Fractal

«Το παρελθόν βρίσκει πάντα τον τρόπο να επιστρέφει κάθε φορά που κλονίζεται το παρόν».

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

Τζένη Μανάκη: «Για την Ελίζα», Εκδόσεις Ωκεανίδα

 

«Είμαι η Ελίζα, θύμα της θηριωδίας των ναζιστών και ζητάω απεγνωσμένα δικαίωση για τη χαμένη νιότη μου, για τη σκυτάλη της θλίψης που άθελά μου παραδίνω στο ίδιο μου το παιδί».

Η Ελίζα αυτοσυστήνεται. Παράλληλα προβαίνει και σε μια ομολογία:

«Αδυνατούσα να διαχειριστώ τα ενοχικά συναισθήματα μετά την τραυματική εμπειρία μου στο στρατόπεδο. Είχα υποστεί τόσα, που μέσα μου εγκαταστάθηκε η πεποίθηση ότι δεν χρωστούσα σε κανέναν καλές συμπεριφορές όταν οι άλλοι αποκρίνονταν με βία, υστεροβουλία, μίσος, προδοσία, υποκρισία και ψευτιά. Έβλεπα για χρόνια μετά σαν ενδεχόμενη απειλή όποιον βρισκόταν στο οπτικό μου πεδίο».

Ο λόγος για το μυθιστόρημα της Τζένης Μανάκη με τίτλο «Για την Ελίζα», που όμως είναι το μυθιστόρημα της Λούνα. Ελίζα, η μητέρα. Λούνα, η κόρη. Ανάμεσα στις δυο η αμφιβολία για την ίδια τη ζωή. Βαριά κληρονομιά, που ως κατάρα απειλεί κάθε ομορφιά και πίστη, πως ναι, η ζωή είναι όμορφο ταξίδι.

Την Τζένη Μανάκη τη γνώρισα μέσα από σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Την είχα διακρίνει για τη σοβαρότητά της. Μέχρι που στα χέρια μου ήρθε το μυθιστόρημά της. Και αναγνώρισα και τη σοβαρότητα της δημιουργίας της. Σημαντικό αυτό, αφού στις ημέρες μας ολοένα και σπανίζει, δίνοντας τη θέση της στην επίδειξη, τη φλυαρία, την ελαφρότητα και άλλα πολλά, που μου θυμίζουν κινέζικο ρούχο το οποίο μυρίζει πετρέλαιο.

Δεν έχω τίποτα με τα κινέζικα, άλλωστε δεν τα προτιμώ. Έχω όμως με τους δήθεν λογοτέχνες, που για πολλούς λόγους λανσάρονται στην πρώτη γραμμή, ή αυτολανσάρονται, επιβαίνοντας στο τρένο τής ματαιοδοξίας, κούφιοι από γνώσεις, αλλά παραγεμισμένοι με έπαρση και… τίποτα. Άλλωστε και τα φαστ-φουντ κάτι παρόμοιο προσφέρουν. Όσο υπάρχουν καταναλωτές, θα υπάρχουν και οι μεν και τα δε.

Το «Για την Ελίζα» είναι ένα ώριμο μυθιστόρημα με γραμμική αφήγηση, που διηγείται μια ιστορία, μέσα απ’ την οποία προκύπτουν εντελώς φυσιολογικά και άλλες μικρές ιστορίες, οι οποίες δεν εμποδίζουν τη ροή τού μύθου, αλλά και ούτε σε βγάζουν από τα ρούχα σου εξ αιτίας των σατανικών συμπτώσεων, που τόσο έχουν γίνει της μόδας, για να καλύψουν την ανεπάρκεια της έμπνευσης και την έλλειψη σεμνότητας της γραφής τους.

Η Ελίζα επιζεί των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Όμως η καταστροφή τής ψυχής της είναι ανεπανόρθωτη. Από τους πρώτους που μίλησαν γι’ αυτήν την καταστροφή ήταν ο Πρίμο Λέβι. Ακολούθησε ο Σεμπρούν και άλλοι. Όταν η διεθνής κοινότητα χαρακτήρισε τα στρατόπεδα ως Ολοκαύτωμα, ένας μετά τον άλλον, εμφανίστηκαν σπουδαίοι συγγραφείς που κατέγραψαν εμπειρίες και συνακόλουθα.

Τα στρατόπεδα δεν ήταν μόνο ‘‘εργοστάσια’’ μετατροπής τών ανθρώπινων σωμάτων σε καπνό, αλλά και ολετήρες τής ζωής εκείνων που επέζησαν απ’ αυτά, αφού ήταν ελάχιστοι εκείνοι που ξαναβρήκαν την ομορφιά τής ζωής, εμπιστευόμενοι τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι πορεύτηκαν με τους θανατερούς εφιάλτες τους.

Με την προσωπικότητά της τσαλακωμένη, με την πίστη της στον άνθρωπο ισοπεδωμένη, πασχίζει ν’ αρχίσει μια νέα ζωή. Όμως ο τρόμος τού στρατοπέδου είναι πάντα εκεί. Κι ένας αριθμός στο χέρι της, της θυμίζει πως κάποτε δεν ήταν άνθρωπος.

Η Ελίζα, αποφασισμένη να ζήσει, ερωτεύεται και παντρεύεται. Γεννά τη Λούνα. Όμως το παρελθόν την ακολουθεί. Η αμφισβήτηση, η δυσπιστία. Ως δηλητήριο απειλεί την ευτυχία της και κατορθώνει να τη συντρίψει. Μια φωτογραφία του συζύγου της, κάπου στην εφηβεία του, της δημιουργεί την βεβαιότητα πως ανήκε στους Ναζί. Το εγκαταστημένο, βαθιά μέσα της, μίσος, ξυπνά. Επιχειρεί να τον σκοτώσει. Μάρτυρας της σκηνής, η κόρη της.

Η Ελίζα δεν μπορεί να επανορθώσει. Οι ενοχές εκφράζονται με λάθος τρόπο. Αυτά που έχει να πει, τα γράφει. Μετά τον θάνατό της, θα τ’ ανακαλύψει η κόρη της, η Λούνα, που όμως μέχρι τότε έχει ζήσει μέσα στην κατάθλιψη και στην απόρριψη, χωρίς τη ζεστασιά τής μητρικής στοργής. Η Λούνα που συγχωρεί, κατανοώντας μια μητέρα – θύμα.

Η γραμμική αφήγηση βοηθά τον αναγνώστη στην κατανόηση των γεγονότων και στις μεταξύ των προσώπων συνδέσεις. Οι περιγραφές δεν κουράζουν, απεναντίας εμπλουτίζουν ουσιαστικά το κείμενο. Η Μανάκη χειρίζεται με επάρκεια τον λόγο, ξέρει να στήνει το αφήγημά της. Και αυτό είναι σημαντικό.

Η Λούνα γίνεται ο κύριος άξονας του μύθου. Ξεδιπλώνει τον χαρακτήρα της αβίαστα, δίνοντας με μικρές πινελιές και τα χαρακτηριστικά τής εποχής μέσα στην οποία κινείται, όπως και στίγματα της κοινωνικής ζωής μέσα στην οποία εξελίσσονται οι σχέσεις τών ανθρώπων. Ο αναγνώστης ζει μαζί της, μοιράζεται τις απογοητεύσεις της, εύχεται την ευτυχία της. Ο αναγνώστης γίνεται μέρος τού βιβλίου, ανακαλύπτει συγγένειες με τα πρόσωπα που εμπλέκονται στον μύθο.

 

Τζένη Μανάκη

 

«Κρίνουμε αυστηρά τους γύρω μας σαν να ξεχνούμε τι είναι ο άνθρωπος. Όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας. Βαδίζουμε σ’ ένα θολό τοπίο και μέσα σ’ αυτό καλούμαστε να ξεχωρίσουμε αυτούς στους οποίους θα αφιερώσουμε τον χρόνο και την αγάπη μας. Όταν κοιτάζουμε πίσω για να κρίνουμε τους ανθρώπους του παρελθόντος, είναι καλό για τον ψυχισμό μας να μη βλέπουμε καμιά σκιά», λέει στη Λούνα ο ηλικιωμένος συγγενής της και είναι σαν να το λέει στον καθένα μας, προσφέροντάς μας έναν οδηγό για την ίδια τη ζωή.

Η ίδια η Λούνα θα ομολογήσει μια άλλη αλήθεια, ιδιαίτερα καθοριστική για τη στάση ζωής που επιλέγει ο καθένας μας: «…δεν είναι εύκολο να ξοφλήσεις με το παρελθόν. Είναι δύσκολο, ίσως ακατόρθωτο. Όμως νομίζω ότι κατάφερα ν’ απαλλαγώ από κάθε κακό αίσθημα που είχε φωλιάσει μέσα μου εξαιτίας του. Το μυστικό ήταν η συγχώρεση και το κίνητρο η μεγάλη αγάπη που έκανε κατάληψη στην ψυχή μου, διώχνοντας τους κακοπληρωτές ενοίκους που προηγήθηκαν».

Θεωρώ πως μια από τις αρετές τής λογοτεχνίας είναι και το να γίνεται διδακτική, προάγοντας τον αναγνώστη, δείχνοντάς του τα μονοπάτια μιας ζωής που αναζητά την εσωτερική πληρότητα. Η λογοτεχνία τής Τζένης Μανάκη θαρρώ πως το προσφέρει αυτό.

 

 

Λάρισα, 12/9/2019

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top