Fractal

Πράκτορες λυσσασμένα σκυλιά

Γράφει ο Δημήτρης Καρύδας //

 

Τζέιμς Γκρέιντι «Mad Dogs», Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη, εκδόσεις Πόλις

 

Ο Τζέιμς Γκρέιντι είναι γνωστός για το βιβλίο του οι Έξι μέρες του Κόνδορα που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο υπό τον τίτλο «οι τρεις μέρες του κόνδορα» και γνώρισε αρκετά μεγάλη επιτυχία το μακρινό 1975 σε σκηνοθεσία του Σίντνεϊ Πόλακ και με κεντρικό πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω το συγκεκριμένο βιβλίο ουδέποτε μεταφράστηκε στα Ελληνικά (εκτός αν μου διαφεύγει κάποια σχετική έκδοση) όπως και κανένα από τα επόμενα 10-12 βιβλία του που όλα κινούνται στο επίπεδο των κατασκοπευτικών θρίλερ. Κάπως έτσι η πρόσφατη έκδοση του «Mad Dogs» (εκδόσεις Πόλις) είναι η πρώτη επαφή του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με τον συγκεκριμένο συγγραφέα με χρονική παρέκκλιση πολλών δεκαετιών. Έχοντας διαβάσει παλαιότερα δύο βιβλία του Γκρέιντι στα Αγγλικά η ανάγνωση του Mad Dogs μου επιβεβαίωσε την εικόνα που είχα. Ο Γκρέιντι, 73 ετών σήμερα, είναι ένας συνεπής συγγραφέας θρίλερ με κεντρικά θέματα τις μυστικές υπηρεσίες και την κατασκοπεία. Ενδεχόμενα το είδος στην εποχή της τεχνολογίας μοιάζει παρωχημένο καθώς ιστορίες παραδοσιακής ή ιντερνετικής κατασκοπίας είναι πλέον κοινός τόπος για τους αναγνώστες των σάιτ. Κάπως έτσι, λοιπόν, ο Γκρέιντι καλείται να βρει τις λεπτές ισορροπίες κυρίως θεματολογικά για να υπηρετήσει το είδος που έχει επιλέξει σε όλη τη συγγραφική διαδρομή του. Όχι ιδιαίτερα εύκολο εγχείρημα. Η επιλογή του κεντρικού θέματος είναι ιντριγκαδόρικη: Πέντε πράκτορες που βρίσκονται έγκλειστοι σε ένα άσυλο της CIA και πάσχουν λόγω επαγγέλματος από διάφορες ψυχικές διαταραχές βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Ο γιατρός που έχει την ευθύνη για την επιμέλεια τους και έχει βάλει σε καλό δρόμο τη θεραπεία τους βρίσκεται δολοφονημένος. Κινδυνεύουν να θεωρηθούν ύποπτοι οπότε η επιλογή τους μοιάζει δεδομένη: Να ‘’δραπετεύσουν’’ από το άσυλο και να προσπαθήσουν να επιβιώσουν –αποδεικνύοντας παράλληλα την αθωότητα τους- χωρίς όμως το παραμικρό εφόδιο. Μοναδικό “όπλο” τους είναι η εμπειρία από προηγούμενες αποστολές συν την τεστοστερόνη που ρέει άφθονη μέσα τους και τεράστιο μειονέκτημα η ψυχολογική αστάθεια που τους οδήγησε στον εγκλεισμό.

Το θέμα του Γρέιντι θα έμοιαζε εξαιρετικά τετριμμένο και επαναλαμβανόμενο αν δεν υπήρχε ακριβώς αυτό το τελευταίο στοιχείο που το διαφοροποιεί από το κλισέ του αθώου πρωταγωνιστή που δραπετεύει και ‘’τρέχει’’ ώστε να αποδείξει την αθωότητα του κόντρα σε Θεούς και δαίμονες και κυρίως απέναντι σε σκοτεινά κέντρα εξουσίας. Κάπως έτσι ο Γκρέιντι έχει την καλύτερη δικαιολογία για να δημιουργήσει ένα θρίλερ με αμείωτη δράση, ένταση, ανάλογη ατμόσφαιρα, ‘’παράξενους’’ πρωταγωνιστές που ακροβατούν στα όρια της παράνοιας και σχεδόν κινηματογραφικό ρυθμό. Άλλωστε, ο Γκρέιντι μετά την κινηματογραφική μεταφορά του Κόνδορα πάντοτε στη γραφή και τη θεματολογία του ‘’λοξοκοιτάζει’’ ένα αντίστοιχο τέτοιο δεδομένο, άλλωστε στο πλούσιο βιογραφικό του περιλαμβάνονται και αρκετά σενάρια για αυτοτελείς τηλεοπτικές ιστορίες ή σίριαλ.

 

Τζέιμς Γκρέιντι

 

Στο μείγμα προσθέτει την κλασικά ζωντανή-νευρική γραφή του. Όταν μάλιστα περνάει το πρώτο μισό του βιβλίου και οι αρχικές 150-200 δημιουργείται το ερωτηματικό αν διαβάζεις ένα κλασικό θρίλερ με πράκτορες, κατασκόπους κλπ. ή μια καλογραμμένη και μισοκρυμμένη σάτιρα του είδους με στόχο την Αμερικάνικη εξουσία και κυρίως τον σκοτεινό κόσμο των θρυλικών μυστικών υπηρεσιών της χώρας. Ο Γκρέιντι φροντίζει πάντως να αναλύσει διεξοδικά και σχεδόν εξονυχιστικά τον καθένα από τους πέντε κεντρικούς πρωταγωνιστές, να μάθουμε την προσωπική ιστορία του καθενός αλλά κυρίως τον διαταραγμένο ασταθή κόσμο του. Όλα αυτά με την αναγκαία και απαιτούμενη δράση για την οποία αναφέρθηκα νωρίτερα. Ενδεχόμενα ο Γκρέιντι μπορούσε να έχει διαλέξει δύο άλλα μονοπάτια για την εξέλιξη και την κατάληξη του βιβλίου αλλά για αυτό το θέμα προφανώς μπορεί να μιλήσει μόνο ο ίδιος: Οι χαρακτήρες δεν εξελίσσονται σχεδόν στο ελάχιστο στη διάρκεια της παράξενης και ιδιότυπης διαδρομής τους. Κατορθώνει όμως να ταυτίσει τον αναγνώστη με τα προσωπικά αδιέξοδα τους. Και διαλέγει για επίλογο όχι μια κατάληξη Χολιγουντιανή και politically correct αλλά ένα αμφίσημο κλείσιμο που προσωπικά μπόρεσα να του δώσω ποικίλες όσες ερμηνείες.

Στα συν του βιβλίου η για πολλοστή φορά εξαιρετική αισθητική των εκδόσεων Πόλις με ένα ξεχωριστό αλλά πολύ ταιριαστό εξώφυλλο. Δεν είναι η πρώτη φορά σε βαθμό που σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιος αντιλαμβάνεται ότι το εξώφυλλο της Ελληνικής έκδοσης τον αγγίζει αισθητικά περισσότερο από το πρωτότυπο! Και η εξαιρετική μετάφραση που ‘’διασκευάζει’’ την ούτως ή άλλως βατή και όχι δύσκολη γραφή του Γκρέιντι.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top