Fractal

Οι δυο πίνακες

Γράφει η Αργυρώ Μαντόγλου // *

 

fractal_summerΑυτή τη φορά δεν άκουσε την καρδιά της, μόνο τον ήχο του ρολογιού στο διπλανό δωμάτιο. Άνοιξε τα μάτια και είδε τις δυο χρυσαφιές κορνίζες στον απέναντι τοίχο, δυο μαύρα και άδεια παραλληλόγραμμα. Δεν κοίταξε αλλού, καρτερικά περίμενε να γεμίσουν, περίμενε μέχρι που άρχισαν να έρχονται οι εικόνες απ’ το αποψινό της όνειρο. Τρίτη φορά το έβλεπε αυτό το όνειρο και λένε πως η επανάληψη στα όνειρα σημαίνει τραύμα βαθύ ή κάποιο προμήνυμα• ό, τι κι αν σήμαινε της έμενε η γεύση: λαχτάρα, λαχτάρα, λαχτάρα. Τυλίχτηκε με το σεντόνι και δίπλωσε τα χέρια της στο στήθος.

Πώς βρέθηκα εδώ; πήγε να κάνει την ερώτηση –ρητορική ερώτηση, γιατί είχε πλέον μάθει πως απ’ τον εαυτό της ποτέ δεν έπαιρνε απαντήσεις.

Μια θάλασσα από παπούτσια, όλα τα χρώματα, τα σχέδια, τα δέρματα, καλοκαιρινά και χειμωνιάτικα, όλα στο ίδιο μέγεθος, όλα αριστερά και όλα παιδικά. Παπούτσια για μονοπόδαρα παιδιά ή καλικατζάρους που κάνουν το αριστερό δεξί, τα μέλη τους ελαστικά και προσαρμόσιμα, γλιστράνε μέσα από καμινάδες και εσοχές.

Ξύπνησα σε μια θάλασσα από παπούτσια, μονολόγησε και να που τα παπούτσια βρίσκουν θέση στη μια από τις κορνίζες και συνδυάζονται. Το κάνει αυτό η τέχνη, ακόμα και τα αριστερά παπούτσια ζευγαρώνουν και μπαίνουν σ’ έναν πίνακα. Και όλα εκείνα τα μονά, τα χιλιάδες μονά παπούτσια, γίνονται ένα ζευγάρι και σύμβολο.

Το τικ τακ στο διπλανό δωμάτιο επιμένει, κάτι μετράει που δεν είναι χρόνος. Κάτι μετράει που δεν έχει ακόμα χωρέσει σε έννοια, κάτι που μάλλον δεν θέλει να μετρηθεί.

Ακούει προσηλωμένη, σφίγγει γύρω της το σεντόνι, κρυώνει κι ιδρώνει, ακούει την πόρτα να ανοίγει, δεν βλέπει τον αέρα, τον νιώθει, ο αέρας ανοίγει την πόρτα κι ορμάει. Ένας αέρας από πίνακα του Ελ Γκρέκο, μπαίνει και παίρνει κι αυτός τη θέση του στο κάδρο, ο αέρας φέρνει ένα φυλλαράκι, το φυλλαράκι φέρνει κι άλλο φυλλαράκι και γίνονται κλαδί, το κλαδί αρπάζεται από ένα δένδρο, τώρα τα παπούτσια αναπαύονται κάτω από τα φυλλώματά του. Κάποιος τα άφησε εκεί και θα γυρίσει. Δεν είναι στον πίνακα, αλλά είναι κοντά. Ο αέρας, θεϊκή πνοή, έφερε τα χρώματα και τη ζωή.

Πού πήγαν τα υπόλοιπα; Δεν είναι εκείνη που ρωτάει. Δεν τη νοιάζει που πήγαν τα υπόλοιπα παπούτσια, δεν θέλει να μάθει. Της φθάνει που αυτά τα δυο τα κατάφεραν, δυο παπούτσια ζευγαρώθηκαν. Δεν είναι εκείνη που ρωτάει. Εκείνη ξέρει πως δεν θα πάρει απάντηση και δεν μπαίνει στον κόπο. Ρωτάει η διπλανή, η άδεια κορνίζα, αυτή ρωτάει. Χαράζει, το φως τρυπώνει αργά στο δωμάτιο και ανησυχεί κι εκείνη πρέπει να συμπληρωθεί πριν ξημερώσει.

Αυτή μιλάει, η διπλανή κορνίζα είναι που ρωτάει, και να που σάλεψε, ταλαντεύτηκε δεξιά αριστερά, ο αέρας από τον διπλανό πίνακα ρίχνει μέσα της δυο φτερά, δυο φτερά μεγαλοπρεπή, φτερά από γλάρο, πελεκάνο ή φτερά αετού.

Όχι στο όνειρο δεν υπήρχαν φτερά, θέλει να φωνάξει, δεν υπήρχαν φτερά στο όνειρό μου.

Δε φωνάζει, έχει φωνή αλλά δε μιλάει. Στο όνειρο δεν υπήρχαν φτερά, δεν θέλει τα φτερά, αλλά δεν λέει την αλήθεια ούτε στον ύπνο. Δεν λέει πως είναι απρόσεχτη. Η απροσεξία είναι φονική. Απροσεξία ίσον φόνος, το ξέρει αλλά δεν το λέει.

Την αλήθεια λοιπόν, την αλήθεια.

Διώχνεις τα φτερά για να μην πεις πως είσαι απρόσεχτη, για να μην πεις πως φταις, πως είχες ευθύνη, δική σου ήταν η ευθύνη. Στο χεράκι του το ένα φτερό, και στο δρόμο ένα παπούτσι, αριστερό παπούτσι, το δεξί δεν βρέθηκε ποτέ, το κορμάκι του στο δρόμο ασάλευτο, το παπούτσι πεσμένο στο πλάι. Το μάζεψε, το έχει, το αριστερό παπούτσι του, το έχει και το βλέπει χρόνο το χρόνο να μεγαλώνει, μάζεψε και το φτερό, ήταν φτερό χελιδονιού και όχι αετού- το μάζεψε, το πήρε μέσα από το σφιγμένο χεράκι αλλά δεν ξέρει που είναι που πήγε το φτερό.

Όλα μεγάλωναν με τα χρόνια κι εκείνον δεν μπορούσες να τον φανταστείς πια, πως θα ήταν στα τέσσερα στα πέντε, στα έξι του χρόνια, πόσο θα ήταν τώρα; Δεν ξέρεις, δεν μετράς τα χρόνια πια, τουλάχιστον όχι στον ύπνο σου.

Τα χειλάκια τα ματάκια, τα μαλλάκια, τα λογάκια – όχι ούτε στον ύπνο σου.

Αγαπούσε τα πουλιά, αγαπούσε να τα βλέπει, τον ενθουσίαζαν, όταν τα έβλεπε φώναζε τους δικούς του ήχους, φώναζε όλες τις λέξεις που είχε μάθει και ύστερα έτρεχε ξοπίσω τους να τα πιάσει, να πιάσει το πουλί που την τελευταία στιγμή πάντα του ξέφευγε, έπαιζε άτιμο παιχνίδι το φτερωτό πλάσμα. Στεκόταν ακίνητο, τα φτερά του κολλημένα στο σώμα, αξεχώριστα από τον κορμό σαν ψεύτικα, κι το παιδάκι έτρεχε να το πιάσει, ήθελε να πιάσει τα φτερά του, τρέχοντας προς εσάς επαναλάμβανε τις πρώτες του λέξεις, τρέχοντας προς εσένα πουλί είπε και την τελευταία του.

Εσένα σου έδωσε και όνομα, σε είπε Φάρι, μόλις άκουσες το όνομα σου πουλί, γύρισες ολόκληρο και τον κοίταξες, ναι σε είδα που τον κοίταξες, με μάτια καρφίτσες, δεν ξέρω την έκφρασή σου, δεν την πρόσεξα αλλά τη φαντάζομαι. «Πιάσε με αν μπορείς» του είπες. «Θα σε πιάσω κι ας χαθώ», σου είπε αυτός και έτρεξε καταπάνω σου, κι εσύ δεν πέταξες ψηλά, δοκίμασες μια χαμηλή πτήση για να τον προκαλέσεις,

Σε φώναζε κι εγώ φώναξα το παιδί μου να σταματήσει, φώναζα και έτρεξα να το αρπάξω και το είδα να βγαίνει από την παιδική χαρά στο δρόμο, και έτρεξα πίσω του, μήπως δεν έτρεξα όσο πιο δυνατά μπορούσα, μήπως δεν φώναξε με όλη τη δύναμή της η φωνή μου;

Όχι και έτρεξα και φώναξα, ίσως δεν έπρεπε να κάνω, ίσως εγώ να τον τρόμαξα,

Βγήκε στο δρόμο και όρμησε πάνω σου και τότε εσύ άπλωσες τα φτερά σου και βούτηξες πίσω στον κόσμο σου, τον κόσμο σου εκεί ψηλά, κι εκείνος όρμησε και συνέχιζε να τρέχει και τινάχτηκε πάνω στον αέρα, για μια στιγμή τον είδα να σε φτάνει, έτσι όπως εκτοξεύτηκε.

Δεν ξέρω πότε σου άρπαξε το φτερό, ποια ήταν η στιγμή που σε πλησίασε τόσο, δεν ξέρω και τι απέγινες κι εσύ χωρίς φτερά, πουλί δεν βρέθηκε εκεί κοντά.

Πουλιά ούτε στα όνειρά μου δεν τολμούν να πλησιάσουν, αλλά τα έχω τα φτερά σου, δεν ξέρω που αλλά τα έχω, και να που τώρα παίρνουν τη θέση τους, ασώματα και ευλαβικά, σαν τα δυο κλαδιά από φοίνικα, το ίδιο σχήμα έχουν, σαν τα κλαδιά από φοίνικα που βάζουν στα μνημεία, αθόρυβα γεμίζουν το δεύτερο κάδρο.

Το τικ τακ συνεχίζει μετράει το χρόνο που δεν είναι χρόνος μου, η καρδιά μου σαπίζει, σάπισε, κι εγώ βγαίνω από τον ύπνο χωρίς καρδιά.

Είμαι στην εξοχή, είναι καλοκαίρι, ήρθα εδώ για να ξεκουραστώ, δίπλα στη πόρτα υπάρχει η βαλίτσα μου, είναι κλειστή, ήρθα κουρασμένη χθες βράδυ, δεν πρόλαβα να την ανοίξω, το νυχτικό μου μουσκεμένο, ξέχασα να ανάψω το ερκοντίσιον, σηκώνομαι, ανοίγω το παράθυρο. Ο παράδεισος. Βρίσκομαι στον παράδεισο και είναι επί της γης, είμαι επί της γης, όλα αυτά είναι παλιά, και οι εφιάλτες, αυτά μπορεί να συνέβησαν σε μένα ή να μου τα έχουν διηγηθεί άλλοι, ξέρω πως συχνά επαναλαμβάνω στον ύπνο μου ξένα όνειρα, ξένες δυστυχίες. Αλλοίμονο ούτε κι αυτό είναι αλήθεια.

Ώρα για πρωινό, και μετά μια βουτιά. Μια καθαρτική βουτιά.

Ανοίγει η πόρτα, περιμένει τον αέρα, αλλά δεν είναι ο αέρας. Πρώτα μπαίνει το φως –εκτυφλωτικό- πρώτα ακούει τα βήματά του και έπειτα βλέπει έναν άντρα.

Σε άφησα να κοιμηθείς μόνη και πήγα δίπλα. Παραμιλούσες στον ύπνο σου γλυκιά μου, φτερά, κλαδιά, πουλιά, σε άφησα να ξεκουραστείς. Νιώθεις καλύτερα;

Τον κοιτάζει, ξέρει σε λίγο θα θυμηθεί το όνομά του, ξέρει σε λίγο θα ανταποκριθεί σε αυτό το μισό χαμόγελο, σε αυτή τη ρυτίδα που λέει πως δεν πειράζει, πως ούτε κι αυτός περιμένει κάποια απάντηση από εκείνη.

Του λέει πως θα ετοιμαστεί και θα κατέβει. Δεν ξέρει που θα κατέβει, αλλά έτσι λένε στις ταινίες οι ηρωίδες, όλες οι γυναίκες κάποτε κατεβαίνουν από κάπου.

Θα κατέβω, του λέει. Σε ένα λεπτό θα κατέβω.

 

mantoglou* Η Αργυρώ Μαντόγλου σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία, Φιλοσοφία και Κριτική Θεωρία. Κείμενά της και κριτικά σημειώματα έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Υπήρξε τακτική συνεργάτιδα του ενθέτου Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας από το 1999. Έχει δημοσιεύσει κριτικές και θεωρητικά άρθρα για θέματα λογοτεχνίας στον ημερήσιο και τον περιοδικό Τύπο. Έχει μεταφράσει έργα των Τζορτζ Έλιοτ, Βιρτζίνια Γουλφ, Χένρι Τζέιμς, Άντζελα Κάρτερ, Τζιν Ρις, Τζόις Κάρολ Όουτς, Άλι Ζμιθ, Ζέιντι Σμιθ, Πίτερ Κάρεϊ κ.ά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και μέλος της Επιτροπής για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνικής Μετάφρασης (2002-2006 και 2011-2012). Βιβλία της: «Βιρτζίνια Γουλφ Café» (Κέδρος, 1999), «Βλέφαρα με τατουάζ» (Πατάκη, 2001), «Νύφη από πολυεστέρα» (Μεταίχμιο, 2003), «Bodyland Χωρασωμάτων» (Κέδρος, 2005), «Όλα στο μηδέν» (Ελληνικά Γράμματα, 2009), «Λευκή ρεβάνς» (Ψυχογιός, 2012)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top