Fractal

Διήγημα: “Το πατρικό μου σπίτι”

Γράφει η Κωνσταντία Ζαφείρη // *

 

 

 

 

 

“Το πατρικό μου σπίτι”

 

Τις τελευταίες εβδομάδες πάλευα να τακτοποιήσω στην καθημερινότητά μου την απώλειά του. Προσπαθούσα να τη βολέψω σ΄ ένα καλοσχηματισμένο κουτάκι στην άκρη του μυαλού μου. Άλλωστε μέχρι τώρα αυτό είχα μάθει να το κάνω καλά. Είχα χωρέσει όλη τη συμπαντική μου θεωρία σε μικρά-μικρά κουτάκια, για να μην μπερδεύονται μεταξύ τους τα πράγματα κι οι καταστάσεις. Παρόλα αυτά στα τριάντα μου πια δεν είχα αντιληφθεί πως ζούσα στον κόσμο των άλυτων γρίφων. Τα πάντα ήταν θέμα χρόνου, έπρεπε απλά να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, να συμβούν τα γεγονότα.

Κοίταξα γύρω μου και είδα τα ίδια πράγματα στην ίδια θέση που είχαν από τότε που ήμουνα παιδί. Τα κάδρα λες και είχαν γίνει ένα με τους τοίχους, τα έπιπλα με το πάτωμα. Ο χρόνος είχε καθίσει για τα καλά πάνω τους βαφτίζοντάς τα στην κολυμπήθρα του παρελθόντος και τους είχε δώσει χρώμα, ήχο, μυρουδιά και όνομα ξεκάθαρο: ήταν το πατρικό μου σπίτι.

Τα τελευταία δέκα χρόνια το είχα αποχωριστεί. Άλλαξα πόλη πρώτα για τις σπουδές μου και αμέσως μετά έφτιαξα τη δική μου οικογένεια χτίζοντας το δικό μου σπίτι, για να κατοικήσει μέσα σ αυτό η νέα μου ζωή. Κάθε Κυριακή ωστόσο γύριζα στο πατρικό μου για να φάμε όλοι μαζί κάνοντας συνδαιτυμόνες το παρελθόν με το παρόν, φέρνοντας στο τραπέζι τη νέα μου οικογένεια, την κόρη μου και τον άντρα μου, αλλά κι αυτή την παραπλανητική σπίθα της επιτυχίας και της ασφάλειας δίχως να λογαριάζω την ανατρεπτική δύναμη της στιγμής.

Για έναν ανεξήγητο λόγο την πραγματική ασφάλεια την ένιωθα μόνο τις Κυριακές στο πατρικό μου, τότε που έβρισκα την ευκαιρία να τρυπώσω πάλι στο παιδικό – εφηβικό μου δωμάτιο ή στο δωμάτιο των γονιών μου. Αυτή μου η συνήθεια με γέμιζε με μια φιλήδονη μελαγχολία. Όλα ήταν στη θέση τους. Η βιβλιοθήκη μου από μελαμίνη με τα δύο μικρά συρτάρια, όπου μέσα τους είχα κρύψει τα όνειρά μου. Οι αφίσες στους τοίχους των Duran Duran θύμιζαν πως είχε περάσει εφηβεία από τη ζωή μου κάποτε. Μέχρι που άρχιζε και η κασέτα στο κασετόφωνο και άκουγα ολοκάθαρα τη φωνή του Simon Le Bon να τραγουδά το “Wild Boys”. Εκεί ξανασυνατιόμουν με τις προσδοκίες της πρώτης μου νιότης.

Έκανα μια βόλτα και στο υπόλοιπο σπίτι. Στεκόμουν στην πόρτα και ήταν σαν να κρυφοκοίταζα το δωμάτιο των γονιών μου. Αχ! Αυτή η γνώριμη μυρωδιά της πάστρας, αλλά και του καρυδένιου κρεβατιού τους! Καρφίτσα η οσμή που τρυπάει τη θύμηση. Ήθελα να κουλουριαστώ και να τριφτώ πνιχτά σα γάτα στην πλεχτή κουβέρτα, μάλλον στη διαθέσιμη αγάπη που αναγνώριζα μες στα πράγματα.

Έπειτα πλησίαζα στην τουαλέτα και κοιταζόμουν στον καθρέφτη της μαμάς. Δεν έβλεπα μόνο το πρόσωπό μου… Πού να ΄ξερα ,όταν ήμουν παιδί, πόσα πρόσωπα θα ανέβαζα απ΄τα μύχια της ψυχής μου στο πέρασμα των χρόνων, για να τ΄απιθώσω άλλα με τρόμο, άλλα με αναίδεια στο φως της πραγματικότητας.

Το αγαπούσα αυτό το σπίτι των αντιθέσεων. Από την ασπρόμαυρη φωτογραφία του γάμου τους στον τοίχο το μάτι μου γλιστρούσε στην πολύχρωμη μπουγάδα στο μπαλκόνι κι από το πλεχτό κουρτινάκι στο παράθυρο της κουζίνας πιο πέρα στο φούρνο μικροκυμάτων. Δίπλα από το παλιό σκρίνιο της γιαγιάς η τηλεόραση πλάσμα γυάλιζε από μια απόπειρα εκσυγχρονισμού, όπως κι ανάμεσα στα μικρά διακοσμητικά από κρύσταλλο μουράνο το αφημένο τη κοντρόλ του κλιματιστικού.

Αυτό ήταν το πατρικό μου σπίτι. Δεν ήταν απλά ένα σπίτι από τούβλα και τσιμέντο. Ήταν το μέρος όπου ζούσα κι εγώ εκεί ακόμα και τώρα κρυμμένη στην παιδική μου αθωότητα, στην εφηβική μου ανησυχία, στην προστασία της πατρικής στοργής. «Πατρικό»: γιατί αυτή η λέξη κάθε φορά με οδηγούσε στο «γιατρικό»; Πέρα από την ταύτιση στην κατάληξη υπήρχε μέσα τους εκείνο το ηχηρό συμφωνικό σύμπλεγμα «τρ», που κραύγαζε τη δύναμη και τη διαφορετικότητά του, ότι δηλαδή εδώ κάτι σπουδαίο υπάρχει. Και ήταν πράγματι σπουδαίο το πατρικό μου σπίτι.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Εγώ στο μεταξύ είχα στήσει το δικό μου σπιτικό βάζοντας για θεμέλια έναν κοινωνικό καθωσπρεπισμό και μια καταξίωση. Ήταν ένα διαμέρισμα, τριάρι, στο κέντρο της πόλης σε μια νεόδμητη πολυκατοικία, το οποίο επίπλωσα με μοντέρνα έπιπλα. Μέσα του έβαλα το σύζυγό μου, δημόσιο υπάλληλο, εμένα επίσης δημόσιο υπάλληλο και το πλαίσιο με τους κοινωνικούς κανόνες ήρθε και έκλεισε ομαλά κι αναμενόμενα η μικρή μου κόρη. Κρέμασα ωραίες κουρτίνες και πίνακες και παντού μύριζε λεβάντα από αυτό το καινούριο μαλακτικό ρούχων που χρησιμοποιούσα. Δε μύριζε μαμά και σίγουρα δεν έκρυβε μυστικά κι αναμνήσεις. Δεν είχε απλά παρελθόν, τη δική του ιστορία. Όταν έκανα κάποια ζημιά ως παιδί, θυμάμαι, αν έσπαζα δηλαδή κανένα βάζο, η μαμά μου γινόταν έξαλλη. Θεωρούσα τότε την αντίδρασή της παράλογη και υπερβολική. Τώρα όμως καταλάβαινα. Ήταν σα να κοβόταν γι αυτή μια ρίζα από το δέντρο της ζωής τους, γιατί είχαν βαφτίσει τις αλήθειες τους με τα ονόματα των αντικειμένων, που κουβαλούσαν μια ιστορία. Το βάζο ήταν αυτό που είχε αγοράσει στο γαμήλιο ταξίδι τους στη Ρόδο και το σερβίτσιο με τα φλιτζανάκια του ελληνικού καφέ τότε που πήγανε στη Ξάνθη να επισκεφθούνε τη θεία Ευδοκία. Ήταν απλά τα δικά τους πράγματα. Πόση σημασία έχουν τελικά οι κτητικές αντωνυμίες! Μ΄αυτές περιχαράσσουμε και οριοθετούμε πρόσωπα, γεγονότα και πράγματα. Αυτές μας κάνουν να ξέρουμε ποιοι είμαστε, πού ανήκουμε. Έτσι κι εγώ τώρα έπρεπε να βρω τις δικές κτητικές αντωνυμίες, ωα ψάξω να βρω τους δικούς μου ρόλους.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Aνεπαίσθητα και ύπουλα (γιατί ύπουλος είναι ο χρόνος) λοιπόν, τυλίχτηκα στον τροχό της μοίρας μου με την πεποίθηση πως αυτό το νέο μου σπίτι θα αποκτήσει κάποτε την αξία ενός πατρικού σπιτιού για το δικό μου παιδί. Έτσι είχα συνηθίσει να σκέφτομαι και να βλέπω τα πράγματα. Στη ζωή είναι σίγουρα πιο εύκολη η συνήθεια από τη σκέψη. Η σκέψη μπορεί να γεννήσει την τύψη ή την ενοχή, το φόβο ή και την επιθυμία για κάτι άλλο, νέο. Το καινούριο όμως είναι αχαρτογράφητα νερά και κρύβει εκπλήξεις. Είχα μάθει στην ψυχή μου να φοράει πάντα τα καλά της και στη φαντασία μου να φτιάχνει όνειρα δίχως την υποψία πως μπορεί να σκόνταφτα πάνω σε μεγάλα γεγονότα, γεγονότα που έχουν τη δύναμη της ανατροπής σε μία μόνο στιγμή κι αφήνουν πίσω τους σύγχυση και οδύνη.

Στο πατρικό μου δεν είχα ζήσει μεγάλες ανατροπές. Πορευόμουν έχοντας μάθει να διαβάζω απλά τα σημεία των καιρών, για να προβλέπω την «καταιγίδα» για πράγματα συνηθισμένα και καθημερινά . Έτσι άφησα την πόρτα της ψυχής μου ανοιχτή και βρήκε άσυλο ένας ληστής. Γιατί ληστής είναι αυτός που κλέβει την εμπιστοσύνη σου και την αγάπη σου. Για μένα το ρόλο του ληστή τον έπαιξε με οσκαρικό τρόπο ο άντρας μου. Να τη πάλι η κτητική αντωνυμία «μου» με το ειδικό βάρος της σημασίας της. Αφού για μένα ήταν «μου», άρα ήμουν κι ασφαλής. Μεγάλη πλάνη…. Τι απερισκεψία, Θεέ μου! Γιατί τον ληστή να τον θεωρήσω έναν κατατρεγμένο και του έκανα χώρο να καθίσει στην ψυχή μου; Γιατί δε διάβασα όσα δε γράφονται με γράμματα; Μου ζήτησε διαζύγιο ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα, ένα ήσυχο βράδυ της ρουτίνας μας. Ήθελε, λέει, να ζήσει τη ζωή του. Ποια ζωή του; Και η δική μας ζωή; Νά ΄τες πάλι οι αντωνυμίες μπροστά μου. Αυτή τη φορά μου δημιουργούσαν απεριόριστη σύγχυση για το ποιος και τι μας ανήκει τελικά…, αλλά και πολύ, πολύ πόνο… Ήμουν θυμωμένη με μένα. Έπρεπε να είχα καταλάβει (;). Ασυνείδητα πολύ γρήγορα άρχισα να φορτώνομαι όλα τα λάθη αυτής της σχέσης με μια διάθεση αυτοτιμωρίας . Κανένα αποτέλεσμα Πάλι πονούσα…

……………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Επέστρεψα στο πατρικό μου σπίτι με το παιδί μου και μια βαλίτσα πράγματα, πράγματα δίχως όνομα, δίχως τη δική τους αλήθεια. Το πατρικό μου με το ηχηρό σύμπλεγμα «τρ» με οδηγούσε τώρα σε μια άλλη λέξη : τρόμος! Χρειαζόμουν δύναμη, για να διαχειριστώ τον τρόμο κι εγώ ένιωθα τόσο μα τόσο αδύναμη… Βρέθηκα να κάθομαι οκλαδόν στο πάτωμα του παιδικού μου δωματίου. Είχα σκορπίσει γύρω μου τη ζωή μου των τελευταίων δέκα χρόνων κι άρχισα να πίνω τις αναμνήσεις μου σφηνάκια. Το βουβό μου κλάμα χτυπούσε στους τέσσερις τοίχους και κατέληγε πάνω μου πιο δυνατό, έτοιμο να εκραγεί. Προσπαθούσα να χωρέσω πλάι στα όνειρά μου, αυτά τα σκοτωμένα, μια ματαιόδοξη ελπίδα. Σηκώθηκα, άνοιξα τα συρτάρια της βιβλιοθήκης μου από μελαμίνη εκεί που είχα κρύψει τις μεγάλες προσδοκίες της εφηβείας μου, κι άρχισα να ψάχνω. Δεν μπορεί, κάτι θα έβρισκα. Κάτι θα είχα ξεχάσει εκεί μέσα , ενώ γλιστρούσα νωχελικά στον τροχό μιας ζωής και μιας μοίρας που με πήγε, όπου ήθελε. Είχα δίκιο. Βρήκα μια οικογενειακή φωτογραφία. Εγώ ήμουν στη μέση, δεξιά κι αριστερά οι γονείς μου, πίσω μας ο παππούς και η γιαγιά. Ήμουν στο κέντρο του κύκλου της ζωής.

Αυτή η φωτογραφία ξαφνικά έγινε η δύναμή μου και με βλέμμα αυστηρό πατώντας τη σκανδάλη της μιας χρονικής στιγμής σκότωσα την απώλειά σου . Κι έτσι λιποτακτώντας από μια μοίρα που δε διάλεξα αποφάσισα να συνεχίσω. Ναι, αυτό ήταν το πατρικό μου σπίτι, που θα έπαιζε το ρόλο του ξανά για το δικό μου παιδί αυτή τη φορά.

Σ΄ αυτή την πράξη του «έργου» δεν ήμουν εγώ η πρωταγωνίστρια, ήταν «το πατρικό μου σπίτι»!!!

 

 

 

 

 

* Η Κωνσταντία Ζαφείρη είναι φιλόλογος και έχει υπηρετήσει στη δημόσια εκπαίδευση από το 2008. Τα τελευταία δύο χρόνια εργάζεται ως διοικητικός στα γραφεία της Δ.Δ.Ε. Τρικάλων. Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, μεγαλωμένη στα Τρίκαλα, σπούδασε Μεσαιωνική & Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top