιλέγουν σαν με μια σιωπηρή σύμβαση να παραβλέπουν. Ο Kedourie θεωρεί τόσο τον εθνικισμό όσο και τον σοσιαλισμό ως ιδεοληψίες, επισημαίνοντας ότι η περιστολή ή έκλειψης της μιας φέρει την έξαρση της άλλης: έτσι, ο εθνικισμός ήρθε ξανά στο προσκήνιο στη δεκαετία του ’90, όταν τη διάλυση της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας ακολούθησε ο κατακερματισμός, με τις γνωστές συνέπειες. Αντίθετα από τον Anderson, που παρουσιάζει το έθνος ως συναισθηματικό δεσμό και πηγή εκδήλωσης ηρωισμού, οι περιγραφές του Kedourie αναδεικνύουν τη σκοτεινή όψη των εθνικιστικών ιδανικών, με έναν μελαγχολικό τόνο που μπορεί να δικαιολογηθεί αν συνυπολογιστεί πως γράφτηκαν το 1960, λίγα μόλις χρόνια μετά την παγκόσμια τραγωδία που προκάλεσαν ο φασισμός και ο ναζισμός. Πάντως, οι δύο μονογραφίες μπορούν να διαβαστούν και συμπληρωματικά, καθώς ο Kedourie αναλύει κυρίως τη φιλοσοφική διαμόρφωση του εθνικισμού στην Ευρώπη, ενώ ο Anderson, ως ειδικός στη Νοτιοανατολική Ασία, εντρυφά περισσότερο στις ιστορικές και γλωσσολογικές παραμέτρους της εξάπλωσης του εθνικισμού στον μη ευρωπαϊκό χώρο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top