Fractal

Διήγημα: “Ζητούνται χαμόγελα”

Της Χριστίνας Κοσμοπούλου // *

 

 

 

Χθες έκλεισε τα τριάντα. Τριάντα χρόνια στην πλάτη του και δεν θυμάται ποτέ να τον πήρε κανείς στα σοβαρά. Τα βράδια που είχε μείνει ξάγρυπνος προσπαθώντας να κάνει την αυτοκριτική του και να καταλάβει τους ανθρώπους ήταν πολλά, μα ακόμα δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί του συμπεριφέρθηκαν με αυτό τον τρόπο. Σαν ήταν παιδί, η αγαπημένη του συνήθεια ήταν να χαιρετάει τους περαστικούς. Έβγαινε στην εξώπορτα παρέα με το μεγάλο του χαμόγελο και τους καλημέριζε. Και ενώ περίμενε ότι μια τέτοια κίνηση θα τους άρεσε και θα τους ευχαριστούσε, τους άκουγε όλο να μουρμουρίζουν λόγια άσχημα και ταπεινωτικά για εκείνον. Κάποια από αυτά ήταν αρκετά για να γεμίσουν χαρακιές την παιδική του ψυχή. Κι έτσι δεν ξαναβγήκε από το σπίτι. Με εξαίρεση τη μητέρα του, που ήταν πάντα δίπλα του, τους υπόλοιπους ανθρώπους τους φοβόταν. Στην πραγματικότητα, ήξερε και ο ίδιος ότι αυτό που τον τρόμαζε δεν ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποι, μα τα χαμόγελά τους. Μισούσε εκείνα τα ψεύτικα χαμόγελα της συμπόνιας και τα αλλά της κοροϊδίας και της υπεροψίας.

Μα η ηλικία των τριάντα ήχησε σαν καμπανάκι στο μυαλό του. Κι έτσι σήμερα ξύπνησε με άλλη διάθεση. Αποχαιρέτησε τη μητέρα του, όπως κάθε πρωί, αλλά αυτή τη φορά δεν έτρεξε να κρυφτεί στην ασφάλεια του σπιτιού του. Αντίθετα, έστεκε εκεί και περίμενε. Ήταν αποφασισμένος ότι σήμερα θα μοιραζόταν τουλάχιστον μία «καλημέρα» με κάποιον περαστικό.

Άξαφνα άκουσε βήματα. Αποφασισμένος καθώς ήταν, είπε «καλημέρα» πριν να δει ποιος περνούσε και άπλωσε το χέρι του. Η κοπέλα σάστισε αντικρίζοντας το απλωμένο χέρι του και τα δυο του μάτια να την κοιτούν όλο λαχτάρα. «Γεια σας», του είπε χαμογελώντας κάπως αμήχανα και συνέχισε το δρόμο της. Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα άρχισε να τον πλημμυρίζει. Το χαμόγελό της ήταν αληθινό. Ήταν το πρώτο αληθινό χαμόγελο που είχε λάβει στη ζωή του.

Έμεινε για ώρες στην ίδια θέση, χαμένος στις σκέψεις του. Και θα έμενε για πολλές ώρες ακόμα εκεί αν δεν άκουγε ξανά βήματα, από την αντίθετη κατεύθυνση αυτή τη φορά. «Ίσως σήμερα να είναι η τυχερή μου μέρα», σκέφτηκε και έτεινε ξανά το χέρι του. Χαρούμενος είδε ότι ήταν η ίδια κοπέλα αυτή που περνούσε. Αυτή τη φορά η κοπέλα κοντοστάθηκε κι έτσι κατάφερε να παρατηρήσει καλύτερα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Ήταν τόσο όμορφη, τα μάτια της έλαμπαν. Δεν μπόρεσε να πει κουβέντα, μόνο την κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια και έτεινε το χέρι του. Κι αυτή τη φορά η κοπέλα του έδωσε το δικό της. Το έκλεισε στη χούφτα του και το φίλησε. Μια φορά, δυο φορές. Κρατούσε το χέρι της μέσα στο δικό του σαν να ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε αγγίξει ποτέ. «Καλό μεσημέρι», του είπε χαμογελώντας ξανά και απομακρύνθηκε. Έμεινε να την κοιτάζει μέχρι που έστριψε και χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Χαμογελούσε. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του.

 

 

 

* Η Χριστίνα Κοσμοπούλου γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1992 και κατάγεται από τις Μυκήνες Αργολίδας. Σπούδασε Βιολογία στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχει συμμετάσχει σε διαγωνισμούς ποίησης και διηγήματος.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top