Fractal

✔ Βαγγέλης Αλεξόπουλος: “Πρόκειται για φάρμακο νηπενθές”

Συνέντευξη στη Μαρία Λιάκου //

 

 

 

Ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Είναι Διπλωματούχος Μηχανολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Παραγωγή και Διαχείριση Ενέργειας. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες. Έχει γράψει τα βιβλία «Ο Αρχίλοχος έπεσε από την Σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη» (εκδ. Οδός Πανός 2018), «Η πλατεία των ταύρων» (εκδ. Οδός Πανός 2017) και «Αγχέμαχες λέξεις» (εκδ. Άγκυρα, 2015). Έχει συμμετάσχει στα συλλογικά έργα «Τα ποιήματα του 2016» Εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων 2017, «Το θέατρο στην ποίηση» Εκδόσεις Momentum 2017.

 

 

-Κύριε Αλεξόπουλε, πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με την γραφή;

Η γραφή και πιο συγκεκριμένα η ποίηση, θα έλεγα ότι δεν προκύπτει, δεν τίθεται θέμα επιλογής, συνειδητής απόφασης δηλαδή. Η ποίηση σε βρίσκει.

Πρόκειται για μια διαδικασία «υπερβατική», το ποίημα σε μεγάλο βαθμό είναι το αποτέλεσμα της επικοινωνίας του δημιουργού με το ασυνείδητό του. Και η επικοινωνία αυτή γίνεται αιφνιδιαστικά, μια λέξη, μία εικόνα, ένας ήχος είναι που συνήθως πυροδοτούν τη συγγραφή του ποιήματος. Βεβαίως στη συνέχεια υπάρχει η λογική επεξεργασία, η επιμέλεια του ποιήματος αλλά πάντα η πραγματική δημιουργία συντελείται αυτόματα.

Για να επανέλθω στην ερώτησή σας. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα το 1986, την ίδια περίοδο που ξεκίνησα να μελετώ συστηματικά λογοτεχνία και αυτό ήταν μια εσωτερική ανάγκη.

 

Πείτε μας λίγα λόγια για την αποδοχή (των βιβλίων σας)  από το αναγνωστικό κοινό.

Η αποδοχή του έργου ενός δημιουργού δεν είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να βγάλουμε νωρίς συμπεράσματα. Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για αποδοχή από το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να περιμένουμε τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια, τριάντα, πενήντα και ακόμη περισσότερα από την ολοκλήρωση του έργου ενός ποιητή, για να αρχίσουμε να συζητάμε για αποδοχή. Οι «πωλήσεις» ακόμα και τα βραβεία που απονέμονται σε αρκετούς ποιητές δεν μπορούν να αποτελέσουν από μόνα τους ποιοτικά κριτήρια. Η ιστορία έχει ξεχάσει δημιουργούς οι οποίοι ήταν «της μόδας» στην εποχή τους, ενώ αντίθετα δημιουργοί που ήταν αφανείς, ανακαλύφθηκαν αργότερα και όχι μόνο διαβάστηκαν πολύ αλλά επηρέασαν και τον χώρο της τέχνης τους. Στη δεύτερη περίπτωση μπορούμε να αναφέρουμε ποιητές όπως ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Georg Trakl και, φυσικά ο Vincent van Gogh από το χώρο των εικαστικών τεχνών.

 

Κατά την γνώμη σας σε τι μπορεί να μας βοηθήσει σήμερα η Λογοτεχνία και η Ποίηση;

Ο ποιητής και εικαστικός Νίκος Εγγονόπουλος είχε γράψει: «Η τέχνη και η ποίηση δε μας βοηθούν να ζήσουμε, η τέχνη και η ποίηση μας βοηθάνε να πεθάνουμε».

Ουσιαστικά η ποίηση, η λογοτεχνία αλλά και όλες οι τέχνες είναι μια παραμυθία, μία παρηγοριά δηλαδή που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος για να μπορέσει να διαχειριστεί τις τέσσερις συνιστώσες της ζωής όπως τις έχει περιγράψει ο Irvin Yalom (το αναπόφευκτο του θανάτου, η ελευθερία να διαμορφώσουμε τη ζωή μας και το άγχος που συνεπάγεται αυτή η προσπάθεια, η απόλυτη μοναξιά μας και η απουσία οποιουδήποτε προφανούς νοήματος ή λογικής στη ζωή.)

Πρόκειται για φάρμακο νηπενθές.

Επίσης θα συμφωνήσω απολύτως με τον τρόπο που έχει διατυπωθεί η ερώτηση, διαχωρίζοντας την ποίηση και τη λογοτεχνία. Αν και οι απόψεις διίστανται και ο ορισμός της λογοτεχνίας είναι αρκετά ασαφής, πιστεύω ότι ο ποιητής δεν είναι λογοτέχνης. Ο ποιητής είναι καλλιτέχνης όπως ο ζωγράφος, ο γλύπτης, ο πυροβάτης, ο γεωργός και ο ασκητής μοναχός.

 

Το αναγνωστικό κοινό έχει ιδιαιτερότητες;

Εδώ ανοίγετε ένα μεγάλο ζήτημα. Ο κάθε άνθρωπος έχει ιδιαιτερότητες που διαμορφώνονται από την παιδεία του, ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι τεράστιος, από τα πρότυπά του, από το σύστημα αξιών του και πρωτίστως από τις εμπειρίες του. Η τέχνη γίνεται αντιληπτή στον καθένα ξεχωριστά με βάση τις εμπειρίες που έχει. Κάθε ποίημα είναι τόσα ποιήματα όσοι είναι και οι αναγνώστες του. Η ταύτιση του αναγνώστη με το ποίημα προϋποθέτει κοινές εμπειρίες.

Βεβαίως για να μιλήσουμε για ιδιαιτερότητες του αναγνωστικού κοινού θα πρέπει να υπάρχει αναγνωστικό κοινό. Σύμφωνα με τις στατιστικές που κατά καιρούς δημοσιεύονται το αναγνωστικό κοινό δεν είναι πολυπληθές. Ιδιαίτερα στην ποίηση τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα και αυτό όχι επειδή η ποίηση απευθύνεται σε μια πνευματική ελίτ όπως έλεγε ο T. S. Eliot, αλλά γιατί η ανάγνωση της ποίησης προϋποθέτει κάποια θα έλεγα εκπαίδευση αλλά και μια ιδιαίτερη ψυχολογία (οι εμπειρίες που αναφέρθηκαν παραπάνω). Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την κλασική μουσική, όπου όλοι την θαυμάζουν αλλά ελάχιστοι μπορούν να την απολαμβάνουν συστηματικά, ή και με άλλα είδη μουσικής όπως το ρεμπέτικο.

Να είμαστε όμως αισιόδοξοι. Πιστεύω ότι οι νεώτερες γενιές διαβάζουν, δεν είναι άλλωστε τυχαίο το μεγάλο πλήθος των νέων ανθρώπων που γράφουν σήμερα ποίηση και λογοτεχνία.

 

 

Τι χρειάζεται να έχει ένα καλό βιβλίο για σας;

Δεν υπάρχει συνταγή. Η επιτυχία ενός βιβλίου έγκειται στο κατά πόσο ο αναγνώστης θα μπορέσει να ταυτιστεί με την κεντρική ιδέα του βιβλίου ώστε να παραχθούν τα συναισθήματα αυτά που θα τον ανακουφίσουν, θα τον παρηγορήσουν και θα του δώσουν την αναγκαία δύναμη να προχωρήσει λίγο παρακάτω. Καλό βιβλίο είναι αυτό στο οποίο ανατρέχουμε σε διάφορες φάσεις της ζωής μας, που δεν το αφήνουμε να αναπαύεται στο ράφι της βιβλιοθήκης.

 

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς-Ποιητές;

Είναι πολλοί και φοβάμαι ότι δεν επαρκεί ο διαθέσιμος χώρος για να τους καταγράψουμε. Θα αναφέρω ενδεικτικά κάποιους με κίνδυνο να ξεχάσω τους σημαντικότερους: ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Χρήστος Μπράβος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Hans – MagnusEnzensberger, ο Czeslaw Milosz, Ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Arthur Rimbaud, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Nicanor Parra, ο Νίκος Καζαντζάκης, η Alejandra Pizarnik, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Έκτωρ Κακναβάτος και πολλοί πάρα πολλοί άλλοι.

 

Από πού αντλείτε την έμπνευση για να γράφετε;

Όπως σας είπα και στην αρχή, από το τίποτα. Ή μάλλον από τις εμπειρίες μου.

 

Προτιμάτε κάποια φόρμα γραφής –είδος;

Όλα τα είδη και οι φόρμες της ποίησης με ενδιαφέρουν. Τώρα, όπως θα διαπιστώσετε από τα βιβλία μου, χρησιμοποιώ την μικρή έως μεσαία φόρμα. Βέβαια όλα είναι σχετικά και θα δούμε πως θα προχωρήσει η ιστορία στο μέλλον. Με ενδιαφέρει πολύ ο πειραματισμός και ποτέ δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος.

 

Οι συγγραφείς διαβάζουν; Είναι συστηματικοί αναγνώστες δηλαδή;

Σε αυτό που θα σας πω είμαι απόλυτος. Δεν μπορεί να είναι κανείς αξιόλογος συγγραφέας χωρίς να διαβάζει, να μελετά πιο σωστά, λογοτεχνία και ποίηση, και παλαιότερων συγγραφέων αλλά και των σύγχρονων με αυτόν. Το αντίθετο είναι ενάντια στους φυσικούς νόμους.

Και ασφαλώς πρέπει να διαβάζει και να παρακολουθεί τα έργα που γράφονται στο εξωτερικό, είτε από το πρωτότυπο, όποτε αυτό είναι εφικτό, είτε από μετάφραση. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί και καλοί Έλληνες μεταφραστές.

Το ίδιο ισχύει για όλες τις τέχνες.

 

Υπάρχει  ενδιαφέρον για συνεργασίες – συνέργεια μεταξύ των Τεχνών στην χώρα μας;

Το βλέπουμε αυτό τα τελευταία χρόνια. Συνεργασία της ποίησης με τη μουσική και το θέατρο, ποιητικά δρώμενα, κ.λπ.

Το αποτέλεσμα είναι αυτό που κρίνει πάντα την προσπάθεια. Σας είπα και πριν ότι οι πειραματισμοί είναι χρήσιμοι, με μέτρο βέβαια. Όταν το θέαμα κυριαρχεί πάνω στην ουσία τότε έχουμε πρόβλημα.

Αν έμμεσα με ρωτάτε για το Νόμπελ λογοτεχνίας που απονεμήθηκε στον οπωσδήποτε σπουδαίο μουσικό Bob Dylan έχω τις επιφυλάξεις μου.

 

 

Τα τελευταία χρόνια έχουμε μια πληθώρα  εκδόσεων και πολλών Βιβλιο-Παρουσιάσεων. Κατά την γνώμη σας όλο αυτό βοηθάει τον αναγνώστη στις επιλογές του;

Και το θέμα αυτό είναι πραγματικά μεγάλο με πολλές διαστάσεις. Κάποτε για να εκδώσει ένας οίκος ένα βιβλίο θα έπρεπε να περάσει από διάφορες κρίσεις και από τις προτάσεις για έκδοση κατέληγαν στο τυπογραφείο ελάχιστα χειρόγραφα. Βέβαια ακόμα και τότε δεν εκδίδονταν πάντα τα καλύτερα. Ιδίως η έκδοση του πρώτου βιβλίου ενός συγγραφέα ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Είναι πολλοί οι καταξιωμένοι στη συνέχεια συγγραφείς οι οποίοι πήγαιναν μόνοι τους τα χειρόγραφά τους σε τυπογραφεία για να τυπώσουν με δικά τους έξοδα λίγα αντίτυπα τα οποία και διακινούσαν μόνοι τους.

Η «κρίση» έχει ανατρέψει αρκετά αυτά τα δεδομένα. Σήμερα την εποχή της χρηματοδότησης των βιβλίων από τους ίδιους τους συγγραφείς τους δεν μπορεί παρά να βρεθούν και κάποιοι εκδοτικοί οίκοι οι οποίοι θα αναλάβουν να τυπώσουν και να διακινήσουν βιβλία τα οποία ίσως να μην είναι και τόσο αξιόλογα.

Βέβαια ένα κακό έργο δεν θα έχει μέλλον.

Σχετικά με τις βιβλιοπαρουσιάσεις θα έλεγα ότι αυτές δεν παίζουν κάποιο ουσιαστικό ρόλο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια «γιορτή» του συγγραφέα όπου συνήθως θα ακουστούν καλά λόγια για το βιβλίο του και στο τέλος οι συγγενείς και οι φίλοι που θα παρακολουθήσουν την παρουσίαση θα αγοράσουν κάποια αντίτυπα ώστε να καλυφθεί ένα μέρος των εξόδων της έκδοσης.

Ο επαρκής αναγνώστης δεν επηρεάζεται από όλα αυτά και σχετικά εύκολα μπορεί να επιλέξει το κατάλληλο για αυτόν βιβλίο. Οι υπόλοιποι όμως, εύκολα μπορούν να χαθούν στη θάλασσα των τίτλων.

Πάντως πιστεύω ότι τελικά τα πλεονεκτήματα είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματα.

 

Φέτος η Αθήνα θα είναι η Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα του Βιβλίου. Ποιες οι  προσδοκίες σας από αυτήν την γιορτή;

Όλα αυτά είναι χρήσιμα. Οι κινήσεις αυτές κάτι θα προσφέρουν. Ωστόσο δεν πρέπει να περιμένουμε την Αθήνα να γίνει πρωτεύουσα του βιβλίου ή την έκθεση στη Θεσσαλονίκη για να διαβάσουμε ένα βιβλίο. Το διάβασμα πρέπει να μπει στην καθημερινότητά μας.

 

Ποια τα επόμενα σχέδια σας;

Να γράφω και να διαβάζω ποιήματα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top