Fractal

Προσωπικές διαδρομές σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Μπεσίκ Καραναούλι, «Η σακατεμένη κούκλα». Μτφρ: Πηνελόπη Ζαλώνη. Εκδόσεις Βακχικόν. Αθήνα, 2020

 

Ο Γεωργιανός ποιητής και συγγραφέας Μπεσίκ Καραναούλι (Besik Kharanauli,  1939), γεννήθηκε στην ορεινή κωμόπολη Τιανέτι του Καυκάσου. Το  1962 αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ivane Javakhishvili της Τιφλίδας. Εργάστηκε για μεγάλο διάστημα σε εκδόσεις λογοτεχνίας και τέχνης, καθώς και στο λογοτεχνικό περιοδικό Mnatobi. Ο Μπεσίκ Καραναούλι ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα το 1954, δηλαδή σε πολύ μικρή ηλικία, κι’ αν κρίνουμε από το βιογραφικό του σημείωμα παρατηρούμε πως είναι πολυγραφότατος αφού έως τώρα έχει γράψει πάνω από είκοσι ποιητικές συλλογές και δύο μυθιστορήματα. Το ποιητικό έργο του, σημειωτέον, έχει μεταφραστεί στα γερμανικά, ολλανδικά, ιταλικά, τσεχικά, ουγγρικά, ρωσικά, βουλγαρικά, τουρκικά και γαλλικά. Το 2011 και το 2015 ο Μπεσίκ Καραναούλι προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από την κυβέρνηση της Γεωργίας, ενώ το 2015 κέρδισε το μεγάλης βαρύτητας λογοτεχνικό βραβείο SABA για την σημαντική του συμβολή στην ανάπτυξη της Γεωργιανής λογοτεχνίας. Η πρωτεύουσα Τιφλίδα ήταν πάντοτε ένα καταπληκτικό μέρος με κτίρια με περίπλοκους σκελετούς, αγάλματα ποιητών, φλογερούς συγγραφείς, αμπελώνες, και εκπληκτική φιλοξενία από τους κατοίκους. Η Γεωργιανή είναι μια γλώσσα που ομιλείται από περίπου τέσσερα εκατομμύρια άτομα, αλλά αυτοί οι λίγοι σχετικά άνθρωποι είναι περήφανοι για τη λογοτεχνική τους κληρονομιά. Ακόμα και ο Στάλιν ήταν ποιητής. Έχουν ακόμη και το δικό τους εθνικό έπος, τον ‘Ιππότη με το δέρμα του πάνθηρα’ το οποίο γράφτηκε τον δωδέκατο αιώνα από τον εθνικό ποιητή Shota Rustaveli. Ο Timothy Kercher που έχει γράψει τον πρόλογο του βιβλίου, πέρασε περίπου τέσσερα χρόνια στην Τιφλίδα όπου μελέτησε, επιμελήθηκε και μετέφρασε μια ανθολογία σύγχρονης Γεωργιανής ποίησης. Το πρωτότυπο κείμενο του ποιήματος μεταφράστηκε στα αγγλικά απ’ αυτόν και την συνεργάτιδά του και επιτυχημένη μεταφράστρια Ani Kopaliani, και κυκλοφόρησε με τίτλο ‘The Lame Doll’ (Merani, 1973, και Intelekti Publishing, Tbilisi. Georgia, 2012).

Στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της  Γεωργίας, το 1972, ο μόλις τριάντα τριών χρονών Μπεσίκ Καραναούλι αμφισβητεί ολόκληρη την Γεωργιανή ποιητική παράδοση. Με το ποιητικό του έργο, δεν σκόπευε να αναφερθεί σε ήρωες, ούτε να επαινέσει το τότε σοβιετικό σύστημα διακυβέρνησης. «…Αντιθέτως…»,  γράφει ο  Timothy Kercher στον πρόλογο, «… έγραψε για τις μάχες ενός καθημερινού ανθρώπου, ενός αντι-ήρωα που πάσχει και χάνει τις ελπίδες του.  Η φόρμα και η θεματολογία ήταν επαναστατικές-τίποτα λιγότερο από τον ελεύθερο στίχο». Με το ποίημα αυτό αποστασιοποιείται από τον εξέχοντα γεωργιανό ποιητή Γαλάκτιον Ταμπίτζε (1892-1959) του εικοστού επίσης αιώνα, του οποίου τα γραπτά επηρέασαν βαθιά όλες τις επόμενες γενιές γεωργιανών ποιητών. Ήταν εκείνος ο ποιητής ο οποίος κατάφερε και επέζησε των μεγάλων σταλινικών εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του 1930, αλλά δέχθηκε μεγάλη ψυχολογική πίεση από τις σοβιετικές αρχές, ώστε σιγά-σιγά να βυθιστεί  στην  κατάθλιψη και τον αλκοολισμό, και να οδηγηθεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο στην Τιφλίδα, όπου και τελικά αυτοκτόνησε.

Ο Μπεσίκ Καραναούλι, περιέργως, δεν σκόπευε να εξωραΐσει τα τεκταινόμενα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά αντίθετα είχε σκοπό να πει τα πράγματα με τ’ όνομα τους. Ο πρωταγωνιστής του, ο Άλεξ, είναι ένας καθημερινός άνθρωπος του καιρού του,  κι’ όχι ένας ήρωας όπως ο έχων το ίδιο όνομα, ο Μέγας Αλέξανδρος. Ένας άνθρωπος που δύσκολα βρίσκει το κουράγιο να σηκωθεί απ’ το κρεββάτι του  για να βρει έστω κάποιο νόημα στην ίδια  την ύπαρξή του και μέσα στην αφόρητη καθημερινότητα. Ο ποιητής στην ‘σακατεμένη κούκλα’ δανείζεται τον στίχο ‘Εις μάτην ξοδεύουμε τη ζωή μας/εις μάτην φτάνουμε στο μνήμα’, του Γεωργιανού ποιητή Βάσα-Πασαβέλα (1861-1915) για να συνοψίσει με τον τρόπο αυτό ολόκληρο το ποίημα. Η απογοήτευση του ποιητή από το καθεστώς της χώρας του, φαίνεται ξεκάθαρα κάπου στο μέσον της τέταρτης ενότητας, όπου δηλώνει ευθαρσώς:

 

 

Δεν θέλω να είμαι πάλι Γεωργιανός στην επόμενη ζωή,

θέλω να είμαι παιδί ενός μεγάλου έθνους

να μπορώ να γνωστοποιήσω με μια λέξη

ποιος είμαι,

«Θεέ μου» -πόσες φορές αυτές οι λέξεις

έχουν ειπωθεί, Θεέ,  

πόσα ψέματα, πόσες αλήθειες

πόσα ανεκπλήρωτα όνειρα!

 

Μπαγκράτι στην πόλη Κουτάισι, πρωτεύουσα της περιοχής Ιμερέτι της Γεωργίας (Φωτογρ. δική μας, περίπου 2011).

 

Όπως είναι ευνόητο, πρόκειται για μια δήλωση που απαιτούσε μεγάλο θάρρος και επίγνωση των δυνητικών επιπτώσεων που θα επέφερε στη συνέχεια, για να γίνει εκείνη η εποχή στην οποία μεγάλος αριθμός ποιητών και συγγραφέων, όπως και άλλων αντιφρονούντων ή εχόντων άλλη γνώμη όσον αφορά την διακυβέρνηση και την πορεία της χώρας τους, γενικώς, αναγκαστούν να οδηγηθούν στη απόγνωση και στο περιθώριο της ιστορίας, με διάφορους κάθε φορά τρόπους.  Εκτός όμως από τους στίχους αυτούς,  σχεδόν σε ολόκληρη την ‘σακατεμένη κούκλα’ διαφαίνεται μια καθαρή επίγνωση της πορείας της ζωής του ανθρώπου, εν προκειμένω του Μπεσίκ Καραναούλι, από τη γέννησή του έως το μνήμα, με την απαραίτητη φυσικά συνοδεία των δεινών και αντιξοοτήτων της ζωής.  Έτσι ατενίζοντας και σκεπτόμενος όλα αυτά, νοσταλγεί τα παιδικά του χρόνια, και ακόμα πηγαίνει πιο πίσω, όταν καταλήγει στο συμπέρασμα, τελειώνοντας και κατεβάζοντας την αυλαία του ποιήματος:

 

Και ο κήπος του μεσονυχτίου είπε:

«όλα όσα συνέβησαν εδώ στο φως του ήλιου

ήταν μάταια»

Ήταν πολύ καλύτερα 

όταν βρισκόμουνα στην κοιλιά της μάνας μου

σαν παλιά μινιατούρα-σε χρυσή κορνίζα.

 

Η ματαιότητα του ανθρώπινου βίου έρχεται και ξαναέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και σε ολόκληρο το ποίημα, και προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα: «Θυμήσου/ο ύπνος ανήκει στο θάνατο/είναι μια σταξιά του, μια τρίχα του…». ‘Η σακατεμένη κούκλα’ του Besik Kharanauli, δημοσιεύθηκε το 1971 στη Γεωργία, η οποία την εποχή εκείνη, ανήκε στην  ΕΣΣΔ. Ήταν πρωτοποριακό ποίημα τόσο για το χρόνο όσο και για τον τόπο αφού υπήρξε στην ουσία το πρώτο ποίημα που γράφτηκε σε ελεύθερο στίχο στα Γεωργιανά και σταδιακά επηρέασε μια ολόκληρη  γενιά Γεωργιανών ποιητών. Αυτό επίσης είναι το πρώτο πλήρες έργο του που μεταφράστηκε στην  Αγγλική γλώσσα.

 

Από το κέντρο της Τιφλίδας, πρωτεύουσας της Γεωργίας (Φωτογρ. δική μας, περίπου 2011).

 

Να σημειώσουμε με την ευκαιρία πως ο Καύκασος ιστορικά υπήρξε ανέκαθεν κοιτίδα πολλών λαών και σημαντικός, βεβαίως, χώρος μυθολογικής αναφοράς. Όμως ανεξάρτητα από τα ερωτήματα των επιστημόνων και τους κληρονομημένους μύθους, την εναλλαγή και σύμπλευση των μύθων και των πραγματικών γεγονότων, ο Καύκασος παραμένει μια πολυεθνική περιοχή που παράγει διαρκώς ένταση και συγκρούσεις για τους κατοίκους του. Η μετάβαση από την πολυεθνική σοβιετική δομή, στο μετασοβιετικό έθνος – κράτος δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, ακόμα και σήμερα, ειδικά όταν υπεισέρχονται κάποιοι σοβαροί και πολυδύναμοι παράγοντες, όπως οι ενεργειακές παράμετροι οι οποίες καθορίζουν έντονα  και αποφασιστικά τις συμπεριφορές και ενέργειες των μεγάλων και ισχυρών δυνάμεων του πλανήτη μας. Η ιστορία φρόντισε να μας κάνει κοινωνούς όλων αυτών των γεγονότων με αρκετές και τεκμηριωμένες λεπτομέρειες και διφορούμενες βεβαίως απόψεις, όπως πάντα.  Έτσι η έκδοση ετούτη των εκδόσεων Βακχικόν, είναι καλοδεχούμενη αφού πλουτίζει τις γνώσεις μας στον πολιτισμό που αφορά την περιοχή αυτή του πλανήτη μας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top