Fractal

Ένα κορίτσι κρατά στα χέρια την τάξη του κόσμου

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Ελένη Παπανδρέου «Επτά και μισή/λύπη», εκδ. Ιωλκός

 

«Ένα κορίτσι/ κρατά στα χέρια/την τάξη του κόσμου.

Μας καλεί/ να πάμε λίγο πιο μπροστά./ Εμάς/

που περιμένοντας στη σειρά/

κλέβουμε  χρόνο από τις ώρες μας…»

 

Ιδού το αισιόδοξο μήνυμα της ποιήτριας: «Ένα κορίτσι/ κρατά στα χέρια/ την τάξη του κόσμου», όχι μόνο τη συνέχεια της ζωής, αλλά και το απαρασάλευτο, την ισορροπία, τη σταθερότητα του κόσμου. Το κορίτσι, η νέα θηλυκή οντότητα ως φορέας της ζωής, υπόσχεση του μέλλοντος.

Η Ελένη Παπανδρέου με την πρώτη της ποιητική συλλογή, κατά κάποιον τρόπο, χάραξε την πορεία και προσδιόρισε το χώρο των εμπνεύσεών της: Το δωμάτιο ως σταθερό σημείο του κόσμου της και το παράθυρο ως σημείο θέασης του εξωτερικού κόσμου, της ζωής και της καθημερινής  πραγματικότητας. Ένα δωμάτιο νοσοκομείου, ωστόσο.

Στη δεύτερη ποιητική της συλλογή υπάρχει μετάθεση και μεταφορά από το νοσοκομείο στο σπίτι με τις αναμενόμενες αλλαγές στον τρόπο παρατήρησης, ορατότητας και αντιμετώπισης των κάθε λογής δεδομένων.

Στην τρίτη συλλογή, αν και δεν απαρνείται το δωμάτιο του σπιτιού, υπάρχει εξέλιξη, κίνηση στους εσωτερικούς χώρους, με διέξοδο το ανοιχτό παράθυρο, από όπου παρατηρεί και καταγράφει όσα από τα συμβαίνοντα στον έξω κόσμο υποπίπτουν στην αντίληψη και την αισθαντικότητά της.

Όλα τα ποιήματα της συλλογής θα μπορούσε να αποτελούν το περιεχόμενο μιας μέρας πότε με ανοιχτά, πότε με κλειστά παράθυρα. Μια συλλογή στιγμών από το περιεχόμενο της κάθε μέρας, με το ειδικό της ενδιαφέρον η κάθε μια, «ψίχουλα κι ανάκατες σκέψεις…φωνές στα σωθικά της πόλης… ένα πρωινό σαν εφιάλτης». Ανάκατες εικόνες καθημερινής αυταπάτης και τρέλας έξω από το παράθυρό της, αθύρματα θαρρείς κινούμενα, ένα παραπλανητικό χάος στο χρώμα της θάλασσας    που η αισθαντική ποιήτρια «Έσκυψε και μάζεψε το χάος» αυτό, ενώ «Κάθε μέρα ο φόβος…/ένα φύλλο άστεγο/ στα μαλλιά της» καρφιτσωμένο, θαρρείς, στολίδι.

Μονοτονία και μοναξιά, τοπία ερημιάς η κάθε μέρα. Μια κινούμενη, φαινομενικά, ακινησία:

«Ο δρόμος μοιάζει να  τελειώνει.

Δεν φτάνει πουθενά

Μα οι διαδρομές όλες επιστρέφουν

στο γνωστό  στενό του σπιτιού.

Σίγουρα, η θλιβερή πραγματικότητα του εγκλεισμού στο σπίτι που ζούμε τα δύο τελευταία χρόνια και έχει επηρεάσει τη ζωή μας, δεν ήταν δυνατό να αφήσει αδιάφορη μια ποιήτρια που βιώνει τον εγκλεισμό στη φραγή του εαυτού, της μοναξιάς της, της ερημιάς της, μ’ έναν κόμπο λύπης στον ουρανίσκο και μόλις βγει στο παράθυρό, από την αγανάκτησή της, κλείνει «το παράθυρο/ στα μάτια των περαστικών», των προνομιούχων πλασμάτων.

Εξουθενωμένος στην αναγκαστική απομόνωση η ίδια, αλλά και κάθε καθημερινός άνθρωπος, νιώθει πως δεν ανήκει πουθενά, η ζωή του ακροβατεί πάνω στην «άγονη γραμμή», το μόνο που γνωρίζει είναι πως δεν έχει τίποτα να δώσει εκτός από λύπη. Κυριαρχούν περιγραφές τέλειας ερήμωσης που προκαλούν δέος, όπως εκείνη του αγοριού που:

«δεν ήξερε/ πού ν’ αφήσει το άγγιγμά του

Τριγύριζε μέσα του ένα κρύο

σαν να ήταν η μέρα  κουμπωμένη

στα δεμένα του χέρια….

…ένα αγόρι χωρίς προορισμό».

Και εικόνες συχνά σκοτεινότητας και χάους, εικόνες αταξίδευτων ταξιδιωτών, όσο «εύφορο χώμα» κι αν σκαλίζουν οι σκιές, το μακρύ χέρι της νύχτας όλα τα καλύπτει και μένει αλώβητο μόνο ένα παράπονο και η ερημιά.

 

Όλα τα ολιγόστιχα και άτιτλα ποιήματα αποτελούν ενότητα, μοιάζουν με κόμπους καλογερίστικου κομποσκοινιού και μοναδικός προορισμός τους είναι να λειτουργούν θεραπευτικά στην ψυχή του αναγνώστη καθώς τους  αφήνει πίσω συλλαβίζοντας το χρόνο τις εκκρεμότητες, τις αμαρτίες του, που τον απασχολούν σε συνάρτηση με το χρόνο, τις ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα της σιωπής στην ερημία του μοναχικού του βίου, συνδέοντας τις υπαρξιακές του ανησυχίες με τα προβλήματα της καθημερινότητάς του

Ίσως σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο άνθρωπος συνειδητοποιεί πως είναι το πιο δυστυχισμένο όν της δημιουργίας, γιατί, αν και έχει λύσει – ή νομίζει πως έχει λύσει – τα υπαρξιακά του προβλήματα, γνωρίζει το τέλος του.

Η ιδιότυπη εικονοπλαστική και εικονοκλαστική ποίηση της Ελένης Παπανδρέου που επιλέγει να μένει φυλακισμένη στο σπίτι, οι αποστάσεις που διανύει είναι από την κουζίνα ως το παράθυρο, από όπου έχει ορατότητα και την όποια επαφή με τον έξω κόσμο, μοιάζει με το κατακερματισμένο σώμα της κοινωνίας, με σκηνές εικονικής παράστασης της καθημερινής εκτέλεσης μιας διαλυμένης ανθρωπότητας, όπου θύματα και θύτες ζουν με διαφορετικό τρόπο τον καθημερινό τους θάνατο, φυλακισμένοι μέσα στο έργο τους, μην μπορώντας να εννοήσουν γιατί τέλος πάντων ζουν και τι επιδιώκουν.

 

Ελένη Παπανδρέου

 

Η Ελένη Παπανδρέου δημιουργεί ζοφερές εικόνες ενός φοβισμένου κόσμου, καταδικασμένου που αφανίζεται από τα ίδια του τα μεγαλοδύναμα έργα, ενός κόσμου χωρίς Αύριο, αφού το υπαρξιακό ρολόι του δείχνει το τέλος πριν την αρχή:

 «Ο φόβος είναι δείχτες ρολογιού.

 Το τέλος ομολογεί πριν την αρχή».    

Αλλά η ποιήτρια, δεν παραδίνεται στους φόβους της μήτε χάνεται μπροστά στις δυσκολίες, ζώντας σε ένα σύμπαν που η ευτυχία και η δυστυχία συμβαδίζουν κι αναρωτιέται πόσο ακόμα θα υπάρχει και γιατί να θέλει και να μην μπορεί να γίνει σιωπή.

Μια από τα ίδια η κάθε μέρα. Αυτή είναι η ζωή μας: μια συνεχιζόμενη κυκλική απουσία. Μένει αιωρούμενο το αίνιγμα: Υπάρχουμε ή δεν υπάρχουμε. Όμως έχουμε επίγνωση της πραγματικότητας και συναισθανόμαστε αυτό το «τίποτα» της ύπαρξης, όσο αντιφατικό κι αν φαίνεται, Και ζούμε και υπάρχουμε! Και επιτέλους βγαίνουμε από τον εγκλεισμό. Ας είναι και την τελευταία στιγμή:

«Βιαστική η ζωή ξυπνά.

Ανοίγει την πόρτα.

Κάθε μέρα στις έξι και τέταρτο

στο τρένο στις επτά και μισή

στο μάθημα έως  τις τρεις.

Ο δρόμος ποτέ δεν τελειώνει»

είναι όλο στροφές και επιστροφές. Και η απολαβή από τον  καθημερινό αγώνα ποια είναι για

«Εμάς 

που περιμένοντας στη σειρά

κλέβουμε χρόνο από τις ώρες μας.

Πάντα μικροκαμωμένη

πάντα φευγαλέα

η χαρά

μας χαιρετά για μια στιγμή μόνο

λίγο πριν χαθεί

το κορίτσι

κι εκείνη η απόμακρη  ευτυχία»;

 

Ευτυχώς που υπάρχει το κορίτσι να ανοίγει τη θύρα της ζωής, αφήνοντας το παράθυρο ανοιχτό για να αναπνέει το δωμάτιο και να αερίζεται το νοσοκομείο, το σπίτι, ο κλειστός χώρος, βγαίνοντας έξω κάθε αυγή, έστω και για εκείνη τη μικροκαμωμένη «φευγαλέα χαρά», ας είναι και για «εκείνη την απόμακρη ευτυχία».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top