Fractal

Η κούκλα με τα κλειστά μάτια

της Τέσυς Μπάιλα // *

 

afierwmaΗ πόλη είχε γεμίσει συντρίμμια. Πανικόβλητη έτρεχε να κρυφτεί μέσα στη καλοκαιρινή ραστώνη του κόσμου και να κρύψει τα θύματά της. Μύριζε καπνό, δάκρυ, απανθρωπιά. Στην επαρχία Σατζάγια όλα είχαν καταστραφεί. Ο ανηλεής βομβαρδισμός της πόλης από θάλασσα, στεριά και αέρα τις τελευταίες μέρες έβαψε με αίμα εκείνη την Κυριακή του Ιουλίου.

Από ώρα τα σωστικά συνεργεία προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι μπορούσαν, παλεύοντας να ανοίξουν διόδους ανάμεσα στα κτήρια, σε ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από αυτά, αφού τίποτα δε βρισκόταν πια στη θέση του. Από παντού έβλεπε κανείς αιμόφυρτους ανθρώπους να κουβαλούν στην αγκαλιά τους τα νεκρά τους παιδιά και να σπαράζουν. Γυναίκες τυλιγμένες στα μαντήλια και στα τσαντόρ τους ολοφύρονταν για το άδικο παραλογισμό. Και παιδιά∙ πολλά παιδιά∙ νεκρά ή τραυματισμένα, όλα φοβισμένα και πανικόβλητα, άλλα να κλαίνε γοερά, αναζητώντας τους θαμμένους κάτω από τα συντρίμμια γονείς τους κι άλλα βουβά να θρηνούν, λες και η φρίκη που πριν από λίγο είχαν ζήσει τους είχε κόψει τη λαλιά. Στη Γάζα το καλοκαίρι του 2014 θα έμενε για πάντα στην Ιστορία σαν ένας αιματοβαμμένος χειμώνας.

Εκείνος περπατούσε στους δρόμους, φωτογραφίζοντας συντρίμμια και ερειπωμένες ψυχές. Το σώμα του και η ψυχή του είχαν βαρύνει από την κακουχία τόσων ημερών κι αρνούνταν σθεναρά να σηκώσουν ακόμα και το φωτογραφικό εξοπλισμό που κουβαλούσε στην πλάτη του μέσα σ’ ένα ειδικό σάκο. Σχεδόν έσερνε το ένα του πόδι∙ είχε τραυματιστεί λίγες μέρες πριν όταν ένα κτήριο που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του κατέρρευσε, σκορπίζοντας με ταχύτητα κομμάτια γυαλιού σε κάθε κατεύθυνση. Τα ρούχα του μύριζαν απλυσιά και φόβο και τα μαλλιά του είχαν σκληρύνει περισσότερο κι από τα γένια του.

Σκέφτηκε να κατέβει προς την παραλία. Να πάρει μια ανάσα βρε αδελφέ μακριά από το κέντρο της πόλης και τη φρίκη που αντίκριζαν τα μάτια του όπου έπεφτε το βλέμμα του. Θα άφηνε στην ακτή το σάκο και θα έμπαινε μέσα στη θάλασσα με τα ρούχα. Δεν τον ένοιαζε να βραχεί. Ίσως η θάλασσα κατάφερνε να βγάλει από τα ρούχα του τη μυρωδιά του θανάτου την κολλημένη επάνω τους, επάνω στο πετσί του, τη χαραγμένη στη μνήμη του. Δεν ήταν μακριά. Δυο δρόμους παρακάτω.

Λίγες μέρες μόνο του είχαν απομείνει εκεί στην κόλαση. Μετά θα επέστρεφε πίσω στην πατρίδα. Είχε αποδεχτεί την πρόταση της εφημερίδας του να μεταβεί στη Λωρίδα της Γάζας, απορρίπτοντας την εναλλακτική λύση που του είχε προτείνει ο διευθυντής να καλύψει δεκαπέντε μέρες το καλοκαίρι στις Κυκλάδες, καταγράφοντας εικόνες από τη διασκέδαση των επωνύμων στα νησιά του Αιγαίου. Τώρα όμως που ο ήλιος έκαιγε το δέρμα του και ο ιδρώτας έσταζε για μια ακόμη φορά επάνω στα ήδη μουσκεμένα ρούχα του αναπολούσε τις στιγμές του ελληνικού καλοκαιριού, που είχε αφήσει πίσω του.

Καλά-καλά δεν είχε καταλάβει τι θα έβρισκε πηγαίνοντας εκεί. Είχε δει την πρόταση θετικά, αφενός επειδή οι οικονομικές του απολαβές θα ήταν διπλάσιες, αφετέρου επειδή ένιωθε πως η καριέρα του βυθιζόταν τόσα χρόνια στο λασπώδη βάλτο της συνήθειας. Είχε ξεκινήσει με άλλα όνειρα την καριέρα του ως φωτορεπόρτερ δεκαπέντε περίπου χρόνια πριν. Συνεργασίες με το πρακτορείο Ρόιτερ, δύσκολες αποστολές, διακρίσεις και δόξα, καλλιτεχνική αναγνώριση και γιατί όχι… ναι στο βάθος του μυαλού του υπήρχε πάντα μια μέγιστη διάκριση, το world Press photo ίσως.

Αντί γι’ αυτό, το μόνο που κατάφερε ήταν να πιάσει δουλειά σε μια μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα τα τελευταία χρόνια και να καλύπτει το πολιτιστικό ρεπορτάζ. Όταν λοιπόν ο διευθυντής της εφημερίδας τον κάλεσε εκείνο το μεσημέρι στο γραφείο του για να του προτείνει την αποστολή στην Παλαιστίνη, η καρδιά του αναθάρρησε και χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκε, βλέποντας μπροστά του τα εφηβικά του όνειρα να παίρνουν ξανά φωτιά.

Δάκρυσε στη θέα της θάλασσας. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια. Τότε που έτρεχε στην παραλία του νησιού του κι έπαιζε με τα αδέλφια του πετώντας πέτρες και βότσαλα. Ένιωσε ανακούφιση. Κοιτάζοντας προς το μέρος της θάλασσας είχε γυρίσει την πλάτη του στη φρίκη του πολέμου, όπως ακριβώς είχε κάνει ολόκληρη η ανθρωπότητα, που χαιρόταν το καλοκαίρι της, δείχνοντας μια υποτυπώδη συμπόνια για ό,τι συνέβαινε στην Παλαιστίνη όσο κρατούσαν οι ειδήσεις. Είχε γυρίσει την πλάτη του στη χειμωνιά του πολέμου κι αγνάντευε το καλοκαίρι της ζωής, που ανοιγόταν μπροστά του. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να κλαίει σιωπηλά. Κοίταξε γύρω του. Κανείς δε φαινόταν πουθενά. Μόνο κάτι μικρά κοριτσάκια έπαιζαν φοβισμένα λίγο πιο πίσω του, κοντά σε μια παλιά, μισογκρεμισμένη αποθήκη που χρησιμοποιούσε μια οικογένεια για σπίτι.

Αποφάσισε να μπει μέσα στη θάλασσα. Να ξεπλύνει τους φόβους του με το αλμυρό νερό, λες και αρκούσε αυτό για να διώξει από την ψυχή του την σκουριά του κόσμου που είχε κολλήσει επάνω της κατάσαρκα. Άφησε κάτω το σάκο του. Έβγαλε το μπλουζάκι του κι ύστερα σήκωσε τα πατζάκια του παντελονιού του και προχώρησε με αργά βήματα. Ένιωσε ένα κάψιμο στο χτυπημένο του πόδι τη στιγμή που μπήκε στο νερό. Αγνόησε όμως τον πόνο και χώθηκε στην αγκαλιά της, για να γευτεί το υγρό σώμα που σπαρταρούσε επάνω στο δικό του, υποσχόμενο ηδονή.

Με αργές κινήσεις αφέθηκε στο δροσερό νερό λες και εξάγνιζε με αυτό τον τρόπο όλο το συσσωρευμένο φόβο που είχε βιώσει, λες και η θάλασσα έπαιρνε με κάθε κύμα της τη φρίκη που είχε ζήσει. Το παντελόνι του τον βάραινε αλλά δεν τον ένοιαζε. Στην πραγματικότητα ένιωθε ανάλαφρος. Ήθελε να νιώσει τη θάλασσα πάνω του όσο περισσότερο γινόταν. Για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια του και νόμιζε ότι είχε γυρίσει πίσω, στην παιδική του ηλικία. Τότε που βουτούσε σα μικρό δελφίνι στο ξέγνοιαστο ακρογιάλι της πατρίδας του.

«Στο διάολο κι ο πόλεμος και οι αποστολές και το ρεπορτάζ κι εκείνο το βραβείο που ποτέ δε θα πάρω», σκέφτηκε κι ένιωσε ελεύθερος. Τόσες μέρες είχε τραβήξει ένα σωρό φρικιαστικές εικόνες από τη γενοκτονία που εξελισσόταν στην Παλαιστίνη, είχε γεμίσει δεκάδες κάρτες μνήμης με τη μηχανή του αλλά καμιά δεν είχε εκείνη τη δύναμη που χρειαζόταν για να του δώσει μια διάκριση. «Αλλά ποιος νοιάζεται πια για διακρίσεις;» συλλογίστηκε. Το μόνο που ήθελε ήταν να περάσουν οι μέρες και να φύγει πια από εκεί, να μπορέσει να αδειάσει τη δική του μνήμη από τον πόλεμο αυτό, αν ποτέ τα κατάφερνε. Να νιώσει και πάλι άνθρωπος κι όχι ένα αιμοβόρο πλάσμα που ζητούσε στην πραγματικότητα να δικαιωθεί μέσα από τον πόνο ενός ολόκληρου λαού μόλις επέστρεφε στην πατρίδα του.

Ο ισχυρός βόμβος που ακούστηκε να έρχεται από τον ουρανό διέκοψε τις σκέψεις του. Βομβαρδιστικά αεροπλάνα πετούσαν ψηλά και σημάδευαν για άλλη μια φορά όση ζωή είχε απομείνει σ’ αυτόν τον τόπο. Άνοιξε τα μάτια του και κολύμπησε βιαστικά προς την ακτή. Ίσα που πρόλαβε να αρπάξει τα ρούχα και το σάκο του και να τρέξει προς τα παραπήγματα που είχαν απομείνει στην άκρη της παραλίας. Έτρεχε με όλη του τη δύναμη να κρυφτεί. Ούτε που θυμόταν το πονεμένο του πόδι. Μόνο μια στιγμή που παραπάτησε ένιωσε τα καρφιά του πόνου να χώνονται πιο βαθιά ακόμη μέσα του κι ένα λυγμό να διαπερνάει το στήθος του.

Όλες του κόσμου οι αξίες πυρπολούνταν ανελέητα για πολλή ώρα κι ανάμεσά τους η ανθρωπιά. Μια ανυπόμονη οβίδα πέρασε σχεδόν από δίπλα του και καρφώθηκε σα σουγιάς λίγα μέτρα μπροστά του, σκορπίζοντας το θάνατο. Σύρθηκε μέσα στα χαλάσματα και κουλουριάστηκε μέσα σε ένα ερειπωμένο κτήριο που έστεκε ακόμη μισογκρεμισμένο, βάζοντας το κεφάλι του και το σάκο με τη φωτογραφική του μηχανή ανάμεσα στα πόδια του.

Δεν κατάλαβε πόσες ώρες έμεινε εκεί μέσα κρυμμένος. Οι βομβαρδισμοί είχαν σταματήσει από ώρα αλλά εκείνος δεν είχε τη δύναμη ούτε το κεφάλι του να σηκώσει. Άξαφνα, άκουσε ένα ελαφρύ συριστικό ήχο να τον πλησιάζει. Η καρδιά του πήγε να σπάσει. Έκανε ζέστη αλλά ο φόβος είχε παγώσει τα μέλη του. «Δεν έπρεπε να απομακρυνθώ από τους άλλους ρεπόρτερς», σκέφτηκε. Κι αυτόματα ένιωσε τελικά τόσο ξένος από εκείνους τους ανθρώπους που έπαιζαν τη ζωή τους κορόνα γράμματα καθημερινά για να στέλνουν ειδήσεις και εικόνες στον κόσμο από τη σφαγή. Εκείνοι μάχονταν αληθινά μέσα στα πεδία της φωτιάς για μια ιδέα∙ πάλευαν να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο και να του δείξουν το δυσώδες πρόσωπο του πολέμου. Εκείνος μαχόταν μόνο με τον λιποτάκτη εαυτό του, αναγνωρίζοντας πως δεν άξιζε ούτε βραβεία ούτε καν να βρίσκεται εκεί. Είχε βρεθεί στο πεδίο της μάχης για να ικανοποιήσει μια εφηβική φιλοδοξία του, τίποτε περισσότερο, αγνοώντας το μέγεθος της δυστυχίας που θα αντιμετώπιζε και τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί, όσο το δυνατόν γρηγορότερα μακριά από εκείνο τον τόπο, να κλείσει τα μάτια του κι εκείνος, όπως ο περισσότερος κόσμος, μπροστά στην καταιγίδα.

Κοίταξε το πουκάμισό του. Μέσα στη βιασύνη του κάπου θα του είχε πέσει η ειδική ταυτότητα που κρεμούσαν επάνω τους οι δημοσιογράφοι, το μόνο αποδεικτικό του στοιχείο. Οι οδηγίες ήταν ξεκάθαρες κι εκείνος της είχε αγνοήσει. Δεν έπρεπε να απομακρύνονται, όφειλαν να μένουν όλοι μαζί και το κυριότερο να φορούν πάνω τους πάντα την ταυτότητα. «Έτσι και με βρουν, πάω χαμένος», συλλογίστηκε κι ένιωσε το στόμα του ξερό από τη σκόνη και τη ζέστη να κολλά διψασμένο.

Προσπάθησε ακόμη και την ανάσα του να κόψει από το φόβο μην τον ακούσει κανείς και βρεθεί αιχμάλωτος ξαφνικά στον παραλογισμό της βίας που ανενόχλητη γάζωνε τόσες μέρες τη Λωρίδα της Γάζας.

Ύστερα άκουσε ένα μουρμουρητό, σαν παιδικό κλάμα που προσπαθούσε κι αυτό να παραμείνει βουβό, χωρίς να τα καταφέρνει. «Ένα παιδί!» σκέφτηκε. «Ένα παιδί, μόνο του κλαίει». Έπιασε το σάκο του και σηκώθηκε. Είχε δει εκατοντάδες σκοτωμένα παιδιά λες κι αυτός ο πόλεμος μόνο σε παιδικά σώματα μπορούσε να ξεδιψάσει την οργή του. Αν ένα παιδί βρισκόταν εκεί εκτεθειμένο εκείνος έπρεπε να κάνει ότι ήταν δυνατόν για να βρεθεί κοντά του. Σύρθηκε σχεδόν προς την έξοδο, νιώθοντας το πόδι του να διαμαρτύρεται ξανά, αυτή τη φορά περισσότερο.

Βγήκε έξω κοιτάζοντας ολόγυρά του προσεκτικά και τότε την είδε. Ένα μικρό κοριτσάκι, θα ήταν περίπου πέντε χρονών, ίσως και πιο μικρή. Στεκόταν μόνο του μπροστά από τα παραπήγματα κι έκλαιγε με λυγμούς. Σκέφτηκε ότι θα πρέπει να είναι ένα από εκείνα τα κοριτσάκια που είχε δει πριν από λίγο να παίζουν στην παραλία. Την κοίταξε προσεκτικά. Τα δάκρυα που έτρεχαν επάνω στο βρώμικο μάγουλό της άφηναν ένα ανοιχτόχρωμο αυλάκι επάνω του και κάθε τόσο η μικρή το σκούπιζε με την άκρη του κόκκινου, σκισμένου φουστανιού της. Τα γόνατά της ήταν κομματιασμένα κι έσταζαν αίματα. Ξυπόλητη, τρομαγμένη έτρεμε και κρατούσε στην αγκαλιά της μια μικρή βρώμικη κούκλα, σφιχτά πάνω στο στέρνο της, σα να φοβόταν ότι αν την αφήσει για μια στιγμή θα χάσει ό,τι μοναδικό της είχε απομείνει.

Τον κοίταξε κι αυτή με τα αραβικά της μελαχρινά μάτια δακρυσμένα, μην ξέροντας τι να κάνει. Να το βάλει στα πόδια ή να τρέξει προς το μέρος του. Εκείνος πρώτος γεφύρωσε το χάσμα που είχε δημιουργήσει ο δισταγμός ανάμεσά τους, απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος της. Η μικρή άπλωσε το δικό της και τον άγγιξε. Ύστερα εκείνος γονάτισε μπροστά της και την πήρε στην αγκαλιά του, χωρίς να ανταλλάξει μαζί της ούτε μια λέξη.

Βημάτιζε έχοντας τη μικρή επάνω στο στήθος του και το βαρύ σάκο στον ώμο του, προς το μέρος που του έδειχνε το κοριτσάκι. Έφτασε εκεί που είχε δει τα παιδιά να παίζουν, κάμποσες ώρες πριν. Δεν είχαν προλάβει να κρυφτούν. Ολόγυρά του διαμελισμένα παιδικά κορμιά, ανάμεσά τους αποκεφαλισμένες κούκλες και πεταμένα ρούχα και λίγα μέτρα πιο πέρα μια σκοτωμένη νέα γυναίκα. «Η μάνα τους», σκέφτηκε και ανατρίχιασε.

Κάθισε σε μια πέτρα που βρήκε δίπλα του κι άφησε τη μικρή πάνω στην άμμο. Άνοιξε τον σάκο του και πήρε από μέσα τη φωτογραφική μηχανή. Άρχισε να κάνει μερικές λήψεις. Ο φακός του σαν πολυβόλο αποτύπωνε, για μια ακόμη φορά τη φρίκη, καταγράφοντας εικόνες απίστευτης φρικαλεότητας. Ο αέρας μύριζε καπνό κι ένιωσε τα μάτια του να τσούζουν όμως συνέχιζε με μανία. «Γαμώ το, πέφτει το φως σιγά-σιγά», σκέφτηκε και άνοιξε το διάφραγμα περισσότερο.

Έφερε ξανά τη μηχανή στο πρόσωπό του, αγχωμένος να προλάβει το φως και εστίασε επάνω σε μια κούκλα που έμοιαζε σκοτωμένη κι αυτή, όπως τα όνειρα του παιδικού χεριού που λίγη ώρα πριν την κρατούσε στα χέρια του. Το κάδρο ήταν μοναδικό. Μια κούκλα κι ένα παιδικό χέρι∙ τίποτε άλλο. Με το ανοιχτό διάφραγμα και την ταχύτητα που είχε επιλέξει θα θόλωνε το φόντο και ο θάνατος θα καταγραφόταν με περισσότερη ακρίβεια επάνω στο φωτογραφικό χαρτί.

Άξαφνα σταμάτησε. Όση ώρα ο φακός του εστίαζε στο αποκεφαλισμένο παιχνίδι και στο κομματιασμένο χέρι που βρισκόταν πεσμένο δίπλα του το βλέμμα του συνάντησε μέσα στο κάδρο τη μικρή που κρατούσε ακόμη τη δική της κούκλα σφιχτά κολλημένη πάνω στο σώμα της. Το κοριτσάκι είχε γονατίσει και κοιτούσε το πτώμα της αδελφής της. Τα δάκρυα της έβρεχαν το βρώμικο φουστανάκι της. Κι ύστερα μηχανικά, σηκώθηκε ξανά, σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της τα μάγουλά της κι έκλεισε με το βρεγμένο της χεράκι τα μάτια της κούκλας της. Για να μη δει τις σκοτωμένες κούκλες των πεθαμένων κοριτσιών που κείτονταν νεκρές κι αυτές επάνω στην άμμο. Όπως ακριβώς είχε κάνει η μάνα της λίγες μέρες πριν από το τελευταίο μακελειό στη μεγάλη της αδελφή, για να μη δει τον βαριά τραυματισμένο πατέρα της να πεθαίνει στα χέρια του δικού του πατέρα. Κι έγειρε το κεφαλάκι της πάνω στην κούκλα με συμπόνια για να μην καταλάβει η κούκλα της ότι καμιά φορά τα καλοκαίρια της ζωής χάνονται μέσα στους πιο παγωμένους και εφιαλτικούς χειμώνες.

Εκείνος έστρεψε τώρα το φωτογραφικό του φακό προς το μέρος της μικρής. Ίσα που πρόλαβε να αναρωτηθεί τι είδους άνθρωπος ήταν τελικά που μέσα σ’ αυτή την τραγωδία έβρισκε το κουράγιο να τραβήξει φωτογραφία αντί να αρπάξει το παιδί στην αγκαλιά του και να φύγει τρέχοντας από εκεί. Για μια στιγμή έκανε να κατεβάσει τη μηχανή. Κι όμως κάτι ισχυρό μέσα του τον εμπόδισε. Ακόμα κι αν εκείνη τη στιγμή έβλεπε πίσω από το παιδί κάποιον να το σημαδεύει εκείνος δε θα άφηνε αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ναι ήταν σίγουρος. Σύντομα όλος ο κόσμος θα μιλούσε γι’ αυτόν και ο διευθυντής της εφημερίδας θα του έδινε μια γενναία αύξηση. Αυτή τη φορά το βραβείο το είχε στο τσεπάκι του.

 

tesy* Η Τέσυ Μπάιλα κατάγεται από τη Σαντορίνη αλλά γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε ιστορία ελληνικού πολιτισμού και μετάφραση λογοτεχνίας. Ασχολείται με τη φωτογραφία και ατομικές της εκθέσεις έχουν φιλοξενηθεί στο πανεπιστήμιο Gakugei της Ιαπωνίας και στην Αθήνα. Είναι συντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα». Παράλληλα δημοσιεύει δοκίμια και βιβλιοπαρουσιάσεις σε εφημερίδες και περιοδικά (literature.gr, thinkfree.gr, culturenow.gr). Κυκλοφορούν τα βιβλία της: «Το Πορτρέτο της σιωπής» από τις εκδόσεις Έναστρον, «Το παραμύθι της βροχής» από τις εκδόσεις Δοκιμάκης. «Το μυστικό ήταν η ζάχαρη» είναι το τρίτο της βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top