Fractal

Αμερικανικός Νότος

Από τη Βασιλική Γιάννου // *

 

«Εκεί που τραγουδούν οι καραβίδες», Ντέλια Όυενς (Delia Owens), εκδ. Δώμα, Αθήνα 2019, μτφ. Ζαχαριάδου Μαργαρίτα.

 

Αμερική, δεκαετίες του ’50και του ‘60. Νότιες πολιτείες. Μια λευκή μητέρα που βιώνει την ενδοοικογενειακή βία εγκαταλείπει τον άντρα της και τα πέντε παιδιά της. Σε μικρό χρονικό διάστημα την ακολουθούν τα τέσσερα από τα πέντε. Η εξάχρονη Κάια, η πιο μικρή της οικογένειας, παραμένει με τον αλκοολικό πατέρα της στο σπίτι τους στο Βάλτο. Από τα δέκα της χρόνια μένει εντελώς μόνη και παλεύει να επιβιώσει, αφού και ο πατέρας της την εγκαταλείπει. Μόνοι της συμπαραστάτες  η φύση και η οικογένεια του έγχρωμου ιδιοκτήτη πρατηρίου καυσίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, που ζει απομονωμένη λόγω των φυλετικών διακρίσεων.

Η Κάια βιώνει την περιθωριοποίηση από τους κατοίκους του κοντινού χωριού από την παιδική της ηλικία ως την ενηλικίωσή της. Κοινωνικά στιγματισμένη, γνωστή ως «πιτσιρίκα του Βάλτου», κρύβεται μέσα σ’αυτόν κάθε φορά που αρμόδιοι της σχολικής επιθεώρησης έρχονται μέχρι το καλύβι της για να την αναγκάσουν να επιστρέψει στο σχολείο: η ίδια είχε αποφασίσει ότι μετά την τραυματική εμπειρία της μίας και μοναδικής φοράς που πήγε,  δε θα επέστρεφε ποτέ εκεί. Οι γνώσεις της, όμως, για τη φύση και το ιδιαίτερο οικοσύστημα της περιοχής , το οποίο παρατηρούσε ενδελεχώς όλα τα χρόνια της μοναξιάς της, είναι μοναδικές. Σε συνδυασμό με την ευστροφία της που καλλιεργήθηκε από την ανάγκη της για επιβίωση η Κάια περνάει σε άλλο επίπεδο γνώσης, γίνεται σχεδόν αυτοδίδακτη. Μαθαίνει να διαβάζει χωρίς να πάει στο σχολείο. Δάσκαλός της , ένα λίγο μεγαλύτερο από την ίδια αγόρι, ο Τεντ, που της φέρνει τα παλιά σχολικά βιβλία του στο καλύβι της και είναι το μόνο ανθρώπινο πλάσμα που περνάει το κατώφλι του και μοιράζεται ιδιαίτερε στιγμές μαζί της. Η Κάια, όμως, ερμηνεύει τις ανθρώπινες σχέσεις με βάση τους νόμους της φύσης, που βλέπει να επιβεβαιώνονται κυρίως σε ό,τι αφορά τα δύο φύλα.

Η πορεία προς την ενηλικίωση είναι επώδυνη και είναι ελάχιστες οι φορές που νιώθει ευτυχισμένη. Η αίσθηση της απόρριψης είναι βαθιά ριζωμένη μέσα της και εντείνεται, όταν οι κατηγορίες για το φόνο του πιο δημοφιλούς νεαρού του χωριού, πέφτουν, αναμενόμενα, πάνω της. Η μοναξιά της γιγαντώνεται και μόνο της καταφύγιο, για μια ακόμα φορά, είναι ένας εκπρόσωπος του ζωικού βασιλείου: μια γάτα.

Η συγγραφέας Ντέλια Όουενς  (Delia Owens) σ΄ αυτό  το πρώτο της έργο μυθοπλασίας, που κατόρθωσε να γίνει best seller, καταφέρνει να ενσωματώσει την πολύχρονη σπουδή της για το ζωικό βασίλειο και τη φύση σε μια αρκετά καλοδουλεμένη αφήγηση. Οι αναφορές στο οικοσύστημα του νοτιοαμερικάνικου Βάλτου (μιας άγνωστης, για τον αναγνώστη, χλωρίδας και πανίδας που την παρακολουθεί βοηθούμενος από  τη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου), αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του έργου. Ο τόπος, με την  πολυπλοκότητά του και την ιδιαιτερότητά του, στίγμα και καταφύγιο ταυτόχρονα, δένει με την υπόθεση μυστηρίου και δημιουργεί ένα πολύ ταιριαστό σκηνικό για τις ενέργειες της κεντρικής ηρωίδας. Καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας, πόσο σημαντικό ρόλο παίζει ο τόπος στη σμίλευση της ανθρώπινης προσωπικότητας και ότι τελικά η συμπεριφορά του ανθρώπου «χτίζεται» πάνω στους αρχέγονους νόμους της φύσης: «Τίποτε δεν είναι υπερβολικά απρεπές εφόσον βοηθάει να συνεχιστεί ο κύκλος της ζωής. Η Κάια ήξερε πως αυτό δεν αποτελούσε τη σκοτεινή πλευρά της φύσης· ήταν απλώς επινοητικοί τρόποι να τα βγάζεις πέρα όταν όλα είναι εναντίον σου. Και με τους ανθρώπους, σίγουρα το πράγμα πήγαινε μακριά» (από το οπισθόφυλλο). Ο άνθρωπος μαθαίνει από τη φύση, μπορεί να επιβιώσει μέσα σ’αυτή γιατί αποτελεί κομμάτι της. Αυτό είναι και το κύριο μήνυμα του βιβλίου. Ο φυσικός κόσμος υπήρχε πριν τον άνθρωπο και συνυπάρχει μαζί του από τότε που εμφανίστηκε το είδος μας. Η συνύπαρξη αυτή θα έχει μέλλον μόνο αν ο άνθρωπος δείξει τον πρέποντα σεβασμό στο περιβάλλον, κάτι που δυστυχώς δεν το βλέπουμε να γίνεται. Είναι επόμενο η φύση να αμύνεται απέναντι στην καταστροφική συμπεριφορά του ανθρώπου.

 

Ντέλια Όουενς

 

Παράλληλα, στο βιβλίο θίγονται, χωρίς να γίνεται όμως ιδιαίτερη εμβάθυνση, προβλήματα όπως η ενδοοικογενειακή βία και οι ρατσιστικές συμπεριφορές, τα οποία, από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όχι μόνο η Αμερική, αλλά και η Ευρώπη του 21ου αιώνα δεν έχε καταφέρει να τα εξαλείψει. Αποτελούν τον σκοτεινό καμβά πάνω στον οποίο  πλέκεται η δράση.

Η εναλλαγή αναδρομικών και σύγχρονων αφηγήσεων ως το σημείο συνάντησης με το παρόν εξυπηρετεί πολύ καλά την αστυνομική πλοκή και σκιαγραφείται έτσι καλύτερα και ο χαρακτήρας της κεντρικής ηρωίδας. Η ενσωμάτωση της ποίησης, τόσο με ολόκληρα ποιήματα, όσο και με αρκετές ποιητικές εκφράσεις διάσπαρτες στην αφήγηση, είναι ένα ευχάριστο αφηγηματικό εύρημα που λειτουργεί υπαινικτικά για τις πράξεις της ηρωίδας.

Το όλο σκηνικό των Νότιων πολιτειών της Αμερικής της εποχής εκείνης ολοκληρώνεται με αρκετές αναφορές στην κουζίνα και τη γαστρονομία. Από τις σελίδες αναδύονται οι μυρωδιές του καλαμποκόψωμου και των πράσινων τηγανητών ντοματών που μαγειρεύονται πάνω σε ξυλόσομπα, στα νοτιοαμερικάνικα σπίτια αποικιακής αρχιτεκτονικής με το σκεπαστό μπαλκόνι και τη διπλή πόρτα με σήτα.

Θα αποτελέσει ευχάριστο ανάγνωσμα, χωρίς, βέβαια να οδηγεί σε βαθύ στοχασμό και περισυλλογή, ούτε να ικανοποιεί με την ιδιαιτερότητα και την προσοχή που θα έπρεπε να είχε δοθεί στη γλώσσα. Κρατάει, παρόλαυτα, το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος, ο οποίος εύλογα θα αναμένει  την κινηματογραφική του μεταφορά, φέτος το φθινόπωρο.

 

 

* Η Βασιλική Γιάννου είναι Φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει πτυχίο Ιστορίας και Αρχαιολογίας από το ΑΠΘ και ΜΑ στις Επιστήμες της Αγωγής από το Ανοιχτό Παν/μιο Κύπρου. Βιβλιοφάγος παιδιόθεν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top