Fractal

Εν περιλήψει…

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Γκύντερ Γκρας «Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι», Εκδόσεις Οδυσσέας

 

Ο Γκύντερ Γκρας ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Γερμανούς συγγραφείς, ο οποίος βραβεύτηκε το 1999 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Εκτός από τα μυθιστορήματα με τα οποία έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο, έγραψε θεατρικά έργα και ασχολήθηκε και με την ποίηση. Επίσης είχε σπουδάσει και εικαστικές τέχνες, ζωγραφική και γλυπτική. Γεννήθηκε το 1927 και πέθανε το 2015. Έκανε δύο γάμους με την Άννα Σβάρτς (1954-1978) και την Ούτε Γκρούνερτ (1979-2015) κι έκανε έξι παιδιά.

Σ’ αυτό το μυθιστόρημα κάνει μία αναδρομή της ζωής του και για να θυμηθεί διάφορα γεγονότα που του είχαν συμβεί παλαιότερα, θέλει να  ανατρέξει στις αναμνήσεις του και γι’ αυτό ό ίδιος λέει, ότι η ανάμνηση μοιάζει με κρεμμύδι, που θέλει ξεφλούδισμα, ώστε ν’ αναφανεί και η κάθε λεπτομέρεια, αλλά ό,τι θυμηθεί θέλει να είναι αληθινό.

Ο Γκύντερ με τη μητέρα του Χελένε, τον πατέρα του Βίλχελμ και την αδελφή του έμεναν στο Ντάντσιχ. Οι γονείς του είχαν ένα μικρό παντοπωλείο κι επειδή οι πελάτες ψώνιζαν βερεσέ και αργούσαν να ξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους, όταν ο Γκύντερ έγινε έντεκα ετών, η μητέρα του ανέθεσε να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι να εισπράττει τα χρήματα έναντι κάποιας αμοιβής, κι αυτό τον βοήθησε πολύ και στη μετέπειτα ζωή του, να γνωρίσει το εμπόριο, να χειρίζεται τα λεφτά με ψυχρή λογική, αλλά  και πώς να διαπραγματεύεται με τους ανθρώπους. Έτσι στα έντεκα του έγινε ένας παμπόνηρος επιτυχημένος εισπράκτορας χρεών. Όμως εκείνο, που είχε κερδίσει απ’ όλα αυτά που συναντούσε σε κάθε σπίτι που έμπαινε για να εισπράττει τα χρέη, ήταν ότι οσμιζόμενος, ακούγοντας, βλέποντας και αισθανόμενος, καταλάβαινε τα βάσανα των πολυμελών οικογενειών, των εργατών, την έπαρση των διοικητικών υπαλλήλων, ακόμα και την ανάγκη, που είχαν οι μοναχικές γυναίκες για μια κουβεντούλα, οπότε όλα αυτά τα κατέγραφε μέσα του σαν σε βιβλιάριο αποταμίευσης και του χρησίμευσαν  μετά από δεκαετίες υπό μορφή ρεαλιστικής πεζογραφίας.

Όταν ήταν μικρός, το Ντάντσιχ, ήταν μία ελεύθερη πόλη, που εκτεινόταν μέχρι τη Βαλτική και χώριζε την Ανατολική Πρωσία από την υπόλοιπη Γερμανία. Αυτή τη λωρίδα την κατοικούσαν Πολωνοί και Γερμανοί, όμως αυτή η λωρίδα γης κρίθηκε ζωτικός χώρος από τους Γερμανούς και στάθηκε η αφορμή για την εισβολή τους στην Πολωνία.  Ξεκίνησε λοιπόν ένας πόλεμος με τα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως πάνω από το λιμάνι του Νοϊφαρβάσερ απέναντι από την πολωνική στρατιωτική βάση και συγχρόνως δύο τεθωρακισμένα έριχναν βολές στην παλιά πόλη του Ντάντσιχ, στη μάχη για το πολωνικό ταχυδρομείο. Εκείνο που θυμάται καλά είναι ο ήχος των αεροσκαφών “στούκας”, που έριχναν βόμβες. Εκείνος δεν βαριόταν να μαζεύει μέχρι και έφηβος ζωγραφιές, που τις αντάλλασσε με κουπόνια, που τα έβρισκε στα πακέτα τσιγάρων, που κάπνιζε η μητέρα του. Οι ζωγραφιές αυτές απεικόνιζαν πολύχρωμα τα αριστουργήματα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής κι έτσι έμαθε και τα ονόματα όλων σχεδόν των ευρωπαίων ζωγράφων. Όμως αφότου ξέσπασε ο πόλεμος έπαψαν και τα κουπόνια. Οι πολίτες καπνιστές είχαν πάει στον πόλεμο, τα προϊόντα μοιράζονταν με δελτίο και το ίδιο γινόταν και με τα προϊόντα καπνού.

Ο πόλεμος βρήκε τον Γκύντερ να είναι δώδεκα ετών με κοντά παντελονάκια, να χώνει το μουσούδι του σε ό,τι μένει κρυμμένο, ωστόσο παραλείπει να ρωτήσει το «γιατί». Η μητέρα του ήταν από την Κασουβία. Ο Γκύντερ εκείνη την εποχή έκανε παιδαριωδώς τον βλάκα και παραδεχόταν πως δεν ήξερε τίποτα σχετικά με την έκβαση του πολέμου ή είχε λάθος πληροφορίες, ενώ διάφοροι συμμαθητές του, όπως και ο Βόλφγκανγκ ήξεραν καλά όλα τα θέματα κυρίως του Πολεμικού Ναυτικού και μάλιστα του κάνει εντύπωση, καθώς τώρα καθαρίζει το κρεμμύδι της μνήμης του, πόσο η σιωπή του τον ξεκουφαίνει. Ωστόσο ενώ παραδέχεται αυτήν την αδιαφορία και τον βασανίζει, εν τούτοις ποτέ δεν σκέφτηκε να παραπονεθεί, γιατί ο πατέρας του δεν ήταν αντιφασίστας, όπως ο πατέρας του Βόλφγκανγκ, ή γιατί δεν είχε γραφτεί στο κόμμα. Εκείνο όμως, που τον ένοιαξε ήταν όταν στα ενδέκατα γενέθλιά του άκουσε να καίγονται στο Ντάντσιχ, αλλά και αλλού οι συναγωγές και οι βιτρίνες να γίνονται θρύψαλα. Δεν έκανε βέβαια τίποτα, αλλά δεν είχε καταλάβει και τι συνέβαινε. Άκουγε ραδιόφωνο έβλεπε και κινηματογράφο, όπου στα επίκαιρα έβλεπε πως η γερμανική «Λεγεώνα Κόνδωρ» βοηθούσε με υπερσύγχρονα όπλα στην απελευθέρωση της Ισπανίας από τον ερυθρό Κίνδυνο. Λίγους μήνες αργότερα ενθουσιάστηκε όπως και όλοι, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, που κέρδισαν οι Γερμανοί Αθλητές πολλά μετάλλια και θαύμαζαν οι νέοι τον δρομέα Ρούντολφ Χάρμπικ. Μάλιστα ο Γκύντερ στα δέκα του χρόνια είχε γραφτεί οικειοθελώς στην οργάνωση Παίδων της Χιτλερικής Νεολαίας, στα «Λυκόπουλα». Συμμετείχε στην κατασκήνωση και στα παιχνίδια στο ύπαιθρο, όπως και στις εθνικές εορτές. Όταν πήγε στο γυμνάσιο ένιωθε υπερήφανος γιατί πήγε σ’ ένα ξακουστό εκπαιδευτικό ίδρυμα το Κορράδειο Γυμνάσιο και φορούσε το παραδοσιακό πηλήκιο στολισμένο με το χρυσό C. Σαν μαθητής στο σχολείο δεν ήταν καλός στα μαθηματικά, στη χημεία και στη φυσική, αλλά στα τεχνικά έπαιρνε άριστα, όπως επίσης στα γερμανικά, στα αγγλικά, στην ιστορία και στη γεωγραφία. Όταν όμως προστέθηκαν τα λατινικά έμεινε στην ίδια τάξη. Αυτό δεν τον στεναχώρησε, γιατί πίστευε πως δεν ήταν μόνο δικό του λάθος, αλλά εύρισκε πως και οι δάσκαλοί του ήταν ανήμποροι και χώλαιναν. Όταν τα καλοκαίρια πήγαινε στη θάλασσα έχτιζε πύργους και μάλιστα έγραψε κι ένα ποίημα με τίτλο “Αμμόκαστρο”. Το ποίημά του αυτό είχε θέμα την καταγωγή του και τον ήχο της Βαλτικής. Το νόμισμα εκείνη την εποχή ήταν το φιορίνι, το οποίο μετά το ΄39 έγινε γερμανικό  μάρκο.

Γυρίζοντας πίσω στα δεκατρία του, ανακρίνει αυστηρά τον εαυτό του και τον καταδικάζει σαν να είναι ένας ξένος και όχι ο ίδιος και τον βλέπει έναν πιτσιρικά να καταφεύγει στην αγκαλιά της μάνας του και να φωνάζει: «Μα ήμουν παιδί», γιατί δεν θέλει να δικαστεί και να καταδικαστεί. Όταν κλείνει τα μάτια του, βλέπει εκείνο το παιδί να βρίσκει καταφύγιο στα βιβλία και σαν αρχή ξεκίνησε να διαβάζει όλα τα βιβλία, που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη της μάνας του και κατόπιν πήγε στο αναγνωστήριο της Δημοτικής  βιβλιοθήκης. Τα βιβλία γι’ αυτόν ήταν οι τρύπες διαφυγής σε άλλους κόσμους. Βέβαια διαβάζοντας, αλλά μαζί και με τους λόγους του Φύρερ, οι γεωγραφικές του γνώσεις διευρύνθηκαν. Έφτασαν μέχρι το Μαυροβούνιο, στα ελληνικά νησιά, στο Σμολένσκ, το Κίεβο και τη λίμνη Λαδόγα. Παρ’ όλα αυτά ήταν όμως τυφλός για τις ανομίες, που διαπράττονταν πολύ κοντά στην πόλη του ανάμεσα στον Βιστούλα και τη Λιμνοθάλασσα, στο Νίκελσβαλντ, που ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ, κατά τ’ άλλα τον εξόργιζαν μόνο τα εγκλήματα των εκκλησιαστικών αρχόντων και τα βασανιστήρια της Ιερής Εξέτασης. Το μίσος του το φύλαγε για τους πάπες, ενώ στα μετόπισθεν της Δυτικής Πρωσίας εκδιώκονταν Πολωνοί χωρικοί με τις οικογένειές τους, από τις εστίες τους. Μετά από ένα βραβείο που πήρε σε αφηγηματικά πεζά, άρχισε να γράφει ένα μυθιστόρημα με τίτλο: «Οι Κασούβιοι». Όταν ήταν παιδί ταξίδευε συχνά με τους γονείς του στην ελεύθερη πόλη Τσουκάου, όπου ανήκε το τσιφλίκι Κοκόσκεν, για να επισκεφτεί τη γιαγιά του την Άννα. Η γλώσσα των Κασούβιων προερχόταν από αρχαία σλάβικη λαλιά. Οι Κασούβιοι ήταν ένα απομεινάρι ενός αρχαίου λαού, που είχαν εγκατασταθεί προ αμνημονεύτων χρόνων στα λοφώδη μετόπισθεν της πόλης Ντάντσιχ και ήταν άλλοτε υπό πολωνική κυριαρχία και άλλοτε υπό γερμανική, γι’ αυτό δεν ήταν ούτε Γερμανοί, ούτε Πολωνοί. Όταν μετά τον Πόλεμο  βρέθηκαν υπό των Γερμανών, πολλοί Κασούβιοι εντάχθηκαν με διάταγμα στην «Εθνική Μειονότητα τρία», για να μπορούν οι γυναίκες να βρουν δουλειά και οι άντρες να πηγαίνουν στο στρατό.

Ο Γκύντερ υπήρξε μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας. Είχε πιστέψει πως η πατρίδα του κινδύνευε, επειδή την πολιορκούσαν εχθροί. Αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου γέμιζαν ολόκληρες σελίδες της εφημερίδας Προφυλακή του Ντάντσιχ, σύμφωνα με τις οποίες, όλοι οι Πολωνοί ήταν ύπουλοι φονιάδες, οπότε του φαινόταν σωστή και δίκαιη κάθε πράξη αντιποίνων των Γερμανών.  Αυτός σαν  παιδί μεγάλωσε ως καθολικός, όμως στην εποχή του Φύρερ γι’ αυτόν, η μοναδική πίστη ήταν ο Φύρερ.

Εντωμεταξύ ο Γκύντερ είχε στασιάσει εναντίον του γυμναστή στο Κορράδειο γυμνάσιο και τον έδιωξαν οπότε πήγε στο γυμνάσιο του Αγίου Πέτρου, όμως κι εκεί που πήγε επειδή άρπαξε τον καθηγητή της μουσικής από τη γραβάτα, γιατί ο καθηγητής τόλμησε να επιπλήξει μόνον αυτόν, τον έδιωξαν κι από εκεί και αναγκάστηκε να πάει στο γυμνάσιο του Αγίου Ιωάννη. Η μάνα του τον αγαπούσε πολύ ήταν υπερήφανη για τον γιο της, που αγαπούσε να διαβάζει βιβλία, όμως είχε στεναχωρηθεί επειδή έμεινε στην Τετάρτη γυμνασίου, αλλά και που άλλαζε συνεχώς σχολεία. Ο Γκύντερ επίσης θυμάται πως όταν ήταν δεκατριών ετών είχε ντυθεί παππαδάκι κι εκκλησιαζόταν για να μπορεί να βλέπει την πρώτη του αγάπη, που ήταν ένα κοριτσάκι με κοτσίδες.

Οδηγήθηκε στην ένστολη κατάταξη και απ’ ότι γράφει δεν ήταν εθελοντική, αλλά τη βίωσε σαν τέλος της σχολικής ρουτίνας και την αποδέχτηκε, επειδή τα γυμνάσια ήταν υποφερτά. Μάλιστα υποστήριζε πως με τη στολή θα τραβά τα βλέμματα, κυρίως των κοριτσιών. Η πυροβολαρχία Κάιζερχαφεν είχε γίνει το σπίτι του. Τα επίκαιρα που προβάλλονταν πριν από την ταινία έδειχναν εξωραϊσμένες μαυρόασπρες αλήθειες, που τις πίστευε απόλυτα. Έτσι έβλεπε τη Γερμανία περικυκλωμένη από εχθρούς, αλλά να αμύνεται και να μάχεται ηρωικά  στις απέραντες στέπες της Ρωσίας, στην καυτή άμμο της ερήμου της Λιβύης, στο αμυντικό Τείχος του Ατλαντικού και με υποβρύχια σε όλους τους ωκεανούς. Ο Γκύντερ είναι δεκαπέντε ετών και το μόνο που δεν σκέφτεται είναι ο θάνατος.

Το 1945 στις 30 Ιανουαρίου βυθίστηκε το Γουλιέλμος Γκούστλοφ  στο ύψος των ακτών του Στόλπε. Ο συγγραφέας μάλιστα έγραψε μια νουβέλα γι’ αυτό το καράβι. Μετά τα δέκατα έκτα γενέθλιά του μετατέθηκε από την πυροβολαρχία Κάιζερχαφεν στην παράκτια πυροβολαρχία Μπρέζεν- Γκλτκάου, που ήταν οπλισμένη με τετράκαννα αντιαεροπορικά   πυροβόλα, για την προστασία του αεροδρομίου. Όταν είχε ελεύθερες ώρες έγραφε ποιήματα για το φθινόπωρο, αλλά κι ερωτικά. Όταν πήγαινε στο σπίτι έβλεπε τον πατέρα του ν’ ασχολείται με την κουζίνα, αντί να είναι στον πόλεμο και δεν μπορούσε να το χωνέψει. Η μητέρα του έπαψε να παίζει πιάνο, γιατί ήταν πολύ ανήσυχη κι έλεγε πως μ’ αυτόν  τον πόλεμο δεν θα είχαν καλό τέλος και δεν καταλάβαινε αυτό το μίσος για τους Εβραίους. Όλον τον χειμώνα η κατάσταση στο μέτωπο παρέμενε κατάσταση οπισθοχώρησης. Αυτός φύλαγε σκοπιά διαβάζοντας, αλλά ήταν  και οπλισμένος με των συγγραφέων τις σκέψεις, πλάι στα αντιαεροπορικά πυροβόλα. Όσο για την υπηρεσία στο στρατό ήταν γι’ αυτόν υποφερτά, γιατί και οι εκπαιδευτές τους είχαν κουραστεί από τον πόλεμο και τους φέρονταν ήπια. Κάποια στιγμή ήρθε και το χαρτί στρατολόγησής του, με εντολή επιστράτευσής του στην Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ. Διάρκεια υπηρεσίας τρεις μήνες. Μάθαιναν νέα από το ανατολικό μέτωπο ότι το Κίεβο είχε εκκενωθεί, μάθαιναν επίσης για τις μάχες με τους Αμερικανούς και τους Ιάπωνες για τα νησιά του Ειρηνικού καθώς και γεγονότα στη νότια Ευρώπη. Έμαθαν για την αποστασία του Ιταλού συμμάχου, που για τον γερμανικό λαό ήταν αισχρή πράξη προδοσίας. Οι Αγγλοαμερικάνοι αποβιβάστηκαν στις Ιταλικές ακτές στα νότια της Ρώμης και διεύρυναν ένα προγεφύρωμα, όπου γίνονταν μάχες.

Ως εργάτης του Ράιχ επειδή ήξερε να σχεδιάζει ήταν προνομιούχος κι έτσι επειδή οι τοίχοι ήθελαν διακόσμηση απαλλάχτηκε της υπηρεσίας και με το μπλοκ σχεδίου του και τις ακουαρέλες βρισκόταν στη φύση για να τη ζωγραφίσει πιστά.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν στο στρατόπεδο ο αρχηγός της Υπηρεσίας του Ράιχ με κάποιους ακόλουθους και μιλούσε για ύβρι και δειλή προδοσία και αισχρή δολιότητα μιας κλίκας αριστοκρατών αξιωματικών που έκαναν μία αποτυχημένη απόπειρα κατά της ζωής του λατρευτού τους Φύρερ και είπαν ότι εκ θαύματος ο Φύρερ γλίτωσε. Τους είπαν ότι το βάρος τώρα πέφτει σ’ αυτούς, διότι αυτήν την ώρα καλείται η νεολαία που φέρει το όνομά του, να παραμείνει με σταθερή πίστη μέχρι την τελική νίκη. Εντωμεταξύ ο ίδιος υποστηρίζει ότι η πίστη του στον Φύρερ διατηρήθηκε ακέραιη παρά τα αυξανόμενα ψιθυριστά συνθήματα και την οπισθοχώρηση σε όλα τα μέτωπα, ακόμα και στο μέτωπο της Γαλλίας. Ο Φύρερ έμεινε αλώβητος. Λίγο μετά απολύθηκαν και παρέδωσαν στην αποθήκη υλικού, το στρατόπεδο, τη στολή και στο τέλος έψαλλαν τον ύμνο της Υπηρεσίας  Εργασίας του Ράιχ. Εντωμεταξύ όταν γύρισε στο σπίτι δεν βρήκε την αδελφή του εκεί, γιατί όλα τα παιδιά του σχολείου απομακρύνθηκαν από την πόλη για να γλιτώσουν από τις τρομοκρατικές επιθέσεις εχθρικών σμηνών. Τους πήγαν στη χερσόνησο Χέλα. Οι νυχτερινές συσκοτίσεις φόβιζαν τους κατοίκους. Οι βιτρίνες των μαγαζιών είχαν λίγα προϊόντα. Για να σκοτώνει τον καιρό του πήγαινε σινεμά ή ανέβαινε στη σοφίτα του σπιτιού του και διάβαζε βιβλία. Τελικά του ήρθε το χαρτί της επιστράτευσης και η μάνα του δεν ήθελε να τον συνοδέψει στο σταθμό, όμως πριν φύγει τον αγκάλιασε και του είπε να γυρίσει πίσω γερός και καλός.

Οι πυρκαγιές στο Βερολίνο θεωρούνταν κάτι το απολύτως φυσικό, αφού υπήρχαν βομβαρδισμοί. Υπήρχαν παντού αφίσες, όπως «Δεν θα μας γονατίσουν», ή «Τα τείχη μας πέφτουν, το ηθικό μας ποτέ». Το τρένο τον οδήγησε στη Δρέσδη κι εκεί έμαθε πως θα εκπαιδευόταν σ’ ένα πεδίο βολής των Ενόπλων Ες Ες κάπου μακριά στον Βοημικό Δρυμό. Το διπλό ρουνικό σύμβολο, που μπήκε στο γιακά της στολής του δεν τον απωθούσε καθόλου. Όσο αυτός εκπαιδευόταν εκεί δεν είχε ακούσει τίποτα για τα εγκλήματα, που αργότερα ήρθαν στο φως, αλλά παρ’ όλα αυτά η άγνοια που διατεινόταν ότι είχε, δεν μπορεί να συγκαλύψει την επίγνωση ότι εντάχθηκε σ’ ένα σύστημα που σχεδίασε και εκτέλεσε τον αφανισμό εκατομμυρίων ανθρώπων.  Ήταν μία συνενοχή, που του έμεινε μέχρι που ενηλικιώθηκε και του ήταν αδύνατο ν’ απαλλαγή από αυτό το συναίσθημα και νιώθει ότι θα τον ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής του.

 

Γκύντερ Γκρας

 

Ήταν δεκαεπτά ετών όταν διάβασαν στο ανακοινωθέν του στρατού ξηράς, πως ο Ρώσος είχε εισχωρήσει στην Ανατολική Πρωσία. Την ημέρα έβλεπαν εχθρικά σμήνη βομβαρδιστικών ανεμπόδιστα και αναρωτιόταν, πού ήταν τα δικά τους καταδιωκτικά. Προς τα τέλη του Φεβρουαρίου ορκίστηκαν όλοι στον Φύρερ και μια χορωδία έψαλλε το άσμα ορκομωσίας των Ενόπλων Ες Ες : «Και όλοι να απιστήσουν, εμείς   θα μείνουμε πιστοί..» Λίγο μετά ήρθε η πτώση της Μεγάλης Γερμανικής Αυτοκρατορίας ως οργανωμένο χάος. Η ομάδα του Γκύντερ μεταφέρθηκε στη Δρέσδη κι από εκεί κάπου μακρύτερα, γιατί υπέθεταν πως το μέτωπο ήταν κάπου στην Κάτω Σικελία. Εκεί είδαν και τους πρώτους νεκρούς, νέους και γέρους στρατιώτες με στολές της Βέρμαχτ κρεμασμένους σε πλατείες και σε γυμνά δέντρα, με χαρτονένιες ταμπέλες στο στήθος και χαρακτηρίζονται  «δειλοί που υποσκάπτουν τη δύναμη αντίστασης». Στο πλάι βρίσκονταν αγρότες, που καλλιεργούν το χωράφι τους σαν να μην νοιάζονται για τίποτα. Φάλαγγες προσφύγων γεμίζουν ασφυκτικά το δρόμο, πάνω σε βαλίτσες και μπόγους κάθονται παιδιά. Είχε επίσης ακουστεί, ότι η γενέτειρα του συγγραφέα έπεσε στα χέρια των Ρώσων. Τον Απρίλιο τα σοβιετικά  στρατεύματα ύστερα από παρατεταμένο σφυροκόπημα του πυροβολικού διέρρηξαν τις Γερμανικές γραμμές του μετώπου, για να πάρουν εκδίκηση για την ερημωμένη τους χώρα και τα εκατομμύρια νεκρούς τους, αλλά και για να νικήσουν. Ξαφνικά πυρά ρουκετοβόλων  θερίζουν προοδευτικά τη δασική περιοχή και δεν υπήρχε γλιτωμός.  Τάγματα και λόχοι διαλύθηκαν. Η μεραρχία Φρούντσμπεργκ δεν υπήρχε πια. Όσοι στρατιώτες  σώθηκαν προσπαθούσαν να βρουν τα απομεινάρια των μονάδων τους, για να φύγουν από εκεί και να σωθούν. Όμως οι διαταγές του στρατηγού Σέρνερ ήταν να γίνονται  συνεχείς έλεγχοι σε στρατιώτες κι αν δεν είχαν εντολή μετακίνησης περνούσαν από έκτακτο στρατοδικείο, με την κατηγορία της λούφας, της ανανδρίας ή της λιποταξίας. Μετά τη δίκη απαγχονίζονταν άμεσα.  Μες στη φούρια της οπισθοχώρησης βρέθηκε δυο φορές σ’ ένα συγκροτημένο στα τυφλά σχηματισμό μάχης πίσω από τις ρωσικές γραμμές.  Ο Γκύντερ ήταν ο μόνος που σώθηκε από τα ρωσικά πυρά  και μετά από ένα χιλιόμετρο πεζοπορίας συνάντησε στρατιωτικά τζιπ και άντρες του πεζικού που ακολουθούσαν πεζή, οπότε κόλλησε στη φάλαγγα, για να μην τιμωρηθεί ευρισκόμενος μόνος του, χωρίς φύλλο πορείας. Τον εξόπλισαν μ’ ένα αυτόματο και η διαταγή ήταν προέλαση και επαφή με τον εχθρό. Ο λοχίας τον διέταξε να κάνει σκοπιά στο δασικό δρόμο, όμως όταν εμφανίστηκε ένα ρωσικό τεθωρακισμένο άρχισε να τρέχει και χώθηκε μέσα στο φυτώριο πεύκων, ώσπου  συνάντησε έναν Γερμανό υπαξιωματικό. Δυστυχώς όμως πιάστηκαν  αιχμάλωτοι τους πήγαν σ’ ένα στρατόπεδο, που οι φρουροί του ανήκαν στην Τρίτη Αμερικανική Στρατιά και οι κρατούμενοι ήταν γύρω στους δέκα χιλιάδες. Οι Αμερικανοί είχαν αποφασίσει να εφαρμόσουν το σχέδιο Μοργκεντάου, για τιμωρία των Γερμανών αιχμαλώτων, που βασιζόταν στην ολιγοσαρκία δηλαδή να κάνουν οικονομία στα συσσίτια σε βαθμό τσιγγουνιάς. Το ημερήσιο σιτηρέσιο ήταν των πενήντα οκτώ θερμίδων. Δεν υπήρχε όμως οικονομία στο νερό και στο ντιντιτί.

Έγκλειστοι καθώς ήταν αποφάσισαν να οργανωθούν σε ομάδες, ώστε να αποδώσουν καρπούς στον τομέα της εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης, της απόλαυσης των τεχνών, της φιλοσοφικής γνώσης και της αφύπνισης της πίστης, καθώς και των πρακτικών γνώσεων. Όλα αυτά με βάση ωρολόγιο πρόγραμμα, που ετηρείτο σχολαστικά και με ακρίβεια. Έτσι η πείνα έσπρωξε τον Γκύντερ στα μαθήματα μαγειρικής. Ο δάσκαλος μαγειρικής τους έμαθε πώς να μαγειρεύουν σωστά όλα τα μέρη του γουρουνιού, πώς να εκμεταλλεύονται το αίμα του και πώς να φτιάχνουν λουκάνικα. Ο Γκύντερ ενδιαφερόταν πολύ και κράταγε σημειώσεις. Μέχρι που έγραψε κι ένα ποίημα με τίτλο «Πηχτή γουρουνοκεφαλής». Όταν διαλύθηκε το στρατόπεδο αυτό τους μετέφεραν στα τέλη του Μάη στην Άνω Βαυαρία στο υπαίθριο στρατόπεδο του Μπαντ Άιμπλινγκ, όπου έμεναν σε τρύπες μέσα στη γη, ώσπου αργότερα τους μετέφεραν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, που ήταν καλύτερα γι’ αυτόν. Εντωμεταξύ εκεί έτρωγαν καλά και είχαν ξεπεράσει την πείνα τους. Ο λαός όμως έξω πείναγε και αγόραζαν τρόφιμα στη μαύρη αγορά. Ο Γκύντερ δεν είχε καμία επικοινωνία με τους δικούς του και δεν ήξερε αν είχαν φύγει από το Ντάντσιχ.

Στο στρατόπεδο αυτό υπήρχαν και Εβραίοι και συχνά τσακώνονταν οι Γερμανοί με τους Εβραίους ώσπου κάποια στιγμή ένας Αμερικανός αποφάσισε να τους δείξει μαυρόασπρες φωτογραφίες, εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Μπέργκεν – Μπέλζεν του Ράβενσμπρυκ. Δεν ήθελαν να το πιστέψουν. Έβλεπαν βουνά τα πτώματα. Είδαν τους φούρνους, είδαν πεινασμένους ανθρώπους, αποσκελετωμένους από την πείνα, εικόνες απίστευτες. Οι Γερμανοί όμως αιχμάλωτοι μην μπορώντας να πιστέψουν αυτά, που έβλεπαν του έλεγαν «σιγά μην τα έκαναν αυτά Γερμανοί, οι Γερμανοί δεν κάνουν τέτοια πράγματα. Και έλεγαν πως όλα ήταν προπαγάνδα. Και ο Γκύντερ άργησε να τα αποδεχτεί αυτά γι’ αυτό παραδέχεται, πως όπως η πείνα έτσι και αυτή η ντροπή τον ακολουθούν και τον ροκανίζουν διαρκώς. Ευτυχώς στη δίκη της Νυρεμβέργης, ο πρώην αρχηγός της Νεολαίας του Ράιχ, Μπαλντούρ φον Σίραχ, πήρε το λόγο, όπως το πήραν κι άλλοι για να απαλλάξουν τη χιτλερική νεολαία. Στις αρχές του χειμώνα μεταφέρθηκε μαζί με άλλους στο Λύνεμπουργκ, με σκοπό την απόλυση. Αυτό το είχαν Άγγλοι. Μετά από λίγο απολύθηκε. Τελικά πήγε στο Σάαρ στο σπίτι ενός συντρόφου του από το στρατό και βρήκε μία σπιτική θαλπωρή, όμως οι γαλλικές δυνάμεις κατοχής ήθελαν να τιμωρήσουν το Σάαρ.

Τελικά φεύγοντας κι από εκεί, πήγε στον σταθμό του Γκέτινγκ, και αποφάσισε να πάει στο Αννόβερο και να παρουσιαστεί στη διοίκηση της εταιρείας Μπούρμπαχ-Ποτάσα Α.Ε. και να ζητήσει δουλειά. Έτσι παρουσιάστηκε στην εταιρεία κι έπιασε δουλειά. Τον προσέλαβαν ως εργάτη κοτσαδόρο. Η δουλειά ήταν κοπιαστική, γιατί υπήρχε ένα αέναο τρέξιμο και μόνο όταν κόβονταν το ρεύμα ξεκουράζονταν. Όταν κόβονταν το ρεύμα συγκεντρώνονταν οι εργάτες και κουβέντιαζαν πολιτικά θέματα, όπου συχνά υπήρχαν και τσακωμοί. Είχαν σχηματίσει τρεις ομάδες. Η πιο μικρή ήταν των κομμουνιστών με ταξική συνείδηση και προέβλεπαν το σύντομο επερχόμενο τέλος του καπιταλισμού και τη νίκη του προλεταριάτου. Η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα αντλούσε δύναμη από ναζιστικά συνθήματα κι έψαχνε να βρει τι έφταιξε και κατέρρευσε το παλαιό καθεστώς και η Τρίτη ομάδα έκανε προτάσεις υπέρ της εθνικοποίησης της μεγάλης βιομηχανίας και τον έλεγχο από τα συνδικάτα και την ονόμαζαν «σοσιαλδημοκρατική». Ο Γκύντερ δυσκολευόταν να διαλέξει ομάδα. Ο χειριστής του τον πήρε μαζί του μια Κυριακή πρωί στο Ανόβερο για να παρακολουθήσουν μία ομιλία, που θα έκανε ο πρόεδρος των σοσιαλδημοκρατών  Κουρτ Σουμάχερ σε δέκα χιλιάδες κόσμο. Η μακρόχρονη φυλακή επί ναζισμού, τον είχε μεταμορφώσει σε ασκητή. Τους καλούσε στην ανανέωση του έθνους. Σύμφωνα με τη θέλησή του θα γεννιόταν μία κοινωνική και δημοκρατική Γερμανία. Ο Γκύντερ όμως ταλαντευόμενος τασσόταν πότε υπέρ της μία και πότε της άλλης πλευράς, έμενε όμως κουφός όποτε προσπαθούσαν να τον πείσουν οι αμετανόητη ναζί. Τα δέκατα ένατα γενέθλιά του συνέπεσαν με τη μέρα, που εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού στη μακρινή Νυρεμβέργη οι εγκληματίες πολέμου. Εντωμεταξύ στο δημαρχείο βρήκε τη διεύθυνση ενός μακρινού συγγενή και του έγραψε μήπως ήξερε κάτι για την οικογένειά του.

Ευτυχώς ο Ερυθρός Σταυρός κι άλλες οργανώσεις μεριμνούσαν για την αποστολή και τη συμπλήρωση των καταλόγων και τα έστελναν στις διάφορες αρχές. Ο Γκύντερ έψαχνε τους καταλόγους που ανανεώνονταν κάθε εβδομάδα, να βρει τους γονείς του και την αδελφή του. Κάποια στιγμή έμαθε νέα για τους γονείς του ότι είχαν επιζήσει και είχαν βρει καταφύγιο στο Λύνεμπουργκ, αλλά επειδή ο βορράς ήταν υπερπλήρης πήγαν στο νομό Μπέργκχαϊρ- Ερφτ, στη Ρηνανία στο υποστατικό ενός χωρικού. Τη διεύθυνση του Ρηνανού χωρικού  την πήρε από το δήμο του Γκρος Γκίσεν. Ο χειμώνας ήταν ιδιαίτερα φονικός, γιατί υπήρχε και έλλειψη καυσίμων.  Ο γιος τελικά τους βρήκε, αλλά τρόμαξε όταν τους είδε γιατί ήταν φτωχικά ντυμένοι και τα ρούχα έπλεαν πάνω τους. Η μάνα του είχε ήδη γεράσει από τη βία που είχε υποστεί και το αποσκελετωμένο ανθρωπάκι που έτρεμε ήταν ο πατέρας του, μόνο η αδελφή του είχε μείνει αλώβητη. Γερμανοί στη Γερμανία αλλά ευρισκόμενοι σε άλλη πόλη θεωρούνταν ξένοι. Ο χωρικός πήρε τους γονείς του Γκύντερ επειδή τον ανάγκασαν οι αρχές και τους παραχώρησε μία κάμαρα χωρισμένη στα δύο μ’ ένα τσιμεντένιο δάπεδο, που ήταν χώρος για την εκτροφή χοίρων. Και αν τολμούσε κανείς να παραπονεθεί για κάτι, η απάντηση του ήταν «να πάτε από εκεί που ήρθατε». Ήταν και πολύ καθολικός, όμως στους ξένους συμπεριφερόταν εχθρικά και όχι μόνο αυτός, αλλά όλοι οι Γερμανοί που τα εδάφη τους δεν κυριεύτηκαν από τους εχθρούς στον πόλεμο. Ο πατέρας του δούλευε στο λιγνιτωρυχείο της περιοχής στα γραφεία, που στεγάζονταν στο θυρωρείο. Κρατούσε τα βιβλία και έλεγχε όσους έμπαιναν και έβγαιναν στην αλλαγή της βάρδιας. Η σκόνη και τα τρίμματα ήταν η πληρωμή μέρους του μισθού του σε είδος, οπότε αυτά τα χρησιμοποιούσαν στη σόμπα. Ο πατέρας του του πρότεινε να μείνει εκεί και να πιάσει δουλειά στη διοίκηση της εταιρείας, όμως του Γκύντερ δεν του άρεσε αυτή η δουλειά ήθελε να γίνει γλύπτης. Οι γονείς του ήταν αντίθετοι, γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι για την επιβίωση.

Ο Γκύντερ είχε βρει ένα άρθρο σε κάποιο έντυπο, που έγραφε πως ορισμένα εργαστήρια της Ακαδημίας Τεχνών στο Ντίσελντορφ είχαν ξαναρχίσει τα μαθήματα. Όταν έφτασε στην Ακαδημία έμαθε από τον καθηγητή Έζελινγκ, πως η Ακαδημία ήταν κλειστή λόγω έλλειψης κάρβουνου. Του είπε όμως θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να πάει στο Γραφείο Εργασίας στην οδό Χίντεμπουργκ και να ζητήσει μία θέση ασκούμενου στην τέχνη της μαρμαρογλυπτικής έτσι κι έγινε. Δεν είχε κανένα γραφειοκρατικό πρόβλημα και δεν του ζήτησαν ούτε απολυτήριο. Κόλλησε στην πρώτη επιχείρηση που παρουσιάστηκε, γιατί θαύμασε έναν λαμπρό μυώδη Εσταυρωμένο, που έφτιαχνε ένας γέρος γλύπτης. Τον προσέλαβε σαν ασκούμενο λιθοξόο και θα του έδινε μηνιάτικο εκατό μάρκα και φαγητό. Ο Γκέμπελ επίσης του εξασφάλισε και στέγη στην εστία της καθολικής οργάνωσης Caritas, που ήταν υπό την εποπτεία των μοναχών του τάγματος των φραγκισκανών. Το ίδρυμα το διηύθυνε ο βικάριος πατέρας Φουλγκέντιος, του έδειξε πως θα κοιμάται στο πάνω κρεβάτι μιας διπλής κουκέτας. Οι υπόλοιποι που κοιμούνταν στον θάλαμο ήταν φοιτητές και τεχνίτες. Του εξήγησε πως υπήρχε φαγητό πρωινό και  όσοι πήγαιναν για δουλειά μπορούσαν να το πάρουν σε καστανιά μαζί τους. Ο Γκύντερ ήταν χορευταράς και του άρεσε να χορεύει στους ρυθμούς του φοξ τροτ, αγγλικά βαλς, αλλά και τανγκό. Υπήρχαν παντού χορευτικά κέντρα στα υπόγεια της παλιάς πόλης του Ντίσελντορφ. Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι θυμόταν ότι καθόταν σ’ ένα παγκάκι και με μισόκλειστα μάτια ζωγράφιζε ηλικιωμένους τρόφιμους του Caritas, θα ήθελε πολύ να τα έδειχνε στην καθηγήτριά των καλλιτεχνικών που είχε στο γυμνάσιο, και η οποία τότε που ήταν μαθητής και  την είχε επισκεφτεί στο ατελιέ της, στον κήπο του σπιτιού της, του είχε δώσει να δει κάποια φθαρμένα περιοδικά τέχνης, όπου εκεί είδε απαγορευμένους πίνακες του Ντιξ, του Κλέε, του Χόφερ και του Φάινινγκερ, αλλά και γλυπτά του Μπάρλαχ όπως του μαθητή που διαβάζει, αλλά και τη σπουδαία Γονατιστή του Λέμπρουκ. Όλα αυτά ήταν έργα απαγορευμένα ως «εκφυλισμένη» τέχνη. Μόνο τα εβδομαδιαία επίκαιρα στον κινηματογράφο έδειχναν τι όφειλε να θεωρείται ωραίο στο τρίτο Ράιχ, όπως ηρωικές μορφές υπερφυσικού μεγέθους φιλοτεχνημένες σε μάρμαρο από τους γλύπτες Μπρέκερ και Τόρακ, που συναγωνίζονταν στην απολιθωμένη μυϊκή δύναμη. Παρ’ όλο που ο μαθητής ανήκε στη ναζιστική νεολαία και θα μπορούσε να την είχε προδώσει, που του έδειχνε τα απαγορευμένα έργα, δεν το έκανε και μάλιστα πολύ αργότερα στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα που τη συνάντησε, την ευχαρίστησε για τα ριψοκίνδυνα μαθήματα τέχνης, που του είχε δώσει τότε.

Έγραφε όμως συνέχεια ποιήματα με το μέτρο, που ήταν ο λυρικός μεταβολισμός του. Μετά τη δουλειά σμίλευε στο λιθογλυφείο του Γκέμπελ τα πρώτα μικρά γλυπτά σε μάρμαρο, όπως γυναικείους κορμούς και εξπρεσιονιστικό κεφάλι κοριτσιού και δεν διέκοψε ποτέ να γεμίζει το μπλοκ σχεδίου του με προσωπογραφίες γέρων. Μετά από ένα χρόνο άλλαξε εκπαιδευτικό ίδρυμα. Τον τράβηξε η μεγάλη επιχείρηση της εταιρείας Μόογκ, επειδή εκεί επεξεργάζονταν κατά κύριο λόγο ψαμμόλιθο, τόφφο και βασάλτη. Τους πρώτους μήνες, σ’ αυτό το μαρμαρογλυφείο, ασχολήθηκε με όλο το συνεργείο για την επιδιόρθωση των απαίσιων ζημιών που είχε επιφέρει ο πόλεμος στα δημόσια πάρκα και στον βασιλικό κήπο. Γλυπτά σμιλεμένα σε ψαμμόλιθο, που είχαν αποκεφαλιστεί από θραύσματα βομβών. Ένας έξοχος γλύπτης ο Βίλχελμ Λέμπρουκ, ο οποίος έθεσε τέρμα στη ζωή του μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, χάριν της καλλονής του θεάτρου την Ελίζαμπετ Μπέργκνερ, που δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του, είχε εξοστρακιστεί επί ναζισμού μαζί με όλα τα γλυπτά του απ’ όλα τα μουσεία. Θεωρείτο ασύγκριτα μεγάλος, μαζί με τους ζωγράφους Μάκε και Μόργκνερ. Το όνομά του ακούστηκε σ’ αυτό το εργαστήρι κι αυτό ψιθυριστά όταν παρουσίασαν ένα πρόπλασμα τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, επειδή ένας πελάτης τους παρήγγειλε κάμποσα αντίγραφα ενός κορμού ύψους ενενήντα εκατοστών. Προφανώς ήταν παραγγελία κάποιου εμπόρου τέχνης, που πουλούσε αντίγραφα σαν αυθεντικά στη μαύρη αγορά τέχνης. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν δύσκολο να βρεις ανίδεους   αγοραστές.

Κάποια στιγμή έκανε ένα ταξίδι στο Αμβούργο με τη μάνα του για να επισκεφτούν συγγενείς τους και προσπάθησε να ρωτήσει τη μητέρα του τι τους έκαναν οι Πολωνοί πριν φύγουν από το Ντάντσιχ, αλλά τι τους έκαναν και οι Ρώσοι, όταν μπήκαν στο Ντάντσιχ και  εκείνοι δεν είχαν φύγει ακόμα. Η μάνα του, ήταν σαν να μην έβρισκε λέξεις για να του εξηγήσει και του είπε να πάψει να ρωτά, αφού ό,τι έγινε έγινε. Η μάνα του δεν του είπε ποτέ τίποτα, αλλά μετά το θάνατό της η αδελφή του, του είπε πως στο υπόγειο του μαγαζιού βιάστηκε πολλές φορές από Ρώσους φαντάρους, προσφέροντας το κορμί της, για να σώσει την κόρη της.

Κάποια στιγμή του ήρθε ειδοποίηση από την Ακαδημία Τεχνών. Οπότε πήγε κι έκανε την αίτηση για να φοιτήσει. Μαζί με την αίτηση κατέθεσε κι ένα ντοσιέ γεμάτο σχέδια με μολύβι, τρία μικρά γλυπτά, κι επισύναψε ένα ενδεικτικό ολοκλήρωσης της άσκησης στην τέχνη του λιθοξόου υπογεγραμμένη από τον μάστορα Μόογκ. Τελικά τον δέχτηκαν και του είπαν να παρακολουθήσει εξαρχής σπουδές γλυπτικής παρακολουθώντας το χειμερινό εξάμηνο και δουλεύοντας στο εργαστήρι του καθηγητή Μάγκες.

Ο Γκύντερ όπως και οι άλλοι νέοι κατά τη διάρκεια βαθυστόχαστων συζητήσεων χάνονταν στον χώρο του παραλόγου. Παράλληλα δούλευαν γυμνά και σπούδαζαν σχεδιαστικά την απαρτία των οστών ενός ανδρικού σκελετού. Στην πινακοθήκη γίνονταν συνεχώς εκθέσεις από ζωγράφους της Ρηνανίας και ντόπιες διασημότητες του Ντίσελντορφ. Είδε δουλειές των Γκόλλερ, Σρήμπερ, Μάκεταντς, του γλύπτη Γιουπ Ρύμπσαμ. Της μόδας ήταν ένας ζωγράφος ονόματι Πούντλιχ. Σε μια αίθουσα τέχνης είδε ακουαρέλες του Πάουλ Κλέε, που μέχρι την απαγόρευσή του από τους εθνικοσοσιαλιστές δίδασκε στην Ακαδημία. Επίσης επισκεπτόταν το θηριοτροφείο του Όττο Πάνκοκ, όπου υπήρχε η άγρια βλάστηση των ταλέντων και όπου μπαινόβγαιναν ολόκληρα σόγια τσιγγάνων. Παντού υπήρχαν ανερχόμενες μεγαλοφυΐες, που δεν εννοούσαν να καταλάβουν πως η «μοντέρνα τέχνη» από τον Αρπ  μέχρι τον Ζαντίκ ήταν ήδη μουσειακή. Ο Γκύντερ ήταν εργατικός. Συνηθισμένος από την εποχή, που δούλευε μαρμαρογλύπτης ήταν ο πρώτος φοιτητής, που έπαιρνε θέση μπροστά στο βάθρο του  προπλάσματος και συχνά ο τελευταίος, που σκέπαζε τη δουλειά του με πανιά. Σ’ αυτό το εργαστήρι βίωνε κάτι σαν ευτυχία. Του Γκύντερ του άρεσε πολύ ο χορός γι’ αυτό τις Κυριακές τα βράδια έβρισκε ντάμες και πήγαινε για χορό. Έτσι μία από αυτές τις κοπέλες του έκανε το μοντέλο, την Κυριακή το πρωί, που ήταν κλειστά η σχολή, προκειμένου να συνεχίσει το έργο του. Έκανε κάποιες σπουδές σε πηλό, που τη μετέφερε μετά σε γύψο και αργότερα χύθηκε σε μπρούντζο. Είχε δώσει και τίτλο «Κορίτσι με μήλο». Με αφετηρία αυτά και με την επίβλεψη του καθηγητή  πήρε μορφή το πρώτο του γλυπτό, που είχε ύψος σκάρτο ένα μέτρο με τίτλο «Το χαμογελαστό κορίτσι». Μάλιστα αυτό του το έργο μαζί με ένα γλυπτό της συμμαθήτριάς του Τρούντε Έσσερ βραβεύτηκαν ως οι καλύτερες εργασίες του εξαμήνου και συμπεριελήφθησαν στην Επετηρίδα της Ακαδημίας. Αυτό το έργο πρόλαβε να το δει και η μητέρα του πριν πεθάνει κι ένιωσε περήφανη γι’ αυτόν. Εντωμεταξύ και οι γονείς του άλλαξαν περιοχή και σπίτι, που ήταν μεγαλύτερο και είχε και θέρμανση και η αδελφή του είχε αρχίσει τη μαθητεία της ως διοικητική υπάλληλος στο νοσοκομείο του Ντίσελντορφ.

Εντωμεταξύ ήταν η περίοδος, που είχε αρχίσει ο ψυχρός πόλεμος, ο πόλεμος της Κορέας και ο καγκελάριος Αντενάουερ δρούσε σα μάσκα πίσω από την οποία κρύβονταν όλα όσα μισούσε, όπως η υποκρισία των δήθεν χριστιανών, οι επωδοί ψευδών όρκων αθωότητας και το επιδεικνυόμενο ενάρετο φρόνημα μιας μεταμφιεσμένης  εγκληματικής συμμορίας. Ραδιουργίες πίσω από προσόψεις και νεποτισμός της καθολικής εκκλησίας, υποκρίνονταν την πολιτική. Επίσης ο σοσιαλδημοκράτης ο Κουρτ Σουμάχερ τον τρόμαξε στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα με το εθνικό πάθος του, οπότε τον κατέταξε στους μεγάλους λησμονημένους. Ήταν αντίθετος σε οτιδήποτε πρόσφερε η πολιτική. Στην καθημερινότητά του διάβαζε μυθιστορήματα κι έγραφε αδιάκοπα ποιήματα.  Κάποια στιγμή  αναγκάστηκε να αλλάξει  δάσκαλο κι έγινε δεκτός από το εργαστήρι του Όττο Πάνκοκ, επειδή ο Γκύντερ είχε πλάσει με πηλό μια ξαπλωμένη γυναικεία φιγούρα με ανοιχτά τα σκέλια και δεν ήθελε να υπακούσει στην υπόδειξη του Μάγκες να κλείσει τα σκέλια. Ο Πάνκοκ δεν ήταν γλύπτης, όμως προσείλκυε μαθητές που ήθελαν να εκφραστούν εξπρεσιονιστικά και οι οποίοι είχαν άποψη και την υπερασπίζονταν.

Από τη στιγμή που απέκτησε διαβατήριο σχεδίαζε κιόλας τα ταξίδια του. Ο πρώτος μακρινός του προορισμός ήταν η Ιταλία και μάλιστα το Παλέρμο. Κίνητρο για να περάσει τις Άλπεις ήταν ο έρωτάς του για την Αννερόζε, που σπούδαζε κι αυτή γλυπτική. Κατάφερε κι εξασφάλισε μία στέγη για τους δυο τους. Η ευτυχία τους όμως κράτησε μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, γιατί η μάνα της, την πρόσταξε να γυρίσει πίσω στην Στουτγάρδη, επειδή είχε διαβάσει ένα άρθρο για τη δολοφονία ενός κοριτσιού από έναν λιθοξόο. Ο αποχαιρετισμός ήταν σπαραξικάρδιος. Με διάφορα μέσα έφτασε μακριά. Διέσχισε όλη την Ιταλία, πήγε Σικελία και Συρακούσες και κατόπιν έφτασε στο Παλέρμο. Από τα χέρια της μαφίας κατάφερε να ξεφύγει γιατί πείστηκαν πως ήταν ένας φτωχός προσκυνητής, που πάει για προσκύνημα στην Αγία Ροζαλία στο Παλέρμο. Επίσης επισκέφτηκε την Τοσκάνη, την Ούμπρια και τη Ρώμη όπου είδε την Αφροδίτη του  Τισιανού, την αναδυομένη Αφροδίτη του Μποτιτσέλι και τον Άγιο Σεβαστιανό του Σοντόμα.

Η αδελφή του τελείωσε εντωμεταξύ τη μαθητεία της ως διοικητικός και τώρα προσφέρει τις υπηρεσίες της κάπου κοντά στη Ρώμη σε ευσεβείς μοναχές της κοινότητας των Πτωχών Αδελφών του Αγίου Φραγκίσκου. Στη Ρώμη σχεδίαζε και ο ίδιος με φτερά περιστεριών και γλάρων που τα βουτούσε σε αραιωμένη σινική μελάνι. Στα μέσα Σεπτέμβρη έφτασε στο Ντίσελντορφ, όπου άρχιζε το εξάμηνο και ξεκίνησε να δουλεύει. Επίσης ό,τι στοιχεία είχε συγκεντρώσει από το ταξίδι του αργότερα τα χρησιμοποίησε για να γράψει κάποιο μυθιστόρημα. Μάλιστα όταν γύρισε μαζί με τον φίλο και συγκάτοικό του Φλέτχεν, που ήταν μουσικός και έπαιζε πολλά όργανα  ίδρυσαν ένα  τρίο, μία μπάντα τζαζ. Ο τρίτος ήταν ο Γκύντερ Σολ που έπαιζε κιθάρα και μπάντζο, ενώ  ο Γκύντερ Γκρας ήταν ντραμίστας. Έπαιζαν τρεις φορές την εβδομάδα στο Czikos, ένα εστιατόριο με ουγγαρέζικη ατμόσφαιρα, όπου αργότερα έφτιαξε ο ίδιος μια δική του ιστορία, όπου οι θαμώνες πλήρωναν για να έχουν το δικαίωμα να κλάψουν και βέβαια χρησιμοποιούσαν και το ψιλοκομμένο κρεμμύδι, για να προκαλεί τα δάκρυα. Οπότε ο συγγραφέας μας αναφέρει πως απ’ όλα τα προϊόντα των αγρών το κρεμμύδι είναι το πλέον ενδεδειγμένο για λογοτεχνική χρήση. είτε Βοηθά την ανάμνηση φλούδα μετά τη φλούδα, είτε μαλακώνει στεγνούς δακρυγόνους αδένες και τους κάνει να χύνουν δάκρυα.

Τώρα ξαναταξιδεύει με ωτοστόπ για το Παρίσι. Από τα χάρτινα λάφυρα του ταξιδιού στη Γαλλία ήταν εκτός από το μπλοκ σχεδίου και μια στοίβα σχέδια σε φύλλα μετρίου σχήματος είχε αποθανατίσει κεφάλια ανδρών και γυναικών. Του είχαν μείνει δύο ντουζίνες υδατογραφίες σε στρατσόχαρτο. Το μοτίβο τους ήταν κεφάλια με ή χωρίς καπέλο και δρόμοι προαστίων. Ζωγράφισε επίσης με ακουαρέλα γέφυρες και σκηνές σε μπιστρό. Επίσης έγραψε και μια σειρά ποιημάτων. Επιστρέφοντας από την Γαλλία πήγε στην Ελβετία στο καντόνι Άαργκαου και στην πολίχνη Λέντσμπουργκ, που έλαμπε  από καθαριότητα. Πήγε για να επισκεφτεί την ηθοποιό Ροζμαρί Λος, που την  είχε γνωρίσει σ’ ένα σινεμά στο Ντίσελντορφ. Στο Λέντσμπουργκ ζούσε  η ίδια και η οικογένεια της αδελφής της με τους γονείς τους. Ο πατέρας της ήταν ταχυδρόμος και μέλος της Λέσχης Βιβλίου «Γουτεμβέργιος». Εκεί γνώρισε και την Άννα Σβαρτς, όπου λίγο πριν αποχαιρετιστούν του είπε, ότι θέλει να πάει στο Βερολίνο για να γραφτεί στη σχολή της Μαίρης Βίγκμαν της διάσημης παιδαγωγού, για να διδαχτεί τον ξυπόλυτο εκφραστικό χορό, οπότε και ο Γκύντερ παρασυρμένος της είπε ότι κι αυτός σκέφτεται να πάει εκεί, γιατί δεν τον σήκωνε το δυτικογερμανικό κλίμα. Τελικά το σκεφτόταν θετικά για το Βερολίνο, γιατί ήθελε να βρει έναν δάσκαλο πιο απαιτητικό, για να πειθαρχήσει τα αδέσποτα ταλέντα του. Τα γλυπτά του Καρλ Χάρτουνγκ τον είχαν γοητεύσει κι έτσι έκανε αίτηση σ’ αυτόν τον καθηγητή της Ανώτατης Σχολής Καλών τεχνών του Βερολίνου και για να τον δεχτεί υπέβαλε σχέδια, το γεμάτο ποιήματα ντοσιέ του κι ένα σύντομο βιογραφικό υπό μορφή επιστολής. Το φθινόπωρο είχε γίνει δεκτός. Εντωμεταξύ ένας φίλος του, ο Φραντς  που είχε μπει σε ψυχιατρείο αυτοκτόνησε και ο Γκύντερ στεναχωρήθηκε πολύ, που όταν έκανε γιο, του έδωσε τα’ όνομα του φίλου του. Τη χρονιά που κυκλοφόρησε το βιβλίο του  Γκύντερ «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο», είχε αποκτήσει κακή φήμη, διότι ήταν ένα βιβλίο με παρτιτούρες και εικόνες τζαζ του φίλου του Γκελντμάχερ, επειδή αυτός ήταν πολύ προβληματικό άτομο. Χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο κι έσπαγε το ένα φλάουτο μετά το άλλο και τα πέταγε από τη γέφυρα του Ρήνου. Ώσπου κι αυτός κάποια μέρα χάθηκε. Ένας άλλος φίλος του Γκύντερ ήταν και ο Λούντβιχ Γκάμπριελ, ο οποίος ήταν δύο δεκαετίες μεγαλύτερος από τον Γκύντερ και ως ζωγράφος και γλύπτης μετά τον πόλεμο είχε αναγορευτεί καθηγητής, εκεί όπου σπούδαζαν μελλοντικοί  καθηγητές καλλιτεχνικών. Τον έλεγε Λουντ και ο Γκύντερ τον έβαλε σ’ ένα μυθιστόρημά του «ο Μπουτ το ψάρι», όπου  ένα κεφάλαιό του έχει τον τίτλο «Λουντ», κι αυτό γιατί όταν το έγραφε το μυθιστόρημα αυτό ο Γκύντερ, ο Λουντ πέθανε.

Όταν ο Γκύντερ πήγε στο κτήριο της Καλών Τεχνών στο Βερολίνο, ο καθηγητής Χάρτουνγκ τον υποδέχτηκε και τον σύστησε στους μαθητές του και στο γυμνό μοντέλο. Μέσα στον ανδρικό πληθυσμό υπήρχε μόνο μία μαθήτρια η Βρόνι.

Ο Γκύντερ ήθελε πολύ να τηλεφωνήσει στην Άννα Σβαρτς, αλλά πάντα το μετάνιωνε και έκλεινε το τηλέφωνο, ώσπου κάποια στιγμή πριν προλάβει να το κλείσει η Άννα το σήκωσε κι έτσι έδωσαν ραντεβού να συναντηθούν για έναν καφέ. Τελικά συναντήθηκαν για καφέ και κανόνισαν το βράδυ να πάνε για χορό. Χόρευαν λες και είχαν ασκηθεί μαζί μια ολόκληρη ζωή. Τελικά παντρεύτηκαν και στα δεκαέξι χρόνια του γάμου τους, ένιωθε την Άννα μόνο όταν χόρευαν όσο κι αν επεδίωκαν και εκτός χορού να είναι στοργικοί. Όταν έγιναν γονείς, δεμένοι με υποχρεώσεις κοντά τους ένιωθαν μόνο τα παιδιά. Κάποια στιγμή η Άννα εγκατέλειψε τον εκφραστικό χορό της και στράφηκε προς το κλασικό χορόδραμα. Μάλιστα ο Γκύντερ έγραψε το λιμπρέτο μιας μικρής χορογραφίας με θέμα έναν νεαρό με τραγιάσκα να τρέχει πέρα δώθε, για να βρει καταφύγιο κάτω από τις φούστες μιας μπαλαρίνας ντυμένης χωριάτισσα, για να αποφύγει δύο αστυνομικούς, που τον κυνηγούν. Και όταν μέσα Ιουνίου εργάτες πετροβολούσαν στην πλατεία Πότσνταμ, σοβιετικά τανκς, ο ήχος από τις πέτρες του εντυπώθηκαν τόσο, που μετά από δώδεκα χρόνια έγραψε τη γερμανική τραγωδία «Οι πληβείοι δοκιμάζουν την εξέγερση».

Το καλοκαίρι ο Γκύντερ και η Άννα αποφάσισαν να ταξιδέψουν προς τον νότο, έχοντας μία σκηνή δύο ατόμων στο σακίδιο. Πριν φύγουν ο Γκύντερ πήγε να αποχαιρετήσει τους γονείς του κι έμαθε πως η αδελφή του έγινε δόκιμη καλόγρια με το όνομα Ραφαέλλα.

Ο Γκύντερ στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα μέχρι και τα μέσα του εξήντα έγραψε πεζά και ποιητικά κείμενα με μοναχές κι ένας κύκλος ποιημάτων με εικόνες είχε τον τίτλο «Μαγγανεία με τις νύμφες του Ιησού». Έκανε επίσης και διάφορα σχέδια μοναχών, αλλά και μοναχές ως δεσποτικές ηγούμενες και άλλες γυμνές με μόνο την καλύπτρα της κεφαλής, αυτές στις οποίες χρωστά τη δυστυχία της αδελφής του, που ως θεοσεβής έπεσε στην παγίδα της οργανωμένης υποκρισίας και ως δόκιμη περίμενε τη μέρα που θα ενδυόταν οριστικά το σχήμα. Όταν ο Γκύντερ και η Άννα πήγαν να τη δουν, έκλαιγε γοερά, γιατί τον μοναστικό βίο τον είχε φανταστεί εντελώς αλλιώς. Είχε φανταστεί πως θα πρόσφερε κοινωνικό έργο, όπως ήταν στην Ιταλία, αλλά εκεί ήταν υποχρεωμένη να προσεύχεται διαρκώς, να υπακούει και να αυτομαστιγώνεται. Ούτε ίχνος βοήθειας στους φτωχούς, μόνο μετάνοια, προσευχή και περισυλλογή. Ήθελε να φύγει το ταχύτερο δυνατό, αλλά η υπεύθυνη των δοκίμων δεν την άφηνε και ήταν πολύ αυστηρή. Τελικά ο Γκύντερ έστειλε μία επιστολή που ζητούσε να αφεθεί άμεσα η αδελφή του ελεύθερη. Πράγματι η αδελφή του αφέθηκε ελεύθερη και οι γονείς της πήραν μεγάλη χαρά, που η κόρη τους θα ήταν πάλι κοντά τους. Ο Γκύντερ επίσης μετά από καιρό που συνάντησε την αδελφή του, χάρηκε που η αδελφή του αφέθηκε ελεύθερη, του έδωσε όμως την εντύπωση πως είχε φυλάξει την καθολική της πίστη, αλλά ταυτόχρονα είχε διατηρήσει και το δοκιμασμένο αριστερό φρόνημα της  μαμής και συνδικαλίστριας. Διότι όταν έφυγε από το μοναστήρι αποφάσισε να γίνει μαμή. Εντωμεταξύ στο Βερολίνο ξέσπασε μία καλλιτεχνική διαμάχη, που κράτησε μέχρι τον επόμενο χρόνο και μετά τον θάνατο του καθηγητή του Καρλ Χόφερ, που ήταν η έριδα περί αξιώσεων της μοντέρνας τέχνης. Οργισμένος καθότι πληγωμένος ο Χόφερ υπεραμύνθηκε της αντικειμενικής αξίας,  καθορισμένης από τις ανθρώπινες παραστάσεις ζωγραφικής, εναντιονώμενος στη θέση περί υπεροχής μορφωμάτων άνευ αντικειμένου, που η μανιέρα τους διαφημιζόταν υπό τον όρο «άμορφη ζωγραφική» και η οποία σε καταλόγους έργων τέχνης εγκωμιαζόταν σαν η τελευταία λέξη του μοντερνισμού. Ο αντίπαλός του στη διαμάχη αυτή ήταν ο Βιλ Γκρόμαν, ένας τεχνοκριτικός για τον οποίον τέχνη ήταν μόνο ό,τι κατά την κρίση του Χόφερ είχε ως επακόλουθο «τον απόπλου στην ομιχλώδη εσχατιά του μηδενός». Ο Γκρόμαν σε άρθρα του επεσήμαινε ότι υπήρχε έλλειψη ανοχής φτάνοντας μέχρι το σημείο να επισημαίνει τον ελλοχεύοντα κίνδυνο παλινδρόμησης στο «ναζιστικό κράτος των γκαουλάιτερ». Ο Χόφερ πάλευε απεγνωσμένα όχι επειδή το απαιτούσε η θέση του, που ήταν διευθυντής της σχολής, αλλά επειδή ο ίδιος πίστευε ότι «διακοσμητές επιφανειών», όπως ο Κανίσκι απειλούσαν την τέχνη και υπεραμυνόταν της τέχνης του Πάουλ Κλέε αποκαλώντας τον «ποιητή ζωγράφο», ενώ το έργο του Ρώσου ζωγράφου το αποκαλούσε «νεκρό πολύχρωμο κιτς». Οπότε συκοφαντήθηκε πολυφωνικά σαν «αρτηριοσκληρωτικός και κολλημένος στο παρελθόν, τυφλωμένος από την οργή αντίπαλος της μοντέρνας τέχνης». Εν ολίγοις σαν αντιδραστικός. Η καλλιτεχνική έριδα μετατοπίστηκε μέχρι την ένωση Καλλιτεχνών, όπου μέλη της αποχώρησαν. Όταν τέλος ο Χόφερ έριξε την ευθύνη στην Αμερική λέγοντας πως ήταν η γενέτειρα του νεότερου όλων δόγματος και ερευνητές αρχείων ισχυρίστηκαν πως η CIA, από πολιτικούς υπολογισμούς ορμώμενη, είχε προωθήσει την άνευ αντικειμένου ζωγραφική, και την αποκαλούσαν άμορφη ζωγραφική, διότι ήταν διακοσμητική κι επομένως ακίνδυνη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η έννοια του μοντερνισμού υποσχόταν ότι θα παρέμενε σταθερό κτήμα της Δύσης. Ο ίδιος ο Γκύντερ ανακαλώντας στη μνήμη του τη διχόνοια ανάμεσα στον Χόφερ και στον Γκρόμαν, συνειδητοποιεί, πως ήταν αυτή, που καθόρισε την κατεύθυνσή του στο εικαστικό του έργο και τάχτηκε με το μέρος του Χόφερ, όπως η έριδα μεταξύ Καμύ και Σαρτρ, του καθόρισε την κατοπινή του πολιτική  στάση και τάχτηκε με το μέρος του Καμύ.

Η κραυγή του Χόφερ «Ω άγιε Κλέε», αν ήξερες όλα όσα γίνονται στο όνομά σου έγινε σλόγκαν. Και όταν τα πρώτα χρόνια του πενήντα προσπαθούσε να δώσει στους σπουδαστές του στην Καλών Τεχνών να καταλάβουν πως «το κεντρικό πρόβλημα των εικαστικών τεχνών είναι και παραμένει ο άνθρωπος και το ανθρώπινο, το αιώνιο δράμα» ο αντίλαλος της έκκλησής του φτάνει σπαραξικάρδιος μέχρι τα γηρατειά του. Αυτή η έριδα εξακολουθούσε να διχάζει δασκάλους και μαθητές της σχολής μέχρι μετά τον θάνατο του Χόφερ και την εκλογή του διαδόχου του, ο οποίος ήταν μία καλλιτεχνική νούλα.

Από τον πρώτο κιόλας χρόνο στο Βερολίνο πήρε τον δικό του δρόμο. Έγραφε και σχεδίαζε για τον έρωτά του, που ήταν η  Άννα.  Το καλοκαίρι βρέθηκε στην Ελβετία στο σπίτι της Άννας, για να τον γνωρίσουν οι γονείς της και να μπορέσουν μαζί να ταξιδέψουν στην Ιταλία που είχαν αποφασίσει. Ένιωθε στην αρχή απομονωμένος, γιατί δεν καταλάβαινε τη γλώσσα που μιλούσαν μεταξύ τους και ήθελε να φύγει, όμως η γιαγιά της Άννας άρχισε να του μιλά γερμανικά με ξενική προφορά και άλλαξε γνώμη. Ακούγοντας τα λόγια της γιαγιάς θεώρησε ότι έγινε δεκτός σε μία οχυρωμένη από όλες τις πλευρές οικογένεια. Σ’ αυτήν την εκδρομή που τελικά πήγαν είχαν έρθει πολύ κοντά. Όταν γύρισαν στο Λέντσμπουργκ ο πατέρας της Άννας τον κάλεσε σε μία συζήτηση μεταξύ ανδρών και του ζήτησε να νομιμοποιηθεί η σχέση τους. Δέχτηκε να την παντρευτεί και όρισαν μία ημερομηνία μες στον Απρίλη. Εκείνο που λάτρεψε στο σπίτι της Άννας ήταν η βιβλιοθήκη, που όσο έμεινε εκεί όσα βιβλία έπιανε στο χέρι του, τα διάβαζε συνεπαρμένος. Με τον γάμο του με την Άννα πήρε προίκα του την βιβλιοθήκη. ‘Όλα  όσα έζησε στο σπίτι της Άννας και με τις αδελφές της τον έκαναν να δημιουργεί μυθιστορήματα και να δανείζεται τα ονόματά τους, για τις ηρωίδες του. Η μάνα του εντωμεταξύ έπαθε καρκίνο και όλο και χειροτέρευε, μέχρι που πέθανε.

Όταν παντρεύτηκαν η Άννα ήταν είκοσι ενός ετών κι εκείνος είκοσι έξι. Με το γάμο αυτόν απέκτησε άλλο ένα ανεκτίμητο δώρο γι’ αυτόν που ήταν μία γραφομηχανή Olivetti, που δεν την αποχωριζόταν ποτέ, γιατί αυτή τον έκανε συγγραφέα. Αργότερα απέκτησε και τρεις γραφομηχανές lettera, που φρόντιζαν  να μην διακοπεί η αφηγηματική του ροή. Στην Olivetti είχε δακτυλογραφήσει τα ποιήματα που τυπώθηκαν με τίτλο «Τα πλεονεκτήματα των ζεφύριων ορνίθων». Τα ποιήματα που έγραφε ήταν όλα συγκεντρωμένα σ’ ένα ντοσιέ, όπου κάποια μέρα η Άννα και η αδελφή του διάλεξαν έξι και τα έστειλαν στη Νοτιοδυτική Ραδιοφωνία, επειδή αυτός ο σταθμός είχε προκηρύξει έναν ποιητικό διαγωνισμό. Τελικά διακρίθηκε με το τρίτο βραβείο, το οποίο ήταν το ποσόν των τριακοσίων πενήντα μάρκων κι ένα αεροπορικό εισιτήριο μετ’ επιστροφής, για να πάει στην Στουτγάρδη, για την τελετή της απονομής. Κάποιος από την επιτροπή τον είχε κρίνει ταλαντούχο και αυτός είπε στον Χανς Βέρνερ Ρίχτερ να καλέσει τον Γκύντερ με τα ποιήματά του στην κατοικία Ρούπενχορν, όπου θα συνεδρίαζε η Ομάδα 47. Όσοι έλαβαν εκεί μέρος διάβασαν τα ποιήματά τους, που τα έκρινε μία  κριτική επιτροπή. Εκεί είχε πάει και ο Γκύντερ, ο οποίος διάβασε τα ποιήματά του καθαρά και δυνατά όπως του είχε πει ο Ρίχτερ κι επαινέθηκε απ’ όλους. Μόλις ο Γκύντερ σηκώθηκε από την καρέκλα είδε να τον πολιορκούν πολλοί επιμελητές εκδοτικών οίκων. Άρπαξαν τα εννέα δαχτυλογραφημένα του ποιήματα και του είπαν πως σύντομα θα είχαν νέα του. Τελικά μόνο ο εκδότης του περιοδικού Akzente Βάλτερ Χέλλερερ, δημοσίευσε μερικά από τα ποιήματά του. Αργότερα κάποιος επιμελητής των εκδόσεων Luchterhand ο Πέτερ Φρανκ τον ρώτησε αν ήθελε να συνεργαστεί μαζί του, για να δημοσιεύσει μία ανθολογία ποιημάτων του. Του είπε επίσης πως θα ήθελε να προδημοσιεύσει στο περιοδικό του μερικά ποιήματα που θα αμείβονταν ξεχωριστά. Τα πλεονεκτήματα των ζεφύριων ορνίθων, έμελλε να γίνει το πρώτο του βιβλίο. Έτσι λοιπόν η πρώτη έκδοση έλαβε χώρα και μέσα σε τρία χρόνια πουλήθηκαν 735 αντίτυπα και μισό χρόνο αργότερα στην ίδια Ομάδα 47 διάβασε το πρώτο του πεζογράφημα, που ήταν προϊόν από ένα ταξίδι που είχε κάνει στην Ισπανία με τίτλο «το πράσινο λιβάδι». Καθώς έγραφε συνέχεια είχε μαζευτεί ένας τεράστιος όγκος υλικού, που αναζητούσε διέξοδο, και το έκανε γιατί ήθελε να κατορθώσει να παρακάμψει τον τεράστιο όγκο των σκουπιδιών, που είχε συσσωρεύσει το γερμανικό παρελθόν. Τώρα, εκτός από παρέες με ζωγράφους και γλύπτες, έχει αρχίσει να κάνει παρέα και με λογοτέχνες. Έκανε ένα μπρούτζινο γλυπτό, που μοιάζει με πουλί, το οποίο προήλθε από τη λογοτεχνική χάρτινη καταγωγή του, που ήταν ένα πεζό ποίημα με τίτλο «πέντε πουλιά». Η Άννα άρχισε να έχει προβλήματα υγείας στα νεφρά και στην κύστη. Το σπίτι ήταν ακατάλληλο, την πίεζε να φύγουν όμως εκείνη επέμενε γιατί από το παράθυρό της έβλεπε έναν δασωμένο κήπο. Επίσης τον Νοέμβριο του πενήντα πέντε έκανε την πρώτη του έκθεση, που τα έργα του χαρακτηρίστηκαν ως πολλά υποσχόμενα.

Το καλοκαίρι του πενήντα έξι μετακόμισαν στο Παρίσι. Η Άννα πήγε στη σχολή της μαντάμ Νορά και ο πατέρας της τους αγόρασε ένα μικρό διαμέρισμα, με υπόγειο, το οποίο ο Γκύντερ το έκανε εργαστήρι. Έφτιαχνε γλυπτά από πηλό και συνέχιζε να γράφει. Στα εβδομήντα τρία του έγραψε ένα κείμενο με τίτλο «Αναδρομή στο τενεκεδένιο ταμπούρλο», ή «Ο συγγραφέας  ως αμφίβολος μάρτυρας». Σε αυτό το κείμενο περιγράφεται η παραμονή τους στο Παρίσι και ότι στο Παρίσι βρήκε την πρώτη πρόταση που έψαχνε για να το ξεκινήσει, ενώ στο Βερολίνο δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις. Κι αφότου στο Παρίσι βρήκε την πρώτη πρόταση δεν είχε ποτέ έλλειψη λέξεων και του ήταν πολύ εύκολο να γράφει από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τον ωφέλησε επίσης η παρέα που έκανε με τον Πάουλ Τσέλαν, που μπορούσε να μιλά για τον εαυτό του, αλλά και όταν απέκτησαν τα δίδυμα Φραντς και Ραούλ, που τους έκαναν γονείς, που ήταν κάτι που δεν το είχαν μάθει στο Βερολίνο. Έκανε επίσης και πολλές προσωπογραφίες του, με μουστάκι και με κέλυφος σαλιγκαριού στο μάτι, ο ίδιος με καρφιά φέρετρου και νεκρό πουλί, με τραγιάσκα και βάτραχο και άλλες. Στα διαλείμματα σχεδίαζε αδελφές του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου. Ο Πάουλ Τσέλαν έπασχε από κρίσεις μανίας καταδίωξης από τις οποίες έλεγε ότι δεν υπήρχε σωτηρία. Την άνοιξη του ΄58 πήγε στο Γκντανσκ αναζητώντας τα ίχνη της χαμένης πόλης του. Πήγε στη βιβλιοθήκη, όπως πήγε και βρήκε τη γιαγιά του Άννα την Κασούβια. Πήρε μαζί του ό,τι παλαιό βρήκε όπως ετήσια σώματα εφημερίδων που τα βρήκε στη βιβλιοθήκη, πρόγραμμα κινηματογράφου του ΄39, ακόμα και κομμάτια κεχριμπάρι από τη Βαλτική. Από το ταξίδι του αυτό έγραψε μυθιστορήματα, που αργότερα διάβασε κάποια κεφάλαια απ’ αυτά στην Ομάδα 47, όπως «Η φαρδιά φούστα» και «Fortuna Nord», όπου του απονεμήθηκε το βραβείο της Ομάδας. Το βραβείο ήταν τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια μάρκα, όπου αγόρασε ένα πικάπ και το πήγε στο Παρίσι. Στο Παρίσι συνέχιζαν οι δυο τους να χορεύουν   και ήταν ευτυχισμένοι. Εκείνη την εποχή πήρε την εξουσία ο Ντε Γκολ κι έμαθε ο Γκύντερ να φοβάται τα γκλομπς της γαλλικής αστυνομίας. Στο Παρίσι μεταβλήθηκε σε εμφανώς πολιτικοποιημένο άτομο. Στο Παρίσι επίσης  έπαθε φυματίωση, που την θεράπευσε στο Βερολίνο. Έφτασε η στιγμή που δεν τους χωρούσε άλλο το Παρίσι. Το φθινόπωρο του ’59 κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση του μυθιστορήματός του «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο», οπότε πήγαν στην Φρανκφούρτη για την έκθεση βιβλίου, όπου χόρεψαν μέχρι την αυγή. Στο Βερολίνο νοίκιασαν ένα μεγάλο σπίτι με πέντε δωμάτια και το ένα από αυτά έγινε το εργαστήριό του κι άρχισε να γράφει γιατί είχε πάρει φόρα  από το Παρίσι. Από τότε ζούσε από σελίδα σε σελίδα και ανάμεσα σε βιβλία, μένοντας μέσα του πλούσιος σε παραστάσεις, αλλά που όμως δεν έχει ούτε κρεμμύδι, αλλά ούτε όρεξη να μιλήσει γι’ αυτές.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top