Fractal

Tρία ποιήματα

Γράφει ο Μάριος Αρίκας //

 

 

 

 

 

 

Όπιο

 

Γυαλιά σπασμένα σ’ ένα ανοιξιάτικο δώμα.

Μπουκάλια παντού και οι ετικέτες

να μοιάζουν με στίχους τραγουδιών…

Αλλιώτικοι… Ελεύθεροι.

 

Πως μείναμε μοναχοί μας;

Μια δόση σου ακόμη, μια τελευταία.

Να δω τα τέρατα που πάντα ζήλευα να αντικρύσω,

να πέσω στην πιο βαθιά γη,

εκεί που έφτιαξε ο νους μου φυλακές και δεσμώτες.

Να γράψω σε τοίχους τις κραυγές μου.

Εκεί να μένουν σιωπηλές, να μην ακούγονται.

Σαν όνειρο να μείνουν.

 

Και όταν φύγω να κρυφτούν

κάτω από άλλες χαρακιές

κάτω από άλλες σκέψεις,

αυτές των δεσμωτών.

Γιατί πια εγώ ελεύθερος θα έχω φύγει.

Και οι τοίχοι θα ΄ναι λερωμένοι από τις πληγές μου.

 

Ξέφυγα! Κι όμως αισθάνομαι αδύναμος.

Γιατί όσα με βασάνιζαν είναι πίσω μου

Κομμάτια που με σκότωναν όμως γι’ αυτά ζούσα.

 

Να πολεμώ και να δείχνω πως έχω σκοπό.

Αντέχω!

 

Μόνος μου τελικά.

Κάποιες φορές αναρωτιέμαι πώς γίναμε έτσι…

 

Δεν το αξίζαμε. Γυμνοί, χωρίς γονείς

σε σπίτια που ήταν οι οικογένειες μας.

Σταμάτησα όμως να σ’ αναζητώ.

Χάρη σε σένα σου έλαμψα και έγινα φως.

 

Μα μ’ έσυρες στα πιο βαθιά πηγάδια.

Κι ενώ καιγόμουν στο φως που έφτιαξες μαζί μου,

δεν σε άφηνα.

Έδωσα, δημιούργησα και τελείωσα.

Αντίο..

 

 

 

 

Εκεί ψηλά στη σκόνη

 

Πάνω από τα κτήρια τα κίτρινα

εκεί, ανάμεσα στον ουρανό και το τσιμέντο,

έμαθα να ζω.

Έβλεπα κάθε βράδυ μαύρο πανί

και σχεδίαζα πάνω του τους φόβους μου.

 

Έμενα μαζί τους και τους αγκάλιαζα.

Με γαλήνευαν, με ξεκούραζαν.

Έσβηνα το φως του ουρανού

και έπεφτα στο σκοτάδι του.

 

Πέρα απ’ τις ταράτσες τις βουβές

βλέπεις τον κόσμο ανάποδα.

Ένα βήμα στο κενό και ίσως σε βρω…

μα ίσως και να ξεχάσω να σου πω

ό,τι με βασανίζει.

 

Σβήνουν τσιγάρα άσκοπα,

με χαιρετούν ουσίες απρεπείς.

Χάρτινες φλέβες στο κορμί

τυλίγονται στη σκόνη.

 

Παλμός ερημικός!

 

Μείναν τα χέρια μου γυμνά

και θύμισαν τα δικά σου

που τόσο έρωτα δώσανε

σε κάποιον άλλο εαυτό μου.

 

Έσβησε η σκόνη τους λυγμούς

και μ’ έπιασε το σκότος.

Ίσως και να’ θελα να μείνω νεκρός

να μη με βρει του ήλιου ο κρότος.

 

 

 

 

Πόθος απ’ τη βελόνα

 

Πόρτα στον τοίχο δεξιά

φοβάμαι να χτυπήσω.

Ίσως ακούσω μια σιγή

που θα με αμαυρώσει.

 

Βήματα αργά κι ανάλαφρα,

χέρια γεμάτα μολύβι.

Έβαλε ο πόθος φόρεμα…

και ήταν το δικό σου.

 

Φωνές πελώριες μα ήρεμες

βγαίνουν απ’ τη βελόνα.

Σε μια περίεργη βουή

να δείχνεις το κορμί σου.

 

Γέμισε ο τοίχος με φωνές

της ηδονής τους στίχους.

 

Κοίταξα γύρω να σε βρω,

μα σ’ είχα ήδη χάσει.

 

Και πέθανα στα χέρια σου

σαν έφευγε η ψυχή μου.

Απ’ τη δική σου τη φωνή

έσβησε η δική μου.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top