Fractal

Η λογοτεχνία διεγείρει, αφυπνίζει, ξυπνά τον αυθεντικό εαυτό.

Γράφει ο Αντρέας Μήτσου //

 

Δέσποινα Σιμάκη: «Τούμπα στα πλακάκια», Εκδόσεις «Τόπος», 2022

 

«Ένα καράβι μες στα μάτια σου

δάμαζε  τον άνεμο

τα μάτια σου ήταν η χώρα

που μονομιάς ξαναβρίσκει κανείς»

 

Πολ Ελιάρ, «Τα εφτά ποιήματα της αγάπης σε πόλεμο»

 

 

Από το μότο, ήδη, το οποίο προτάσσεται στη συλλογή διηγημάτων «Τούμπα στα πλακάκια» των Εκδόσεων Τόπος, η συγγραφέας υπαινίσσεται την εστίαση στην προσωπική θέαση. Με ταπεινότητα εκμυστηρεύεται όσα η ίδια μπόρεσε να δει, ομολογώντας πως αυτή η καθαρή ενατένιση, το αντίκρισμα κατάματα της κάθε πραγματικότητας, εάν το αξιωθεί κανείς, τότε θα είναι σε θέση να διακρίνει το θαύμα και τότε θα συναντήσει ακόμα τον λουφαγμένο εαυτό του, θα βρει τον τόπο της εγκατάστασης του εγώ.

Στα μάτια κοιτάζει τους ήρωές της, τα παιδιά στο «σπίτι φιλοξενίας», στο «Χαμόγελο του Παιδιού», κατάματα στέκεται μέσα απ’ αυτό το κοίταγμα και παρατηρεί επίσης τον εαυτό της, αποκαθαρμένη απ’ όσα μπόρεσε να διακρίνει και να καταγράψει.

Με τον χαμηλόφωνο λόγο της πείθει απόλυτα για τη βιωμένη σχέση της με όσα καταπιάνεται να αφηγηθεί. Για τούτο και η γραφή της συγκινεί.

Η Δ.Σ., ωστόσο, δεν επενδύει στην συναισθηματική εκχύλιση, το γνωρίζει πως εδώ ακριβώς εγκρύπτεται ο κίνδυνος, ότι το συναίσθημα είναι η αχίλλειος πτέρνα της γραφής. Μέσω, λοιπόν, μιας γλώσσας σφιχτής, ελεγχό-μενης, με αξιοζήλευτη την οικονομία των εκφραστικών μέσων, αποτολμά να κοιτάξει και τον αναγνώστη της κατάματα, επενδύοντας στην τρυφερότητα και την ειλικρίνεια της αφήγησής της, αλλά και στο λίγο, το φαινομενικά ασήμαντο, της κάθε μιας ιστορίας, όπως και στη δική του, την ανομολόγητη επιθυμία του αναγνώστη, να συναντήσει κι εκείνος τον εαυτό του, συναισθα-νόμενος τον πόνο που αποστάζεται από κάθε μία ιστορία. Εξάλλου, κάθε δυνατή ιστορία, είναι μια κοινή ιστορία, είναι η δική μας ιστορία.

Επιτρέψτε μου μια σύντομη περιδιάβαση στις 11 «ιστορίες» του βιβλίου. Θα ’θελα να καταδείξω μερικά μόνο σημεία απ’ όσα εγώ μπόρεσα να διακρίνω. Γιατί ο καθένας, ο κάθε αναγνώστης, μερικά μπορεί να δει, μάλλον εκείνα που ο ίδιος ήδη γνωρίζει, όσων έχει προηγούμενη εμπειρία. Και η συγγραφέας, σ’ αυτό ίσως αποσκοπεί. Να θυμίσει τα δικά του παλιά και λησμονημένα, τις επιχωματωμένες ενοχές, τα μπαζωμένα αισθήματα, προδομένες και αποκηρυγμένες μνήμες.

«Προσπάθησε να θυμηθείς»: Στο πρώτο αφήγημα εμφανίζεται ο Κλήμης, παιδί γύρω στα 6. Αυτός κλείνει και τη συλλογή, καθώς η αδελφή του η Έλσα, στο τελευταίο κείμενο, επαναλαμβάνει την ίδια σπαρακτική φράση του: «Προσπάθησε να θυμηθείς». Και η συγγραφέας, χωρίς να έχει, εμπρόθετη τουλάχιστον, διάθεση να διδάξει, γνώστης ωστόσο της αφηγηματολογίας, ταπεινά επαναλαμβάνει την ίδια φράση προς τον αναγνώστη, σε μια βουστρηφηδών αφήγηση και αναδιήγηση. «Όλα είναι μνήμη και ελπίδα», έλεγε παλιά ένας καλός ποιητής, ο Κώστας Τοπούζης – σ’ εμένα η λήθη δεν κατόρθωσε να τον σκεπάσει–. Η καταφυγή στην αρχέγονη μνήμη αφυπνίζει τον εαυτό, τον ανασταίνει. Η ενοχή καταπλακώνει σαν ταφόπλακα. Η λογοτεχνία διεγείρει, αφυπνίζει, ξυπνά τον αυθεντικό εαυτό, τον ανασταίνει θα ’λεγα, χωρίς να πιστεύω πως υπερβάλλω. Γι’ αυτό είναι ανατρεπτική. Τι ζητά από την παιδαγωγό να θυμηθεί, δεν θα το αποκαλύψω.

Η Δ.Σ. παρουσιάζει το εξάχρονο παιδί με τρόπο απέριττο, είναι λιτή η αφήγησή της, προσεκτική, σαν να πατά σε ναρκοπέδιο. Αποφεύγει τα επίθετα που αποδυναμώνουν και υποσκάπτουν την αλήθεια της. Αποτολμά, ωστόσο, με γενναιότητα και περιγράφει. Γιατί η καίρια περιγραφή δεν είναι διεκπεραίωση, ούτε άσκοπη καθυστέρηση ή φλυαρία, αλλά η βαθύτατη ουσία. «Ολοστρόγγυλα χείλη, γλυκάδα κοριτσόπουλου ο Κλήμης. Κολλάει με κάποιο αντικείμενο, συνήθως μ’ ένα μπαλάκι που το χτυπά πάνω-κάτω από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ, μιλάει ελάχιστα». Δεν ονοματίζει η συγγρα-φέας τη λεγόμενη κλινική ιδιαιτερότητα, την δεξιότητα, όπως την ονοματί-ζουν εσχάτως, γιατί την εμποτίζει η αγάπη και η απόλυτη αποδοχή του Κλήμη. Ούτε και φαίνεται να κατατάσσει κανένα παιδί με αυτούς τους σχηματικούς όρους. Ακόμη και τις ανεξήγητες αντιδράσεις του, δεν τις αξιολογεί, τις περιγράφει. Κι ο νοών νοείτω, αφού είμαστε οι μικρές, οι ιδιαί-τερες εκφράσεις μας. Ό,τι κατατίθεται ενώπιόν μας, ο πόνος και η προσδοκία όχι μόνο του παιδιού, αλλά και της συγγραφέως, για να συναντήσει το πιο κρυφό και ανομολόγητο. Να το εξορύξει από μέσα της. Να επιστρέψει στην αρχέγονη μήτρα, στη νοσταλγική θαλπωρή. Πρέπει να το ξεκαθαρίσω. Η «υπόθεση», όπως συνήθως λέγεται, ή αλλιώς το θέμα του βιβλίου, μια πρόφαση είναι για τον συγγραφέα. Ο τρόπος αναδεικνύει την αλήθεια του μύθου της. Ο ρυθμός που προκύπτει από το συνταίριασμα, από το πάντρεμα των λέξεων, αυτή η συνύπαρξή τους προξενεί τη μαγεία, αναδεικνύουν το κείμενο αυτές οι λέξεις και μας αποπλανούν. Όχι το τι λέει, αλλά το πώς το λέει ο αφηγητής. Κι η μαγεία συντελείται υποδόρια, ανεπαίσθητα.

«Μέρα που βρέχει», ο τίτλος του δεύτερου αφηγήματος. Με απλό, φαινομενικά ανέμελο, τρόπο περιγράφεται η συνάντηση δύο φιλενάδων. Όλα είναι επιφάνεια. Η Δ.Σ. εγκιβωτίζει έξυπνα την ιστορία της, πάλι στο σπίτι φιλοξενίας, πάλι ο πόνος ο κεκρυμένος, ο μυστικός κόσμος της οδύνης, ο ανυποψίαστος για τους πολλούς. Υπαινικτικός ο λόγος, η ηρωίνη, το στερη-τικό σύνδρομο, ούτε στο ελάχιστο φορτισμένα με αξιολογικούς ή ηθικο-λογικούς όρους. Κόσμοι παράλληλοι, σ’ ένα παλίμψηστο. Ο ένας σβήνει, ο άλλος επικαλύπτει. Η συγγραφέας, έκθαμβη, παρατηρεί ό,τι συντελείται.

«Θα ρωτήσω τι κάνει»: Το μικρό παιδί, ο Ανέστης, φαντασιώνεται τη μητέρα του, που δεν θυμάται, που δεν την έχει καν γνωρίσει, αγωνιά για την υγεία της, για τη ζωή της. Η παιδαγωγός το βράδυ του λέει παραμύθια. Το μυαλό δεν θυμάται πάντα, «η ψυχή θυμάται», μας εξομολογείται. Θέλει να μάθει αν είναι ευτυχισμένη η άγνωστη σ’ αυτόν μητέρα. Ετούτο την έχει μάθει η πολύτιμη εμπειρία της την συγγραφέα με αυτά τα παιδιά. Ο ξένος πόνος, που γίνεται δικός σου και σε βαθαίνει, και σε ανυψώνει, ώστε να υπερβείς τα πεπερασμένα όριά σου. Υπαινιγμός, σιωπή, τρυφερότητα χαρα-κτηρίζουν το αφήγημα. Το τέλος, ο επίλογος, όπως όλοι οι επίλογοι της Δ.Σ., μεστοί, ταπεινοί, όσο και συγκινητικοί, αφήνουν πάντα το ανείπωτο να επικρέμεται, να μην ονοματίζεται και να εμποτίζει τον αναγνώστη.

«Ήταν Καλός Άνθρωπος»: Εστίαση στο ασήμαντο και εδώ, στους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους και στην αδήλωτη, ως αυτονόητη, καλοσύνη τους. Γλώσσα ανεπιτήδευτη, το συναίσθημα περιχαρακωμένο, με τη λύπη να εμποτίζει διακριτικά την αφήγηση. Σ’ ένα ζοφερό κόσμο, υπάρχει και η καλοσύνη που δεν δηλώνεται, δεν εξαγοράζεται, δεν εργαλειοποιείται, ως συνήθως. Η αφανής καλοσύνη είναι που κρατάει την ισορροπία του κόσμου. Οι απλοί άνθρωποι, που ζουν και πεθαίνουν, και μας αφήνουν την αύρα αυτής της σεπτής βίωσης, χωρίς καν να το ξέρουν. Αυτή την αύρα, μακάρι να αξιωθούμε να τη συλλάβουμε.

«Θέλω να τον ξαναδώ»: «Ο Μάριος ξέρει πια ν’ αγαπά», μονολόγησα «και αφού ξέρει να αγαπά, ξέρεις και να συγχωρεί». Αποσπώ μια φράση από το συγκινητικό αφήγημα. Με άψογο ρυθμό, χωρίς καμιά συγγραφική έπαρση, περιγράφεται ένα, συνηθισμένο ίσως, γι’ αυτήν σκηνικό, στο σπίτι φιλοξενίας, με τον χαρακτήρα του ήρωα, του παιδιού που πρωταγωνιστεί, να αναδύεται απαλά, βαθύς, συγκλονιστικός στη νοσταλγία του. Ο μικρός θέλει να δει τον χαμένο αδελφό του, τον «αφημένο» σε κάποιον άγνωστο ανάδοχο. Απλώνεται ο πόνος στην αφήγηση, χωρίς παραπανίσιες λέξεις, χωρίς επεξη-γήσεις. Ο μικρός θέλει να συνδεθεί, να δεθεί με τις αρχέγονες ρίζες του. Καταστέλλεται το συγγραφικό εγώ, δαμάζεται, υποχωρεί μπρος στο βαθύτερο πόνο του παιδιού. Η Δ.Σ. συμπάσχει, χωρίς να το δηλώνει. Δεν έχει πάρει τη συγγραφική, λεγόμενη, απόσταση, και παρατηρεί. Είναι όμως μέσα στην ιστορία της, αφηγηματική περσόνα και η ίδια, που σαν μαέστρος διευθύνει μια ανομολόγητη ορχήστρα απαλής, θλιμμένης μουσικής. Η διαπί-στωση, π.χ. «ο Μάριος ξέρει ν’ αγαπά», δηλώνει σε μένα, πως η Δ.Σ. κατέχει πως η αγάπη είναι δυνατότητα. Βαθύτερη εμπειρία και γνώση. Μια πρόταση, δηλαδή, καθρεφτίζει τη φιλοσοφική θέαση της συγγραφέως και τη βαθύτερη υπόσταση και κοσμοθεωρία του αφηγητή. Δεν χρειάζονται επεξηγήσεις στη λογοτεχνία.

Στο έκτο αφήγημα, «Τούμπα στα πλακάκια», που επιλέχθηκε ως τίτλος της Συλλογής, η Δ.Σ. γίνεται πιο εξομολογητική, περιγράφει τα αισθή-ματά της αποχωρισμού, για ένα παιδί που εγκαταλείπει το «Σπίτι», μετά από αρκετά χρόνια στον κοινό χώρο, όπου μεγάλωσε με τ’ άλλα παιδιά και τους παιδαγωγούς. Η μικρή παίρνει το δρόμο της, η ανατροπή στη ζωή της, μια τούμπα στα υγρά πλακάκια γι’ αυτήν, αλλά και για την παιδαγωγό. Και οι δυο τους βρίσκονται για μια στιγμή χάμω στο πεζοδρόμιο. Μια ασήμαντη σκηνή, που σφραγίζει την αγάπη, τον αποχωρισμό τους, την προσδοκία για το αύριο και τους δίνει υπόσταση, ως αγαπημένους. Όλα, η αγάπη τα πλάθει, τους δίνει σχήμα και μορφή. Η αγάπη πάντα έχει μια πικρή επίγευση και όλα ασήμαντα είναι και μοιραία. Και μέσα στο ασήμαντο κατοικούμε, κι αυτό εκθέτει ο πραγματικός συγγραφέας.

 

Δέσποινα Σιμάκη

 

«Μας έτυχε κάτι έκτακτο»: Φρούδες ελπίδες για τα εγκαταλελειμμένα παιδιά. Θετοί υποψήφιοι γονείς, με μικροαστική συνείδηση, τα τροφοδοτούν με ελπίδα και μετά, κυνικά, την παίρνουν πίσω, την αποσύρουν αυτήν την ελπίδα. Σπάνια, όσο και δυσεύρετη, η γενναιότητα. Λίγοι αντέχουν στη θυσία. Ωστόσο, αρκεί μόνο να υπάρξει για μια στιγμή η προοπτική σε όλους μας, για να συγκροτήσουμε μια πραγματικότητα. Μια θάλασσα του έταξαν του παιδιού και το γέλασαν. Όμως, εκείνος την είδε αυτή τη θάλασσα, τη βίωσε. Γιατί με όνειρα ζούμε και προσδοκίες και είναι δύσκολο να διαπιστώ-σουμε πώς και πότε πραγματώνονται και με τι τρόπο. Όσο, όμως, διαρκούν τα όνειρα, συγκροτούν μια πραγματικότητα.

Δυνατό το αφήγημα «Ποτέ στο Μπανγκλαντές», μια πατρίδα που σκοτώνει. Όσο και να την αγαπάς, τη φοβάσαι, φεύγεις μακριά της και δεν θέλεις να επιστρέψεις. Μια μητριά πατρίδα. Βασανισμένοι μετανάστες, δύσκολο –αν όχι αδύνατον– να εννοήσεις τον πόνο τους. Μ’ αυτήν τη συνεί-δηση και την ανάλογη συστολή, καταθέτει η Δ.Σ. την ιστορία του Αμπντούλ.

«Οι Τοίχοι του Σπιτιού μας»: Μια μετεγκατάσταση σε ένα άλλο, σε ένα καινούργιο πια οίκημα. Θαυμάσια περιγραφή, αγάπη για το χώρο, για το σπίτι φιλοξενίας. Σπουδαίες παρατηρήσεις, όπου διαπιστώνεται το βάθος της αφηγήτριας, η ικανότητα να απορροφά τις σιωπές των πραγμάτων, των θεωρούμενων άψυχων, τα μυστικά τους. Πυκνή η σιωπή τους. Εγώ το βρίσκω ως ένα υπέροχο αφήγημα. «Να μην τους γκρεμίζουμε τους τοίχους του σπιτιού μας. Να μην έχουμε ορόφους», αποφαίνεται εν κατακλείδι. Ό,τι αγαπήσαμε, θα συμφωνήσω, δεν πρέπει να το καταστρέφουμε. Γκρεμίζουμε μαζί κι εκείνον τον νοσταλγικό χρόνο που το εμπεριέχει. Και βέβαια, «τα σπίτια έχουν τα μυστικά τους», όπως λέει ο Σεφέρης. «Ξέρω, τα σπίτια πεισμώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις» («Το Σπίτι Κοντά στη Θάλασσα»).

«Αποποίηση Κληρονομιάς»: Δυνατό κείμενο, όπου η συγγραφέας πραγματεύεται με φιλοσοφική ενατένιση τη δυναμική της συγγενικής σχέσης. Την εξάρτηση και απεξάρτηση από την κληρονομική καταβολή. Μ’ έναν χαρακτήρα ανεπίληπτα συγκροτημένο. Το παιδί, που θέλει να ζήσει, υπερβαί-νοντας τις προδιαγραφές της μοίρας του. Η συγγραφέας περιδεής παρακο-λουθεί τη διαπάλη τους. Οι σχέσεις αίματος, κυριαρχούν θα έλεγα, στον πυρήνα της κάθε αφήγησης του βιβλίου. Θέμα φιλοσοφικό και υπαρξιακό. Η Δ.Σ. βέβαια, δεν υπεισέρχεται σε παράταιρους γι’ αυτήν στοχασμούς.

Το τελευταίο αφήγημα «Να, προσπάθησε λίγο ακόμα», αποτελεί μια βουστρηφιδόν αναδιήγηση, όχι μόνο της πρώτης ιστορίας, αλλά και της κάθε μιας ξεχωριστά. Τα ονόματα αλλάζουν, τα παιδιά τα ίδια, ο ίδιος κόσμος, σιωπηλός, πονεμένος, αλλά και ταπεινός, όπως και μεγάθυμος. Εάν αφεθού-με να εμποτιστούμε από τον διακριτικό πόνο που περιρρέει όλοι το βιβλίο, από την εύοσμη αύρα των λέξεων, θα βγούμε καλύτεροι ανθρώπου, πιο κοντά στον καλό εαυτό μας, γιατί, όπως το λέει ο Whitman: «δεν είναι μέσα στις λέξεις το νόημα, παρά στην αύρα, στο αεράκι που περνάει ανάμεσά τους». Η Δ.Σ., μαθήτριά μου στη Δημιουργική Γραφή στο ΕΚΕΒΙ, ελπίζω να μου συγχωρέσει τη συνεχή επανάληψη αυτών των στίχων.  

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top