Fractal

Διήγημα: “Ζωή στο ζύγι”

Της Μαριάνας Τράνακα //

 

 

 

Ζωή στο ζύγι

 

Η Μαργαρίτα προσπαθούσε στη μισοσκότεινη κουζίνα, να ανάψει το γκαζάκι. Χρειάσθηκε αρκετές προσπάθειες μέχρι να καταφέρει η σπίθα του αναπτήρα να το αναστήσει. Όταν τελικά οι μπλε γλώσσες ζωντάνεψαν, χαμήλωσε τη φωτιά, έριξε στο μπρίκι νερό, ένα κουταλάκι καφέ, τα ανακάτεψε και το έβαλε να βράσει.

Μέχρι να φουσκώσει πήρε το δίσκο, έβαλε μέσα ένα ποτήρι με νερό, ένα πιατάκι με δυο παξιμάδια και ένα μπουκαλάκι λάδι. Στο τσακ τον πρόλαβε πριν χυθεί. Τον σέρβιρε και τον πρόσθεσε στα υπάρχοντα του δίσκου. Τον πήρε με προσοχή και σέρνοντας τις παντόφλες της, προχώρησε προς το σαλόνι που λουζόταν στο γαλάζιο φως της μουγκής τηλεόρασης.

Άφησε τον καφέ με το νερό και τα παξιμάδια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και με το μπουκαλάκι του λαδιού στο χέρι, κατευθύνθηκε προς το μεγάλο τραπέζι που παλιά χρησίμευε ως τραπεζαρία.

Ένα άσπρο δαντελένιο τραπεζομάντηλο απλωμένο πάνω του, με δυο βάζα γεμάτα άσπρα χρυσάνθεμα, τοποθετημένα σαν παραστάτες σε μια φωτογραφία με ασημένια κορνίζα, ένα καντηλάκι μπροστά της σαν φρουρός, του οποίου η φλόγα ετοιμαζόταν να αποκοιμηθεί, στόλιζαν το τραπέζι που κάποτε φιλοξενούσε μεγάλα τσιμπούσια.

«Καλημέρα παλληκάρι μου. Με πήρε ο ύπνος σήμερα με τα χάπια που μου δίνει ο γιατρός και παραλίγο να μην προλάβω το καντηλάκι σου αναμμένο».

Η Μαργαρίτα χάιδεψε το νεαρό πρόσωπο πίσω από το γυαλί με τόση τρυφερότητα, λες και το κρατούσε ζωντανό μέσα στη φούχτα της. Εκείνο την κοιτούσε χωρίς ανταπόκριση, φορώντας ένα χαμόγελο που ξεχείλιζε από τις κόρες των ματιών του κι αγκάλιαζε όλη την φωτογραφία. Ένα νέο παιδί, γύρω στα τριάντα, με καστανά κοντοκουρεμένα μαλλιά και φροντισμένο μούσι ολίγων ημερών στο μακρόστενο πρόσωπό του, κοιτούσε το φακό με τέτοια ζωντάνια, που ακόμα κι από κει μέσα, σου μετέδιδε τον ενθουσιασμό της ζωής. Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι τα πρόσωπα που ζωγραφίζει η ευτυχία!

Με χειρουργικές κινήσεις, η μεσόκοπη γυναίκα, ξεκίνησε τη φροντίδα του καντηλιού. Άναψε πρώτα το κερί που ήταν πίσω από τη φωτογραφία, πήρε το κουτί με τα φυτίλια, ξεσκέπασε το καντήλι, σάλιωσε τον δείκτη και τον παράμεσο του δεξιού χεριού, έπιασε με αυτά την καντηλήθρα, άλλαξε το φυτίλι, κι αφού συμπλήρωσε όσο λάδι είχε καεί, άναψε το καντήλι και το σκέπασε με το γυάλινο καπάκι. Έσβησε το κερί και ξανακοίταξε την φωτογραφία.

«Γελάς Αντρίκο μου, έ; Κοροϊδεύεις κι εσύ τη μανούλα όπως η αδερφή σου; Μου λέει ότι έχω κάνει το σπίτι νεκροταφείο. Ότι σε στεναχωρώ που με βλέπεις έτσι και δεν σε αφήνω να ησυχάσεις. Αλλά ξέρω πως με καταλαβαίνεις. Πάντα με αφουγκραζόσουνα εσύ. Το ξέρεις ότι δεν υπάρχει λέξη για το γονιό που χάνει το παιδί του; Το παιδί που στερείται τους γονείς του, το λένε ορφανό. Αλλά για τη μάνα και τον πατέρα που τους ξεριζώνουν τα σπλάχνα, δεν υπάρχει καμία λέξη που να μπορεί να κλείσει μέσα της τον πόνο, την οργή, το θυμό που νιώθουν.

Δεν τα θέλω ούτε κι εγώ τα νεκροταφεία παιδί μου. Άλλωστε, ούτε κι εσύ είσαι εκεί. Όπως το είπε κι ο ποιητής: “Ποτέ δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, στα φουστάνια της μητέρας τους”. Η ψυχούλα σου είναι εδώ, μαζί μου και τα όργανά σου, τα έχουν άνθρωποι που τα χρειαζόντουσαν για να ζήσουν. Ακόμα και με το φευγιόσου παιδί μου βοήθησες τον κόσμο, όπως έκανες πάντα. Και ας μην σε άφησε να ζήσεις κανένα σου όνειρο!».

∞ ∞ ∞

Το ραντεβού με το δικηγόρο ήταν έξω από την κεντρική είσοδο της Σχολής Ευελπίδων. Η Χριστίνα κάθισε σε ένα πεζούλι μακριά από τον κόσμο, τις κλούβες, τα περιπολικά, τα ταξί, τα πηγαδάκια δικηγόρων και διαδίκων. Όλα ήταν γι’ αυτήν ξένα και τρομακτικά. Τις προηγούμενες φορές δεν είχε αντιληφθεί τι γινόταν εκεί έξω. Είχε να κουβαλήσει τον πόνο για τον άδικο χαμό του αδερφού της και να στηρίξει τη μητέρα της.

Ο πονοκέφαλος, παράσημο του χθεσινοβραδινού άστατου ύπνου, συνέχισε να την ταλαιπωρεί. Ο καφές δεν βοηθούσε. Και τα μάτια της, πρησμένα και κόκκινα, την ενοχλούσαν ακόμα και πίσω από τα γυαλιά ηλίου που φορούσε.

Είχε μπροστά της μια μεγάλη και δύσκολη μέρα. Μετά από δύο αναβολές, θα γινόταν το δικαστήριο για το θάνατο του αδερφού της. Θα καθόταν στο ειδώλιο επιτέλους, ο ασυνείδητος οδηγός που τον χτύπησε και τον άφησε να ξεψυχήσει στο οδόστρωμα. Πόσο κοινότυπη της φαινόταν αυτή η φράση παλιά, σκέφτηκε.

Είχαν περάσει δύο χρόνια κι αυτός συνέχιζε τη ζωή του κανονικά, ενώ εκείνη και η οικογένειά της ζούσαν μέσα στο πένθος, προσπαθώντας να σηκώσουν το βάρος της απώλειας, χωρίς μια συγνώμη, χωρίς μια δικαίωση, χωρίς μια ικανοποίηση ότι ο δολοφόνος του δικού τους ανθρώπου τιμωρήθηκε. Όλοι συμπεριφέρονταν λες κι είχε συμβεί ένα ασήμαντο περιστατικό. Η αστυνομία απλά κατέγραψε το γεγονός, η δικαιοσύνη απλά διεκπεραίωνε το καθήκον της, όταν και όποτε είχε ευχέρεια. Όλο το σύστημα συμπεριφερόταν αδιάφορα, σαν κάποιος να πάτησε μια κατσαρίδα και άδειασε τον τόπο από το αηδιαστικό ζωύφιο. Λες και δεν σκοτώθηκε ένας άνθρωπος και μάλιστα νέος χωρίς να φταίει.

Κάπου είχε ακούσει, πως αν θέλεις να σκοτώσεις άνθρωπο, να τον σκοτώσεις με τροχαίο. Κανένας που έχει σκοτώσει σε τροχαίο δεν πήγε φυλακή. Πόσο δίκιο είχε, αυτός που το είπε!

Η κλήση στο κινητό την έβγαλε από την υποτονία που βρισκόταν. Ο δικηγόρος αντί να φανεί, την έπαιρνε τηλέφωνο και η ώρα είχε πάει ήδη εννέα. Μετά την καλημέρα που ξεστόμισε, δεν ξανακούνησε τα χείλη της. Το πρόσωπό της κοκκίνησε και το χέρι της έπεσε στην αγκαλιά της παράλυτο, κρατώντας σφιχτά το κινητό, σα σανίδα σωτηρίας. Το δικαστήριο λέει, δεν θα γινόταν γιατί ο δικηγόρος του κατηγορούμενου νοσηλευόταν με στηθάγχη και δεν μπορούσε να παραστεί.

Ήθελε να ουρλιάξει, μα η ανάσα τής είχε κοπεί! Ήθελε να φωνάξει σε όλον αυτό τον κόσμο ότι άδικα ταλαιπωρείται. Δικαιοσύνη δεν υπάρχει! Η φωνή της όμως δεν έβγαινε, λες κι ένας βράχος είχε σφαλίσει το στόμα της. Ο αδερφός της, τριάντα χρονών παλληκάρι, ήταν κάτω από το χώμα και ο υπαίτιος δεν είχε χάσει ούτε το δίπλωμά του και ούτε θα πήγαινε και φυλακή! Και ας μην τον άφησε να ζήσει κανένα του όνειρο!

∞∞∞

Η Μαργαρίτα καθόταν στη συνηθισμένη της πολυθρόνα, απέναντι από την τηλεόραση. Οι εικόνες που έτρεχαν μπροστά από τα μάτια της, την άφηναν αδιάφορη. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο ρολόι. Όσο περνούσε η ώρα και δεν χτυπούσε το τηλέφωνο στην αγκαλιά της, αναθαρρούσε. Αυτή τη φορά, θα γίνουν όλα όπως πρέπει. Δύο αναβολές είχαμε, πόσο ακόμα! σκέφτηκε. Βέβαια τον Αντρίκο της δεν θα της τον έφερνε τίποτα πίσω, αλλά τουλάχιστον να έβαζαν μυαλό οι ασυνείδητοι και να μην θερίζουν τα παιδιά του κόσμου.

Στην οθόνη εμφανίστηκε η εικόνα μιας δημοσιογράφου σε ζωντανή σύνδεση από την Ευελπίδων. Πήρε το τηλεκοντρόλ και άνοιξε με αδημονία τη φωνή : «Στο αυτόφωρο οδηγείται, κυρίες και κύριοι, η γυναίκα που πάτησε ένα σκυλάκι με το αυτοκίνητό της, και το τραυμάτισε θανάσιμα. Έχει σχηματιστεί δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα και θα της επιβληθεί και πρόστιμο σαράντα χιλιάδων ευρώ».

Η γυναίκα έκλεισε τη συσκευή. Κοίταξε τη φωτογραφία του γιού της. «Και μετά λένε ότι πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι», είπε με μια φωνή που δεν έμοιαζε με τη δική της.

Ξαφνιάστηκε από τον ήχο του τηλεφώνου, λες και την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Είπε ένα: «Τελειώσατε;» και το βλέμμα της άδειασε από ζωή. Τα μάτια της πνίγηκαν σε μια μαύρη θάλασσα και ένα σπαρακτικό γέλιο, σάρωσε τα ντουβάρια.-

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top