Fractal

Στοπ καρέ στη ζωή και στη μνήμη

Γράφει η Βερίνα Χωρεάνθη //

 

 

 

“Ο χρόνος σταματά”, του Ντόναλντ Μάργκιουλις

Θέατρο Κάτω Από Τη Γέφυρα (2η χρονιά)

Σκηνοθεσία: Νίκος Δαφνής

Μετάφραση: Ελένη Ρεπούσκου

 

Η Σάρα, πολεμική φωτορεπόρτερ με πολύ ιδιαίτερη ματιά στις λήψεις της, γυρίζει από μια αποστολή στη Μέση Ανατολή σοβαρά τραυματισμένη και ενώ έχει συνέλθει από κώμα δύο μηνών. Ψυχικά τραυματισμένος είναι ωστόσο και ο σύντροφός της, ο Τζέιμς, πολεμικός ανταποκριτής και επίδοξος συγγραφέας σεναρίων τρόμου, που ενώ την συνόδευε στο μεγαλύτερο μέρος της αποστολής, κάποια στιγμή λιποψύχησε και έφυγε αφήνοντάς την μόνη και από εκείνη τη στιγμή δεν έχει πάψει να νιώθει τύψεις γι’ αυτό. Η Σάρα όμως δεν ήταν εντελώς μόνη όταν τραυματίστηκε από έκρηξη βόμβας – ήταν μαζί της και ο Τάρεκ, ντόπιος διερμηνέας, του οποίου η παρουσία στάθηκε εξαιρετικά σημαντική για τη Σάρα για πολλούς λόγους. Πίσω στην Αμερική, το ζευγάρι πασχίζει να επιστρέψει στους ρυθμούς της καθημερινότητας, ωστόσο αυτό αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο, παραδόξως όχι εξαιτίας της ευαίσθητης κατάστασης της Σάρα, αλλά επειδή ο Τζέιμς δυσκολεύεται να διαχειριστεί από τη μια τη δειλία που επέδειξε στο παρελθόν και από την άλλη το γεγονός ότι η Σάρα, παρά τα όσα πέρασε, δεν δείχνει διατεθειμένη να εγκαταλείψει το “ζην επικινδύνως”. Παράλληλα ο Ρίτσαρντ, επιμελητής εκδόσεων και μακροχρόνιος φίλος και συνεργάτης τους, προσπαθεί να τους πείσει να εκδώσουν σε βιβλίο τις τελευταίες φωτογραφίες της Σάρα με τη συνοδεία κειμένων του Τζέιμς, ενώ φαίνεται να βλέπει πολύ σοβαρά τη σχέση του με την πολύ νεότερή του Μάντι, την τελευταία του κατάκτηση.

 

 

“Ο χρόνος σταματά” είναι ο τίτλος του πολυδιάστατου έργου του βραβευμένου με Πούλιτζερ Ντόναλντ Μάργκιουλις που παίζεται φέτος για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στο Θέατρο Κάτω Από τη Γέφυρα, και είναι μία φράση που λέει η ίδια η Σάρα αναφερόμενη στη διαδικασία λήψης ενός πλάνου με τη φωτογραφική της μηχανή. Θα ήταν λάθος ωστόσο να σταθούμε μόνο σ’ αυτή την ερμηνεία: το έργο, σε όλη του σχεδόν τη διάρκεια, “παίζει” έξυπνα και διακριτικά με την έννοια του στοπ καρέ, καθώς η Σάρα με το εκτόπισμά της δίνει τον τόνο μέσα από τη δική της οπτική σαν φωτογράφος που είναι – ασυναίσθητα “καδράρει” τους συνομιλητές της ακόμα κι αν δεν κρατάει στα χέρια της τη μηχανή, διαβάζει πρόσωπα, βλέμματα, κινήσεις, συναισθήματα – αλλά και γενικότερα με το καρέ σε διάφορες απεικονίσεις: από την γιγαντοοθόνη στο πίσω μέρος του σκηνικού, χωρισμένη σε μικρά τετράγωνα, όπου στην εισαγωγή βλέπουμε τις φωτογραφίες της Σάρα, μέχρι και τον αριθμό των προσώπων επί σκηνής: είναι τέσσερα, και μαζί συμπληρώνουν ένα κουαρτέτο – συνεκδοχικά, ένα ακόμα καρέ.

 

 

Γραμμένο το 2009, το έργο του Μάργκιουλις έχει σαν μοναδικό χώρο δράσης το διαμέρισμα της Σάρα και του Τζέιμς, όμως τόσο τα θέματα που περνούν μέσα από τις συζητήσεις των προσώπων όσο και οι δικές τους συναισθηματικές διακυμάνσεις και αλλαγές διευρύνουν πολύ περισσότερο το σκηνικό που βλέπουμε μπροστά μας.

Ευρηματική και με γρήγορους ρυθμούς, η σκηνοθεσία του Νίκου Δαφνή δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, χορογραφώντας τους τέσσερις ηθοποιούς που ερμηνεύουν τους ρόλους με τέτοιον τρόπο ώστε να αποκτά ο καθένας τον δικό του προσωπικό μικρόκοσμο μέσα στον εκ των πραγμάτων περιορισμένο χώρο του σκηνικού – διαμερίσματος. Η Σάρα κουβαλάει μαζί της όλες τις φρικιαστικές εμπειρίες που την σημάδεψαν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με την ασκητική μορφή, το έντονο, διαπεραστικό βλέμμα και τις καλομελετημένες εκφράσεις του προσώπου της, η Έλενα Τυρέα ενσαρκώνει μία Σάρα με ιδιαίτερη βαρύτητα, που θέλοντας και μη κυριαρχεί στον χώρο αλλά και στον χρόνο, καθώς η σκέψη της κάνει διαρκώς άλματα, γυρίζοντας πίσω εκεί όπου γράφτηκε η προηγούμενη δραματική πράξη της ζωής της. Η πολυσύνθετη και καμιά φορά αναγκαστικά σκληρή φύση της δουλειάς της έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της επάνω στη Σάρα και έχει διαμορφώσει την προσωπικότητά της. Ο άξονας της ζωής της είναι ο φακός της φωτογραφικής της μηχανής, η οποία έχει πάψει πια να είναι ένα εργαλείο και είναι πλέον προέκταση του βλέμματός της. Μπορεί με τον φακό της να απαθανατίζει τη φρίκη του πολέμου με σκηνές που σοκάρουν, όμως στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν ανάμεσα στην επιλογή του καρέ και το πάτημα του κουμπιού της λήψης, έχει ήδη προλάβει να δει τη ζωή πίσω από τον θάνατο: τους τσακισμένους ανθρώπους που μέσα σε δευτερόλεπτα είδαν τις οικογένειές τους να χάνονται, τα ετοιμοθάνατα παιδιά που ίσα που πρόλαβαν να ζήσουν μια βιαστική παιδική ηλικία. Γυρίζοντας πίσω στην καθημερινότητά της, δεν μπορεί να τα αφήσει πίσω της όλα αυτά. Απέναντί της, ο Τζέιμς μοιράζεται ως ένα βαθμό το ίδιο πάθος όμως στο τέλος της μέρας είναι πολύ πιο γήινος – ένας αστός στην κυριολεξία: θέλει να ζει στην πόλη με τις ανέσεις του, ακόμα κι αν χρειαστεί να κάνει ηθικές θυσίες – κάτι που είναι πρακτικά αδιαπραγμάτευτο κατά τη συμβίωσή του με τη Σάρα. Ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος αποδίδει με ακρίβεια και εσωτερικότητα τις μεταπτώσεις και την συναισθηματική αστάθεια του Τζέιμς, ο οποίος παλεύει συνεχώς να ισορροπήσει την αγάπη του για την ελεύθερη δημιουργία και την ανάγκη του για μία απλή, άνετη ζωή.

 

 

Ο Ρίτσαρντ, μεγαλύτερος σε ηλικία και πιο συγκαταβατικός, λειτουργεί τρόπον τινά σαν ισορροπιστής ανάμεσά τους. Ο Κώστας Κλάδης δίνει μια στιβαρή ερμηνεία, πότε σαν πατρική φιγούρα, πότε σαν αποστασιοποιημένος παρατηρητής, πότε σαν πιστός και καλός φίλος. Ο Ρίτσαρντ μοιράζεται το πάθος της Σάρα, όμως θέτει τα πάντα σε ρεαλιστική βάση και δεν αφήνει τον συναισθηματισμό να τον παρασύρει. Ο δεσμός του με τη Μάντι μπορεί να ξεκίνησε σαν κάτι επιφανειακό, όμως η νεαρή κοπέλα, φαινομενικά αφελής αλλά με μια δική της, ιδιότυπη σοφία, άνοιξε άθελά της τον δρόμο για τη δημιουργία μιας νέας προοπτικής στη ζωή του που ίσως και να μην την είχε φανταστεί μέχρι τότε. Η Χριστίνα Σιώμου με την αέρινη και τρυφερή παρουσία της είναι μια ιδανική Μάντι: πρόσχαρη, οριακά υπερφίαλη και τυπικά η εύθυμη νότα, η Μάντι είναι ωστόσο ένας χαρακτήρας – κλειδί, σε πρώτο επίπεδο αταίριαστη με τους υπόλοιπους τρεις, αλλά στην ουσία με δράση καθοριστική για την εξέλιξη της ιστορίας. Εξίσου καθοριστική είναι και η παρουσία – απουσία του Τάρεκ, του πέμπτου προσώπου που δεν εμφανίζεται ποτέ αλλά μοιάζει να στοιχειώνει τη Σάρα και τον Τζέιμς καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Η Μάντι και ο Τάρεκ, τα δύο άκρα αντίθετα, η μία πολύχρωμη και ζωηρή και ο άλλος αφανής και μακρινός, σηματοδοτούν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας την επανεκκίνηση του χρόνου που είχε σταματήσει για τη Σάρα όταν έπεσε σε κώμα μετά τον τραυματισμό της και κλήθηκε στη συνέχεια να επαναπροσδιορίσει τη ζωή της, την ίδια περίοδο που ο Τζέιμς προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με τις πραγματικές του επιθυμίες και ο Ρίτσαρντ έπρεπε να πάρει μια καθοριστική απόφαση για τη δική του ζωή.

Το λειτουργικό σκηνικό όπου κυριαρχούν το κόκκινο και το πορτοκαλί χρώμα, είναι της Δέσποινας Βολίδη, ενώ την πολύ καλή μετάφραση έκανε η Ελένη Ρεπούσκου. Οι μουσικές επιλογές, καίριες και ταιριαστές με την ατμόσφαιρα του έργου, ανήκουν στην Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top