Fractal

Το πρόβλημα είναι η αθανασία, όχι ο θάνατος!

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Μίλαν Κούντερα, “Η αθανασία”. Μτφρ: Γιάννης Η. Χάρης. Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Αθήνα, 2019

 

Υπάρχει μια πολυεπίπεδη, κομψή και προκλητική, για πολλούς, ιστορία που κατοικοεδρεύει στο συγκεκριμένο βιβλίο του Μίλαν Κούντερα (1929- ), αλλά δεν είναι τόσο εύκολα και γρήγορα προσβάσιμη. Πλημμυρισμένος με μια φανταστική αύρα που παρουσιάζεται ήδη από την  αρχή, ο Κούντερα, σ’ ένα  γυμναστήριο στο Παρίσι, βλέπει μια ηλικιωμένη γυναίκα να προβαίνει σε μια χαριτωμένη αλλά περιστασιακή χειρονομία αποχαιρετισμού στον εκπαιδευτή της κολύμβησης. Η χειρονομία είναι καθοριστικής φύσεως για τον Κούντερα ο οποίος αρχίζει να δημιουργεί μία εν μέρει φανταστική και εν μέρει πραγματική ύπαρξη γι’ αυτήν τη γυναίκα που αποκαλεί Ανιές. Η Ανιές που εξακολουθεί να θρηνεί τον θάνατο του αγαπημένου της πατέρα, λαχταρά για μοναξιά, για μια μοναχική ζωή στα βουνά της Ελβετίας, αλλά διατηρώντας και την επαφή, ταυτόχρονα, με τον σύζυγό της, Πωλ, και την κόρη τους, Μπριζίτ. Η Ανιές έχει επίσης μια οκτώ χρόνια μικρότερη αδερφή, τη Λώρα, η οποία, σύμφωνα με την Ανιές πάντοτε την ακολουθούσε στενά. Η Λώρα, η οποία ταυτίζεται τέλεια με το σώμα της, σε αντίθεση με την Ανιές, που βλέπει το σώμα της ως ένα παλιό εργοστάσιο που έχει προγραμματιστεί για κατεδάφιση, έχει πολλές ερωτικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας εκρηκτικής με τον Μπερνάρ, μια διάσημη προσωπικότητα των μέσων ενημέρωσης, όλο και πιο αβέβαιη για την αξία του. Καθώς αναφέρεται στην ιστορία της Ανιές, ο Κούντερα συναντά επίσης μερικούς από τους εμπλεκόμενους χαρακτήρες και σε ξεχωριστά κεφάλαια όπου μας υπενθυμίζει μεγάλους λογοτέχνες όπως ο Γκαίτε, διερευνά τη σημασία της αθανασίας, της αγάπης, της φήμης και της σύγχρονης προτίμησης για την εικόνα, το πρόσωπο και την ταυτότητα, θέματα που απασχολούν επίσης και τους δικούς του φανταστικούς χαρακτήρες. Η σχέση με τον Μπερνάρ τελειώνει, η Λώρα έχει απογοητευτεί και η Ανιές αποσύρεται στην Ελβετία. Οδηγώντας πίσω, σκοτώνεται σε ένα παράξενο ατύχημα, και η Λώρα, η οποία από καιρό λαχταρούσε τον κουνιάδο της, τον Πωλ, «αναπληρώνει» την αδερφή της με το να τον παντρευτεί. Και ο Κούντερα, και πάλι στο γυμναστήριο να  βλέπει τώρα τον Πωλ να εκτελεί αυτή την αδέξια ανδρική απομίμηση μιας όμορφης γυναικείας χειρονομίας και να εξαφανίζεται. Η Ανιές και η χειρονομία της ενέπνευσαν μια εξαιρετικά τρυφερή και σοφή ιστορία για την αγάπη και το θάνατο, αλλά ο μυθιστοριογράφος Κούντερα, προικισμένος και πρωτότυπος, δείχνει σε πολλά σημεία να παραχωρεί τη θέση του  στον φιλόσοφο Κούντερα.

«Η αθανασία» του Μίλαν Κούντερα, δημοσιεύθηκε το 1990 και είναι μεγάλο μυθιστόρημα, περίπου τετρακόσιες σελίδες. Μέχρι το 1990, είχαν περάσει σαράντα δύο χρόνια από την κομμουνιστική κατάληψη της εξουσίας το 1948, το οποίο αποτέλεσε το σκηνικό των δύο πρώτων μυθιστορημάτων του Κούντερα και είκοσι δύο χρόνια από το 1968, όταν οι Ρώσοι εισέβαλαν και συνέθλιψαν την Άνοιξη της Πράγας, ένα τραύμα που διαμόρφωσε το σκηνικό στα δύο πιο επιτυχημένα μυθιστορήματα του Κούντερα, ήτοι «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» (1979) και το «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι» (1984). Και βεβαίως είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε που ο Κούντερα, το 1975, είχε εγκαταλείψει επιτέλους κάθε ελπίδα ότι ο τσεχικός κομμουνισμός θα μπορούσε να «μεταρρυθμιστεί» και άφησε την πατρίδα του για να φύγει οριστικά εξόριστος στη Γαλλία. Σήμερα έχει περάσει πολύς χρόνος απ’ όλα αυτά τα τραυματικά γεγονότα. «Η αθανασία» μοιάζει να αποτελεί το πρώτο από τα μυθιστορήματα του Κούντερα που τοποθετείται πλήρως στη Δύση και το οποίο δεν κυριαρχείται από θεωρίες της Ιστορίας, από απολογισμούς του Κομμουνιστικού Κόμματος και από αναμνήσεις δραματικών πολιτικών γεγονότων που βίωσε η πατρίδα του τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Όμως, αυτό το μακρύ μυθιστόρημα είναι γεμάτο από το πολύ γνωστό καθημερινό στρες του δυτικού κόσμου. Ο αφηγητής του πρώτου προσώπου κάνει την πρώτη του προσωπική εμφάνιση πολύ γρήγορα και προχωρά για να μοιραστεί μαζί μας όλα τη γκρίνια και τα παράπονά του για τις πολυποίκιλες εκφάνσεις της ζωής στη Δύση. Αντιπαθεί τη φράση «καταναλωτές», στηλιτεύει το γρήγορο φαγητό (fast food), δεν του αρέσει η ροκ μουσική που του χτυπά στα αυτιά  και τον ενοχλεί από κάθε κατεύθυνση, και αντιπαθεί τον τρόπο με τον οποίο φωτογραφίζονται οι πάντες και τα πάντα, εκεί όπου «Το μάτι του Θεού έχει αντικατασταθεί από τη φωτογραφική μηχανή», και «το δικαίωμα της φωτογραφικής μηχανής υψώθηκε πάνω απ’ όλα τα δικαιώματα». Κι’ ακόμα, μισεί τον τρόπο με τον οποίο τα πεζοδρόμια του Παρισιού είναι γεμάτα με ανθρώπους που είναι έτοιμοι να περπατήσουν ακριβώς πάνω σου, αναγκάζοντάς σε να περπατάς στο δρόμο, με τα αυτοκίνητα να έχουν γεμίσει τους δρόμους μαζί με τον πανταχού παρόντα θόρυβό τους και να έχουν κάνει τελικά την προηγούμενη ομορφιά των πόλεων, αόρατη. Ο αφηγητής ξαφνικά ακούγεται, έτσι, αρκετά κουρασμένος και παλιών αρχών, και ξεδιπλώνοντας και παρουσιάζοντας τις σκέψεις του σε ωθεί να σκεφτείς τι έκανε το μυθιστόρημα εκείνης της περασμένης εποχής, τόσο ελκυστικό. Προφανώς υπήρχε η σοβαρότητα και η ένταση του διεθνούς πολιτικού σκηνικού και ο φόβος και το άγχος που μετέδιδε στη ζωή όλων, αλλά  ίσως να ήταν έτσι επειδή οι πρωταγωνιστές των προηγούμενων μυθιστορημάτων του είναι νέοι.

Το Πρώτο Μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας αποκαλεί «Το πρόσωπο», μας εισαγάγει και μας γνωρίζει μια μεσήλικη γυναίκα που ονομάζει Ανιές. Εξηγεί πώς του ήρθε η ιδέα για την δημιουργία του χαρακτήρα της, αφού παρακολουθούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα σε μια πισίνα να γνέφει με το χέρι της στον νεαρό της εκπαιδευτή, με μια υπέροχη μοναδική ελαφρότητα. Η Ανιές είναι παντρεμένη, έχει έναν σύζυγο, τον Πωλ, μαζί με τον οποίο συζητούν μεγάλες, καθημερινές, ανθρώπινες ιδέες σε διαλόγους, που θα μπορούσαν να υπάρχουν μόνο σε ένα μυθιστόρημα ή ένα έργο. Η Ανιές οδηγεί στη σάουνα και στο κέντρο ευεξίας της. Έχει αναμνήσεις από τον πατέρα της που όλοι περίμεναν να πεθάνει, αλλά ήταν η μητέρα της εκείνη που πέθανε ξαφνικά πρώτα ενώ ο πατέρας της καθυστερούσε ακόμη. Όταν η αδερφή της ήρθε στον πατέρα της, ο οποίος έσχιζε τις φωτογραφίες του γάμου του, οι αδερφές είχαν έντονες διαφωνίες και έναν οργισμένο καυγά ανάμεσά τους. Πηγαίνοντας στο γυμναστήριο, η Ανιές εκνευρίζεται από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων και τον θόρυβο των δρόμων. Είναι προφανές ότι ο Κούντερα εκδηλώνει τη δική του απογοήτευση από τους ανθρώπους και τα πέριξ αντικείμενα μέσω της Ανιές.

 

Μίλαν Κούντερα

 

Στο «Μέρος δεύτερο», την «Αθανασία», ο αναγνώστης εισέρχεται αποφασιστικά πλέον στην Ιστορία. Σε ένα ξαφνικό άλμα στο παρελθόν, μας περιγράφεται η σκηνή όπου ο Γκαίτε, ο μεγάλος Γερμανός ποιητής, συναντήθηκε με τον Ναπολέοντα, το 1811. Η σκηνή είναι χρονικά σύντομη επειδή ο μεγάλος στρατηγός αποσπάται από τους υφισταμένους και τους βοηθούς του που τρέχουν μέσα, έξω και τριγύρω, συνεχώς. Έχοντας ασχοληθεί επί μακρόν με την κακή πλευρά των παπαράτσι και την πανταχού παρουσία των φωτογραφικών μηχανών, ο Κούντερα φαντάζεται έξυπνα τη συνάντησή τους να συλλαμβάνεται από αόρατες κάμερες και να γράφεται από άτομα που δραστηριοποιούνται στον τομέα των δημοσίων σχέσεων. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται επειδή και οι δύο πλευρές συνειδητοποιούν ότι αυτή η συνάντηση μπορεί να μεταβιβασθεί στις επόμενες γενιές, ώστε να γίνει αθάνατη. Έχοντας ξεπεράσει την ιδέα της αθανασίας των προαναφερόμενων διάσημων προσωπικοτήτων, το τμήμα αυτό του βιβλίου καταλήγει σε μια μεγάλη και  ασυνήθιστα αδιάλειπτη ακολουθία που περιγράφει τη λατρεία και αφοσίωση της Μπεττίνα φον Άρνιμ (1785-1859) για τον ηλικιωμένο Γκαίτε (1749-1832). Γνωρίζουμε, μέσα σε περίπου τριάντα σελίδες, την πλήρη  βιογραφία της, για το πώς συγκεκριμένα ήταν η κόρη μιας γυναίκας για την οποία ο Γκαίτε είχε κάποιο κρυφό πάθος όταν βρισκόταν σε νεαρή ηλικία. Η Μπεττίνα βομβάρδιζε τον ηλικιωμένο άνδρα με γράμματα και έσωσε όλες τις απαντητικές του επιστολές. Ο Κούντερα μας εισαγάγει στο μυαλό του υπερήλικα ποιητή, γνωρίζοντας ότι η Μπεττίνα αποτελεί περισσότερο μια απειλή γι’ αυτόν παρά αγάπη και εξηγεί τις αλλαγές στη σχέση τους τις δεκαετίες εκείνες καθώς προσπαθούσε να την αποτρέψει από την διαφαινόμενη σχέση τους. Μετά το θάνατο του ποιητή, το 1832, η Μπεττίνα πήρε τα γράμματά της και όλες τις απαντήσεις του Γκαίτε, πιθανότατα τροποποιώντας κάποιες γραμμές για να τον κάνει να φαίνεται περισσότερο ερωτευμένος μαζί της απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα, και στη συνέχεια τα δημοσίευσε σε ένα τόμο με τίτλο, «Αλληλογραφία του Γκαίτε με μια παιδίσκη» (Goethes Briefwechsel mit einem Kinde, 1835). Η εν λόγω έκδοση έγινε μέρος του θρύλου του Γκαίτε για έναν αιώνα, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις των βιογράφων για τη μεγάλη προσωπικότητα μέχρι, εντελώς τυχαία, τη δεκαετία του 1920 να ανακαλυφθούν, να δημοσιευτούν τα πρωτότυπα γράμματα και να γίνουν ξανά ορισμένες τροποποιήσεις στο βιογραφικό του σημείωμα. Το βιβλίο παριστά αναμφίβολα μια τιμητική χειρονομία για τον Γκαίτε. Ήταν ένα μάθημα έρωτα και τιμωρίας, παράλληλα, για τον ποιητή ο οποίος απέναντι σε ένα μεγάλο αίσθημα, συμπεριφέρθηκε με δειλία έχοντας θυσιάσει το πάθος για μια άθλια συζυγική ειρήνη και ησυχία. Έτσι το βιβλίο ήταν ταυτόχρονα, και τιμητικό αλλά και σφυροκόπημα για εκείνον. Ζητούμενο πάντα, η πολύτιμη και επιθυμητή αθανασία του καθενός, ξεχωριστά, αυτή η μεγάλη εκκρεμότητα! Σε μια σουρεαλιστική συστροφή, στα τρία τελευταία σύντομα τμήματα αυτού του μέρους, ο Κούντερα φαντάζεται τον Γκαίτε στον παράδεισο, περπατώντας και συνομιλώντας με τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ίσως γιατί εκείνος συγκαταλεγόταν  μεταξύ των συγγραφέων του εικοστού αιώνα που δέχτηκε την περισσότερη κριτική για την προσωπική του ζωή και την πολυποίκιλη συμπεριφορά του σε πολλούς τομείς της ζωής του. Η αθανασία είναι μια αιώνια δίκη, του είπε ο Γκαίτε, ενώ ο Χέμινγουεϊ, ανταπαντά κάποια στιγμή πως ο κάθε άνθρωπος μπορεί να θέσει τέλος στη ζωή του αλλά όχι και στην αθανασία του, αφού την ώρα που αυτός βρισκόταν ξαπλωμένος στο φέρετρο, από πάνω του βρίσκονταν τέσσερις γυναίκες που έγραφαν όσα γνώριζαν γι’ αυτόν, οι φίλοι του διηγούνταν όλα τα κουτσομπολιά, αμέτρητοι δημοσιογράφοι με μικρόφωνα και μια μεγάλη στρατιά καθηγητών των αμερικανικών πανεπιστημίων οι οποίοι ταξινομούσαν, ήλεγχαν, ανέλυαν και κατασκεύαζαν άφθονα άρθρα και βιβλία. Και πάλι, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την πιθανότητα ότι ο Κούντερα, στην ουσία, σχολίαζε βασικά τη δική του κατάσταση. Ενώ στην Ανατολή ήταν ένας διωγμένος αντιφρονών απέναντι στην εξουσία, το γεγονός ότι καταπιέστηκε εκεί στη χώρα καταγωγής του, έδωσε στα γραπτά του τεράστια αίγλη όταν βρέθηκε να ζει ανάμεσα στους δυτικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Όμως, τι ειρωνεία, τώρα που είναι ευτυχισμένος και εγκλωβισμένος στη Δύση, είναι τόσο ελεύθερος όσο οι υπόλοιποι από εμάς να λέμε και να γράφουμε ότι θέλουμε, και είναι εξ’ ίσου πιθανόν να επικριθεί άγρια από τον τεράστιο στρατό κριτικών λογοτεχνίας που θέλουν να δημιουργήσουν φήμη γύρω από το όνομά τους με το να  τον χτυπάνε κι’ αυτοί αλλά  και οι φεμινίστριες για τα όποια κείμενά  του.

Το τρίτο μέρος ή «ο αγώνας», όπως επιγράφεται, αποτελεί την μεγαλύτερη ενότητα, που αποτελείται από πολλές υποενότητες, οι οποίες ξεχειλίζουν με χαρακτηριστικά έξυπνες και διορατικές ιδέες του Κούντερα.  Πρώτα απ’ όλα μας επιστρέφει στη Γαλλία του εικοστού αιώνα και στους γυναικείους χαρακτήρες, την Ανιές και την αδερφή της, Λώρα. Οι αδελφές, έρχονται αντίθετες σε μια σειρά τρόπων, όπως φορούν γυαλιά ηλίου για διαφορετικούς λόγους, έχουν αντίθετες στάσεις και απόψεις απέναντι στο σώμα τους και απέναντι στο σεξ, και ούτω καθ’ εξής. Ο συγγραφέας αισθάνεται συγκλονισμένος από τη ζωή στη Δύση κι’ αυτό εμφανίζεται σε κάθε είδους παρατηρήσεις και αντιλήψεις. Στον κόσμο αυτό, όπου υπάρχουν όλο και περισσότερα πρόσωπα, όλο και περισσότερο όμοια άτομα, είναι δύσκολο για ένα άτομο να ενισχύσει την πρωτοτυπία του εαυτού του και να πειστεί για την απαράμιλλη μοναδικότητά του, διατείνεται. Μεγαλωμένος σε μια μικρή, αραιοκατοικημένη πόλη, κάτω από τις οδυνηρά αυστηρές συνθήκες πριν από τον μεγάλο πόλεμο, ύστερα μέσα στην κομμουνιστική ιδιαιτερότητα και τυραννία, ο Κούντερα φαίνεται να είναι εντελώς απροετοίμαστος για την τερατώδη ευημερία, την κλίμακα και τον πολύπλευρο βομβαρδισμό που υφίσταται στο εσωτερικό  του ‘Ελεύθερου Κόσμου’, και αυτό αποκαλύπτεται στις πολλές πινελιές και ιδέες που εμφιλοχωρούν στο βιβλίο ετούτο, όπως για παράδειγμα υπάρχουν εκατοντάδες ραδιοφωνικά κανάλια, αλλά όλα ακούγονται τα ίδια, δεν μπορείς να βρεις πουθενά να σταθμεύσεις το αυτοκίνητό σου στο Παρίσι, και τόσα άλλα. Και η ιδέα ότι, αν και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, υπάρχει μόνο ένα πεπερασμένο σύνολο ιδεών. Τόσοι πολλοί άνθρωποι, τόσο λίγες ιδέες! Θρηνεί, στην ουσία, για τους σύγχρονους δημοσιογράφους που δεν αναφέρουν γεγονότα, αλλά, όλο και περισσότερο, απλώς παίρνουν συνέντευξη από ανθρώπους και συμπεριφέρονται σαν μονομάχοι που πληρώνονται για να τους χτυπήσουν με κάθε τρόπο και να εξευτελίσουν τους ερωτώμενους προσκεκλημένους. Είναι προφανές ότι η εικονολογία ή η κατασκευή εικόνων και βεβαίως χαρακτήρων κατά προέκταση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών έχει καταφέρει ιστορική νίκη επί της ιδεολογίας, κι’ αυτό δεν περνά απαρατήρητο από τον Κούντερα. Προβληματίζεται γιατί οι πολιτικοί άντρες εξαρτώνται από τους δημοσιογράφους, ενώ και οι δημοσιογράφοι με τη σειρά τους είναι εξαρτώμενοι από τους δημιουργούς εικόνων, στο πολυδύναμο πνεύμα, τουτέστιν, μιας δεδομένης στιγμής. Οι τελευταίοι, είναι τα άτομα που συμβουλεύουν τους πολιτικούς για το πώς να διαφημίζονται και να προωθούνται δημοσίως, εκείνοι που διεξάγουν δημοσκοπήσεις που καθορίζουν τι συμβαίνει γύρω μας, που καθορίζουν τις διαφημιστικές εκστρατείες και τη μόδα, τι θα εμφανίζεται στις εφημερίδες, στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, και πώς θα παρουσιάζονται όλα στη δημόσια σκηνή. Ο Πωλ και η Ανιές έχουν μια κόρη την Μπριζίτ, η οποία είναι κακομαθημένη, κι’ αυτός συγκρίνει τον εαυτό του με αυτήν η οποία είναι υπέρ της άνετης αστικής ζωής, απολαμβάνοντας να ζει με τα χρήματα των γονιών της.

 

 

Στο «Homo sentimentalis», το τέταρτο μέρος, ο Κούντερα προχωράει σε μια μίξη ιδεών γύρω από την αγάπη, την ψυχή και το συναίσθημα. Εκεί, επικαλείται την ιστορία της αγάπης της Μπεττίνα για τον Γκαίτε, και ιδιαιτέρως  πώς η σχέση αυτή ερμηνεύτηκε από τρεις συγγραφείς του εικοστού αιώνα, τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε, τον Ρομαίν Ρολάν και τον Πωλ Ελυάρ, με τον καθένα τους να παίρνει το μέρος της Μπεττίνα. Δεν σταματά, ταυτόχρονα, να μιλάει επανειλημμένα για την Ευρωπαϊκή Ιστορία, τον ρομαντισμό, τη μουσική, το συναίσθημα, καθώς και για τη φύση της Ευρωπαϊκής Ψυχής. Για άλλη μια φορά, η ενότητα τελειώνει με μια κουβέντα μεταξύ των Γκαίτε και Χέμινγουεϊ, στον παράδεισο, με αντικείμενο τι άλλο από την ματαιοδοξία, την αθανασία, την μετά θάνατο ζωή και τον ρόλο των βιβλίων των συγγραφέων μέσα σε όλα αυτά. Το πέμπτο μέρος, επιγράφεται «Το τυχαίο», ένα κεφάλαιο για τη σημασία των συμπτώσεων. Με τον ατελείωτα θεωρητικό του τρόπο, ο Κούντερα προτείνει ότι υπάρχουν πέντε τύποι σύμπτωσης, τις οποίες κατονομάζει και αναλύει δια βραχέων. Αυτά τα συζητά με τον σύντροφό του, τον καθηγητή Αβενάριο, ένα φανταστικό πρόσωπο με το οποίο μπορεί να συνομιλεί, κατά μόνας και κυρίως κατά το δοκούν. Εδώ η Ανιές είναι αποφασισμένη να αφήσει τον Πωλ και το Παρίσι και να επιστρέψει στην Ελβετία όπου μεγάλωσε. Όταν η εταιρεία της ανοίγει ένα γραφείο στη Βέρνη, τής προσφέρουν μια δουλειά εκεί και προφανώς την δέχεται. Σε πολλά χωρία διάσπαρτα σε αυτό το μέρος, την βλέπουμε να σκέφτεται καθώς ξαπλώνει στο κρεβάτι ενός ελβετικού ξενοδοχείου, που της θύμιζε την παιδική της ηλικία και τις τελευταίες μέρες με τον πατέρα της που πέθαινε, όλα πραγματοποιούνται σε αυτό το ταξίδι στην Ελβετία, προτού μπει  στο αυτοκίνητό της για να επιστρέψει στο Παρίσι. Εν τω μεταξύ, ο Κούντερα, δηλαδή ο αφηγητής, απολαμβάνει ένα πλούσιο γεύμα με τον καθηγητή Αβενάριο, όπου συζητάνε για την έννοια του μυθιστορήματος, γενικώς, και την προσπάθεια όλων να το μεταμορφώσουν σε ταινία, σε τηλεοπτική σειρά ή σε  κινούμενα σχέδια, ενώ μοιράζονται ταυτόχρονα κάποια νυχτερινά χόμπυ ως κοινωνική διαμαρτυρία. Η ενότητα κλείνει με την Ανιές να πεθαίνει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και τον Πωλ να μεταβαίνει στο επαρχιακό νοσοκομείο, κάπως αργά, λίγα λεπτά αμέσως μετά τον θάνατό της. Φτάνοντας στο έκτο μέρος του βιβλίου, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα ανεξάρτητο κατά βάση μέρος του όλου κειμένου, που μπορεί να διαβαστεί και ξεχωριστά και αφορά την ερωτική ζωή ενός άντρα, τον οποίο εν προκειμένω αποκαλεί Ρούμπενς, ίσως λόγω της πρόωρης ικανότητάς του και δεξιοτεχνίας στην τέχνη. Η εν λόγω «πλάκα του ρολογιού» που αποτελεί και τον τίτλο του έκτου μέρους, είναι ο ζωδιακός κύκλος και επειδή η αστρολογία, η οποία αν και δεν συμβαδίζει απόλυτα με τη ζωή, είναι μια μεταφορά για τον τρόπο με τον οποίο η ζωή του ανθρώπου έχει ένα μοτίβο και συγκεκριμένα θέματα από τα οποία κάποιος δεν μπορεί να ξεφύγει. Οι σελίδες του αναφέρονται στην πρώιμη ερωτική καριέρα αυτού του νεαρού άνδρα, ο οποίος μετά από μια πολλά υποσχόμενη καλλιτεχνική καριέρα, την εγκαταλείπει και αποφασίζει να αφιερώσει τη ζωή του στην αναζήτηση των γυναικών. Ακολουθούν σελίδες που σχετίζονται με το σεξ και τις διάφορες φάσεις της ερωτικής του ζωής, όπως η περίοδος της αθλητικής αφασίας, η περίοδος των μεταφορών, η περίοδος της άσεμνης αλήθειας, η περίοδος του αραβικού τηλεφώνου και η μυστική περίοδος, όπως τις αποκαλεί, και φυσικά πολλές συζητήσεις, σκέψεις και απόψεις σχετικά με διαφορετικούς τύπους αγάπης, σαν την αληθινή, την ψεύτικη αγάπη, κ.ο.κ. Ο  Ρούμπενς, καθώς συνεχίζει να βιώνει την πολυάσχολη ερωτική του καριέρα, με μια ατελείωτη ακολουθία πρόθυμων γυναικών, αρχίζει να ανακαλύπτει περίεργα και ανησυχητικά πράγματα για τη φύση του ανθρώπου, γιατί γρήγορα συνειδητοποίησε ότι από ένα σημείο και μετά θα πρέπει να αναζητάει τις απαραίτητες ερωτικές του φαντασιώσεις μόνο στο παρελθόν. Όταν ήταν νέος, πίστευε ότι είχε μπροστά του ολόκληρο τον κόσμο, αλλά τώρα, καθώς μεγαλώνει, διαπιστώνει πως όταν κοιτάζει πίσω την σεξουαλική του καριέρα,  δύσκολα τη θυμάται, ενώ η πληρότητα  και ο κορεσμός όπου έχει αφιερώσει τη ζωή του, αποδεικνύονται όχι ακριβώς άδεια, αλλά μια σειρά τυχαίων στιγμιότυπων τα οποία φυσικά απέχουν πολύ  από εκείνη την  πληρότητα που εναγωνίως ανέμενε. Η ιστορία τελειώνει εκεί, στο έβδομο και πιο ουσιώδες μέρος του μυθιστορήματος, επειδή φαίνεται πως περιέχει συμπυκνωμένα πολλά παράδοξα και απροσδόκητες δυσκολίες της ανθρώπινης ζωής, όπως τις βιώνουμε οι περισσότεροι.

Μια πολύ φορτισμένη και συναισθηματική αφήγηση και με συμπαθητικούς και ανθρώπινους χαρακτήρες, οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση με την «Αθανασία», τον τίτλο του βιβλίου. Και όλα αυτά, κάπως έτσι, σαν να επικάθεται ένας αέρας ηττοπάθειας και μελαγχολίας πάνω από το περίεργο ετούτο βιβλίο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top