Fractal

Διασχίζοντας μιαν άγνωστη χώρα ή το παρελθόν μας, απάτητη γη

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Γιάννης Ξανθούλης «Ζωή μέχρι χθες», εκδ. Διόπτρα, σελ. 404

 

«… Να γελάς, να κλαις, να είσαι έξυπνη υπό προθεσμία και μια ιδέα πάνω απ’ το “πετσί και κόκκαλο” σε βάρος. Κι ακόμη, να είσαι ερωτευμένη, να μη ξέρεις γιατί οι δίδυμοι εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και να αγωνίζεσαι να εμβαθύνεις στην ανάγκη- συνήθεια του κορμιού σου για έρωτα, σαν βασικό μέσο επικοινωνίας… Όλη αυτή η σαλάτα μπορεί να σε τρελάνει».

Το παρελθόν είναι, τελικά, μια άγνωστη, ανεξερεύνητη χώρα. Μας εξηγεί όλο και πιο κεντρομόλα ο Γιάννης Ξανθούλης στα τελευταία βιβλία του ενώ γίνεται όλο και πιο τραγικός. Σε πρώτο επίπεδο, βέβαια, το κατορθώνει και σκας απ’ τα γέλια. Αλλά πια ως πιστή και φανατική του αναγνώστρια τον διαβάζω με την πρώτη καθέτως κι έτσι εκεί- όπου-γελάνε, εγώ κλαίω πια με λυγμούς.

Στο καινούργιο του μυθιστόρημα- πόσο διαφορετικός αλήθεια μπορεί να γίνεται ο σημαντικός συγγραφέας- η εβδομηνταδιάχρονη Ρίτα – Αμφιτρίτη Βράνη χήρα του Φοίβου Κεραμοπούλου Φοντέν επιστρέφει στο παλιό αρχοντικό Βράνη που πια είναι μπορντέλο, κλείνεται εκεί χρυσοπληρώνοντας για ένα βράδυ, διαπιστώνει ότι το σπίτι την θυμάται αλλά κι εκείνη θυμάται ακόμα κι όσα δεν ξέρει αλλά ωστόσο κάτι μέσα της τα ξέρει καλά. Και ξετρυπώνοντας επιτέλους την ανεπίδοτη ερωτική αλληλογραφία προς τους αγγέλους του απέναντι κίτρινου σπιτιού που παρέμεινε παραχωμένη για πάνω από μισό αιώνα στο σπασμένο πλακάκι της κουζίνας, επιστρέφει και για το χατίρι μας; για ν’ αντέξει; για τον ένα και μοναδικό – όπως θα μάθουμε- αναγνώστη; ξαναζεί το παρελθόν: Το παράφορο ερωτικό πάθος με τους απέναντι διδύμους, το καθωσπρέπει οικογενειακό καθεστώς, τον δερματολόγο Κύριλλο Βράνη πατέρα με τις μεγάλες γονεϊκές προσδοκίες, το δικό της παθιασμένο τότε παρόν.

Κι από την Ιπποκράτους, το καινούργιο της σπίτι, βουτά προς τα πίσω όσο αντέχει: στον αλλόκοτο νεανικό ερωτά της, στη μεγάλη βουτιά απ’ τους αγγέλους που την βυθίζει σε οχτάχρονο ύπνο βαθύ, στις προσπάθειες αποκατάστασης και στο γάμο της με τον περίφημο κοσμοπολίτη Φοίβο Κεραμόπουλο Φοντέν για να ξαναγίνει με τη σειρά από πού υπήρξε:  Δεσποινίς πορτοκαλάδα, Δεσποινίς Καληνύχτα, και τώρα πια η Κυρία Να-μη-σε-χωρά-ο- τόπος.

Γνωρίζοντας καλά, όπως κι ο συγγραφέας της, «ότι είχε χωθεί για τα καλά στη φυγόκεντρο των συμπτώσεων», αντιμετωπίζει με το σθένος μιας Ρίτας – Αμφιτρίτης Βράνη «την ύπουλη αρχιτεκτονική του τυχαίου» και βαδίζοντας διαρκώς και γενναία αλλά επώδυνα προς τα πίσω, βγάζει χρυσό. Πέφτει σε φλέβα ξεχασμένης ζωής, κυριολεκτικά.

Και διασχίζοντας με γενναιότητα «τη φωτεινή απελπισία των Καλοκαιριών» και βιώνοντας την διαπίστωση πως πια «Ένας νέος γενναίος κόσμος καταλάμβανε κι έδιωχνε επιθετικά τον παλιό, όπου ανήκε και η αφεντιά μου», θα δει επιτέλους, ουσιαστικά βγαίνοντας από το κώμα της ζωής της για πρώτη φορά: «Μετέωρη και άδεια όσο ποτέ. Είχα φέρει στον κόσμο ένα παιδί και έζησα φασκιωμένη στα προστατευτικά ψέματα των δικών μου. Επέζησα από το ψέμα, λες και αυτή ήταν η μοναδική θεραπεία που άξιζα».

Και για ακόμα μια φορά, όπως κι ο συγγραφέας της, «Ξαναθυμήθηκα πως όλες οι στενοχώριες και οι πίκρες αντιμετωπίζονται, έτσι και μπουν σε μια ιστορία, όπως είχε πει η Δανέζα συγγραφέας Κάρεν Μπλίξεν- εννοείται πως απ’ τον Φοίβο την έμαθα κι αυτήν», Ξεκινά να τα γράφει, να βάζει τάξη στη ζωή της το χάος για τον ένα και μοναδικό της πια αναγνώστη- παραλήπτη, δηλώνοντας μας και πάλι αυτό που ο Γιάννης Ξανθούλης γνωρίζει να κάνει αριστοτεχνικά:

«Ήξερα όμως πως κάτω απ’ το γλυκόπικρο μιλφέιγ των ονείρων υπήρχε ο θάνατος και η αμετάκλητη απώλεια».

 

Γιάννης Ξανθούλης

 

Διασχίζει τον χρόνο φτάνοντας μέσα από τις ακαζού και πλατινέ φιλενάδες ως «και τη ζωή της ως βιβλίο», αντέχοντας το άγνωστο ψυχολογικό θρίλερ της ζωής της που θυμίζει αρχαία τραγωδία και ουσιαστικά σε κάνει να σπαράζεις ωστόσο γελώντας όπως εκείνη, η Ρίτα- Αμφιτρίτη Βράνη μετά την αποκατάσταση, διότι πως αλλιώς αντέχονται και διασχίζονται ξανά οι παλιές πληγές.

Ένα αριστοτεχνικό ψυχολογικό, υπερβατικό θρίλερ με αινίγματα, γρίφους και μεταφυσικά σχεδόν μυστήρια, υπαρξιακό μέχρι το μεδούλι, γραμμένο με γενναιότητα και σθένος, δηλαδή με γέλιο τρανταχτό και πικρό.

Στα τελευταία βιβλία του, συνηθίζω να λέω και να ξαναλέω το ίδιο: Ένας Ξανθούλης στα καλύτερά του, στο πιο σημαντικό κομβικό συγγραφικό του σημείο. Ε λοιπόν αυτό ακριβώς γράφω και λέω και φωνάζω και τώρα, ενώ είμαι και πάλι απολύτως ειλικρινής.

Τι βιβλίο! Και τι ηρωίδα! Διότι να μου το θυμηθείτε: η Ρίτα- Αμφιτρίτη Βράνη χήρα Φοίβου Κεραμοπούλου Φοντέν ήρθε για να μείνει- γίνει κλασική.

Αποχαιρετισμός με ένα ακόμα μικρό δείγμα γραφής:

«Κρύφτηκα μέσα στις κουβέρτες και σε ημιτελή όνειρα. Η μουβιόλα των τύψεων- αναμνήσεων άρχισε να ξετυλίγει κλάματα βρεφών, παιδικές αρρώστιες με ολάνθιστα παρτέρια εξανθημάτων, θάμνους με πυρετικά ανθάκια ιλαράς, κρίνα ίκτερου στο χρυσοκίτρινο του κρόκου, μικρούς καταρράκτες από σούπες, βάλτους αβαθείς με αρώματα ρυζάλευρου και υφάσματα απαλά, γεμάτα στίγματα από γάλα μητρικό. Τέλος πέρασαν και δυο φίδια απόγονοι των φιδιών του διαλυμένου pet shop. Σταμάτησαν μπροστά μου σα να θέλουν κάτι να μου πουν και το μετάνιωσαν. Τελικά πέταξαν και τα φολιδωτά τους πουκάμισα, δώρο για το μωρό- παιδί μου. Και χάθηκαν».

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top