Fractal

Διήγημα: “Γενέθλια”

Του Παύλου Καριώτογλου //

 

out_of_time_by_aagaardds

 

Δε γουστάρω τους προλόγους δε μ αρέσουν. Έτσι ξεκινώ πάντα είτε να πω είτε να γράψω κάτι απότομα. Σα σερίφης από παλιά ταινία γούεστερν μπαίνω κλωτσώντας τις πόρτες του σαλούν στο κυρίως θέμα. Μου θυμίζουν πλασιέδες , πολιτικούς και διαφημίσεις που προσπαθούν με πολλά λόγια κι όμορφες εικόνες να αποπροσανατολίσουν από την ουσία , για να πουλήσουν εν τέλει τη πραμάτεια τους. Πρέπει λέει να προϊδεάζουν τον αναγνώστη και τον ακροατή για το τι θα ακολουθήσει, δεν πρέπει να ναι μεγάλοι, δεν πρέπει να είναι μικροί, δε πρέπει να είναι δυσανάλογοι σε σχέση με το κυρίως θέμα. Μεγάλη ταλαιπωρία .

Θυμάμαι τους φιλόλογους των παιδικών μου χρόνων , να κάνουν κουτάκια στο πινάκα για να μας εξηγήσουν πως πρέπει να ναι η δομή του κειμένου της «καλής έκθεσης» …

Τρία κουτάκια : Πρόλογος, κυρίως θέμα κι επίλογος. Το κουτάκι του προλόγου ήταν μικρό, αλλά γεμάτο σημειώσεις και συμβουλές. Μετά ακολουθούσε ένα τεράστιο που απλά έλεγε «κυρίως θέμα» και τέλος , πέντε αράδες με την επικεφαλίδα «επίλογος». Όλο το βάρος έπεφτε πάντα στο πρόλογο κι ακολουθούσε και το απαραίτητο απόφθεγμα, ότι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός .

Από τότε δε τους χώνεψα … όπως δε χώνεψα ποτέ μου και τα κουτάκια στο πίνακα . Μου φαίνονταν πολύ στενά σχεδόν κλειστοφοβικά. Η σκέψη κι η έκφραση δε μπαίνει σε κουτάκια. Πιο πολύ μοιάζει με βάρκα που την παρασύρει το καλοκαιριάτικο μελτέμι ακυβέρνητη και που θα ξωκειλει όπου θέλει αυτή κι εκεί θα σταματήσει … Τα κουτάκια είναι καλά μόνο για επαγγελματικές επιστολές και στείρες αναφορές μεταξύ δημοσίων υπηρεσιών, απάνω σε τσακισμένη στη μέση κόλα αναφοράς, για να μη βγαίνουν οι αράδες εκτός στοίχισης .

Δεν είναι μόνο αυτό όμως . Δε φταίει η μαθητική εμπειρία και η προσπάθεια του καλουπώματος της έκφρασης και της σκέψης . Είναι πιο βαθύ το αίτιο, πιο υπαρξιακό. Έχει να κάνει με τη ζωή, τη ζωή μας. Από τα πρώτα κιόλας βήματα, αρχίζει ο εγκιβωτισμός της ύπαρξης μας. Πρόλογος, κυρίως θέμα, επίλογος.

Eνα τρίπτυχο που μου τριβελίζει το μυαλό με μια απέχθεια στο πρώτο του κομμάτι. Πρόλογος, προετοιμασία , εισαγωγή στο κυρίως θέμα της ζωής. Πρόλογος, συνεχής και αδιάλειπτος γεμάτος με σχέδια, οράματα, ιδανικά, ολοκλήρωσης και επιτυχίας μιας ζωής που θέλουμε να έρθει, που ξεκινά ήδη από τα παιδικά χρόνια με την απλή κι άδολη ερώτηση του μεγάλου, πατερά, θειου γνωστού στο παιδί, «καλέ, τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις ;»

Όλη μας η ζωή εξελίσσεται σ έναν μεγάλο ατελείωτο πρόλογο . Έναν δυσανάλογο πρόλογο που ο καθένας συνεχώς προετοιμάζει και προετοιμάζεται για την επιτυχία. Οικονομική, κοινωνική, οικογενειακή. Μια προετοιμασία που όμως δεν τελειώνει ποτέ απλά παρατείνεται συνεχεία, χωρίς ορατό τέλος.

Παραμονή στο πρόλογο, επίμονη και έμμονη σ’ αυτόν, χωρίς ποτέ να μπαίνουμε στο κυρίως θέμα. Χωρίς να ζούμε τη ζωή , τη καθημερινότητα της, με τις μικροχαρές και της λύπες της. Χάνουμε το κυρίως θέμα, τη ζωή μας, που φεύγει και χάνεται χωρίς να καταλαβαίνει από μακρόπνοους σχεδιασμούς . Τρέχουμε πίσω από άπιαστα όνειρα, από προλογισμούς πραγμάτων που ποτέ δε θα ευοδωθούν, χάνοντας την αίσθηση του μέτρου και της πεπερασμένης διάρκειας μας, χάνουμε την ανάπτυξη του κυρίως θέματος, της κάθε μέρας που περνά χωρίς να την έχουμε χαρεί, χωρίς να την έχουμε κάνει κτήμα μας κι ο καιρός περνά.. κι εμείς προλογίζουμε, χάνοντας το μεγάλωμα το δικό μας , το μεγάλωμα των παιδιών μας, χάνοντας την ουσία του να ζεις το σήμερα σαν να μην υπάρχει αύριο , μη αδράχνοντας το μεγαλείο της στιγμής που άμα φύγει δεν ξαναγυρίζει πίσω , παρά σαν μια ανάμνηση μέσα από κιτρινισμένες φωτογραφίες κι άλμπουμ αλλοτινών εποχών στη καλή εκδοχή και σαν τύψη συνείδησης για τη χαμένη στιγμή , σαν αίσθημα ανεκπλήρωτης επιθυμίας που δένει ένα κόμπο στο λαιμό, σαν εικόνα, σαν χαμόγελο παιδιού σαν ηλιοβασίλεμα ή σαν πενταήμερη της πρώτης νιότης , που χάθηκε, που δεν βιώθηκε, που δεν ευοδώθηκε ποτέ γιατί προλογίζαμε τη ζωή μας , την ίδια ώρα που αυτή μας προσπερνούσε.

Η ζωή εκδικείται , το κυρίως θέμα του τρίπτυχου παίρνει πάντα το αίμα του πίσω όπως του αρμόζει. Απλά ήσυχα κι αθόρυβα ,φεύγοντας , προσπερνώντας μας κάθε στιγμή , κάθε ώρα κάθε λεπτό , γλιστρώντας σα νερό σαν άμμο μέσα από τα σφιχτά κλεισμένα δάχτυλα που δεν μπορούν να τη κρατήσουν , και τι κρίμα , δεν υπάρχει κανένας φιλόλογος , κανένας επιτηρητής για να δει το γραπτό της ζωής μας , να εντοπίσει το πλεονασμό του προλόγου, το δυσανάλογο του μέγεθος για να μας επαναφέρει στη τάξη βάζοντας μας να το ξαναπάμε από την αρχή, διαγράφοντας με κόκκινο στυλό το μεγαλύτερο του μέρος. Δεν υπάρχει τέτοια εναλλακτική. Εδώ ότι γράφει δεν ξεγράφει κι ο μοναδικός κριτής , ο πιο αυστηρός κριτής είναι ο καθρέφτης, όπου ο καθένας μας απέναντι του θα συνειδητοποιήσει ότι ο χρόνος τελειώνει , πρέπει τα μολύβια να κατέβουν και να παραδοθούν οι κόλλες των γραπτών. Ότι ήρθε η ώρα του επιλόγου, του πιο αγχωτικού κομματιού, των λίγων γραμμών για το κλείσιμο μιας έκθεσης ιδεών ή μιας ζωής . Και τότε γίνεται αντιληπτός ο ύπουλος ρόλος του προλόγου που δεν άφησε χρόνο για το κυρίως θέμα , που δεν άφησε χρόνο για τη ζωή.

Μισώ τους προλόγους τελικά, αποφεύγω τις εισαγωγές του γραπτού κειμένου όπως ο διάολος το λιβάνι , για έναν και μόνο λόγο…. Γιατί δεν μπορώ να τον αποφύγω, γιατί ζω κι εγώ την δική μου εισαγωγή, το δικό μου πρόλογο έως τώρα και φοβάμαι ω πόσο φοβάμαι την ώρα που θα στηθώ απέναντι στο καθρέφτη και θα καταλάβω ότι έχασα το κυρίως θέμα, ότι έχασα τη ζωή…

Δε γουστάρω τους προλόγους δε μ αρέσουν. Έτσι ξεκινώ πάντα είτε να πω είτε να γράψω κάτι απότομα. Σα σερίφης από παλιά ταινία γούεστερν μπαίνω κλωτσώντας τις πόρτες του σαλούν στο κυρίως θέμα .Μου θυμίζουν πλασιέδες , πολιτικούς και διαφημίσεις που προσπαθούν με πολλά λόγια κι όμορφες εικόνες να αποπροσανατολίσουν από την ουσία , για να πουλήσουν εν τέλει τη πραμάτεια τους. Πρέπει λέει να προϊδεάζουν τον αναγνώστη και τον ακροατή για το τι θα ακολουθήσει , δεν πρέπει να ναι μεγάλοι, δεν πρέπει να είναι μικροί , δε πρέπει να είναι δυσανάλογοι σε σχέση με το κυρίως θέμα. Μεγάλη ταλαιπωρία.

Θυμάμαι τους φιλόλογους των παιδικών μου χρόνων , να κάνουν κουτάκια στο πινάκα για να μας εξηγήσουν πως πρέπει να ναι η δομή του κειμένου της «καλής έκθεσης» …

Τρία κουτάκια : Πρόλογος , κυρίως θέμα κι επίλογος . Το κουτάκι του προλόγου ήταν μικρό, αλλά γεμάτο σημειώσεις και συμβουλές . Μετά ακολουθούσε ένα τεράστιο που απλά έλεγε «κυρίως θέμα» και τέλος , πέντε αράδες με την επικεφαλίδα «επίλογος» . Όλο το βάρος έπεφτε πάντα στο πρόλογο κι ακολουθούσε και το απαραίτητο απόφθεγμα , ότι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός .

Από τότε δε τους χώνεψα … όπως δε χώνεψα ποτέ μου και τα κουτάκια στο πίνακα. Μου φαίνονταν πολύ στενά σχεδόν κλειστοφοβικά . Η σκέψη κι η έκφραση δε μπαίνει σε κουτάκια . Πιο πολύ μοιάζει με βάρκα που την παρασύρει το καλοκαιριάτικο μελτέμι ακυβέρνητη και που θα εξοκείλει όπου θέλει αυτή κι εκεί θα σταματήσει … Τα κουτάκια είναι καλά μόνο για επαγγελματικές επιστολές και στείρες αναφορές μεταξύ δημοσίων υπηρεσιών, απάνω σε τσακισμένη στη μέση κόλα αναφοράς, για να μη βγαίνουν οι αράδες εκτός στοίχισης.

Δεν είναι μόνο αυτό όμως. Δε φταίει η μαθητική εμπειρία και η προσπάθεια του καλουπώματος της έκφρασης και της σκέψης .

Είναι πιο βαθύ το αίτιο, πιο υπαρξιακό. Έχει να κάνει με τη ζωή, τη ζωή μας. Από τα πρώτα κιόλας βήματα, αρχίζει ο εγκιβωτισμός της ύπαρξης μας. Πρόλογος, κυρίως θέμα , επίλογος.

Eνα τρίπτυχο που μου τριβελίζει το μυαλό με μια απέχθεια στο πρώτο του κομμάτι. Πρόλογος, προετοιμασία, εισαγωγή στο κυρίως θέμα της ζωής. Πρόλογος, συνεχής και αδιάλειπτος γεμάτος με σχέδια , οράματα, ιδανικά, ολοκλήρωσης και επιτυχίας μιας ζωής που θέλουμε να έρθει, που ξεκινά ήδη από τα παιδικά χρόνια με την απλή κι άδολη ερώτηση του μεγάλου, πατερά , θειου γνωστού στο παιδί, « καλέ, τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις ;»

Όλη μας η ζωή εξελίσσεται σ έναν μεγάλο ατελείωτο πρόλογο . Έναν δυσανάλογο πρόλογο που ο καθένας συνεχώς προετοιμάζει και προετοιμάζεται για την επιτυχία. Οικονομική, κοινωνική, οικογενειακή. Μια προετοιμασία που όμως δεν τελειώνει ποτέ απλά παρατείνεται συνεχεία, χωρίς ορατό τέλος.

Παραμονή στο πρόλογο, επίμονη και έμμονη σ αυτόν, χωρίς ποτέ να μπαίνουμε στο κυρίως θέμα. Χωρίς να ζούμε τη ζωή , τη καθημερινότητα της, με τις μικροχαρές και της λύπες της. Χάνουμε το κυρίως θέμα , τη ζωή μας, που φεύγει και χάνεται χωρίς να καταλαβαίνει από μακρόπνοους σχεδιασμούς . Τρέχουμε πίσω από άπιαστα όνειρα, από προλογισμούς πραγμάτων που ποτέ δε θα ευοδωθούν, χάνοντας την αίσθηση του μέτρου και της πεπερασμένης διάρκειας μας, χάνουμε την ανάπτυξη του κυρίως θέματος, της κάθε μέρας που περνά χωρίς να την έχουμε χαρεί, χωρίς να την έχουμε κάνει κτήμα μας κι ο καιρός περνά .. κι εμείς προλογίζουμε, χάνοντας το μεγάλωμα το δικό μας, το μεγάλωμα των παιδιών μας , χάνοντας την ουσία του να ζεις το σήμερα σαν να μην υπάρχει αύριο , μη αδράχνοντας το μεγαλείο της στιγμής που άμα φύγει δεν ξαναγυρίζει πίσω , παρά σαν μια ανάμνηση μέσα από κιτρινισμένες φωτογραφίες κι άλμπουμ αλλοτινών εποχών στη καλή εκδοχή και σαν τύψη συνείδησης για τη χαμένη στιγμή , σαν αίσθημα ανεκπλήρωτης επιθυμίας που δένει ένα κόμπο στο λαιμό, σαν εικόνα, σαν χαμόγελο παιδιού σαν ηλιοβασίλεμα ή σαν πενταήμερη της πρώτης νιότης , που χάθηκε, που δεν βιώθηκε, που δεν ευοδώθηκε ποτέ γιατί προλογίζαμε τη ζωή μας, την ίδια ώρα που αυτή μας προσπερνούσε.

Η ζωή εκδικείται , το κυρίως θέμα του τρίπτυχου παίρνει πάντα το αίμα του πίσω όπως του αρμόζει. Απλά ήσυχα κι αθόρυβα ,φεύγοντας , προσπερνώντας μας κάθε στιγμή , κάθε ώρα κάθε λεπτό , γλιστρώντας σα νερό σαν άμμο μέσα από τα σφιχτά κλεισμένα δάχτυλα που δεν μπορούν να τη κρατήσουν, και τι κρίμα , δεν υπάρχει κανένας φιλόλογος, κανένας επιτηρητής για να δει το γραπτό της ζωής μας, να εντοπίσει το πλεονασμό του προλόγου, το δυσανάλογο του μέγεθος για να μας επαναφέρει στη τάξη βάζοντας μας να το ξαναπάμε από την αρχή, διαγράφοντας με κόκκινο στυλό το μεγαλύτερο του μέρος. Δεν υπάρχει τέτοια εναλλακτική. Εδώ ότι γράφει δεν ξεγράφει κι ο μοναδικός κριτής, ο πιο αυστηρός κριτής είναι ο καθρέφτης , όπου ο καθένας μας απέναντι του θα συνειδητοποιήσει ότι ο χρόνος τελειώνει , πρέπει τα μολύβια να κατέβουν και να παραδοθούν οι κόλλες των γραπτών. Ότι ήρθε η ώρα του επιλόγου, του πιο αγχωτικού κομματιού, των λίγων γραμμών για το κλείσιμο μιας έκθεσης ιδεών ή μιας ζωής . Και τότε γίνεται αντιληπτός ο ύπουλος ρόλος του προλόγου που δεν άφησε χρόνο για το κυρίως θέμα, που δεν άφησε χρόνο για τη ζωή.

Μισώ τους προλόγους τελικά, αποφεύγω τις εισαγωγές του γραπτού κειμένου όπως ο διάολος το λιβάνι, για έναν και μόνο λόγο…. Γιατί δεν μπορώ να τον αποφύγω, γιατί ζω κι εγώ την δική μου εισαγωγή, το δικό μου πρόλογο έως τώρα και φοβάμαι ω πόσο φοβάμαι την ώρα που θα στηθώ απέναντι στο καθρέφτη και θα καταλάβω ότι έχασα το κυρίως θέμα, ότι έχασα τη ζωή…

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top