Fractal

✩ Όσκαρ Ουάιλντ (16.10.1854- 30.11.1900). To άκρον άωτον της αυτοπροβολής (β΄ μέρος)

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Διαβάστε το A΄ μέρος εδώ 

 

 

 

1]. ΔΙΑΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΡΚΗΣΙΟ Κουίνσμπερι ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΟΥΑΛΙΝΤ:

Στα μέσα του 1891, ο ποιητής και φίλος του Ουάιλντ Λάιονελ Τζόνσον (1867- 1902) του σύστησε τον ξάδελφό του Άλφρεντ Ντάγκλας,i φοιτητή στην Οξφόρδη (μάλιστα ο Τζόνσον έγραψε το 1892 ένα σονέτο αφιερωμένο στον Ουάιλντ με τίτλο The destroyer of a soul  (Ο καταστροφέας μιας ψυχής) αναφερόμενος στην επίδραση που είχε στον εξάδελφό του αυτή η γνωριμία. Γνωστός με το ψευδώνυμο «Μπόουζι», Bosie<Boy, ο εικοσιδιάχρονος νεαρός ήταν ένας όμορφος και κακομαθημένος αριστοκράτης. Μία στενή φιλία ξεκίνησε τότε ανάμεσα στους δύο άντρες, με τον Ουάιλντ μέχρι το 1893 να έχει ξελογιαστεί από τον νεαρό λόρδο και την σχέση τους να ακολουθεί θυελλώδη πορεία.Αν ο Ουάιλντ θεωρούνταν αδιάκριτος, μέχρι και επιδεικτικός στον τρόπο που φερόταν, ο Ντάγκλας ήταν εντελώς απερίσκεπτος στις δημόσιες εμφανίσεις του. Ο εβδομαδιαίος μισθός του Ουάιλντ έφτανε μέχρι και τις 100£, κυρίως από τα θεατρικά του και το περιοδικό στο οποίο εργαζόταν ως εκδότης, έτσι ο συγγραφέας μπορούσε να ικανοποιεί κάθε καπρίτσιο του νεαρού προστατευόμενού του, υλικό, καλλιτεχνικό, ίσως και ερωτικό.

Ο Ντάγκλας σύντομα μύησε τον Ουάιλντ στον υπόγειο κόσμο της ανδρικής πορνείας, όπου με την αρωγή του Άλφρεντ Τέιλορ γνώρισε δεκάδες νεαρούς, συνήθως από τις εργατικές τάξεις, από το 1892 κι έπειτα. Αυτά τα συχνά ραντεβού είχαν συνήθως ίδια χαρακτηριστικά: αρχικά ο Ουάιλντ συναντούσε το αγόρι, του έδινε δώρα, δειπνούσε μαζί του και στη συνέχεια κατέληγαν μαζί σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου. Σε αντίθεση με τις ωραιοποιημένες σχέσεις «δασκάλου-προστατευόμενου» που διατηρούσε με τον Ρος, τον Τζον Γκρέι ή τον Ντάγκλας, οι οποίοι αποτελούσαν μέρος του αισθητικού κύκλου του, οι νεαροί που συναντούσε τις νύχτες ήταν συνήθως αμόρφωτοι και τις περισσότερες φορές δεν γνώριζαν ούτε αυτόν ούτε το έργο του.

Σύντομα ο Ουάιλντ ζούσε δύο παράλληλες ζωές, διακριτά αποκομμένες η μία από την άλλη. Στο De Profundis έγραφε στον Ντάγκλας ότι «Ήταν σαν να γλεντούσα με πάνθηρες. Η μισή συγκίνηση προερχόταν από τον κίνδυνο… Δεν ήξερα πως όταν θα με δάγκωναν, αυτό θα γινόταν με τους ήχους της φλογέρας ενός άλλου, κι άλλος θα πλήρωνε γι’ αυτό». Ο Ντάγκλας και κάποιοι φίλοι από την Οξφόρδη ανακάλυψαν ένα περιοδικό, το The Chameleon,  στο οποίο ο Ουάιλντ είχε στείλει μία σελίδα από παραδοξολογήματα, γραμμένη αρχικά για το Saturday review. Αυτή η συλλογή, που την ονόμασε  Ρητά και σοφίες προς χρήση των νέων (Phrases and Philosophies for the Use of the Young, 1894), θα δεχόταν λυσσαλέα επίθεση έξι μήνες αργότερα, στη διάρκεια της δίκης του Ουάιλντ, και ο συγγραφέας θα αναγκαζόταν να υπερασπιστεί το έντυπο το οποίο δημοσίευσε το κείμενό του. Όπως και να έχει, το The Chameleon υπήρξε μοναδικό: δεν δημοσίευσε άλλο τεύχος.

Ο πατέρας του Λόρδου Άλφρεντ, ο μαρκήσιος του Κουίνσμπερι, δηλωμένος άθεος με βάρβαρους τρόπους και δημιουργός των σύγχρονων κανόνων του μποξ, είχε συνεχείς αντιμαχίες με τον γιό του και είχε απαιτήσει πολλές φορές να μάθει τη φύση της σχέσης του Ντάγκλας με τον Ουάιλντ, αλλά κάθε φορά ο ποιητής κατάφερνε να τον κατευνάζει.ii Τον Ιούνιο του 1894, ο μαρκήσιος επισκέφτηκε τον Ουάιλντ στο σπίτι του, στην οδό Τάιτ, και ξεκαθάρισε την στάση του: «Όχι μόνο το δείχνεις, μα το φωνάζεις κιόλας, και τα δύο είναι εξίσου άθλια», και ορκίστηκε πως θα τον «έλιωνε» αν τον έβρισκε ξανά με τον Μπόουζι σε κάποιο εστιατόριο. Η περίφημη απάντηση του Ουάιλντ σε αυτή την απειλή ήταν: «Δεν ξέρω τους κανόνες Κουίνσμπερι αλλά ο κανόνας του Όσκαρ Ουάιλντ είναι να χτυπά επί τη εμφανίσει». Η περιγραφή του περιστατικού από τον Ουάιλντ στο De Profundis ήταν λιγότερο θριαμβευτική: «Αυτό έγινε όταν, στη βιβλιοθήκη μου στην οδό Τάιτ, είχε έρθει ο πατέρας σου και κουνώντας τα μικρά του χέρια στον αέρα με μανία επιληπτικού… προφέροντας κάθε αισχρή λέξη που μπορούσε να σκεφτεί το αισχρό του μυαλό, ουρλιάζοντας τις σιχαμερές απειλές, που πραγματοποίησε αργότερα με τόσην επιδεξιότητα». Ο Μαρκήσιος αναφέρθηκε στην συνάντηση μόλις μία φορά, χαρακτηρίζοντας την συμπεριφορά του συγγραφέα δειλή. Αν και επιθυμούσε να αποστασιοποιηθεί από τη διαμάχη, σύντομα ο Ουάιλντ αντιλήφθηκε ότι είχε εγκλωβιστεί σε μια βίαιη οικογενειακή αψιμαχία. Δεν ήθελε να υπομένει τις συνεχείς προσβολές του μαρκήσιου, γνώριζε όμως καλά ότι το να τον αντιμετωπίσει ανοικτά μπορούσε να αποβεί καταστροφικό για τον ίδιο, σε περίπτωση που μαθεύονταν οι προσωπικές σχέσεις του.

 

 

 

Α]. Ουάιλντ εναντίον Κουίνσμπερι. Οι Δίκες:

Στις 18 Φεβρουαρίου 1895, ο μαρκήσιος επισκέφτηκε την ιδιωτική λέσχη Albermarle, στην οποία ο Ουάιλντ ήταν μέλος, απαιτώντας να τον δει. Όταν του απαγορεύτηκε η είσοδος, άφησε την προσωπική του κάρτα, με την επιγραφή: «Προς τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον σοδομίτη (sic)».iii Ο Ουάιλντ, επηρεασμένος από τον Ντάγκλας, και ενάντια στις συμβουλές των φίλων του, κινήθηκε νομικά εναντίον του μαρκήσιου, καταθέτοντας αγωγή για συκοφαντία. Το σημείωμα στην κάρτα ισοδυναμούσε με δημόσια κατηγορία για σοδομισμό, ποινικό αδίκημα εκείνα τα χρόνια. Ο Κουίνσμπερι συνελήφθη με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης, η οποία μπορούσε να επιφέρει ποινή κάθειρξης έως και δύο έτη. Σύμφωνα με νόμο του 1843, ο Κουίνσμπερι μπορούσε να αποφύγει την καταδίκη αν αποδείκνυε ότι η κατηγορία του είχε πραγματική βάση, και, επιπλέον, υπήρχε «κοινωνικό όφελος» από την δημοσιοποίησή της. Ως εκ τούτου, οι δικηγόροι του Κουίνσμπερι προσέλαβαν ιδιωτικούς ντετέκτιβ για να βρουν αποδείξεις της ομοφυλοφιλίας του συγγραφέα και να αποδείξουν ότι οι κατηγορίες ευσταθούσαν. Αποφάσισαν να παρουσιάσουν τον Ουάιλντ ως έναν έκφυλο μεσήλικα ο οποίος δελέαζε τακτικά αφελείς νεαρούς και τους μυούσε σε μία ζωή ανήθικης ομοφυλοφιλίας, για να αποδείξουν ότι η δημοσιοποίηση της κατηγορίας ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, ενημερώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους νέους για τους κινδύνους που ελλόχευαν πίσω από τους επιτηδευμένους λόγους του συγγραφέα.

Οι φίλοι του Ουάιλντ προσπάθησαν να τον αποτρέψουν από την αγωγή σε μία συνάντηση στο καφέ Royal· Ο Φρανκ Χάρρις τον προειδοποίησε ότι «θα αποδείξουν ότι οι κατηγορίες του σοδομισμού έχουν βάση». Ο συγγραφέας με τον Ντάγκλας όρμησαν έξω από το μαγαζί, φανερά κακόκεφοι, με τον Ουάιλντ να λέει «είναι στιγμές σαν κι αυτές που κανείς μαθαίνει ποιοι είναι οι πραγματικοί του φίλοι». Τη σκηνή παρακολουθούσε ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ο οποίος την περιέγραψε στον Άρθουρ Ράνσομ, λίγες μόλις μέρες πριν τη δίκη του τελευταίου μετά από αγωγή για συκοφαντία που κατέθεσε ο Ντάγκλας το 1913. Αυτή η μαρτυρία επιβεβαίωσε ό,τι είχε γράψει ο Ράνσομ στο βιβλίο του με τίτλο Oscar Wilde, το 1912: πως η αντιπαλότητα του Ντάγκλας με τον Ρόμπερτ Ρος, καθώς και η κόντρα του με τον πατέρα του οδήγησαν στον δημόσιο εξευτελισμό του Ουάιλντ, ακριβώς όπως είχε γράψει κι ο Ιρλανδός συγγραφέας στο De Profundis. Ο Ντάγκλας έχασε την υπόθεση. Ο Σω συμπεριέλαβε μια αναφορά της φιλονικίας των Ουάιλντ, Χάρρις και Ντάγκλας στον πρόλογο του έργου του Η μελαχρινή κυρία των σονέτων (The dark lady of the sonnets, 1910)].

Την 1η Μαρτίου 1895, ο Ουάιλντ, ο Ντάγκλας και ο Ρος πλησίασαν έναν δικηγόρο, τον Τσαρλς Οκτάβιους Χάμφρεϊς, με σκοπό να μηνύσουν τον μαρκήσιο του Κουίνσμπερι , τον πατέρα του Ντάγκλας, για συκοφαντική δυσφήμιση. Ο Χάμφρεϊς ρώτησε ευθέως τον Ουάιλντ εάν υπήρχε αλήθεια στους ισχυρισμούς του Κουίνσμπερι για ομοφυλοφιλική δραστηριότητα μεταξύ του Ουάιλντ και του Ντάγκλας, στον οποίο ο Ουάιλντ απάντησε «Όχι». Ο Χάμφρεϊς ζήτησε ένταλμα σύλληψης του Κουίνσμπερι και πλησίασε τον Σερ Έντουαρντ Κλαρκ  και τον Τσαρλς Γουίλι  Χάμφρεϊς για να εκπροσωπήσουν τον Ουάιλντ. Ο γιος του, Τράβερς Χάμφρεϊς, εμφανίστηκε ως κατώτερος δικηγόρος της δίωξης στην υπόθεση Ουάλιντ κατά Κουίνσμπερι.  Βρίσκοντας τον Ουάλιντ στο ξενοδοχείο Κάντογκαν στο  Νάιτμπριτζ με τον Ρέτζιναλντ Τέρνερ (1869 – 1938), Βρετανό συγγραφέα, αισθητιστή και καλό φίλο του ποιητή, οι δύο άντρες συμβούλεψαν τον Ουάλιντ να πάρει ένα τρένο με βάρκα για τη Γαλλία, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Η μητέρα του Ουάλιντ τον είχε συμβουλέψει να μείνει και να πολεμήσει και ο Ουάιλντ φέρεται να είπε: «Το τρένο έφυγε. Είναι πολύ αργά».

Η δίκη ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 1895, εν μέσω γενικευμένης υστερίας, τόσο από τον Τύπο όσο και από το κοινό. Το πλήθος των αποδείξεων που είχαν μαζευτεί κατά του Ουάιλντ ήταν τέτοιο, που ο συγγραφέας υποχρεώθηκε να υπενθυμίσει σε όλους, μειλίχια, πως «εγώ είμαι ο ενάγων σε αυτή την δίκη». Η δίκη έγινε αντικείμενο λαϊκής συζήτησης, καθώς γαργαλιστικές λεπτομέρειες των ιδιωτικών στιγμών του Ουάιλντ με τον Τέιλορ και τον Ντάγκλας έβγαιναν στη δημοσιότητα. Η ομάδα των ιδιωτικών ντετέκτιβ που είχαν προσλάβει, οδήγησε τους δικηγόρους του Κουίνσμπερι, με επικεφαλής τον επιφανή Ιρλανδό πολιτικό και δικηγόρο Έντουαρτ Κάρσον (1854 – 1935), στον υπόκοσμο της ανδρικής πορνείας του Βικτωριανού Λονδίνου, τον οποίο τόσο καλά γνώριζε ο Ουάιλντ. Η σχέση του με εκβιαστές, πόρνους, cross-dressers (αναφέρεται σε όσους φορούν ρούχα και αξεσουάρ του αντίθετου φύλου) και ομοφυλοφιλικά πορνεία καταγράφηκε επίσημα, ενώ πολλοί από τους εμπλεκόμενους υποχρεώθηκαν να συνεργαστούν με την υπεράσπιση και να παραστούν ως μάρτυρες, αποφεύγοντας έτσι να καταδικαστούν και οι ίδιοι.

Ο δικηγόρος του Ουάιλντ, ο Σερ Έντουαρντ Τζορτζ Κλαρκ (1841 – 1931), ξεκίνησε την διαδικασία ρωτώντας τον Ουάιλντ για δύο προκλητικά γράμματα του ποιητή προς τον Ντάγκλας, τα οποία είχε στην κατοχή της η υπεράσπιση. Ο Ουάιλντ χαρακτήρισε το πρώτο ως «πεζό σονέτο» και παραδέχτηκε ότι η «ποιητική του γλώσσα» μπορεί να ξενίσει αρκετούς στο ακροατήριο, αλλά ισχυρίστηκε ότι ο σκοπός του ήταν αθώος. Επιπλέον, ο ποιητής ισχυρίστηκε ότι τα γράμματα κατέληξαν στην κατοχή της υπεράσπισης μέσω κλεπταποδόχων, οι οποίοι προσπάθησαν να τον εκβιάσουν για χρήματα, τα οποία ποτέ δεν τους έδωσε· αντιθέτως, τους προσέφερε 60 λίρες (περίπου 5.900 σε σημερινή ισοτιμία), ποσό το οποίο ήταν «ασυνήθιστο για ένα πεζογράφημα αυτού του μήκους». Δήλωσε ότι θεωρεί τα συγκεκριμένα γράμματα έργα τέχνης και όχι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται.

Οι ερωτήσεις του Κάρσον στον Ουάιλντ επικεντρώθηκαν κυρίως στο πώς ο τελευταίος αντιλαμβάνεται το ηθικό υπόβαθρο των έργων του. Η απάντηση του Ουάιλντ, ποτισμένη με το χαρακτηριστικό του πνεύμα μα και με επιπολαιότητα, ήταν ότι τα έργα τέχνης δεν είναι ούτε ηθικά ούτε ανήθικα, παρά μόνο καλά ή κακά φτιαγμένα, και συμπλήρωσε ότι μόνο «βάρβαροι και αμόρφωτοι» των οποίων οι απόψεις για την τέχνη είναι «ανυπέρβλητα ηλίθιες», θα μπορούσαν να διατυπώσουν τέτοιες κρίσεις για έργα τέχνης. Ο Κάρσον, εξέχων νομικός, παρέκκλινε από την συνήθη τακτική των ερωτήσεων κλειστού τύπου, και στρίμωχνε τον Ουάιλντ σε κάθε θέμα, από κάθε διαφορετική οπτική γωνία, με στόχο να απομονώσει λεπτές αποχρώσεις προκλητικής παρακμής στις απαντήσεις του, να ξεγυμνώσει τον Αισθητισμό του και να τον κάνει να μοιάζει decadant. Αν και ο Ουάιλντ προκάλεσε ουκ ολίγες φορές γέλιο στο ακροατήριο, ο Κάρσον πέτυχε τον σκοπό του. Στην προσπάθειά του να υποσκάψει την αξιοπιστία του Ουάιλντ, και να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό του Κουίνσμπερρυ ότι «φέρεται σαν σοδομίτης», ο Κάρσον συμπέρανε από το γεγονός ότι ο συγγραφέας είπε ψέματα για την ηλικία του στον όρκο του, ότι έχει μία θεατρινίστικη τάση στο φέρεσθαι.iv Πολλές φορές στην διάρκεια της αντεξέτασης ο Κάρσον επέστρεφε σ’ αυτό το μοτίβο.

Στην συνέχεια ο Κάρσον προχώρησε στην εξέταση των πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων και ανέκρινε τον Ουάιλντ σχετικά με τις συναντήσεις του με νεότερους άνδρες χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων. Ο συγγραφέας παραδέχθηκε ότι τους γνώριζε και ενίοτε τους προσέφερε δώρα, αλλά επέμεινε ότι δεν συνέβαινε τίποτα περισσότερο μεταξύ τους και ότι ήταν απλώς καλοί φίλοι του. Ο Κάρσον επανειλημμένα επισήμανε την αφύσικη σχέση μεταξύ του Ουάιλντ και των νεαρών, και υπαινίχθηκε ότι αυτοί ήταν, στην πραγματικότητα, ιερόδουλοι. Σε αυτό ο Ουάιλντ απάντησε ότι δεν πίστευε στον διαχωρισμό των τάξεων, και ότι απλά απολάμβανε την συντροφιά νεότερων ανδρών. Έπειτα ο Κάρσον τον ρώτησε ευθέως αν είχε φιλήσει ποτέ ένα συγκεκριμένο αγόρι υπηρέτη, για να πάρει την απάντηση από τον Ουάιλντ: «Ω, όχι! Ήταν ιδιαίτερα απλοϊκό αγόρι, δυστυχώς άσχημο, και τον λυπόμουν για αυτό». Ο Κάρσον βρήκε την αφορμή που έψαχνε, επέμεινε στην απάντηση του Ουάιλντ και πίεζε να μάθει γιατί η ασχήμια του αγοριού ήταν σχετική με την ερώτησή του. Ο Ουάιλντ δίστασε, και, για πρώτη φορά, φάνηκε να σαστίζει: «Μου επιτίθεστε και με προσβάλετε και προσπαθείτε να με πανικοβάλετε· σε τέτοιες στιγμές ένας άνθρωπος μπορεί να πει πράγματα επιπόλαια, ενώ θα όφειλε να μιλήσει προσεκτικά».

Κατά την αγόρευση της υπεράσπισης, ο Κάρσον δήλωσε ότι είχε εντοπίσει αρκετούς άνδρες ιερόδουλους, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να καταθέσουν ότι είχαν κάνει σεξ με τον Ουάιλντ. Κατόπιν υποδείξεως των δικηγόρων του, ο Ουάιλντ απέσυρε την μήνυση εις βάρος του Κουίνσμπερι. Ο μαρκήσιος κρίθηκε αθώος, αφού αποδείχθηκε ότι η κατηγορία του για τον Ουάιλντ ήταν δικαιολογημένη, «υπαρκτή τόσο στην ουσία της όσο και ως γεγονός». Μάλιστα, ο ίδιος νόμος του 1843, που καθιστούσε τον Ουάιλντ υπόχρεο στην κάλυψη των – ιδιαιτέρως διογκωμένων – νομικών εξόδων του Κουίνσμπερι, οδήγησε τον συγγραφέα στην πτώχευση.

Με το πέρας της δίκης, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του Ουάιλντ με τις κατηγορίες του σοδομισμού και της προσβολής των χρηστών ηθών. Ο Ουάιλντ συνελήφθη στις 6 Απριλίου 1895, στο δωμάτιο 118 του ξενοδοχείου Κάντογκαν, για απρεπή συμπεριφορά μεταξύ ανδρών (κατ’ ευφημισμό ο ομοφυλοφιλικός έρωτας), σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα του 1885. Κατόπιν εντολής του, ο Ρος και ο υπηρέτης του Ουάιλντ, μάζεψαν προσωπικά αντικείμενα, έγγραφα και γράμματα από το διαμέρισμα του στην οδό Τάιτ 16. Ο Ουάιλντ, στη συνέχεια, κρίθηκε προφυλακιστέος και μεταφέρθηκε στη γυναικεία φυλακή Χόλογουεϊ, στο βόρειο Λονδίνο, όπου ο Ντάγκλας τον επισκεπτόταν καθημερινά.

Οι διαδικασίες κινήθηκαν πολύ γρήγορα και στις 26 Απριλίου 1895 ξεκινούσε νέα δίκη με κατηγορούμενο τον Ουάιλντ, ο οποίος δήλωσε «αθώος». Είχε παρακαλέσει τον Ντάγκλας να εγκαταλείψει το Λονδίνο για το Παρίσι, αλλά ο νεαρός αρνιόταν πεισματικά· ήθελε μάλιστα να καταθέσει υπέρ του Ουάιλντ στην δίκη. Ύστερα από πολλές πιέσεις κατέφυγε στο ξενοδοχείο Du monde στη γαλλική πρωτεύουσα. Φοβούμενοι πιθανή δίωξη, ο Ρος κι άλλοι στενοί φίλοι του ποιητή εγκατέλειψαν τη Μεγάλη Βρετανία εκείνη την εποχή. Κατά την ανάκρισή του στο δικαστήριο, ο Ουάιλντ ήταν αρχικά διστακτικός, έπειτα όμως μίλησε με τη γνωστή του άνεση:

Τσαρλς Γκιλ (κατήγορος): «Τι είναι η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της»;

Ουάιλντ: «Η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της στον αιώνα μας είναι αυτή η τρυφερότητα που αισθάνεται ένας μεγαλύτερος για έναν νεότερο άνδρα, όπως ένιωθε ο Δαβίδ  για τον Ιωνάθαν, εκείνη που ο Πλάτωνας έκανε βάση της φιλοσοφίας του κι ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Σαίξπηρ εξύμνησαν στα σονέτα τους. Είναι ένας πνευματικός δεσμός τόσο αγνός και τόσο τέλειος. Υπαγορεύει και ορίζει τα μεγάλα έργα τέχνης, όπως αυτά του Μιχαήλ Αγγέλου και του Σαίξπηρ, αλλά και τα δύο γράμματά μου, κάνοντας τα αυτό που είναι. Στον αιώνα μας είναι τόσο παρεξηγημένος, που καλείται η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της, και εξαιτίας αυτής της στενομυαλιάς βρίσκομαι εδώ. Είναι όμορφη, είναι καθάρια, είναι η τελειότερη μορφή τρυφερότητας. Δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο πάνω της. Είναι πνευματική, και δημιουργείται μεταξύ ενός ώριμου κι ενός νεότερου άνδρα, όταν ο μεγαλύτερος διαθέτει το πνεύμα, και ο νεαρός όλη την χαρά, την αισιοδοξία και τη γοητεία της ζωής μπροστά του. Το ότι θα έπρεπε να είναι έτσι, ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει· το περιφρονεί, το κατηγορεί, και καμία φορά στέλνει κάποιον στον κύφωνα».v

Αυτή η απάντηση ήταν αντιπαραγωγική από νομικής άποψης, καθώς ενίσχυε τις κατηγορίες για ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Η δίκη ολοκληρώθηκε με τους ενόρκους να μην μπορούν να καταλήξουν σε ετυμηγορία. Ο συνήγορος του Ουάιλντ, ο Σερ Έντουαρντ Κλαρκ, κατάφερε να πείσει έναν ειρηνοδίκη να επιτρέψει στον Ουάιλντ να αφεθεί με εγγύηση. Ο κληρικός Στιούαρτ Χέντλαμ (1847 – 1924) κατέβαλε το μεγαλύτερο μέρος από τις 5.000 λίρες που είχαν οριστεί ως εγγύηση, όντας αντίθετος με την αντιμετώπιση του Ουάιλντ από τον Τύπο και τους δικαστές. Έτσι, μετά την αποφυλάκισή του από το Χόλογουεΐ, κατέφυγε, με άκρα μυστικότητα, στο σπίτι των πολύ καλών του φίλων Έρνεστ και Άντα Λέβερσον (Ernest & Ada Leverson, 1862 – 1933). Την τελευταία μάλιστα ο ποιητής συνήθιζε να την αποκαλεί χαϊδευτικά Σφίγγα. Τότε ήταν που ο Κάρσον, ο κατήγορος του Ουάιλντ, προσέγγισε τον Νομικό Σύμβουλο της Βασίλισσας (Solicitor General) και τον ρώτησε: «Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε στην ησυχία του τώρα;», για να πάρει την απάντηση ότι, παρόλο που και ο Σύμβουλος επιθυμούσε το ίδιο, η υπόθεση είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα και δεν γινόταν να κλείσει έτσι.

Η ετυμηγορία στην τελευταία δίκη, υπό την προεδρία του δικαστή Άλφρεντ Ουίλς (1828 – 1912), στις 25 Μαΐου 1895, ήταν καταδικαστική για τον Ουάιλντ και τον Τέιλορ. Κρίθηκαν ένοχοι για προσβολή των χρηστών ηθών και καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο δικαστής έκρινε την ποινή, την μέγιστη δυνατή από τον νόμο, ως «εντελώς ανεπαρκή για μία υπόθεση σαν κι αυτή» και την χαρακτήρισε μάλιστα «την χειρότερη υπόθεση που έχω χειριστεί». Η απάντηση του Ουάιλντ: «Κι εγώ; Να μην πω τίποτα, άρχοντά μου;» πνίγηκε μέσα στις οργισμένες ιαχές της λέξης «ντροπή!» από το ακροατήριο.

 

 

 

 

Β) Η Φυλάκιση:

«Όταν πρωτομπήκα στη φυλακή, μερικοί με συμβούλεψαν να προσπαθήσω να ξεχάσω ποιος ήμουν. Ήταν μια ολέθρια συμβουλή. Μόνο συνειδητοποιώντας το τι είμαι βρήκα κάποια παρηγοριά. Τώρα βρίσκονται μερικοί άλλοι που με συμβουλεύουν να ξεχάσω, όταν θ’ απολυθώ, ό,τι έκανα κάποτε στη φυλακή. Το ξέρω πως κι αυτό θα ‘ταν ολέθριο. Θα σήμαινε πως θα με κατάτρεχε για πάντα η ίδια ανυπόφορη αίσθηση της ατίμωσης. Επιπλέον, όλα τα πράγματα που ’χουν για μένα το ίδιο μεγάλη σημασία όσο και για τον καθένα – η ομορφιά του ήλιου και της σελήνης, το φαντασμαγορικό θέαμα των εποχών, η μουσική της χαραυγής και η σιωπή των μεγάλων νυχτών, η βροχή που πέφτει ανάμεσα στα φύλλα και η δρόσος που σέρνεται πάνω στην χλόη κάνοντάς την ασημένια – όλ’ αυτά θ’ αμαυρώνονταν για μένα, θα χάνανε την θεραπευτική τους δύναμη και τη δύναμή τους να δίνουν χαρά. Το να μετανιώνει κανείς για τις εμπειρίες του είναι ταυτόσημο με το να σταματάει την εξέλιξή του. Το να αρνείται κανείς την εμπειρία του είναι σαν να βάζει ένα ψέμα στα χείλη της ίδιας του της ζωής. Είναι ταυτόσημο με το ν’ απαρνιέσαι την ψυχή σου» γράφει στο De Profundis.

Αρχικά κρατήθηκε στις φυλακές Πέντονβιλ και εν συνεχεία μεταφέρθηκε στο Ουόντσγουορθ· και οι δύο στα περίχωρα του Λονδίνου. Οι τρόφιμοι ακολουθούσαν πρόγραμμα «σκληρής δουλειάς, κακής σίτισης και κακού ύπνου», το οποίο έφθειρε πολύ έντονα τον Ουάιλντ, καθώς ήταν συνηθισμένος σε όλες τις υλικές ανέσεις. Η υγεία του επιδεινώθηκε απότομα και, τον Νοέμβριο του 1895, κατά την διάρκεια του εκκλησιασμού, κατέρρευσε από την αδυναμία και την ασιτία. Από την πτώση αποκόμισε ρήξη τυμπάνου του δεξιού αυτιού, η οποία αργότερα θα αποδεικνυόταν μοιραία. Τους επόμενους δύο μήνες τους πέρασε στο αναρρωτήριο.

Ο περίφημος Άγγλος ρεφορμιστής, μέλος του Φιλελεύθερου κόμματος και μετέπειτα Υπουργός Πολέμου της Βρετανίας για επτά χρόνια (1905 – 1912), Ρίτσαρντ Χάλντεϊν (1856 – 1928), επισκέφτηκε τον Ουάιλντ στη φυλακή και κατάφερε να πετύχει τη μεταφορά του στην φυλακή Ρίντινγκ, 50 χλμ. δυτικά του Λονδίνου. Κατά την μεταφορά του, στην αποβάθρα του τρένου, πλήθος κόσμου τον χλεύαζε και τον έφτυνε. Γνωστός πλέον ως κρατούμενος C.3.3, στην αρχή δεν είχε ούτε χαρτί ή μολύβι· μόνο μετά από παρέμβαση του Χάλντεϊν απέκτησε πρόσβαση στη βιβλιοθήκη και τη γραφική ύλη της φυλακής. Ο Ουάιλντ ζήτησε, μεταξύ άλλων: τη Βίβλο στα γαλλικά, ιταλικές και γερμανικές γραμματικές, κάποια κείμενα Αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ζορίς-Καρλ Υσμάν (1848 – 1907) με τίτλο En route, καθώς και δοκίμια του Αυγουστίνου, του καρδιναλίου Τζον Νιούμαν και του Ουόλτερ Πέιτερ.

Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1897 ο Ουάιλντ έγραψε μια επιστολή 50.000 λέξεων στον Ντάγκλας, την οποία δεν μπόρεσε να στείλει, αλλά πήρε μαζί του κατά την αποφυλάκισή του. Με στοχαστική διάθεση, ο Ουάιλντ εξετάζει ψύχραιμα την μέχρι τότε καριέρα του, το ότι υπήρξε ένας γραφικός προβοκατόρικος παράγοντας στο βικτωριανό Λονδίνο, την τέχνη του στην οποία, όπως και στα ευφυολογήματά του, αναζητούσε ταυτόχρονα την ανατροπή και την αποθέωση. «Έχω πει για τον εαυτό μου πως ήμουν κάποιος που βρισκόταν σε συμβολικές σχέσεις με την τέχνη και την πνευματική καλλιέργεια της εποχής του», έγραφε στο γράμμα. Εκεί βρισκόταν όταν ξεκίνησε η ζωή του με τον Ντάγκλας, περίοδο την οποία εξετάζει πολύ προσεκτικά ο Ουάιλντ· καταλήγει μάλιστα να τον απαρνηθεί για αυτό που μόλις τώρα αντιλαμβάνεται ως αλαζονεία και ματαιοδοξία: ο συγγραφέας δεν είχε ξεχάσει το σχόλιο του Μπόουζι, όταν ήταν άρρωστος, «όταν δε βρίσκεσαι πάνω στο βάθρο σου, χάνεις κάθε ενδιαφέρον»,. Κατηγορούσε τον εαυτό του ωστόσο για την ηθική κατάπτωση που επέτρεψε στον Ντάγκλας να προκαλέσει στον εαυτό του, και ανέλαβε την ευθύνη για την δική του πτώση, γράφοντας «Είμαι εδώ γιατί προσπάθησα να ρίξω τον πατέρα σου στην φυλακή».

Το πρώτο μέρος της επιστολής καταλήγει με τον Ουάιλντ να συγχωρεί τον Ντάγκλας, για το καλό και των δύο. Το δεύτερο μέρος ακολουθεί το πνευματικό ταξίδι του συγγραφέα στην εξιλέωση και την ολοκλήρωση μέσω της μελέτης του στην φυλακή. Συνειδητοποίησε ότι ο Γολγοθάς του τού προσέφερε τον καρπό της εμπειρίας, όσο πικρή γεύση κι αν είχε εκείνη την στιγμή. «…ήθελα να δοκιμάσω όλα τα φρούτα απ’ όλα τα δέντρα του κήπου του κόσμου… Και πραγματικά έτσι βγήκα κι έτσι έζησα. Το μόνο μου λάθος ήταν ότι περιορίστηκα τόσο αποκλειστικά στα δέντρα εκείνα που μου φαίνονταν να ‘ναι η ηλιοφώτιστη πλευρά του κήπου και απέφευγα την άλλη, επειδή ήταν γεμάτη σκιές και σκοτάδι.

Με την αποφυλάκισή του ο Ουάιλντ έδωσε το χειρόγραφο στον Ρος, με την οδηγία να το στείλει στον Ντάγκλας (ο Μπόουζι αργότερα αρνήθηκε ότι το είχε λάβει). Το De Profundis δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1905, με αρκετές ελλείψεις.vi Το βιβλίο εκδόθηκε τελικά στην πλήρη μορφή του το 1962, στην συλλογή  Μια ζωή επιστολές (The letters of Oscar Wilde).

 

 

2]. 1997-1900: Εξορία:

Ο Ουάιλντ αποφυλακίστηκε στις 19 Μαΐου 1897, δύο χρόνια μετά την καταδίκη του, και παρ’ όλο που η υγεία του είχε κλονιστεί σημαντικά, είχε μια αίσθηση πνευματικής ανανέωσης. Έγραψε άμεσα στην Εταιρία του Ιησού, τη γνωστή αδελφότητα των Ιησουιτών, ζητώντας καταφύγιο για έξι μήνες· όταν του το αρνήθηκαν, το πήρε βαρέως. «Ευελπιστώ να ασπαστώ τον Καθολικισμό σύντομα», ήταν η απάντησή του σε ερώτηση δημοσιογράφου για τις θρησκευτικές προθέσεις του.

 

 

 

 

Έφυγε την επόμενη κιόλας για την Ευρώπη, περνώντας τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του σε μια εξαθλιωμένη εξορία. Άλλαξε το όνομά του σε «Σεμπάστιαν Μέλμοθ», εμπνευσμένος από τον Άγιο Σεβαστιανό, καθώς και τον ομώνυμο πρωταγωνιστή του γοτθικού μυθιστορήματος  Μέλμοθ ο περιπλανώμενος (1820), του μακρινού θείου εξ αγχιστείας του Ουάιλντ, Τσαρλς Μάτουριν (1782 – 1824). Έγραψε δύο μακροσκελείς επιστολές στον συντάκτη της εφημερίδας  Daily Chronicle, περιγράφοντας τις απάνθρωπες συνθήκες στις αγγλικές φυλακές, προτείνοντας ολική αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος. Η αναφορά του μάλιστα στην απόλυση του φύλακα Μάρτιν, επειδή έδωσε ένα μπισκότο σε έναν αναιμικό ανήλικο τρόφιμο, επανάφερε στο προσκήνιο τα θέματα της διαφθοράς και του εκφυλισμού του σωφρονισμού, που είχε υπογραμμίσει πριν από μερικά χρόνια και στο έργο του Η ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό.

Πέρασε την υπόλοιπη χρονιά με τον Ρόμπερτ Ρος στο Μπερνεβάλ-λε-Γκραν, στις νορμανδικές ακτές, όπου έγραψε τη Μπαλάντα της φυλακής του Ρίντινγκ. Το ποίημα αναφέρεται την εκτέλεση του Τσαρλς Τόμας Γούλντριτζ (1866 -1896), ο οποίος δολοφόνησε τη γυναίκα του υποπτευόμενος ότι τον απατούσε· η αφήγηση σταδιακά μετατοπίζεται από την αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων σε μία συμβολική ταύτιση με όλους τους κρατούμενους. Ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται να αναλύσει την ορθότητα των νόμων που τους καταδίκασαν, αλλά αντ’ αυτού, επιλέγει να εμβαθύνει στην κτηνωδία της τιμωρίας, που βιώνουν όλοι οι κρατούμενοι, και, με μία πιο ευρεία έννοια, οι αμαρτωλοί. Ο Ουάιλντ στέκεται πλάι στον καταδικασμένο άνδρα, συγκρίνεται μαζί του με τον στίχο «Καθένας μας σκοτώνει την αγάπη του» (Yet each man kills the thing he loves), και καταλήγει ότι «Μα δεν τονε σκοτώνουνε γι’ αυτό» (Yet each man does not die). Και ο ίδιος ο ποιητής είχε βιώσει την απώλεια: είχε χωριστεί από την σύζυγο και τα παιδιά του, τα οποία δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ. Υιοθέτησε την μπαλάντα, πιο λαϊκή από τα πρότερα έργα του, και αντί για το όνομά του, στο εξώφυλλο φιγούραρε το «C.3.3» ─ ο αριθμός του κελιού του.

Προτίμησε να δημοσιευτεί στο περιοδικό  Reynold’s Magazine, επειδή «είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στις κατώτερες τάξεις, των εγκληματιών, εκεί όπου πλέον ανήκω. Για πρώτη φορά θα με διαβάσουν οι όμοιοί μου πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα». Σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, φτάνοντας τις επτά εκδόσεις σε λιγότερο από δύο έτη – , τότε μόνο εμφανίστηκε το όνομα του ποιητή στο εξώφυλλο, αν και μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων της εποχής ήταν κοινό μυστικό ότι το έργο ήταν του Ουάιλντ. Δεν του απέφερε πολλά έσοδα.

Αν και ο Ντάγκλας υπήρξε η αιτία των δεινών του, ξανασμίξανε με τον Ουάιλντ τον Αύγουστο του 1897 στη Ρουέν. Οι συγγενείς και οι φίλοι και των δύο ανδρών εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους για αυτή την επανένωση. Η σύζυγός του είχε αρνηθεί να συναντηθεί με τον Ουάιλντ ή να του επιτρέψει να δει τα παιδιά του, αλλά του παρείχε τα απαραίτητα για να τα βγάζει πέρα. Το δεύτερο μισό του 1897, ο Ουάιλντ κι ο Ντάγκλας πέρασαν μερικούς ξένοιαστους μήνες μαζί κοντά στη Νάπολη, μέχρι που οι οικογένειές τους τούς χώρισαν υπό την απειλή της διακοπής χρηματοδότησης.

 

 

 

 

3]. 33.11.1900: Ο Θάνατος.

Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο Ουάιλντ τους πέρασε στο Παρίσι, στο φτηνό ξενοδοχείο Hôtel d’ Alsace – γνωστό πλέον ως το πολυτελές L’ Hôtel – λόγω της σοβαρής του ανέχειας. «Αυτή η πενία αλήθεια σου ραγίζει την καρδιά· είναι τόσο ελεεινή, τόσο τρομακτικά θλιβερή, τόσο απελπιστική. Σε εκλιπαρώ να κάνεις ό,τι μπορείς», έγραφε στον εκδότη του εκείνες τις ημέρες. Επεξεργαζόταν και επανέκδωσε τον Ιδανικό σύζυγο και τη Σημασία του να είναι κανείς σοβαρός, σημάδια τα οποία σύμφωνα με τον Έλμαν δείχνουν άνθρωπο που έχει «τον έλεγχο του εαυτού του και του έργου του». Αρνήθηκε όμως να γράψει, καθώς έλεγε ότι «μπορώ να γράψω, αλλά έχω χάσει τη χαρά της γραφής». Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας περιπλανώμενος μονάχος στους παριζιάνικους δρόμους, και ό,τι λίγα λεφτά είχε τα ξόδευε στο ποτό. Μια σειρά από ντροπιαστικές συναντήσεις με Βρετανούς επισκέπτες, ή Γάλλους που γνώριζε από τις μέρες της δόξας του, καταρράκωσαν κι άλλο το ηθικό του, επειδή τον απέφευγαν, γι’ αυτό και σταδιακά, ο Ουάιλντ περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του.

Τον Οκτώβριο του 1900 λόγω ενός αποστήματος στο αυτί του, που μπορεί να προήλθε από πτώση ενώ ήταν στη φυλακή, μαζί με την τεράστια κατανάλωση αλκοόλ, η υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται. Ωστόσο, η διάθεσή του είχε τρομερές διακυμάνσεις. Ο Ρέτζιναλντ Τέρνερ, από τους ελάχιστους φίλους που στάθηκαν στο πλευρό του συγγραφέα μέχρι και το τέλος, περιέγραφε πως τον βρήκε βυθισμένο στην κατάθλιψη έπειτα από έναν εφιάλτη που είδε: «Ονειρεύτηκα ότι πέθανα, και βρισκόμουν σε δείπνο με τους νεκρούς!». «Είμαι σίγουρος», αποκρίθηκε ο Τέρνερ, «ότι θα ήσασταν η ψυχή του πάρτι». Ο Τέρνερ μάλιστα ήταν στο προσκέφαλό του τις τελευταίες στιγμές του Ουάιλντ.

Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, κ. Ντιπουαριέ ανέφερε για τις τελευταίες μέρες του: «Στο τέλος, αρρώστησε πολύ και έπρεπε να υποβληθεί σε εγχείρηση. Όμως νιώθαμε ήδη ότι ήταν το τέλος. Με παρακάλεσε λοιπόν να του κάνω παρέα. Δεν ήθελε κανέναν άλλο κοντά του. Αλλά ήταν τόσο βαρύς, που δεν μπορούσα να τον σηκώσω μόνος του από το κρεβάτι. Χρησιμοποίησα λοιπόν τις υπηρεσίες μιας νοσοκόμας που ήρθε να τον φροντίσει. Στο τέλος, ασπάστηκε τον Καθολικισμό και ήρθε να τον επισκεφτεί ο ιερέας της ενορίας του St-Germain-des-Prés. Περνούσα το βράδυ καθισμένος σε μια πολυθρόνα δίπλα του γιατί δεν ήθελε να τον αφήσω. Ήταν πολύ υπομονετικός, παρά τα βάσανα που υπέμεινε. Κάθε τόσο του έκανα μία ένεση μορφίνης. Τις τελευταίες μέρες έχασε την όρασή του, και του διαβάζαμε στίχους δυνατά. Πέθανε στις 30 Νοεμβρίου. Η κόρη μου, που ενδιαφέρεται πολύ για τη λογοτεχνία, μου λέει ότι τώρα τον διδάσκουν στη Σορβόννη. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα είχε τέτοια φήμη όταν ήταν μαζί μου».

Στις 10 Οκτωβρίου, έκανε μια επέμβαση στο αυτί του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Οι γιατροί σήμερα πιστεύουν ότι θα μπορούσε να ήταν μια παρακέντηση του τυμπάνου ή η αφαίρεση ενός πολύποδα. Θα ήταν ειρωνικό αν είχε υποβληθεί τότε στη μοντέρνα «τομή του Ουάλιντ» για μόλυνση από μαστοειδή, μια διαδικασία που εισήγαγε και πήρε το όνομά του από τον πατέρα του Σερ Ουίλιαμ Ουάλιντ. Στις 12 Οκτωβρίου 1900 ο Ουάλιντ έστειλε τηλεγράφημα στο Ρος: «Τρομερά αδύναμος. Παρακαλώ έλα». Στις 29 Οκτωβρίου, ο Όσκαρ ήταν αρκετά καλά για να σηκωθεί και να βγει για μια βόλτα με ταξί στο Μπουά ντε Μπουλόν με τον φίλο του Ρόμπι Ρος. Σταματούσαν σε όλη τη διαδρομή σε καφετέριες για να πιει ο Όσκαρ αψέντι. Στη συνέχεια, ο Ρος πήγε να επισκεφτεί την οικογένειά του που έμενε στη νότια Γαλλία. Μέχρι τις 25 Νοεμβρίου ο Ουάιλντ είχε ήδη προσβληθεί από μηνιγγίτιδα. Ο Ρόμπερτ Ρος έφτασε στις 29 Νοεμβρίου, κι αμέσως έστειλε να φωνάξουν έναν ιερέα, κι έτσι ο συγγραφέας  βαπτίστηκε Ρωμαιοκαθολικός, από τον Ιρλανδό αιδεσιμότατο Κάθμπερτ Νταν, μέλος του  Τάγματος των Πασιονιστών.

Ο αιδεσιμότατος Νταν θυμάται: «Καθώς η άμαξα διέσχιζε τους σκοτεινούς παριζιάνικους δρόμους εκείνη την κρύα νύχτα του χειμώνα, η θλιβερή ιστορία του Όσκαρ Ουάιλντ μου φανερώθηκε ξανά εν μέρει… Ο Ρόμπερτ Ρος στεκόταν γονατιστός δίπλα στο κρεβάτι, βοηθώντας με όσο καλύτερα μπορούσε, καθώς εγώ τελούσα τη βάπτιση, και εν συνεχεία απαγγέλοντας τη δοξολογία του μυστηρίου, όσο ο Ουάιλντ, ξαπλωμένος μπρούμυτα, λάμβανε το Χρίσμα των Αρρώστων (Anointing of the Sick), κι εγώ του έψελνα την επιθανάτια δέηση. Καθώς ο άνθρωπος ήταν σε ημικωματώδη κατάσταση, δεν επιχείρησα να του προσφέρω την Θεία Ευχαριστία· εδώ πρέπει να επισημάνω ξανά ότι μπορούσε να συνέλθει από αυτή την κατάσταση και συνήλθε κατά την παρουσία μου. Όταν ήταν ξύπνιος, έδειχνε σημάδια ενδόμυχης συνείδησης… Είμαι πλήρως πεπεισμένος ότι με κατάλαβε όταν του είπα ότι θα γινόταν δεκτός στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και του διάβασα το έσχατο μυστήριο επί επιθανάτιας κλίνης… Κι όταν έγειρα στο αυτί του και ψιθύρισα τα Άγια Ονόματα, τη Μετάνοια, την Ελπίδα και την Ελεημοσύνη, προσπάθησε να ψελλίσει τα λόγια μετά από μένα, δείχνοντας ταπεινά υποταγμένος στο Θέλημα του Θεού».

Ο Ουάιλντ απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου 1900 στις 2 παρά δέκα μετά το μεσημέρι, υποκύπτοντας στη μηνιγγίτιδα. Δίνονται διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με τα αίτια της μηνιγγίτιδας, ο βιογράφος Ρίτσαρντ Έλμαν ισχυρίστηκε ότι οφειλόταν σε σύφιλη· ο εγγονός του Ουάιλντ, Μέρλιν Χόλαντ (γεν. 1945), πίστευε πως η ερμηνεία αυτή αποτελεί παρανόηση, αφού, σημείωνε, η μηνιγγίτιδα του Ουάιλντ εμφανίστηκε ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση, πιθανώς μαστοειδεκτομή· σύμφωνα με τις αναφορές των θεραπόντων ιατρών του Ουάιλντ η κατάστασή του προερχόταν από μια παλαιά μόλυνση στο δεξί αυτί (une ancienne suppuration de l’ oreille droite d’ailleurs en traitement depuis plusieurs années) και δεν σχετιζόταν με σύφιλη. (Μια περίεργη σύμπτωση είναι ότι ο 14χρονος γιος του, Βίβιαν Χόλαντ, χρειάστηκε χειρουργική επέμβαση στο αυτί για λοίμωξη από μαστοειδή μόνο οκτώ εβδομάδες μετά τον θάνατο του πατέρα του). Φημολογείται ότι δήλωσε λίγο πριν τον θάνατό του με το χαρακτηριστικό του φλέγμα ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι του: «Η ταπετσαρία μου και εγώ παλεύουμε μέχρι θανάτου. Ένας από τους δύο πρέπει να φύγει».

Ο Ουάιλντ αρχικά κηδεύτηκε στο κοιμητήριο Μπανιέ, νότια του Παρισιού, σε τάφο τρίτης κατηγορίας. Οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο, την 1η Δεκεμβρίου 1908, πραγματοποιήθηκε δείπνο στο ξενοδοχείο Ριτζ του Λονδίνου για να τιμήσει τον Ρόμπι Ρος, τον επιστήθιο φίλο του Ουάλιντ. (Σημειωτέον πως ο Ρόμπι ήταν ο εκτελεστής της περιουσίας του Ουάιλντ και μόλις είχε ολοκληρώσει την εκκαθάριση των υποθέσεων του Όσκαρ, αφού εξόφλησε τους πολλούς πιστωτές. Είχε καταφέρει να εντοπίσει και να αγοράσει τα δικαιώματα για όλα τα κείμενα του Ουάιλντ, τα οποία είχαν πουληθεί μαζί με τα υπάρχοντά του όταν ο Ουάιλντ κηρύχθηκε σε πτώχευση). Μεταξύ των 200 καλεσμένων στο εορταστικό δείπνο ήταν ο κριτικός τέχνης και πολιτικός Σερ Μάρτιν Κονγουέι, οι συγγραφείς Σόμερσετ Μομ και Χ. Γκ. Ουέλς και ο ζωγράφος Ουίλιαμ Ροτενστάιν. Ο Ρος σχεδίαζε τώρα να μεταφέρει το σώμα του Όσκαρ στον Περ Λασέζ. Λίγες μέρες πριν από το δείπνο, ο Ρος έλαβε 2.000 £ (250.000 £ το 2021) από την κυρία Έλεν Κέναρντ, πιστή φίλη του Ουάλιντ και μητέρα του Σερ Κόλεριτζ Κέναρντ, για να δημιουργήσει ένα κατάλληλο μνημείο για τον θεατρικό συγγραφέα. Η Κέναρντ είχε δώσει τα χρήματα «με την προϋπόθεση ότι το έργο έπρεπε να πραγματοποιηθεί από τον λαμπρό νεαρό γλύπτη Τζάκομπ Επστάιν», που ήταν ένας 28χρονος Νεοϋορκέζος, που μόλις είχε προκαλέσει σάλο στο Λονδίνο, επειδή τα γλυπτά του, που παρουσίαζαν γυμνές φιγούρες, είχαν προκαλέσει οργή από τον κλήρο και προκάλεσαν ατελείωτες συζητήσεις στις εφημερίδες.

Η παραγγελία για τη δημιουργία ενός τάφου για τον Όσκαρ Ουάιλντ προκάλεσε σοκ στον Επστάιν. Μάλιστα, όταν πρωτοάκουσε την είδηση, νόμισε ότι κάποιος του έκανε πλάκα. Ο Επστάιν δεν είχε ρωτηθεί αν ήταν ελεύθερος ή έστω πρόθυμος να εκτελέσει το έργο. Παρόλα αυτά, δέχτηκε. Συνειδητοποίησε την τεράστια ευθύνη που ανελάμβανε και άργησε να ξεκινήσει τη δουλειά. Ο Επστάιν τότε δήλωσε: «Ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο από την άποψη του να ευχαριστήσω τους ανθρώπους (όχι ότι προσπαθώ να ευχαριστήσω οποιονδήποτε εκτός από τον εαυτό μου), γιατί οι ενθουσιώδεις θαυμαστές του Ουάιλντ θα ήθελαν ένας Έλληνας νεαρός να στέκεται δίπλα σε μια σπασμένη στήλη ή κάποια σκηνή από τα έργα του, όπως ο Νεαρός Βασιλιάς, που προτάθηκε πολλές φορές, ενώ στους επικριτές του ήταν εντελώς αποκρουστικός… η γλυπτική όμως του νεκροταφείου σπάνια ξεφεύγει από ορισμένες σταθερές μορφές, όπως υπάρχει στις λατινικές χώρες πολύ περισσότερο από την Αγγλία, μια λατρεία των νεκρών, έτσι ώστε οτιδήποτε πρωτότυπο ήταν βέβαιο ότι θα προσβάλλει».

Το μνημείο ξεκίνησε ως ένα μπλοκ 20 τόνων ασβεστόλιθου που αγόρασε ο γλύπτης όταν το είδε σε ένα λατομείο στο Ντερμπισάιρ της Αγγλίας. Το τεράστιο μπλοκ μεταφέρθηκε στο Λονδίνο με τρένο. Τοποθετήθηκε σε ένα κάρο και στη συνέχεια σύρθηκε από 12 άλογα στο στούντιο του Επστάιν στο Τσέιν Γουόκ στο Τσέλσι, λιγότερο από ένα μίλι από την Τάιτ στριτ, όπου ο Όσκαρ είχε ζήσει 15 χρόνια πριν με τη σύζυγό του Κόνσταντς και τα δύο παιδιά τους. Ο Επστάιν έλαβε την προμήθεια τον Δεκέμβριο του 1908 και άρχισε να εργάζεται για το γλυπτό από τον Σεπτέμβριο του 1911 με εννέα μήνες συνεχούς εργασίας. Αποκαλύφθηκε στον Τύπο την 1η Ιουνίου 1912 στο στούντιο του, δημιουργώντας για τον τάφο του Ουάλιντ ένα γυμνό φτερωτό άγγελο, με βάση τους Ασσύριους Ταύρους του 9ου αιώνα που είχε σχεδιάσει ο Επστάιν στο Βρετανικό Μουσείο. Το γλυπτό αντανακλά το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για την τέχνη της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, όπως αναφέρεται στο ποίημα του Ουάιλντ «Η Σφίγγα». Η συνοδευτική πλίνθος φιλοτεχνήθηκε από τον Τσαρλς Χόλντεν και η επιγραφή-επίγραμμα  στον τάφο είναι ένα τετράστιχο από τη Μπαλάντα της φυλακής του Ρίντινγκ που χάραξε ο Τζόζεφ Κριμπ:

 

 

Του ελέους το λαγήνι θα γεμίσουνε

Ξένοι με το δάκρυ το αλμυρό.
Οι απόκληροι γι’ αυτόνε θα θρηνήσουνε

Αυτοί που ’χουν το θρήνο αδελφό.

 

 

Το έργο έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από τους Βρετανούς κριτικούς. Ο Στέφεν Γκάρντινερ, ο Βρετανός αρχιτέκτονας και βιογράφος του Επστάιν, δήλωσε: «Είναι ένα έργο που έσπασε κάθε σύμβαση και αψήφησε κάθε καθιερωμένο κανόνα γεύσης και στιλ. Οι επισκέπτες του στούντιο, φαντάζεται κανείς ότι ήταν πολλοί, πρέπει να έμειναν έκπληκτοι ή σαστισμένοι από το άγριο, εξαιρετικό πλάσμα που είδαν να αναδύεται».

Όταν ολοκληρώθηκε, ο τάφος μεταφέρθηκε στη Γαλλία. Ο Επστάιν αντιμετώπισε προβλήματα, επειδή τα γαλλικά τελωνεία επέβαλαν εισαγωγικό δασμό 120 λιρών (£15.000 το 2021) στο μνημείο για την αξία της πέτρας. Οι φίλοι προσπάθησαν να βοηθήσουν. Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ο Χ.Γ. Ουέλς και ο Σερ Τζον Λέιβερι ήταν μεταξύ εκείνων που υπέγραψαν αίτηση ζητώντας από τους Γάλλους να απαλλάξουν τον τάφο από τον φόρο. Οι γαλλικές αρχές δεν μετακινήθηκαν και ο φόρος καταβλήθηκε μετά από κάποια καθυστέρηση.

Ο Επστάιν, ήδη ενοχλημένος από τη γραφειοκρατία και το κόστος, πήγε στο Περ Λεσέζ ένα πρωί για να δει το γλυπτό αμέσως μετά την παράδοσή του. Είχε λίγη δουλειά ακόμα, αλλά ανυπομονούσε να αποχαιρετήσει το έργο. Έρχονταν όμως τα χειρότερα: Η αντίδραση των αρχών του νεκροταφείου και του νομάρχη του Σηκουάνα που τρομοκρατήθηκαν από τα γεννητικά όργανα στο γλυπτό. Ο Επστάιν ήθελε να βάλει μερικές τελευταίες πινελιές στο κεφάλι, αλλά διαπίστωσε ότι ο τάφος ήταν καλυμμένος με μουσαμά και τον φύλαγε ένας χωροφύλακας. Ο αξιωματικός είπε στον Επστάιν ότι ο τάφος είχε απαγορευτεί και δεν έπρεπε να τον αγγίξει. Ο καλλιτέχνης με τα όχι και τόσο καλά γαλλικά του παρακάλεσε τον χωροφύλακα, αλλά δεν είχε αποτέλεσμα. Ο αξιωματικός είπε ότι λυπόταν, αλλά είχε τις εντολές του και «ο τάφος ήταν υπό κράτηση». Ο Επστάιν επέστρεψε στο νεκροταφείο εκείνο το βράδυ για να εργαστεί στον τάφο αφού έφυγε ο αστυνομικός και διαπίστωσε σοκαρισμένος ότι οι όρχεις στο άγαλμα είχαν καλυφθεί με γύψο «για να προστατεύσουν τη δημόσια αξιοπρέπεια». Στην υποτιθέμενη φιλελεύθερη Γαλλία, είδε πως η τέχνη του είχε καταργηθεί. Το μνημείο ήταν υπό αστυνομική επιτήρηση και ο Επστάιν διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει το έργο του. Η συζήτηση μαινόταν για μήνες στις γαλλικές εφημερίδες. Τελικά, επιτεύχθηκε συμβιβασμός με τις αρχές του νεκροταφείου. Υπό τις οδηγίες του Ρόμπερτ Ρος, και προς απόλυτη φρίκη του καλλιτέχνη, τοποθετήθηκε στους όρχεις του μνημείου μια χάλκινη πλάκα παρόμοια με το σχήμα πεταλούδας. Στη συνέχεια, στις αρχές Αυγούστου 1914, ο αποκρυφιστής και ποιητής Αλάιστερ Κρόουλι εισέβαλε στο νεκροταφείο τη νύχτα με τους φίλους του και αποκάλυψε τον τάφο πραγματοποιώντας μια τελετή. Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Κρόουλι πλησίασε τον Επστάιν σ’ ένα καφέ στο Παρίσι και γύρω από το λαιμό του ήταν η χάλκινη πεταλούδα. Ενημέρωσε τον Επστάιν ότι το έργο του εκτίθεται τώρα όπως ήθελε.

 

 

 

 

Ο Ρόμπι Ρος πέθανε το 1918 σε ηλικία 49 ετών και το 1950, στην 50ή επέτειο από τον θάνατο του Όσκαρ, μια τεφροδόχος που περιείχε τις στάχτες του Ρόμπι τοποθετήθηκε μέσα στον τάφο του Ουάιλντ. Ο τάφος του Όσκαρ Ουάλιντ είναι πλέον ο πιο επισκέψιμος στο Περ Λεσέζ. Το 1961, κάποιος έσπασε τους όρχεις του γλυπτού και η φήμη γύρω από το Παρίσι ήταν ότι ένας υπάλληλος στο νεκροταφείο τους χρησιμοποιούσε ως χαρτόβαρο. Στη δεκαετία του 1990, οι επισκέπτες άρχισαν να φιλούν τον τάφο του Όσκαρ και το γλυπτό σύντομα καλύφθηκε με κραγιόν, τα έλαια του οποίου άρχισαν να καταστρέφουν την πέτρα. Το Γραφείο Δημοσίων Έργων στην Ιρλανδία βοήθησε και ο τάφος θεωρείται πλέον ιρλανδικό μνημείο στο εξωτερικό. Το κραγιόν αφαιρέθηκε και τοποθετήθηκε σήμερα ένα γυάλινο προστατευτικό για την προστασία του τάφου.

4]. Μετά θάνατον: Το 2017, ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν ανάμεσα στους περίπου 50.000 άνδρες στους οποίους χορηγήθηκε μετά θάνατον χάρη για τις καταδίκες τους για ομοφυλοφιλία, η οποία την εποχή της τιμωρίας θεωρούνταν σεξουαλικό αδίκημα. Το πρόγραμμα χορήγησης χάριτος είναι γνωστό ως «Νόμος του Τιούρινγκ»,, αναφορά στον διάσημο Άγγλο κρυπτογράφο ο οποίος κατάφερε να σπάσει τον κρυπτογραφικό κώδικα των Ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο οποίος αυτοκτόνησε το 1954, ύστερα από καταδίκη του για προσβολή της δημοσίας αιδούς εξαιτίας των ομοφυλοφιλικών σχέσεων που διατηρούσε.

 

 

5]. Βιογραφίες:

Η ζωή του Ουάιλντ συνεχίζει να συναρπάζει κι έχει υπάρξει αντικείμενο δεκάδων βιογραφιών. Οι παλαιότερες είναι αναμνήσεις όσων τον γνώριζαν προσωπικά. Συνήθως είναι προσωπικές και ιμπρεσιονιστικές καταγραφές, που αποτελούν αξιόλογες σκιαγραφήσεις του χαρακτήρα του, και δεν είναι αξιόπιστες. Ο Αντρέ Ζιντ (1869-1951), στον οποίο ο Ουάιλντ άσκησε απόκοσμη επιρροή, έγραψε το In Memoriam, Oscar Wilde (1905) ─ ο ποιητής συχνά αναφερόταν στα κείμενα του Γάλλου συγγραφέα. Ο Λουί Τομά (1885 – 1962), ο οποίος είχε μεταφράσει στο παρελθόν βιβλία του ποιητή στα γαλλικά, έγραψε το 1920 το L’esprit d’Oscar Wilde. Ο Φρανκ Χάρις, φίλος και εκδότης του συγγραφέα, έγραψε το 1916 το βιβλίο  Oscar Wilde: His Life and Confessions· αν και επιρρεπές στην υπερβολή και μερικές φορές ιστορικά ανακριβές, αποδίδει ένα αρκετά καλό λογοτεχνικό πορτρέτο. Ο λόρδος Άλφρεντ Ντάγκλας έγραψε δύο βιβλία για την σχέση του με τον Ουάιλντ: Το πρώτο, το  Oscar Wilde and Myself του 1914, γράφτηκε κατά μεγάλο μέρος από τον Τ.Γ.Χ. Κρόουσλαντ (1865 – 1924) και σηματοδοτεί την προσπάθεια του Μπόουζι να αποστασιοποιηθεί από τη σκανδαλώδη φήμη που συνόδευε τον ποιητή. Και οι δύο αργότερα μετάνιωσαν για αυτό το πόνημα. Στη συνέχεια στο βιβλίο  Oscar Wilde: A Summing Up (1939), καθώς και στην αυτοβιογραφία του, αποδείχθηκε πιο σπλαχνικός προς τον αλλοτινό εραστή του. Από τους υπόλοιπους κοντινούς φίλους του Ουάιλντ, τόσο ο Ρόμπερτ Σέραρντ, όσο και ο Τσαρλς Ρίκετς, αλλά και ο Ρόμπερτ Ρος, εξέδωσαν κάποια στιγμή βιογραφίες, απομνημονεύματα και αλληλογραφία. Το βιβλίο του Άρθουρ Ράνσομ, Oscar Wilde, a critical study, εκδόθηκε το 1912. Αν και το έργο δεν αναφέρει παρά ελάχιστες λεπτομέρειες από τη ζωή του ποιητή, ο λόρδος Ντάγκλας κατέθεσε αγωγή για συκοφαντία κατά του Ράνσομ και του εκδοτικού του οίκου, The Times Book Club. Η δίκη που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1913 έμοιαζε με «επανέκδοση» των δικών του Ουάιλντ. Η αντιδικία ήταν απόρροια της ζήλιας μεταξύ Ντάγκλας και Ρος για τον Ουάιλντ. Ο Ντάγκλας έχασε· καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το De Profundis, αποσπάσματα του οποίου διαβάστηκαν κατά την διάρκεια της δίκης και κατέρριψαν τους ισχυρισμούς του Μπόουζι (ο Ράνσομ είχε συμβουλευτεί το  De Profundis πριν την συγγραφή του έργου του). Η πρώτη κατά γενική ομολογία αντικειμενική βιογραφία του ποιητή ήρθε από τον Χέσκεθ Πίρσον το 1946 με τον τίτλο Oscar Wilde: His Life and Wit. Το 1954 ο γιος του Ουάιλντ, Βίβιαν Χόλαντ, εξέδωσε τα απομνημονεύματά του με τίτλο Son of Oscar Wilde, όπου εξιστορεί τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν η σύζυγος και τα παιδιά του Ουάιλντ μετά την φυλάκισή του. Επανεκδόθηκε και ανανεώθηκε από τον γιο του – εγγονό του Ουάιλντ, Μέρλιν Χόλαντ, το 1989. Η ζωή του Ουάιλντ ακόμα ανέμενε μία ανεξάρτητη, αληθινή, ακαδημαϊκή έρευνα, όταν ο Ρίτσαρντ Έλμαν ξεκίνησε την αναζήτησή του για το μνημειώδες έργο του Oscar Wilde (1987), για το οποίο κέρδισε μετά θάνατον τόσο το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο (National (USA) Book Critics Circle Award) το 1988, όσο και το Βραβείο Πούλιτζερ, έναν χρόνο αργότερα. Το βιβλίο μάλιστα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τίτλο Wilde από τον Μπράιαν Γκίλμπερτ (γεν. 1960) το 1997, με πρωταγωνιστή τον Στίβεν Φράι (γεν. 1957) στον ομώνυμο ρόλο. Η βιογραφία του Νιλ Μακ Κένα, The Secret Life of Oscar Wilde (2003), προσφέρει μια εξερεύνηση της σεξουαλικότητας του ποιητή. Καταφεύγει συχνά σε εικασίες, και έχει κατηγορηθεί ευρέως για την αμιγώς υποθετική φύση της και την έλλειψη ακαδημαϊκού κύρους. Το  Oscar’s Books (2008) του Τόμας Ράιτ ακολουθεί τη ζωή του Ουάιλντ από τα παιδικά του χρόνια στο Δουβλίνο μέχρι τον θάνατό του στο Παρίσι, μέσω των βιβλίων που διάβαζε ο ποιητής. Έχοντας καταφέρει να εντοπίσει τα περισσότερα από τα βιβλία, που κάποτε αποτελούσαν τη βιβλιοθήκη του συγγραφέα στο σπίτι του στην οδό Τάιτ (τα οποία διασκορπίστηκαν την εποχή των δικαστικών διενέξεων του Ουάιλντ), ο Ράιτ ήταν ο πρώτος που ανέλυσε τις σημειώσεις που κράταγε ο ποιητής στα περιθώρια των βιβλίων του. Σύγχρονοι τίτλοι περιλαμβάνουν τα  Oscar Wilde  του Φιλίπ Ζιλιάν (1919 – 1977), καθώς και το L’ affaire Oscar Wilde, ou, Du danger de laisser la justice mettre le nez dans nos draps του θρησκειολόγου Οντόν Βαλέ (γεν. 1947).

Για το τέλος, ας προσθέσουμε την προφητική αναφορά του Ρόμπερτ Ρος για την προσφορά του φίλου του, ο οποίος δήλωσε στις της 23ηςΔεκεμβρίου 1900 για το ανεξίτηλο σημάδι της αξίας των έργων του που σίγουρα θα άφηνε με τα χρόνια: «Με τον καιρό πιστεύω όλοι θα αναγνωρίσουν τα επιτεύγματά του· τα έργα του και τα δοκίμιά του θα αντέξουν. Φυσικά μπορεί και να συμφωνείτε, όπως και άλλοι, ότι η προσωπικότητά του και οι συζητήσεις του ήταν πιο υπέροχες από ό,τι έγραψε, και, ως εκ τούτου, τα γραπτά του αποδίδουν μονάχα μια θαμπή αντανάκλαση της δύναμής του. Ίσως είναι έτσι, και φυσικά είναι αδύνατο να αναπαράγουμε κάτι που έχει χαθεί για πάντα».

 

 

 

 

i Ο Λόρδος Άλφρεντ Μπρους Ντάγκλας  (1870-1945), γνωστός και ως  Μπόζι Ντάγκλας, (Bosie) ήταν Άγγλος ποιητής και δημοσιογράφος και ερωμένος του  Όσκαρ Ουάιλντ. Ήταν τρίτος γιος του Τζον Ντάγκλας του 9ου μαρκήσιου Κουίνσμπερι  και της πρώτης του συζύγου, Σίμπιλ Μοντγκόμερι. Υπήρξε το αγαπημένο παιδί της μητέρας του. Τον αποκάλεσε Bosie (παράγωγο του boysie<boy), ένα παρατσούκλι που του κόλλησε για το υπόλοιπο της ζωής του.  Ο μαρκήσιος παντρεύτηκε αργότερα την Έθελ Γουίντεν το 1893, αλλά ο γάμος ακυρώθηκε τον επόμενο χρόνο λόγω μοιχείας. Ο Ντάγκλας εκπαιδεύτηκε στο  Wixenford SchoolWinchester College  (1884–88) και Magdalen College, Oxford  (1889–93), το οποίο άφησε χωρίς να αποκτήσει πτυχίο. Στην Οξφόρδη , επιμελήθηκε ένα προπτυχιακό ομοερωτικό περιοδικό  The Spirit Lamp (1892–3), δραστηριότητα που συνέβαλε στη συνεχή σύγκρουση ανάμεσα σε αυτόν και τον πατέρα του. Το 1891, ο ξάδερφος του Ντάγκλας, Λάιονελ Τζόνσον, του σύστησε τον  Όσκαρ Ουάιλντ και σύντομα ξεκίνησαν μια σχέση.   Ο Ντάγκλας έχει περιγραφεί ως κακομαθημένος, απερίσκεπτος, θρασύς και υπερβολικός.  Ξόδευε χρήματα σε αγόρια και τυχερά παιχνίδια και περίμενε ότι ο Ουάλιντ θα συνεισέφερε στη χρηματοδότηση των προτιμήσεών του, ακόμη και τις πληρωμές των αγοριών και των ξενοδοχείων στα οποία πήγαινε. Συχνά μάλωναν και χώριζαν, αλλά πάντα συμφιλιώνονταν. Ο Ντάγκλας είχε εγκωμιάσει το έργο του Ουάιλντ  Σαλώμη στο περιοδικό της Οξφόρδης The Spirit Lamp. Ο Ουάλιντ είχε γράψει τη Σαλώμη στα γαλλικά και το 1893 ανέθεσε στον Ντάγκλας να το μεταφράσει στα αγγλικά. Τα γαλλικά του Ντάγκλας ήταν πολύ φτωχά και η μετάφρασή του δέχτηκε έντονη κριτική. Για παράδειγμα, ένα απόσπασμα που έλεγε «On ne doit regarder que dans les miroirs « («Κάποιος πρέπει να κοιτάζει μόνο σε καθρέφτες») απέδωσε «Δεν πρέπει να κοιτάζει κανείς τους καθρέφτες». Ο Ντάγκλας εξοργίστηκε με την κριτική του Ουάιλντ και ισχυρίστηκε ότι τα λάθη ήταν στην πραγματικότητα στο αρχικό έργο του Ουάιλντ. Αυτό οδήγησε σε διακοπή της σχέσης και σε μια διαμάχη μεταξύ των δύο, με την ανταλλαγή θυμωμένων μηνυμάτων και ακόμη και τη συμμετοχή του εκδότη  Τζον Λέιν και του εικονογράφου Όμπρεϊ Μπέρντσλι,  όταν οι ίδιοι αντιτάχθηκαν στη κακή μετάφραση του Ντάγκλας.

Ο πατέρας του Άλφρεντ, ήδη γνωστός για τους τραχείς τρόπους του, υποψιαζόταν ότι ο σύνδεσμος του γιου του με τον Ουάλιντ ήταν κάτι περισσότερο από φιλία. Έστειλε στον γιο του ένα γράμμα, του επιτέθηκε επειδή παράτησε την Οξφόρδη χωρίς πτυχίο και δεν ακολούθησε μια σωστή καριέρα. Απείλησε να «απαρνηθεί [τον Άλφρεντ] και να σταματήσει όλες τις προμήθειες χρημάτων». Ο Άλφρεντ απάντησε με ένα τηλεγράφημα λέγοντας αγενώς: «Τι αστείο ανθρωπάκι είσαι». Ο μαρκήσιος τον απείλησε πως αν συνεχίσει τη σχέση του με τον Ουάιλντ: «Θα κάνω ένα δημόσιο σκάνδαλο με έναν τρόπο που δεν ονειρεύεσαι». Ο Άλφρεντ τότε έστειλε στον πατέρα του μια καρτ ποστάλ που έγραφε «Σε απεχθάνομαι» και ξεκαθάρισε ότι θα έπαιρνε το μέρος του Ουάιλντ σε μια μάχη ανάμεσα σε αυτόν και τον μαρκήσιο και «με ένα γεμάτο περίστροφο». Απαντώντας ο Κουίνσμπερι, έγραψε στον Άλφρεντ (τον οποίο απευθυνόταν ως «μιζερό πλάσμα») ότι είχε χωρίσει με τη μητέρα του για να μην «κινδυνεύσει να φέρει στον κόσμο περισσότερα πλάσματα σαν εσάς» και συμπλήρωσε: «Έκλαψα για σένα τα πιο πικρά δάκρυα που έριξε ποτέ ένας άνθρωπος, που είχα φέρει ένα τέτοιο πλάσμα στον κόσμο και άθελά μου διέπραξα ένα τέτοιο έγκλημα… Πρέπει να έχεις άνοια». Ο μεγαλύτερος αδερφός του Ντάγκλας,  Φράνσις Βισκόντ Ντράμλανριγκ, πέθανε σε ένα ύποπτο κυνηγετικό ατύχημα τον Οκτώβριο του 1894, καθώς κυκλοφόρησαν φήμες ότι είχε ομοφυλοφιλική σχέση με τον πρωθυπουργό, λόρδο Ρόζμπερι, και ότι η αιτία θανάτου ήταν η αυτοκτονία.

Ο μαρκήσιος Κουίνσμπερι ξεκίνησε έτσι μια εκστρατεία για να σώσει τον άλλο του γιο, τον Άλφρεντ, και άρχισε μια δημόσια δίωξη του Ουάιλντ. Ο μαρκήσιος και ένας σωματοφύλακάς του πήγαν στο σπίτι του Ουάλιντ, όπου άρχισε τις απειλές. Αργότερα, ο Κουίνσμπερι σχεδίαζε να πετάξει σάπια λαχανικά στον Ουάιλντ την πρώτη νύχτα του The Importance of Being Earnest, αλλά προειδοποιημένος γι’ αυτό, ο Ουάιλντ μπόρεσε να του απαγορεύσει την πρόσβαση στο θέατρο. Στη συνέχεια, ο Κουίνσμπερι προσέβαλε δημόσια τον Ουάιλντ αφήνοντας στη λέσχη του τελευταίου μια επισκεπτήρια στην οποία είχε γράψει, «Για τον Όσκαρ Ουάιλντ που υποδύεται τον σοδομίτη [sic]». Η διατύπωση είναι αμφισβητήσιμη – το χειρόγραφο είναι ασαφές – αν και ο βιογράφος Μοντγκόμερι Χάιντ το αναφέρει πως αυτό έγραψε. Σύμφωνα όμως με τον Μέρλιν Χόλαντ, τον εγγονό του Ουάλιντ, είναι πιο πιθανό το «Posing somdomite», ενώ ο ίδιος ο Κουίνσμπερι ισχυρίστηκε ότι ήταν «Posing as somdomite». Ο Χόλαντ προτείνει ότι αυτή η διατύπωση «παριστάνοντας τον…» θα ήταν ευκολότερο να την υπερασπιστεί κανείς στο δικαστήριο και ο Κουίνσμπερι μπορούσε να αποφύγει την καταδίκη, αποδεικνύοντας στο δικαστήριο όχι μόνο ότι η κατηγορία που είχε κάνει ήταν αληθινή και ότι υπήρχε επίσης δημόσιο συμφέρον να δημοσιοποιήσει την κατηγορία.

Ο Έντουαρντ Κάρσον, ο δικηγόρος του Κουίνσμπερι, απεικόνισε τον Ουάιλντ ως έναν μοχθηρό ηλικιωμένο άνδρα που κυνηγά αφελή νεαρά αγόρια και με υπερβολικά δώρα και υποσχέσεις για έναν λαμπερό τρόπο ζωής τους παρέσυρε στη ζωή της ομοφυλοφιλίας. Αρκετές άκρως υποβλητικές ερωτικές επιστολές που είχε γράψει ο Ουάιλντ στον Ντάγκλας παρουσιάστηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία. Ο Ουάλιντ ισχυρίστηκε ότι ήταν έργα τέχνης. Ο Ουάιλντ ρωτήθηκε στενά για τα ομοερωτικά θέματα στο  The Picture of Dorian Gray . Ο δικηγόρος του Κουίνσμπερι ανακοίνωσε στο δικαστήριο ότι εντόπισε πολλούς νεαρούς που επρόκειτο να καταθέσουν ότι είχαν σεξουαλική επαφή με τον Ουάιλντ. Με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της υπόθεσης, ο Ουάλιντ συνελήφθη την επόμενη ημέρα και κατηγορήθηκε για διάπραξη εγκληματικού σοδομισμού και «χονδρικής απρέπειας», ένα έγκλημα που μπορεί να διαπραχθεί μόνο από δύο άνδρες, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει κι άλλες σεξουαλικές πράξεις εκτός από σοδομισμό. Το ποίημα του Ντάγκλας, τον Σεπτέμβριο του 1892, «Two Loves» (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Οξφόρδης The Chameleon τον Δεκέμβριο του 1894) χρησιμοποιήθηκε εναντίον του Ουάλιντ στη δίκη του τελευταίου. Τελειώνει με τη διάσημη γραμμή που αποκαλεί ομοφυλοφιλία «την αγάπη που δεν τολμά να πει το όνομά της», που συχνά αποδίδεται λανθασμένα στον Ουάλιντ. Ο Ουάιλντ έδωσε μια εύγλωττη αλλά αντιπαραγωγική εξήγηση για τη φύση αυτής της αγάπης στο βήμα του μάρτυρα. Το 1895, όταν ο Ουάιλντ αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση κατά τη διάρκεια των δοκιμών του, ο ξάδερφος του Ντάγκλας,  Σόλτο Τζόνστον Ντάγκλας, στάθηκε εγγυητής  για 500 λίρες από τα χρήματα της εγγύησης. Ο εισαγγελέας όμως επέλεξε να ανακινήσει την υπόθεση. Ο Ουάιλντ τελικά καταδικάστηκε στις 25 Μαΐου 1895 και σε  καταναγκαστικά έργα δύο ετών, πρώτα στο  Πέντονβιλ, στη συνέχεια στο Γουάντσγουορθ, στη συνέχεια διάσημα στο Ρέντινγκ Γκολ.

Ο Ντάγκλας αναγκάστηκε να εξοριστεί στην Ευρώπη. Ενώ βρισκόταν στη φυλακή, ο Ουάιλντ το 1897 έγραψε στον Ντάγκλας μια μεγάλη και επικριτική επιστολή με τίτλο  De Profundis, περιγράφοντας πώς ένιωθε γι’ αυτόν. Ο Ουάλιντ δεν είχε άδεια να την στείλει, αλλά μόνο μπορούσε να του την στείλει μετά την απελευθέρωση του. Δόθηκε στον Ρόμπι Ρος να κάνει ένα αντίγραφο και να στείλει το πρωτότυπο στον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας. Ο Λόρδος Άλφρεντ Ντάγκλας είπε αργότερα ότι έλαβε μόνο ένα γράμμα από τον Ρος με μερικές επιλογές, και δεν ήξερε ότι υπήρχε επιστολή, έως ότου έγινε αναφορά σε αυτή σε μια βιογραφία του Ουάιλντ για την οποία ο Ρος τον είχε συμβουλευτεί. Μετά την απελευθέρωση του Ουάιλντ στις 19 Μαΐου 1897, οι δυο τους ενώθηκαν ξανά τον Αύγουστο στη Ρουέν, αλλά έμειναν μαζί μόνο λίγους μήνες λόγω προσωπικών διαφορών και διαφόρων πιέσεων. Η συνάντηση στη Ρουέν αποδοκιμάστηκε από τους φίλους και τις οικογένειες και των δύο ανδρών. Στα τέλη του 1897, ο Ουάιλντ και ο Ντάγκλας ζούσαν μαζί στη Νάπολη, αλλά χώρισαν λόγω οικονομικών πιέσεων και για άλλους προσωπικούς λόγους.

Ο Ουάιλντ πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του κυρίως στο Παρίσι. Ο Ντάγκλας επέστρεψε στη Βρετανία στα τέλη του 1898. Η περίοδος συμβίωσης στη Νάπολη έγινε αργότερα αμφιλεγόμενη. Όταν τελικά ο Ντάγκλας κέρδισε κεφάλαια από την περιουσία του αείμνηστου πατέρα του που πέθανε το 1900 αλλά αρνήθηκε να χορηγήσει στον Ουάιλντ μόνιμο επίδομα, αν και του έδινε περιστασιακά ποσά. Ο Ουάιλντ ήταν ακόμη χρεοκοπημένος όταν πέθανε κι αυτός το 1900. Σύμφωνα με πληροφορίες υπήρξε μια διαμάχη στον τάφο μεταξύ του και του Ρόμπι Ρος που εξελίχθηκε σε κόντρα και προμήνυε την μετέπειτα διαμάχη μεταξύ τους.

Μετά τον θάνατο του Ουάλιντ, ο Ντάγκλας έκανε στενή φιλία με την Όλιβ Κάστενς , μια  αμφιφυλόφιλη  κληρονόμο και ποιήτρια.  Παντρεύτηκαν στις 4 Μαρτίου 1902. Η Όλιβ Κάστενς ήταν σε σχέση με τη συγγραφέα  Νάταλι Μπάρνεϊ  όταν αυτή και ο Ντάγκλας πρωτογνωρίστηκαν.  Η Μπάρνεϊ και ο Ντάγκλας έγιναν τελικά στενοί φίλοι και η Μπάρνεϊ ονομάστηκε νονά του γιου τους, Ρέιμοντ Ουίλφρεντ Σόλτο Ντάγκλας, που γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1902. Ο γάμος έγινε θυελλώδης αφότου ο Ντάγκλας έγινε καθολικός το 1911. Χώρισαν το 1913, έζησαν μαζί για ένα διάστημα τη δεκαετία του 1920, αφού η Κάστανς προσηλυτίστηκε επίσης, και μετά έζησαν χωριστά αφού εγκατέλειψε τον Καθολικισμό της. Η υγεία του μοναδικού τους παιδιού επιβαρύνθηκε περαιτέρω τον γάμο, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του 1920 είχε τελειώσει, αν και δεν χώρισαν ποτέ.

Περισσότερο από μια δεκαετία μετά τον θάνατο του Ουάιλντ, με την απελευθέρωση των απωθημένων τμημάτων της επιστολής του Ουάιλντ De Profundis το 1912, ο Ντάγκλας στράφηκε εναντίον του πρώην φίλου του, την ομοφυλοφιλία του οποίου καταδίκασε. Ήταν μάρτυρας υπεράσπισης στην υπόθεση συκοφαντίας που άσκησε ο Μοντ Άλαν εναντίον του Νόελ Πέμμπερτον Μπίλινγκ  το 1918. Ο Μπίλινγκ είχε κατηγορήσει τον Άλαν, ο οποίος έπαιζε το έργο του Ουάλιντ, Σαλώμη, ότι ήταν μέρος μιας σκόπιμης προδοτικής ομοφυλοφιλικής συνωμοσίας για να υπονομεύσει την πολεμική προσπάθεια της Αγγλίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ντάγκλας συνέβαλε επίσης στο περιοδικό του Μπίλινγκ,  Vigilante,  ως μέρος της εκστρατείας του εναντίον του Ρόμπι Ρος. Είχε γράψει ένα ποίημα που αποκαλούσε τη Μάργκοτ Άσκουϊθ  «δεμένη με λεσβιακά φιλέτα», ενώ ο σύζυγός της Πρωθυπουργός  Χέμπερτ  έδωσε χρήματα στον Ρος.  Κατά τη διάρκεια της δίκης αποκάλεσε τον Ουάλιντ ως «τη μεγαλύτερη δύναμη του κακού που εμφανίστηκε στην Ευρώπη τα τελευταία τριακόσια πενήντα χρόνια», προσθέτοντας ότι μετάνιωσε έντονα που τον γνώρισε και τον βοήθησε με τη γαλλική μετάφραση της  Σαλώμης, η οποία ονόμασε «ένα πιο ολέθριο και αποτρόπαιο έργο».

Το 1920-1922 ο Ντάγκλας ίδρυσε ένα δεξιό , καθολικό και βαθιά αντισημιτικό εβδομαδιαίο περιοδικό με το όνομα Plain English,  στο οποίο συνεργάστηκε με τον Χάρολντ Σέργουντ Σπένσερ  και αρχικά με τον Τόμας Γουίλιαμ Χότζσον Κρόσλαντ. Ισχυρίστηκε ότι διαδέχτηκε την Ακαδημία, στην οποία ο Ντάγκλας ήταν συντάκτης.  Ο Ντάγκλας παραδέχτηκε αργότερα ότι η πολιτική του ήταν «έντονα αντισημιτική».  Από τον Αύγουστο του 1920 (τεύχος αρ. 8) το περιοδικό  άρχισε να δημοσιεύει μια μεγάλη σειρά άρθρων με τίτλο «The Jewish Riil» από τον ταγματάρχη, κόμη Τσίρεπ Σπιρίντοβιτς, του οποίου ο τίτλος προήλθε από το πλαστό έργο, Τα Πρωτόκολλα των Πρεσβυτέρων της Σιών. Ο Ντάγκλας σύρθηκε σε δίκες ως αντισημίτης. Τον Μάιο του 1921 υπαινίχθηκε ότι ο λόρδος Κίτσενερ είχε δολοφονηθεί από Εβραίους. Ο Ντάγκλας έπαψε να είναι συντάκτης μετά το τεύχος 67 το 1921, μετά από μια διαμάχη με τον Σπένσερ.  Το 1921, δημιούργησε έναν βραχύβιο, σχεδόν πανομοιότυπο αντίπαλο που ονομαζόταν  Απλός Λόγος  με τον Χέρμπερτ Μουρ Πιμ. Το πρώτο του τεύχος περιείχε μια επιστολή από έναν ανταποκριτή στη Γερμανία που επαινούσε τον Χίτλερ και το Γερμανικό Λευκό Εργατικό Κόμμα». Το 1920 προσχώρησε στην ιδέα του «Εβραϊκού Κινδύνου», αλλά σημείωσε, «Η Χριστιανική Φιλανθρωπία μας απαγορεύει να συμμετάσχουμε σε χονδρική και αδιάκριτη κατάχρηση και δυσφήμιση μιας ολόκληρης φυλής».  Το 1921 δήλωσε ότι δεν ήταν αποδεκτό να «μετατεθεί η ευθύνη» στους Εβραίους.  Στην Αυτοβιογραφία του το 1929 έγραψε, «Νιώθω τώρα ότι είναι γελοίο να κατηγορείς τους Εβραίους, αποδίδοντάς τους ιδιότητες και μεθόδους που είναι πραγματικά πολύ πιο τυπικά αγγλικές από ό,τι εβραϊκή» και στη συνέχεια έδειξε ότι η χώρα έπρεπε μόνο να φταίει αν έμπαιναν οι Εβραίοι και την πατούσαν. Ο ιστορικός Κόλιν Χολμς υποστήριξε ότι ενώ «ο Ντάγκλας ήταν στην πρώτη γραμμή του αντισημιτισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1920, δεν ήταν σε θέση να συμβιβαστεί με τον φαύλο ρατσιστικό αντισημιτισμό στη Γερμανία» υπό τους Ναζί.

Ο Ντάγκλας ξεκίνησε την «αυτοδικία και συκοφαντική του καριέρα» κερδίζοντας μια συγγνώμη και 50 γκίνεες το καθένα από τα πανεπιστημιακά περιοδικά  Isis  και Cambridge της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ για συκοφαντικές αναφορές σε αυτόν σε ένα άρθρο για τον Ουάλιντ.  Ο Ντάγκλας ήταν ενάγων ή κατηγορούμενος σε πολλές δίκες για αστική ή ποινική συκοφαντική δυσφήμιση. Το 1913 κατηγορήθηκε για συκοφαντική δυσφήμιση του πεθερού του. Την ίδια χρονιά κατηγόρησε τον Άρθουρ Ράνσομ  ότι τον συκοφάντησε στο βιβλίο του Oscar Ουάλιντ: A Critical Study. Είδε τη δίκη ως ένα όπλο εναντίον του εχθρού του Ρος, χωρίς να καταλαβαίνει ότι ο Ρος δεν θα κληθεί να δώσει στοιχεία. Το δικαστήριο έκρινε υπέρ του Ράνσομ, και ο Ντάγκλας χρεοκόπησε λόγω της αποτυχημένης αγωγής για συκοφαντική δυσφήμιση.  Ο Ράνσομ αφαίρεσε τα προσβλητικά αποσπάσματα από τη δεύτερη έκδοση.  Η κύρια υπόθεση ασκήθηκε από το Στέμμα για λογαριασμό του Ουίνστον Τσόρτσιλ το 1923. Ο Ντάγκλας κρίθηκε ένοχος για συκοφαντική δυσφήμιση του Τσόρτσιλ και καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση. Ο Τσόρτσιλ είχε κατηγορηθεί ως υπουργός του υπουργικού συμβουλίου για παραποίηση επίσημης αναφοράς για τη Μάχη της Γιουτλάνδης το 1916, όταν, αν και υπέστη σοβαρές απώλειες, το Βασιλικό Ναυτικό έδιωξε τον γερμανικό μαχητικό στόλο από την ανοιχτή θάλασσα. Λέγεται ότι ο Τσόρτσιλ ανέφερε ότι το Bρετανικό Nαυτικό είχε όντως ηττηθεί, με το υποτιθέμενο κίνητρο ότι όταν ανακοινώθηκε η είδηση, οι τιμές των βρετανικών τίτλων θα έπεφταν στα χρηματιστήρια του κόσμου, επιτρέποντας σε μια ομάδα επώνυμων Εβραίων χρηματοδόχων να κερδοσκοπήσουν. Η ανταμοιβή του Τσόρτσιλ ήταν ένα σπίτι με έπιπλα αξίας 40.000 λιρών. Όπως σημείωσε ο γενικός εισαγγελέας στο δικαστήριο για λογαριασμό του Τσόρτσιλ, δεν υπήρξε «καμία πλοκή, κανένα ψεύτικο ανακοινωθέν, καμία επιδρομή στο χρηματιστήριο και κανένα δώρο εκλεκτών επίπλων».

Το 1924, ενώ βρισκόταν στη φυλακή, ο Ντάγκλας απηχούσε τη σύνθεση του Ουάιλντ για το  De Profundis  κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του και έγραψε το τελευταίο του σημαντικό ποιητικό έργο, In Excelsis  σε 17 cantos. Δεδομένου ότι οι αρχές της φυλακής δεν επέτρεψαν στον Ντάγκλας να πάρει το χειρόγραφο μαζί του κατά την αποφυλάκισή του, έπρεπε να ξαναγράψει το έργο από μνήμης. Ο Ντάγκλας υποστήριξε ότι η υγεία του δεν ανέκαμψε ποτέ από τη σκληρή δοκιμασία στη φυλακή, η οποία περιελάμβανε τον ύπνο σε ένα σανίδι κρεβάτι χωρίς στρώμα. Τα συναισθήματα του Ντάγκλας για τον Ουάιλντ άρχισαν να αμβλύνονται μετά τη φυλάκιση του ίδιου του Ντάγκλας το 1924. Έγραψε το Oscar Ουάλιντ: A Summing Up , «Μερικές φορές μια αμαρτία είναι επίσης έγκλημα (για παράδειγμα, ένας φόνος ή μια κλοπή), αλλά αυτό δεν συμβαίνει με την ομοφυλοφιλία, περισσότερο από ό,τι με τη μοιχεία».  Το 1933 έδωσε μια ομιλία για την ποίηση στην Catholic Poetry Society με θέμα «Η καθολική στάση απέναντι σε ορισμένους ποιητές». Για τον Ουάιλντ, ο Ντάγκλας είπε: «Πολλά χρόνια [μετά το θάνατο του Ουάιλντ] και αφού έγινα καθολικός, αντέδρασα βίαια εναντίον του… Οι μετακλητοί είναι πολύ ικανοί να λογοκρίνουν και να είναι πιο καθολικοί από τους καθολικούς… Ελπίζω να είμαι τώρα πιο φιλανθρωπικός και πλατύμυαλος από ό,τι ήμουν… Αφού έκανα δύο άκρα στην εκτίμηση μου για τον Ουάιλντ, τώρα έχω φτάσει σε αυτό που πιστεύω ότι είναι το ευτυχισμένο μέσο». Ομοίως, το 1935 έγραψε στον διευθυντή θεάτρου Νόρμαν Μάρσαλ σχετικά με την προτεινόμενη παραγωγή ενός έργου από τον Μάρσαλ για το σκάνδαλο Ουάλιντ, κλείνοντας την επιστολή του: «Αφιερωμένος όπως είμαι ακόμα και πάντα θα είμαι στη μνήμη αυτού του λαμπρού και υπέροχου ανθρώπου. Και με συνείδηση ​​όπως είμαι και θα είμαι πάντα για τις δικές μου αποτυχίες… Ο Ουάιλντ ήταν ο συγγραφέας αυτού που θεωρώ ότι είναι, εκτός από τον Σαίξπηρ, η καλύτερη κωμωδία στην αγγλική γλώσσα».

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και μέχρι τον θάνατό του, ο Ντάγκλας διατήρησε αλληλογραφία με πολλούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των  Μαρί Στοπ και Μπέρναρντ Σω . Ο Άντονι Γουίν βασίστηκε στο έργο του Μπέρναρντ και Μπόζι: Μια πιο απίθανη φιλία  στα γράμματα μεταξύ Σω και Ντάγκλας. Μία από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του Ντάγκλας ήταν μια διάλεξη με μεγάλη αποδοχή στη Βασιλική Εταιρεία Λογοτεχνίας στις 2 Σεπτεμβρίου 1943 σχετικά με τις Αρχές της Ποίησης, που δημοσιεύτηκε σε έκδοση 1.000 αντιτύπων. Επιτέθηκε στην ποίηση του Τ.Σ. Έλιοτ. Την ομιλία επαίνεσαν οι Άρθουρ Κουίλερ Κοτς και Αουγκούστους Τζον.

Ο Χάρολντ Νίκολσον περιέγραψε την εντύπωσή του για τον Ντάγκλας αφού τον συνάντησε σε ένα μεσημεριανό πάρτι το 1936: «Έχει απομείνει ένα μικρό ίχνος από την καλή του εμφάνιση. Η μύτη του έχει πάρει ένα περίεργο σχήμα που μοιάζει με ράμφος, το στόμα του έχει στρίψει σε σχήματα νευρικής ευερεθιστότητας και τα μάτια του, αν και ακόμα μπλε, είναι κίτρινα και αιματοβαμμένα. Κάνει νευρικές και σπασμωδικές κινήσεις με χέρια με φακίδες και σαν νύχια. Σκύβει ελαφρά και σέρνει ένα πόδι. Ωστόσο, πίσω από αυτή την εμφάνιση ενός μικρού, σταυρωτού, ηλικιωμένου κυρίου φαντάζει το σχήμα ενός νεαρού άνδρα της δεκαετίας του ’90, με μικρές αξιολύπητες λάμψεις του αγοριού και της ευθυμίας του 1893. Περίμενα πλήρως την αυτολύπηση, την καχυποψία και τον υπονοούμενο εκνευρισμό, αλλά δεν είχα προβλέψει ότι θα έμενε ένα ελάχιστο ίχνος από το αγορίστικο ύφος του. Προφανώς η μεγάλη τραγωδία της ζωής του τον έχει σημαδέψει βαθιά». Μίλησε πολύ ειλικρινά για τον γάμο του και για τον γιο του, ο οποίος βρίσκεται σε ένα σπίτι στο Νορθάμπτον.

Στο βιβλίο Secret Historian, ο Σάμουελ Στιούαρτ (καθηγητής, ποιητής και μυθιστοριογράφος) έγραψε στο ημερολόγιό του ότι γνώρισε τον λόρδο Ντάγκλας όταν ο Ντάγκλας ήταν 67 ετών, ενώ ο Στιούαρτ 27. Ο λόρδος Ντάγκλας ομολόγησε ότι ήταν πέρα ​​από τις «αμαρτίες της σάρκας», ήταν να καταλήξει στο κρεβάτι με τον Στιούαρτ. Ο Ντάγκλας διακηρύσσει ότι ο Ουάιλντ και αυτός, δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το να φιληθούν και να βρουν άλλους άντρες ο ένας για τον άλλον. Το μοναχοπαίδι του Ντάγκλας, ο Ρέιμοντ, διαγνώστηκε το 1927, σε ηλικία 24 ετών, με σχιζοσυναισθηματική διαταραχή  και μπήκε στο νοσοκομείο St Andrew’s Hospital, ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Αν και απολύθηκε, και πήρε εξιτήριο μετά από πέντε χρόνια, υπέστη άλλη μια βλάβη και επέστρεψε στο νοσοκομείο. Τον Φεβρουάριο του 1944, όταν η μητέρα του πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία  σε ηλικία 70 ετών, ο Ρέιμοντ μπόρεσε να παραστεί στην κηδεία της. Η συμπεριφορά του επιδεινώθηκε γρήγορα, και επέστρεψε στο St Andrew’ s τον Νοέμβριο, όπου έμεινε μέχρι το θάνατό του, στις 10 Οκτωβρίου 1964.

Ο Ντάγκλας πέθανε από συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια στο Λάνσινγκ του Δυτικού Σάσεξ στις 20 Μαρτίου 1945 σε ηλικία 74 ετών. Κηδεύτηκε στις 23 Μαρτίου στη Φραγκισκανική Μονήστο Κρόλεϊ, μαζί με τη μητέρα του, η οποία είχε πεθάνει στις 31 Οκτωβρίου 1935 σε ηλικία 90. Ο ηλικιωμένος Ντάγκλας, που ζούσε μια μειωμένη ζωή στο Χόουβ τη δεκαετία του 1940, εμφανίζεται στα ημερολόγια του Χένρι Τσάνον και στην πρώτη αυτοβιογραφία του Ντόναλντ Σίντεν , του οποίου ο γιος Μαρκ Σίντεν ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του ήταν ένας από τους δύο ανθρώπους στην κηδεία.  Στην πραγματικότητα, το ρεπορτάζ της κηδείας στους The Times  ανέφερε περίπου 20 πενθούντες, συμπεριλαμβανομένου του Σίντεν, «με άλλους φίλους».  Πέθανε στο σπίτι του Έντουαρντ και της Σίλα Κόλμαν, οι οποίοι ήταν οι κύριοι δικαιούχοι στη διαθήκη του, κληρονομώντας τα πνευματικά δικαιώματα στο έργο του. Έργα του: Ποιήματα (1896) * Tails with a Twist by a Belgian Hare” (1898) * Η πόλη της ψυχής (1899) * Ο Δούκας του Μπέργουικ (1899)* The Placid Pug (1906) * The Pongo Papers and the Duke of Berwick (1907) * Σονέτα  (1909) * The Collected Poems of Lord Alfred Douglas (1919) * Στο Excelsis (1924) * The Complete Poems of Lord Alfred Douglas (1928) * Σονέτα (1935) * Στίχοι (1935) * Τα Σονέτα του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας (1943) * Oscar Ουάλιντ and Myself  (1914) (γραμμένο από τον TWH Crosland ) * Πρόλογος στον Νέο Πρόλογο στο Life and Confessions of Oscar Ουάλιντ του Frank Harris (1925) * Εισαγωγή στο Songs of Cell του Horatio Bottomley  (1928) * The Autobiography of Lord Alfred Douglas (1929, 2η έκδ. 1931) * Η φιλία μου με τον Όσκαρ Ουάιλντ (1932, με τον τίτλο της αμερικανικής έκδοσης των Απομνημονευμάτων του) * The True History of Shakespeares Sonnets (1933) * Εισαγωγή στον Άνθρωπο με Παντομίμα του Ρίτσαρντ Μίντλετον (1933) *Πρόλογος στο βιβλίο Bernard Shaw, Frank Harris και Oscar Ουάλιντ του Robert Harborough Sherard (1937) * Χωρίς συγγνώμη (1938) * Πρόλογος στον Όσκαρ Ουάιλντ: Ένα έργο των Λέσλι Στόουκς  αι Σιούελ Στόουκς (1938) * Εισαγωγή στο Brighton Aquatints  του Τζον Πάιπερ (1939) * Η Ιρλανδία και ο πόλεμος κατά του Χίτλερ (1940) * Oscar Ουάλιντ: A Summing Up  (1940) * Εισαγωγή στον  Όσκαρ Ουάιλντ και τα Κίτρινα Ενενήντα του Φράνσις Γουίνγουαρ (1941) * The Principles of Poetry (1943) * Πρόλογος στο Wartime Harvest της Marie Carmichael Stopes (1944).

ii Ο μεγαλύτερος γιος του Κουίνσμπερι, Φράνσις, Ντάγκλας Βισκόουντ, είχε πιθανώς στενή σχέση με τον  Άρτσιμπαλντ Φιλίπ Πριμρόουζ, τον πρωθυπουργό του οποίου ήταν ιδιωτικός γραμματέας, κάτι που έληξε με τον θάνατο του Ντράμλανριγκ σε ένα ανεξήγητο ατύχημα. Σε κάθε περίπτωση, ο μαρκήσιος του Κουίνσμπερι πίστευε ότι οι γιοι του είχαν διαφθαρεί από μεγαλύτερους ομοφυλόφιλους ή, όπως το διατύπωσε σε μια επιστολή μετά τον θάνατο του Ντράμλανριγκ: «Οι Μοντγκόμερις, Οι Σνομπ αδερφές, όπως ο Ρόουζμπερι και σίγουρα ο Κρίστιαν Χιποκράιτ όπως ο Γκλαστόουν και ο πολλοί από εσάς».

iii Το χειρόγραφο του Κουίνσμπερι ήταν σχεδόν δυσκολοερμήνευτο: Ο μεταφορέας της κάρτας του διάβασε αρχικά «πονς και σοδομίτης», αλλά ο ίδιος ο Κουίνσμπερι υποστήριξε ότι είχε γράψει «παριστάνοντας τον σοδομίτη», μια κατηγορία που μπορεί να υπερασπιστεί ευκολότερα στο δικαστήριο. Ο Μέριλ Χόλαντ, ο εγγονός του Ουάλιντ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «αυτό που σχεδόν σίγουρα έγραψε ο Κουίνσμπερι ήταν “posing somdomite”  [sic]», δηλ. «παριστάνοντας τον σοδομίτη».

iv Ο Ουάιλντ, ηλικίας σαράντα, είχε δηλώσει στην αρχή της απευθείας εξέτασής του από τον Κλαρκ ότι ήταν τριάντα εννέα ετών. Όταν πιέστηκε για το ψέμα από τον Κάρσον, ο Ουάιλντ απάντησε επιπόλαια: «Δεν θέλω να υποδυθώ νέος. Είμαι τριάντα εννέα ή σαράντα. Έχετε το πιστοποιητικό μου και αυτό λύνει το θέμα».

v Ο κύφωνας είναι το κυρτό ξύλο που περνιέται στο αυχένα των ζώων όταν αυτά είναι, όπως λέγεται, στο ζευγά και κυρίως στα βόδια. Ειδικότερα όμως ο κύφωνας ήταν, στην αρχαιότητα, μέσο βασανισμού κατά των αιχμαλώτων, των κατάδικων και των δούλων (Ξενοφών «Ελληνικά» ΙΙΙ 3,11, Ησύχιος και Φώτιος). Το όργανο αυτό ήταν ένα πλέγμα από κυρτά ξύλα, έτσι ώστε να κρατά από τον αυχένα τον τιμωρούμενο σκυφτό και ακίνητο. Παραστατική εικόνα της χρήσης αυτού του οργάνου παρέχει αγγείο που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, όπου δύο αιχμάλωτοι αλυσοδεμένοι φέρονται με τις κεφαλές περασμένες μέσα σε ανοίγματα του οργάνου, ο ένας σκυφτός και ο άλλος σε ύπτια θέση. Τον κύφωνα χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κυρίως στις μαστιγώσεις και η δε έκθεση με το όργανο αυτό λεγόταν «κυφωνισμός». Σήμερα ο κύφωνας χρησιμοποιείται μόνο σε κτηνοτροφικές μονάδες βοοειδών και σε κτηνιατρικές εργασίες.

vi Ο Ρος δημοσίευσε μια εκδοχή της επιστολής απαλλαγμένη από όλες τις αναφορές στον Ντάγκλας το 1905 με τον τίτλο  De Profundis,  επεκτείνοντάς την ελαφρώς για μια έκδοση των συλλεκτικών έργων του Ουάιλντ το 1908, και στη συνέχεια τη δώρισε στο Βρετανικό Μουσείο με την ένδειξη να μην δημοσιοποιηθεί μέχρι το 1960. Το 1949 όμως, ο γιος του Ουάιλντ, ο Βίβιαν Χόλαντ,  βασιζόμενος σε ένα ελαττωματικό δακτυλόγραφο με πολλά λάθη που του είχε κληροδοτήσει ο Ρος, το δημοσίευσε ξανά, με συμπεριλαμβανόμενα τμήματα που είχαν παραληφθεί στο παρελθόν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top