Fractal

Διήγημα: “Μια γιαγιά όλο φως”

Της Μαίρη Βαβουράκη //

 

 

 

 

Μια γιαγιά όλο φως

 

Δεν ξέρω, αν μπορείτε να τη δείτε τόσο όμορφη όσο τη βλέπω εγώ. Η γιαγιά Φωτεινή ήταν όνομα και πράμα. Ένα φως την περιέβαλε πάντα και όσοι βρίσκονταν γύρω της, δικοί της και ξένοι, το έβλεπαν.

Στο σπίτι της έφαγαν άνθρωποι, ήπιαν, φιλοξενήθηκαν. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπει κάποιος στην αυλή της και να φύγει πεινασμένος. Ό, τι είχε το έβγαζε στο τραπέζι της κι ενώ πάντα μαγείρευε τέλεια, όπως όλες οι γυναίκες της ανατολικής Κρήτης, κάθε φορά που σέρβιρε κάτι, έλεγε πως εκείνη τη φορά δεν το είχε πετύχει.

Ήταν ο ορισμός της νοικοκυράς. Πρώτη στο μαγείρεμα, πρώτη στον αργαλειό, πρώτη στο πλέξιμο, πρώτη στο νοικοκυριό. Δε θα την έβλεπες να κάθεται, χωρίς να κάνει κάτι. Όταν καθόταν, έπλεκε ή ύφαινε ή διάβαζε εκκλησιαστικά βιβλία κι όταν ήταν όρθια, μαγείρευε, ζύμωνε, σκούπιζε, έφτιαχνε τα λουλούδια της τα οποία μοσχοβολούσαν, όπως κι εκείνη, κι έκαναν πάντα τους διαβάτες να κοντοστέκονται για να θαυμάσουν την αυλή της.

Μάλιστα, κάποτε , όταν ο παππούς πήγε ένα βράδυ στο καφενείο, είδε να τον δείχνουν σ’ έναν άγνωστο και να λένε:

« Να, του Μανώλη είναι η αυλή με τα ωραία λουλούδια που είδες» και ο παππούς, καμαρωτός – καμαρωτός, της το αφηγήθηκε, όταν επέστρεψε σπίτι, για να χαρεί κι εκείνη, αφού πρώτα στάθηκε να μυρίσει τα μοσχομπίζελα που είχε φυτέψει η γυναίκα του γύρω – γύρω από την αυλή!

Το Φωτεινιώ, ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτα. Το θεωρούσε αμαρτία. Όλα τα έκανε αγόγγυστα. Όλα, καλά – κακά τα δεχόταν, κάνοντας τον σταυρό της. Δύο μόνο πράγματα τη στενοχωρούσαν και δεν μπορούσε να τα δεχτεί χωρίς να γκρινιάξει.

Το ένα ήταν πως ο γιος της ταξίδευε στις θάλασσες. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν από τη μέρα που τον κέρδισε η ζωή στα καράβια, δεν ήταν αρκετά, για να την εξοικειώσουν με την ιδέα. Ο θείος Βαγγέλης είχε μπαρκάρει από τα 14 του. Το τι του έκανε για να μη φύγει, δε λέγεται, όμως αυτός ανένδοτος. Έτσι, συνήθισε να ζει χωρίς να τον έχει δίπλα της, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να διαχειριστεί με λογική το φόβο μην πάθει κάτι το παιδί της. Ο θείος το ήξερε κι όσο πιο συχνά μπορούσε επικοινωνούσε μαζί της για να την ηρεμεί και να την ακούει, μια και, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, της είχε κι εκείνος υπέρμετρη αδυναμία.

 

Κάποτε την ειδοποίησε πως το πλοίο, με το οποίο ταξίδευε, θα σταματούσε στον Άγιο Νικόλαο για πετρέλαιο κι εκείνη αγόρασε μαλλί και μέσα σ’ ένα βράδυ του έπλεξε ένα πουλόβερ. Την επομένη, πήρε μαζί της τη μαμά μου, που ήταν ακόμα μικρή και όχι μόνο πήγαν από τη Νεάπολη στον Άγιο, για να δει το παιδί της αλλά και ανέβηκε πάνω στο πλοίο, αφού πρώτα επιβιβάστηκε σε βάρκα. Τι μπορεί να κάνει μια μάνα για το παιδί της!

Κάθε φορά που το διηγείται ο θείος, αναφέρει πως όταν η γιαγιά ήπιε νερό σε ποτήρι του πλοίου, του έκανε παρατήρηση πως τα ποτήρια τους μύριζαν αβγό (κατά λέξη: μύριζαν αβγουλίλα). Νόμιζε η γιαγιά πως ήταν και του πλοίου τα ποτήρια όπως τα «χιλιοκάθαρα» δικά της, που τα «πότιζε» με ξίδι για να τους πάρει τις μυρωδιές.

Όσο διαρκούσε το καλοκαίρι η γιαγιά το πάλευε, μα όταν άρχιζε να χαλάει ο καιρός, να βρέχει ή να φυσάει, ανέβαζε πίεση. Όλη μέρα έκανε το σταυρό της, λέγοντας «Παναγία μου, βλέπε όλου του κόσμου τα παιδιά και το δικό μου». Τότε, μικρή ακόμα, δεν καταλάβαινα την αγωνία της και θύμωνα που αρρώσταινε από φόβο μην πάθει κάτι το παιδί της. Τώρα τη σκέφτομαι και συγκινούμαι, αφού συνειδητοποιώ πως κι εγώ θύμωνα, από φόβο μην πάθει κάτι κι εκείνη…

Το δεύτερο πράγμα που τη στενοχωρούσε ήταν πως εγώ και οι αδερφές μου, ήμασταν τόσο διαφορετικές από κείνη, πράγμα που από τη μία δεν ελάττωνε, ούτε στο ελάχιστο, την αγάπη της για μας, από την άλλη όμως αύξανε τους φόβους και τις ανησυχίες της. Σίγουρα, δεν ήμασταν τόσο νοικοκυρές όσο θα ήθελε, για να μην πω πως απείχαμε εντελώς από την εικόνα της νοικοκυράς που είχε η γιαγιά στο μυαλό της.

Εκείνη, ειδικά όταν βρισκόταν άντρας μέσα στο σπίτι έπρεπε να απασχολείται με κάτι. Δεν έπρεπε να τη βλέπει ο άντρας να κάθεται άπραγη. Άκουσον, άκουσον! Εμείς πάλι δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Όποτε ξυπνούσε ο πατέρας μου, από το μεσημεριανό ύπνο, ερχόταν η γιαγιά και μου ψιθύριζε, για να μην την ακούσει: «Σήκω να φτιάξεις του κύρη σου έναν καφέ». Έπρεπε ο μπαμπάς μου να πιστέψει πως εγώ από μόνη μου προθυμοποιήθηκα σαν καλή κόρη και σωστή νοικοκυρά να ετοιμάσω τον καφέ του αρσενικού που μόλις ξύπνησε. Εγώ πάλι που βαριόμουν να σηκωθώ, φώναζα: «μπαμπά, θες καφέ;», ο μπαμπάς μου έλεγε πως θα τον φτιάξει μόνος του και η γιαγιά έφτανε στα πρόθυρα του εγκεφαλικού…

 

Πανταχού παρούσα, ήταν η Φωτεινούλα στη ζωή μας. Φρόντιζε με ευλάβεια το σπίτι και τα παιδιά της κόρης της, όσο εκείνη εργαζόταν, προσπαθώντας να μας διδάξει όσα ήξερε. Τις Κυριακές μας πήγαινε στην εκκλησία, θέλαμε δε θέλαμε να σηκωθούμε από το κρεβάτι. Το χειμώνα τραβούσε τις κουβέρτες μας για να τις αερίσει, όπως έλεγε, κι έτσι, χωρίς κουβέρτα, αναγκαστικά σηκωνόμασταν, ενώ το καλοκαίρι μας τραβούσε από τα χέρια, από τα πόδια και δεν μας άφηνε σε ησυχία. Τα Κυριακάτικα πρωινά δεν τα διαπραγματευόταν. Πίστευε πως ο «έξω από δω» σου κάνει αέρα για να κοιμάσαι ευχάριστα και να μην πηγαίνεις στη λειτουργία. Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό, πόσο τη νευρίαζα, που ως γνήσιος βραδινός τύπος, μ’ έβρισκε το ξημέρωμα διαβάζοντας, ώστε ο πρωινός ύπνος να είναι αναπόφευκτα αναγκαίος.

«Άσε με να κοιμηθώ, βρε γιαγιά. Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα», έλεγα μα δεν τη συγκινούσα! Ξεκινούσαμε με, εκατέρωθεν, εκνευρισμό, η καθεμία για τους λόγους της και καταλήγαμε να τρανταζόμαστε από νευρικά γέλια αφού τράβα τράβα με έριχνε από το κρεβάτι.

Οι αδερφές μου δεν είχαν δυσκολία στο πρωινό ξύπνημα, αλλά ούτε κι εκείνες γλίτωναν από τη γλυκύτατη Φωτεινή! Τα πρωινά του Σαββάτου, λοιπόν, προϋπόθεταν φασίνα, τα πρωινά της Κυριακής λειτουργία.

 

Βέβαια, το γεγονός ότι κάναμε τη λάτρα του Σαββάτου δε σήμαινε σε καμία των περιπτώσεων πως δεν είχαμε ανάλογες υποχρεώσεις μέσα στην εβδομάδα.

Ήταν μια φορά κι ένα καιρό που η αδερφή μου, η συνονόματη της γιαγιάς, είχε το πρώτο της ραντεβού. Το αγόρι με το οποίο θα έβγαινε της άρεσε από καιρό και είχε κυριευτεί από υπέρτατο ενθουσιασμό. Όταν πλησίαζε η ορισμένη ώρα συνάντησης, βρέθηκε στο δρόμο της η γιαγιά.

«Πού πας;», είχε ρωτήσει. Η αδερφή μου είπε πως θα πήγαινε στο σπίτι μιας φίλης και η γιαγιά την πίστεψε, αλλά δεν ήταν πρόθυμη να την αφήσει να φύγει με τόση ευκολία.

«Γιατί τα πιάτα, που χρησιμοποιήθηκαν στο μεσημεριανό φαγητό, δεν έχουν πλυθεί;» ρώτησε φωναχτά, για ν’ ακούσουμε κι εμείς. Μαζευτήκαμε όλες στην κουζίνα και παρακολουθούσαμε, με ενδιαφέρον, την αδερφή μας να προσπαθεί να της ξεφύγει.

«Θα τα πλύνω, όταν επιστρέψω», είπε και κίνησε για την εξώπορτα, αλλά η γιαγιά την έπιασε από την μπλούζα.

«Τώρα θα τα πλύνεις. Οι καλές νοικοκυρές, πρώτα καθαρίζουν το σπίτι τους και μετά ξεπορτίζουν», επέμεινε. Φύσει βιαστική, η μεσαία αδερφή μου είχε γίνει κατακόκκινη, στην προσπάθεια της να φύγει, για να είναι συνεπής στο ραντεβού της. Οι άλλες δύο, παρακολουθούσαμε τη σκηνή κρυφογελώντας. Εγώ και η μικρή, προσφερθήκαμε να πλύνει μια από τις δυο μας τα πιάτα, αλλά η γιαγιά ήθελε τη συνονόματη της.

«Λες και το ήξερε πως είχα ραντεβού και ήθελε να με καθυστερήσει», λέει ακόμα η αδερφή μου, όποτε το θυμόμαστε, μα ξέρουμε όλες μας πως, αν το είχε μυριστεί, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πάει σ’ εκείνο το ραντεβού.

Δεν τη φοβόμασταν τη γιαγιά. Αν και, αρχικά, αντιστεκόμασταν, σε όσα μας προγραμμάτιζε μέσα στη μέρα, πάντα υποχωρούσαμε, στο τέλος και της κάναμε το χατίρι, γιατί αλληλλοαγαπιόμασταν βαθιά. Μας έκανε τη ζωή πατίνι, αλλά τη λατρεύαμε, γιατί μαζί της η ζωή είχε ρυθμό! Έτσι και η αδερφή μου, πρώτα έπλυνε τα πιάτα και ύστερα πήγε να συναντήσει τον Δημητράκη που, ενώ είχε αργήσει, την περίμενε ξεροσταλιάζοντας…

 

Γκρινιάζαμε, αλλά δεν κάναμε χωρίς αυτή. Ακόμα και στην Κρύα Βρύση, στο χωριό του γαμπρού της, δηλαδή του πατέρα μας, την παίρναμε μαζί, για να μας φροντίζει, όταν δεν μπορούσαν οι γονείς μας να έρθουν και περνούσαμε αξέχαστα. Ένα καλοκαιρινό μεσημέρι, στο χωριό, η μικρή είχε ξαπλώσει στην κρεβατοκάμαρα και δεν έβλεπε ποιος ήταν στην κουζίνα.

«Γιαγιά, είναι μαζί σου τα παιδιά μας;» ρώτησε η Γωγώ, που εκείνο τον καιρό ήθελε να μας ακολουθεί παντού. Εμείς της κάναμε νόημα να πει πως φύγαμε.

«Δεν είναι εδώ. Έφυγαν, πήγαν στην πλατεία» είπε και η γιαγιά συμμετέχοντας, χαρούμενα, στην παιδιάστικη απάτη μας. Ακούσαμε τη Γωγώ να σηκώνεται, θορυβωδώς, από το κρεβάτι και να φτάνει φουριόζα στην κουζίνα , στην προσπάθεια της να διασταυρώσει την ορθότητα της πληροφορίας που είχε λάβει από τη γιαγιά.

«Μπράβο γιαγιά! Ψεύτρα! Και μας το παίζεις και χριστιανή» είχε πει με την παιδική φωνούλα της, η νευριασμένη μικρή Γωγώ, μόλις μπήκαμε στο οπτικό της πεδίο, πράγμα που μας έκανε να γελάσουμε μέχρι δακρύων. Σα να τη βλέπω τώρα μπροστά μου τη γιαγιά. Γελούσε αθόρυβα, σα να μην ήθελε να ενοχλήσει. Από τη γκριμάτσα του προσώπου της, τα μαγουλάκια της που αναψοκοκκίνιζαν και από τους ώμους της που τραντάζονταν καταλάβαινες πως γελούσε. Για πολύ καιρό, διηγούνταν το περιστατικό στις φίλες της, γελώντας. Κι αφού το είχε διηγηθεί, επαναλάμβανε, που και που, σα να μιλούσε στον εαυτό της «Και μας το παίζεις και χριστιανή» και ξανάβαζε τα γέλια.

Όσο όμως γελούσε με εκείνο το περιστατικό, τόσο ανησυχούσε που η Γωγώ ήταν αγοροκόριτσο. Τη χρονιά που γεννήθηκε η μικρή, γεννήθηκαν μόνο αγόρια στη γειτονιά κι αφού, μεγαλώνοντας, έκανε παρέα με αυτά, συνήθιζε όχι μόνο να παρακολουθεί αλλά και να παίζει ποδόσφαιρο και να συχνάζει στα μαγαζιά με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Κανείς δεν άλλαζε επίπεδα στα ηλεκτρονικά παιχνίδια με την ταχύτητα της Γωγώς.

«Επιτρέπεται, κορίτσι πράμα, να κάνει παρέα μόνο με αγόρια; Τι θα λένε στη γειτονιά;», αναρωτιόταν φωναχτά, κυριευμένη από ανησυχία η γιαγιά. Εμείς την πειράζαμε πως θα πάρει τον κακό δρόμο κι εκείνη το έπαιρνε στα σοβαρά και ζητούσε επίμονα να πάμε να τη φέρουμε σπίτι, πράγμα, φυσικά, που δεν κάναμε ποτέ, οδηγώντας τη γιαγιά στην απελπισία…

Όταν, άνοιξε μια σχολή μπαλέτου στην περιοχή μας, η μικρή μας εξέφρασε την επιθυμία να παρακολουθήσει μαθήματα, μπήκε σε κοριτσίστικους κύκλους και παρόλο που δεν εγκατέλειψε τους αρσενικούς της φίλους, η γιαγιά ηρέμησε λίγο!

 

Με όλα τα καινούργια εξοικειωνόταν σιγά σιγά. Δεχόταν τις επισκέψεις από τους σερνικούς μας φίλους στο σπίτι και τους περιποιόταν με περισσή φροντίδα. Δεχόταν να φοράμε τα μίνια και να κυκλοφορούμε, δεχόταν και τις ανοιχτές στο μπούστο μπλούζες, αν και μου είχε σκίσει κάποτε την αγαπημένη μου, ενώ την φορούσα, επειδή έπεφτε από την μία πλευρά κι αποκάλυπτε τον ώμο μου και δεν ήθελε να βγω έξω με αυτή, δέχτηκε τελικά και να κάνουμε δεσμούς με αγόρια, ενώ δεν είμαστε παντρεμένες μαζί τους, αφού πια το δεχόταν και η κοινωνία της εποχής, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί την αδιαφορία μας για τα «νοικοκυρίστικα».

 

Κάποτε, στο γυμνάσιο πρέπει να πήγαινα, μπήκα στην κουζίνα ερχόμενη από το δωμάτιο μου, στο οποίο είχα κλειστεί, από ώρα, διαβάζοντας, για να φάω ένα μήλο. Εκείνη καθάριζε φασολάκια, αλλά η άφιξή μου στην κουζίνα της απέσπασε την προσοχή κι άρχισε να με παρατηρεί. Πήρα το μήλο μου και καθώς το έπλυνα, πριν το φάω, άρχισα να σιγοτραγουδάω ένα τραγούδι της Ελένης Δήμου:

 

«Να υποφέρεις και να σου λείπω, εγώ δεν είμαι η γυναίκα κάτσε σήκω…».

 

Κάπου εκεί, ανάμεσα στους στίχους του τραγουδιού, την ακούω να λέει πίσω μου,

«Ε ναι, εσύ είσαι η γυναίκα που κάθεται και δεν ξανασηκώνεται». Πόσο είχαμε γελάσει κι εγώ κι εκείνη, πόσα φιλιά της είχα δώσει, ενώ έκανε πως δεν ήθελε και πόσο μου λείπει, μου είναι αδύνατον να το περιγράψω!

 

 

 

Ηράκλειο 31/ 10 / 2019

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top